ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Τιμήθηκε ο Σιώτης, πρώην ποδοσφαιριστής του Άρη (video-photos)

Τον Αλέκο Σιώτη, ποδοσφαιριστή του Άρη τίμησε η ΚΟ Δήμου Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ, με εκδήλωση που πραγματοποίησε χθες στο πάρκο έξω από το Κλεάνθης Βικελίδης, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 80 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον ΕΛΑΣ.

Στην εκδήλωση μίλησε ο Ακης Αδάμ, μέλος της ΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ. Χαιρέτησε η κόρη του Αλέκου Σιώτη, Δέσποινα. Παραβρέθηκαν, ο βουλευτής του ΚΚΕ Γιάννης Δελής, ο Σωτήρης Αβραμόπουλος, περιφερειακός Σύμβουλος Κεντρικής Μακεδονίας με τη Λαϊκή Συσπείρωση, ο Δημοτικός Σύμβουλος με τη Λαϊκή Συσπείρωση στο Δήμο Θεσσαλονίκης, Βασίλης Τομπουλίδης, ο πρόεδρος του Τομέα Ιστορίας του ΑΡΗ Βασίλης Δερμετζόγλου και πολλοί φίλαθλοι της ομάδας, μικρότερης και μεγαλύτερης ηλικίας.

Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με τα αποκαλυπτήρια πλακέτας στη μνήμη του Αλέκου Σιώτη.

Φανερά συγκινημένη πήρε το λόγο η Δέσποινα Σιώτη. «Είναι πολύ σημαντικό που το ΚΚΕ τιμά τη μνήμη αγωνιστών του λαού μας για την πατρίδα και τις πανανθρώπινες αξίες. Ανάμεσά τους και τη μνήμη του πατέρα μου Αλέκου Σιώτη. Ευχαριστώ το τιμημένο ΚΚΕ για τη μεγάλη τιμή που αποδίδει στον πατέρα μου.

Ο ΑΡΗΣ είναι η ομάδα. Ο πατέρας μου ίδρωσε για τη φανέλα του, με ορμή και αγάπη. Και η πληρωμή όταν κέρδιζε η ομάδα ήταν μια γκαζόζα. Στο γήπεδο μέσα τον έλεγαν “ταύρο”, έτσι τον φώναζαν οι οπαδοί. Αν μας άκουγε σήμερα θα έλεγε “έκανα το καθήκον μου. Τίποτα παραπάνω. Ολοι κάναμε ότι μπορούσαμε τότε”.

Μπαμπά μου σεμνέ, ανιδιοτελή, στωϊκέ, διορατικέ, ιδεαλιστή, είχες μεγάλη καρδιά και ο λόγος σου ήταν συμβόλαιο.

Κλείνω με τα λόγια του Τσε Γκεβάρα “αξίζει φίλε μου να ζεις για ένα όνειρο και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει”. Ευχαριστώ πολύ από τα βάθη της καρδιά μου».

Στην εκδήλωση παραβρέθηκε ο Βασίλης Δερμετζόγλου, πρόεδρος του Τομέα Ιστορίας του Άρη, ο οποίος δήλωσε: «Ηταν μια πολύ όμορφη εκδήλωση, αναπάντεχη. Δεν το περιμέναμε, ήταν πολύ ευχάριστη έκπληξη για εμάς να τιμηθεί ένας ποδοσφαιριστής του Άρη που πρόσφερε τόσα πολλά στον Άρη. Συγχαρητήρια στο ΚΚΕ για την πρωτοβουλία αυτή. Εύχομαι να γίνουν πολλές περισσότερες τέτοιες πρωτοβουλίες που τιμάνε τον αθλητισμό, μας τιμούν σαν ανθρώπους και σαν κοινωνία».

Τιμή στους αγωνιστές αθλητές

«Βρισκόμαστε σήμερα εδώ, έξω από το γήπεδο του Αρη για να τιμήσουμε τον Αλέκο Σιώτη, έναν πραγματικό θρύλο του συλλόγου, έναν αγωνιστή της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης. Διότι θέλουμε οι νέες γενιές να θυμούνται τους αγωνιστές – αθλητές, που έδωσαν κάποιοι από αυτούς, ακόμα και τη ζωή τους για μεγάλα και υψηλά ιδανικά. Αποτελούν πρότυπα, σύμβολα, και για τις ομάδες τους αλλά και για τους φιλάθλους, για τον αγώνα τους και μέσα στα γήπεδα με την μπάλα, αλλά και μέσα στο μεγάλο γήπεδο της ζωής, παλεύοντας για το δίκιο του λαού και την προκοπή αυτού του τόπου», είπε στην αρχή της ομιλίας του ο Ακης Αδάμ.

Και πρόσθεσε ότι «τότε το ποδόσφαιρο ήταν ερασιτεχνικό, σήμερα στο ποδόσφαιρο κάνουν κουμάντο εφοπλιστές, τραπεζίτες, πετρελαιάδες, καπνέμποροι, μεγαλοξενοδόχοι, καναλάρχες. Το ποδόσφαιρο ξεκίνησε ως λαϊκό και λιμανίσιο σπορ. Είναι αλήθεια ότι με το πέρασμα των χρόνων, πέρασε στα χέρια επιχειρηματιών οι οποίοι μέσω αυτού επεδίωκαν, να αποκομίσουν κέρδη και να εξυπηρετήσουν τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα αλλά και να καταξιωθούν κοινωνικά, να προβάλουν την εικόνα τους. Τα ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα «πνίγουν» τον αθλητισμό, τροφοδοτούν την πολύμορφη βία και οδηγούν σε φαινόμενα όπως η δολοφονία του Αλκη Καμπανού – πριν 2,5 περίπου χρόνια – από μία εγκληματική ομάδα «οπαδών», τίποτα δεν άλλαξε από εκείνη την μέρα. Η κυβέρνηση επιλέγει ως λύση την πεπατημένη της καταστολής και των κλειστών γηπέδων, το ΚΚΕ είναι το μόνο κόμμα που παίρνει ξεκάθαρη θέση και αναδεικνύει την αιτία των περιστατικών σαπίλας στο ποδόσφαιρο.

Αυτό που χρειάζεται είναι η κατάργηση κάθε είδους επιχειρηματικής δράσης στο ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό. Το ποδόσφαιρο μπορεί να παίζεται και να προσφέρει ποιοτικό θέαμα χωρίς αυτούς. Για να αποτελούν το ποδόσφαιρο και ο αθλητισμός δικαίωμα της νεολαίας και του λαού χρειάζονται ριζικές αλλαγές. Η πραγματική εξυγίανση, απαιτεί τη δημιουργία ενός άλλου ποδοσφαιρικού οικοδομήματος, που θα χρηματοδοτείται από το κράτος, θα ελέγχεται σε τακτική βάση από φίλαθλα και άλλα λαϊκά όργανα, θα διοικείται από πραγματικούς φιλάθλους, θα αποκλείει κάθε επιχειρηματική δράση στο ποδόσφαιρο,έτσι οι πορείες των ομάδων θα καθορίζονται εντός των γηπέδων. Ενα τέτοιο ποδοσφαιρικό οικοδόμημα μπορεί να υπάρξει μόνο αν την εξουσία την έχει ο λαός και όχι οι επιχειρηματίες».

Ποιος ήταν ο Αλέκος Σιώτης

Αναφερόμενος στην ζωή και δράση του Αλέκου Σιώτη, είπε: «Γεννήθηκε στις 8 Οκτώβρη του 1917 στη Σμύρνη και το 1922 μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ήρθε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη συγκεκριμένα στην Κάτω Τούμπα. Οι πρόσφυγες – όπως ήταν και ο Σιώτης- που ερχόμενοι πλέον κατά δεκάδες χιλιάδες την δεκαετία του ’20, δημιούργησαν μια νέα κατάσταση και δυναμική στην πόλη μας. Βίωσε στο πετσί του τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης που βίωσαν χιλιάδες πρόσφυγες τότε. Τον πρώτο χρόνο διαμονής στην Θεσσαλονίκη, πεθαίνει από την πείνα και τις κακουχίες το ένα από τα πέντε αδέρφια του, το μικρότερο σε ηλικία 1 έτους και το 1925 πεθαίνει και ο πατέρας του. Το 1934 αρχίζει η εμπλοκή του με το ποδόσφαιρο, το οποίο όχι τυχαία, έχει χαρακτηριστεί, ως το “μπαλέτο της εργατικής τάξης”. Αθλημα χωρίς περίπλοκους κανόνες και κυρίως επειδή μπορεί να παιχτεί σε οποιαδήποτε αλάνα, ακόμα με ένα κονσερβοκούτι αντί για μπάλα, αποτελεί το κατεξοχήν παιχνίδι της φτωχολογιάς. Παιχνίδι που συνδυάζει τη συλλογικότητα με την ατομική πρωτοβουλία, που αναδεικνύει το ατομικό ταλέντο και την επιβράβευσή του μέσα από τη συλλογική προσπάθεια. Ετσι και ο Αλέκος Σιώτης παίζοντας ποδόσφαιρο με τους φίλους του σε μια αλάνα στην Κάτω Τούμπα, τον βλέπει κάποιος από τον Αρη, τον καλεί να παίξει στην ομάδα και έτσι ξεκινάει η ποδοσφαιρική του καριέρα. Την επόμενη χρονιά, το 1935 σε ηλικία 18 ετών γίνεται βασικός στην μεγάλη ομάδα του Αρη εκείνης της εποχής. Αγωνίζονταν ως κεντρικός μέσος και με τα πλούσια προσόντα του, την μαχητικότητα, την τεχνική, και το πάθος που τον διέκρινε, οργανώνει το παιχνίδι της ομάδας.

Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Αλέκος Σιώτης έκτος από ποδοσφαιριστής ήταν και κολυμβητής. Οι σύλλογοι δεν είναι μόνο το ποδοσφαιρικό και το μπασκετικό τμήμα που κερδίζουν την προσοχή μας, αλλά είναι οι χιλιάδες ερασιτέχνες αθλητές. Στον Αρη υπάρχουν 2.700 αθλητές, δεύτερος σε αριθμό στην Ελλάδα, όπου αυτοί όπως και χιλιάδες άλλοι σε όλη την χώρα, προσπαθούν να τα καταφέρουν κόντρα σε αντίξοες συνθήκες, προπονούμενοι στις λιγοστές και παλιές αθλητικές υποδομές της πόλη μας, κόντρα στις πολιτικές όλων των κυβερνήσεων, που οδηγούν στη συρρίκνωση του ερασιτεχνικού αθλητισμού. Κυρίως μέσα από τη συστηματική μείωση των αθλητικών επιχορηγήσεων εδώ και χρόνια, με απώτερο στόχο να ανοίξει ο δρόμος για την παράδοσή του, στα επιχειρηματικά συμφέροντα.

Ο αθλητικός σύλλογος Αρης, του οποίου τα χρώματα φόρεσε για χρόνια ο Σιώτης, φέτος έκλεισε τα 110 χρόνια ύπαρξης του, σύλλογος με μεγάλη προσφορά στον αθλητισμό της χώρας, με εκατοντάδες τίτλους σε όλα τα αθλήματα. Ο Αρης είναι ο σύλλογος ο οποίος κατέκτησε το πρώτο πρωτάθλημα Ελλάδας τόσο στο ποδόσφαιρο όσο και στο πόλο, επίσης είναι ο πρώτος σύλλογος εκτός Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού, ο οποίος κατέκτησε το πρωτάθλημα Ελλάδος στο ανδρικό βόλεϊ. Στο μπάσκετ, είναι η μία από τις δύο ομάδες που συμμετέχουν ανελλιπώς σε όλα τα πρωταθλήματα, είναι τρίτος σε αριθμό τίτλων, μεταξύ των οποίων και τρία ευρωπαϊκά κύπελλα. Αποτελεί τον πρώτο σύλλογο της πόλης με γυναικεία τμήματα, ήδη από τη δεκαετία του 1920 και ως εκπρόσωπος της πολυπολιτισμικής Θεσσαλονίκης, ο Αρης είχε στις τάξεις του πολλούς ευρωπαϊκής, αρμενικής ή εβραϊκής καταγωγής κατοίκους της πόλης. Η ιστορία μιας ομάδας δεν είναι μόνο οι νίκες και τα τρόπαια αλλά είναι καθρέφτης της ιστορίας της πόλης και του λαού της. Την ιστορία μιας ομάδας την γράφουν οι αθλητές και ο λαός της, που είναι η μεγάλη της δύναμη.

Με την έναρξη του πολέμου το 1940,ο Αλέκος Σιώτης επιστρατεύεται και πηγαίνει στο Αλβανικό μέτωπο όπου εκεί για την ηρωική του στάση στις μάχες, γίνεται έφεδρος αξιωματικός. Το πρώτο διάστημα της Γερμανικής κατοχής τον βρίσκει στη Θεσσαλονίκη, όπου με κίνδυνο της ζωής του, κρύβει στο σπίτι του και προσπαθεί να φυγαδεύσει Εβραίους που διώκονταν από τους Γερμανούς. Το 1942 κατεβαίνει στην Αθήνα όπου βρίσκονται όλα τα αδέρφια του. Εκεί τον Νοέμβρη του 1942 εντάσσεται στην Εθνική Αντίσταση, αυτός που τον επηρεάζει είναι ο κουνιάδος του, ο Θάνος Αθηνέλλης ταγματάρχης και ένα από τα κύρια στελέχη του ΕΛΑΣ και του αναθέτει διάφορες «αποστολές». Σε μία από αυτές, διείσδυσε ως εργαζόμενος σε ένα καζίνο της εποχής και κρυφάκουγε τις κουβέντες μεταξύ των Ελλήνων συνεργατών των Γερμανών.

Ο Σιώτης γίνεται μέλος της ΕΠΟΝ,η οποία οργανώνει τις ποδοσφαιρικές ομάδες ΕΠΟΝ Αθηνών και ΕΠΟΝ Πειραιά. Ο Σιώτης αγωνίζεται με την ΕΠΟΝ Αθήνας. Οι δύο ομάδες αυτές έδωσαν φιλικούς αγώνες και συμμετείχαν σε αρκετές αντιστασιακές ενέργειες. Τον Ιούνη του 1944 με πρωτοβουλία της «Αθλητικής ΕΠΟΝ» οργανώθηκαν στο Στάδιο Πανελλήνιοι Αγώνες Στίβου, γεγονός που συντέλεσε στη μεγαλύτερη συμμετοχή του αθλητικού κόσμου στις μαχητικές εκδηλώσεις και στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις της νεολαίας μας ενάντια στην τρομοκρατία. Κατά την διάρκεια της Μάχης της Αθήνας και των Δεκεμβριανών πήραν μέρος πολλοί αθλητές από διάφορα αθλητικά σωματεία. Δύο από τα πιο γνωστά θύματα των Δεκεμβριανών υπήρξαν οι επιφανείς ποδοσφαιριστές της εποχής, ο Δημήτρης Αργυρός του Εθνικού και ο Μιχάλης Αναματερός του Ολυμπιακού.

Την αγωνιστική περίοδο 1945-1946, αγωνίζεται αρχικά με τον Απόλλωνα Αθηνών και έπειτα με τον Αρη Θεσσαλονίκης κατακτώντας το πρωτάθλημα του 1946. Ο τίτλος εκείνης της χρονιάς θα κρινόταν στις 23 Ιουνίου προτελευταία αγωνιστική, στο ματς Αρης – ΑΕΚ στο γήπεδο Συντριβανίου, με τελικό σκορ 4-1 υπέρ του Αρη.

Από εκείνη την χρονιά η δυσκολίες και το κυνηγητό για τον Αλέκο Σιώτη αυξάνεται και τον Φλεβάρη του 1948, τον στέλνουν εξορία στην Μακρόνησο στο Γ’ Κέντρο Παρουσίας Αξιωματικών (ΚΠΑ). Η δύναμη του Γ΄ Κέντρου Παρουσίας Αξιωματικών εκείνη την περίοδο ήταν περίπου 1.100. Απ’ αυτούς περί τους 120 ήταν μόνιμοι αξιωματικοί και οι υπόλοιποι έφεδροι. Ολοι σχεδόν, στελέχη της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης. Μετά την Μακρόνησο επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, όπου τον Ιούνιο του 1949 παίζει το τελευταίο ματς με την ομάδα του Αρη και κρεμάει τα παπούτσια του, σε ηλικία 32 ετών. Το υπόλοιπο της ζωής του μέχρι να πάρει σύνταξη, εργάζεται ως δημοτικός υπάλληλος, ως ανταμοιβή για τα χρόνια παρουσίας του στην ομάδα του Αρη, εκείνη την εποχή η πληρωμή των ποδοσφαιριστών ήταν μια δουλειά για να ζήσουν την οικογένειά τους.

Μετά το 1974 ο Σιώτης, γίνεται μέλος του ΚΚΕ όπου παραμένει μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 8 Οκτώβρη του 2004 σε ηλικία 87 ετών.

 

To Top