Σαν σήμερα, πριν από 34 χρόνια, η διεθνής εικόνα του ελληνικού ποδοσφαίρου άλλαζε για πάντα, χάρη στον Άρη. Οι «κίτρινοι» καταργούσαν τη λογική και αποδείκνυαν ότι… τα θαύματα γίνονται στο ποδόσφαιρο, θριαμβεύοντας με 0-3 στην Ιταλία κόντρα στην πανίσχυρη, τότε, Περούτζια. Ακόμα και σήμερα, το κατόρθωμα της 7ης Νοεμβρίου 1979, στον επαναληπτικό του 2ου γύρου του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ, είναι βαθιά χαραγμένο στη συνείδηση όλων…
Η ομάδα του Πέπε Σασία, που στον 1ο γύρο είχε εντυπωσιάσει αποκλείοντας την Μπενφίκα, χρειαζόταν αυτή τη φορά ένα ακόμα μεγαλύτερο κατόρθωμα. Μετά την ισοπαλία 1-1 στο Χαριλάου δύο εβδομάδες νωρίτερα, ταξίδευε στην Ιταλία υποχρεωμένη να κερδίσει την ομάδα του σπουδαίου Πάολο Ρόσι, που ήταν αήττητη στην έδρα της επί δύο χρόνια!
Στο «Ρενάτο Κούρι», εκεί όπου ο αδικοχαμένος ομώνυμος παίκτης της Περούτζια είχε αφήσει την τελευταία του πνοή δύο χρόνια νωρίτερα, αυτή τη φορά θα ράγιζαν οι καρδιές των περίπου 30.000 Ιταλών φιλάθλων. Κι αυτό, γιατί εκείνη η ομάδα του Άρη είχε ένα κρυφό χαρτί: Ο εξαιρετικός αγωνιστικός χώρος, θα της επέτρεπε να δείξει την εξαιρετική τεχνική της κατάρτιση, που ήταν μοναδική για τα δεδομένα της εποχής στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Το πρώτο «χτύπημα» ήρθε στο 8′, όταν ο Όλε Σκόμποε εκτέλεσε το φάουλ από αριστερά και ο Ντίνος Κούης άνοιξε το σκορ με διπλή προσπάθεια. Αρχικά ο τερματοφύλακας Μαλίτσια απέκρουσε την κεφαλιά του, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει το ίδιο στην επαναφορά, όταν ο Κούης έστειλε την μπάλα στα δίχτυα με κοντινή προβολή.
Οι 3.000 Έλληνες φίλαθλοι -εκδρομείς αλλά και φοιτητές- που βρίσκονταν στις εξέδρες άρχισαν να… τρίβουν τα μάτια τους, αλλά τα καλύτερα θα έρχονταν στην συνέχεια. Αντί να κλειστεί για να διαφυλάξει το 0-1 και παρότι οι γηπεδούχοι άγγιξαν την ισοφάριση, έχοντας οριζόντιο δοκάρι σε σέντρα – σουτ του Μπούκι, ο Άρης αναζήτησε το δεύτερο γκολ και δεν άργησε να δικαιωθεί.
Το χρονόμετρο έδειχνε το 18′ όταν ο Ντίνος Μπαλλής γέμισε με φάουλ και η μπάλα έφτασε στον Γιώργο Σεμερτζίδη, λίγο έξω από την περιοχή. Όπως ακριβώς είχε κάνει μερικές εβδομάδες νωρίτερα, πετυχαίνοντας το γκολ – πρόκριση στη Λισσαβόνα, εκείνος επανέλαβε αυτό που γνώριζε καλύτερα: «Εκτέλεσε» με μια μονοκόμματη βολίδα τον Ιταλό γκολκίπερ, που δεν πρόλαβε να δει την μπάλα, αλλά απλώς άκουσε το θόρυβο από τα δίχτυα του. Το σκορ γινόταν 0-2 και όλοι πλέον άρχιζαν να πιστεύουν σε μια επική πρόκριση.
Το ίδιο, αλλά από την ανάποδη, αισθάνονταν πλέον και οι γηπεδούχοι, που ήταν ανήμποροι να απειλήσουν, γνωρίζοντας ότι χρειάζονταν τρία γκολ για να ανατρέψουν την κατάσταση. Το χτύπημα του Γκαλόνι στον Σεμερτζίδη στο 41′, επειδή εκείνος καθυστερούσε να επιστρέψει την μπάλα για να κερδίσει χρόνο, ήταν απόδειξη του εκνευρισμού τους. Λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα, ο Γιάννης Τζιφόπουλος είχε αγγίξει το 0-3, αλλά το σουτ του είχε περάσει ελάχιστα πάνω από το δοκάρι.
Οι Ιταλοί δεν απέφυγαν, όμως, το τρίτο γκολ στο 67′. Ο Γιώργος Ζήνδρος έκλεψε την μπάλα από τον Σαλβατόρε Μπάνι, προχώρησε μέχρι την αντίπαλη περιοχή και αφού απέφυγε άλλους δύο αντιπάλους εξαπέλυσε το σουτ, στη δεξιά γωνία του τερματοφύλακα. Δοκάρι και μέσα, το σκορ 0-3 και το πάρτι είχε ήδη ξεκινήσει…
Στα λεπτά που απέμεναν, όσο κι αν η Περούτζια προσπάθησε μέσα από στημένες φάσεις, δεν μπόρεσε να πετύχει τίποτε ουσιαστικό, αφού ακόμα και το γκολ του Μπούτι με κεφαλιά στο 71′ ακυρώθηκε ως επιθετικό φάουλ. Η νύχτα ανήκε εξολοκλήρου στον Άρη, την αξία του οποίου αναγνώρισε χωρίς δισταγμό ο ιταλικός Τύπος. «Ο Άρης δίδαξε μοντέρνο ποδόσφαιρο», έγραψε χαρακτηριστικά στο φύλλο της επομένης η «Corriere Dello Sport».
Βαθιά «υπόκλιση» έκανε και ο ίδιος ο τεχνικός των Ιταλών, Ιλάριο Καστανιέρ, που μίλησε με τα καλύτερα λόγια για το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο της ελληνικής ομάδας: «Ο Άρης που είδα σήμερα δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα από την παλιά ομάδα του φοβερού Άγιαξ, με τον Κρόιφ και τους υπόλοιπους αστέρες».
Από την πλευρά του, ο Πέπε Σασία δήλωνε δακρυσμένος ότι «…ποτέ δεν είχα την αμφιβολία ότι μπορούσαμε να κερδίσουμε τους Ιταλούς». Ο Ουρουγουανός τεχνικός βρισκόταν υπό αμφισβήτηση εκείνη την εποχή, παρά την σπουδαία ευρωπαϊκή πορεία του Άρη. Μάλιστα, οι επικριτές του, του καταλόγιζαν ότι πήγαινε καθυστερημένος στις πρωινές προπονήσεις επειδή δεν μπορούσε να ξυπνήσει!
Χάρη στη μεγαλειώδη νίκη τους, οι «κίτρινοι» έπαιρναν το εισιτήριο για τον 3ο γύρο του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ, όπου θα αντιμετώπιζαν την εξίσου σπουδαία Σεντ Ετιέν του Μισέλ Πλατινί, διαγράφοντας τη μακρύτερη ευρωπαϊκή διαδρομή τους μέχρι την αντίστοιχη περσινή.
Διαιτητής του αγώνα ήταν ο Τσεχοσλοβάκος Βόιτσεκ Χριστόφ.
Οι συνθέσεις των ομάδων:
ΠΕΡΟΥΤΖΙΑ (Ιλάριο Καστανιέρ): Μαλίτσια, Νάπι (88′ Τακόνι), Τσεκαρίνι, Φρόζιο, Τζεκίνι, Νταλ Φιούμε, Μπάνι, Μπούτι, Ρόσι, Γκορέτι, Γκαλόνι.
ΑΡΗΣ (Πέπε Σασία): Παντζιαράς, Μόκαλης, Τζιφόπουλος, Κούης, Βένος, Φοιρός, Ζήνδρος (75′ Ζελίδης), Μπαλλής, Σεμερτζίδης (82′ Αλεξίου), Όλε, Βάγγης.
Ανατριχίλα στην υποδοχή…
Εκείνο το βράδυ, η Θεσσαλονίκη φωταγωγήθηκε και στους δρόμους της πόλης στήθηκε γιορτή με τη συμμετοχή χιλιάδων οπαδών του Άρη. Την επόμενη μέρα, σύσσωμος ο ελληνικός Τύπος έκανε λόγο για μια νίκη – ορόσημο για τον ελληνικό αθλητισμό και όχι άδικα.
Τα καλύτερα άρχιζαν πάντως για τους παίκτες της ομάδας με την επιστροφή τους από την Περούτζια, το επόμενο μεσημέρι. Περισσότεροι από 10.000 φίλαθλοι πλημμύρισαν στο αεροδρόμιο της Μίκρας για να υποδεχθούν τους θριαμβευτές και να τους σηκώσουν -κυριολεκτικά- στους ώμους: Τους πήγαν… σηκωτούς από τις σκάλες του αεροπλάνου μέχρι την αίθουσα αφίξεων κι κατόπιν στο λεωφορείο της ομάδας, ενώ η μπάντα του Δήμου Θεσσαλονίκης παιάνιζε εμβατήρια προς τιμήν τους.
Η ατελείωτη πομπή συνόδευσε τους ποδοσφαιριστές μέχρι το γήπεδο Χαριλάου. Στιγμές που έχουν μείνει χαραγμένες στη μνήμη των ίδιων των πρωταγωνιστών, καθώς και όλων όσοι τις έζησαν, αντέχοντας στη φθορά των 32 χρόνων που πέρασαν, αλλά και όσων ακολουθήσουν…