Ο κορυφαίος Έλληνας μπασκετμπολίστας όλων των εποχών- ο Νίκος Γκάλης- κλείνει σήμερα 58 χρόνια ζωής…
Με αφορμή τα γενέθλια του “γκάνγκστερ” το sdna έκανε ένα ενδιαφέρον αφιέρωμα.
Αναλυτικά: ταν μεγάλοι- ή, τουλάχιστον, έτσι φαίνονταν στα δικά τους μάτια κάθε φορά που κοιτάζονταν στον καθρέφτη- όμως όχι και τόσο μεγάλοι που να έχουν χάσει εντελώς την παιδική τους πίστη στα θαύματα.
Αυτός ήταν και ο λόγος που τα τρία 14χρονα αγόρια είχαν παρατήσει τις ουσιωδώς ανούσιες συζητήσεις που έκαναν στο δενδρόσπιτό τους και είχαν κατέβει στην παραλία. Ήθελαν να συναντήσουν τον σοφό, ρακένδυτο άντρα και να προσπαθήσουν να τον οδηγήσουν στην ελεγχόμενη τρέλα, με όπλο τη νεανική τους αφέλεια.
«Πιστεύω πως υπάρχει Άγιος Βασίλης και κατεβαίνει από την καμινάδα του σπιτιού μας κάθε Χριστούγεννα για να μου φέρνει δώρα», είπε το πρώτο μόλις τον είδε από μακριά.
«Πιστεύω πως αν το θέλεις πολύ και πεις τα σωστά λόγια, μπορείς να πετάξεις σαν τον Πίτερ Παν», φώναξε το δεύτερο όταν αυτός σκάλιζε τη φωτιά του.
«Πιστεύω πως μια δεκάρα μπορεί να εκτροχιάσει ένα τραίνο», ούρλιαξε σχεδόν το τρίτο, τη στιγμή που ο γέροντας καθόταν στην άμμο και τους κουνούσε το χέρι.
Όταν έφτασαν δίπλα του, αυτός δεν έχασε καθόλου χρόνου με τους συνήθεις χαιρετισμούς- αν το έκανε, τότε πώς διάολο θα συνέχιζαν να τον θεωρούν αλλόκοτο οι άνθρωποι της πόλης;- και τους είπε, μειδιώντας, «τι θα λέγατε να μιλούσαμε για έναν αθλητή, σήμερα;».
Τ’ αγόρια πέταξαν την άυλη σκούφια τους στον αέρα προσεγγίζοντας επικίνδυνα τον ήλιο, όμως υπό το φόβο της επανάληψης του δράματος του Ίκαρου, επέστρεψαν στη γη και άρχισαν να νεύουν καταφατικά σαν καλοκουρδισμένα ρομποτάκια.
«Μικρός στο Νιου Τζέρσεϊ, ήθελε να γίνει μποξέρ. Όμως όταν γύριζε σπίτι τα βράδια με το πρόσωπό του κάθε φορά… νιου, η μητέρα του τον κάθιζε στη γωνία του λεκτικού ρινγκ, του έλεγε να παρατήσει την πυγμαχία και μετρούσε- σαν άλλος, πιο απαιτητικός διαιτητής- μέχρι το δέκα, ώσπου κάποτε αναδείχτηκε νικήτρια και βεβαιώθηκε πως ο γιος της θα παρατήσει το επικίνδυνο σπορ», ξεκίνησε να λέει χωρίς περιστροφές ο γέροντας, έχοντας ήδη τρία ζευγάρια μάτια καρφωμένα πάνω του και τη φλόγα της φωτιάς να ζεσταίνει κι άλλο τη χροιά της φωνής του.
«Έτσι, ο πιτσιρικάς στράφηκε στο μπάσκετ. Το κολέγιο του Σίτον Χολ, νιώθοντας έντονα ρίγη συγκίνησης στο ακαδημαϊκό κορμί του κάθε φορά που τον έβλεπε με την πορτοκαλί μπάλα στα χέρια, τον έκανε δεκτό. Εκεί, στα 4 χρόνια που συμμετείχε στο πρωτάθλημα του NCAA ανάγκασε πολλούς προπονητές να βλέπουν εφιάλτες με τα μάτια ανοιχτά, καθώς η ερωτική του επαφή με το καλάθι δεν μπορούσε να κρυφτεί ούτε μ’ εκφράσεις του στυλ «δεν είναι αυτό που νομίζεις». Μάλιστα, την τελευταία του σεζόν αναδείχτηκε 3ος σκόρερ ολόκληρου του κολεγιακού πρωταθλήματος με 27,5 πόντους μέσο όρο.
Ένας τραυματισμός στο πόδι, όταν συμμετείχε στο καμπ των Σέλτικς μετά την αποφοίτησή του, τον κράτησε χαμηλά στο ντραφτ (νο. 68) και δεν υπέγραψε στους «Κέλτες», κάνοντας, μετέπειτα, τον θρυλικό προπονητή της ομάδας Ρέντ Άουερμπαχ να δηλώσει «Το ότι δεν υπογράψαμε τον Γκάλη ήταν το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας μου».
Ωστόσο, μπορεί η θεά Τύχη να γύρισε την πλάτη στους Σέλτικς, όμως στους Έλληνες δε σταμάτησε στιγμή να δείχνει το χαρούμενο πρόσωπό της: ο Νικ υπέγραψε, μετά από μίνι σίριαλ, στον Άρη και βάλθηκε από την πρώτη μέρα να ζωγραφίσει ένα τεράστιο όμικρον έκπληξης στη θέση του στόματός μας.
Με ύψος που μόλις και μετά βίας έφτανε το 1.83 ο Νικ παρέπεμπε ευθέως σ’ έναν μπασκετικό Δαυίδ, ο οποίος, όμως, μόλις πατούσε στο παρκέ μεταμορφωνόταν σε ανίκητο Γολιάθ που κινούνταν με τη χάρη και την ευλυγισία ενός Νουρέγιεφ, τη στιγμή που εκτελούσε αλάνθαστα μια καλά σχεδιασμένη χορογραφία.
Με τον Άρη βρήκε το χαμηλό ταβάνι των ομάδων μπάσκετ της χώρας μας στην αρχή της δεκαετίας το ’80 και το τρύπησε με χαρακτηριστική ευκολία, ενώ αγώνα με τον αγώνα έθετε τον πήχυ ολοένα και πιο ψηλά. Η, έστω κι επιγραμματική, αναφορά των κατορθωμάτων του με τους «Κιτρινόμαυρους» μπορεί να τρελάνει ακόμα και τον Ιώβ- της γνωστής ιώβειας υπομονής- επομένως τα 8 πρωταθλήματα Ελλάδας, τα 6 κύπελλα και οι 11 φορές που αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ (με μέσους όρους που παραπέμπουν σε ηλεκτρονικό παιχνίδι που τότε δεν είχε καν εφευρεθεί- το playstation-, όπως οι 44 ανά ματς το 1981 που κάνουν τους νεότερους να πιστεύουν πως οι αντίπαλοί του δεν ήταν παίκτες, αλλά κώνοι) και οι 3 συμμετοχές σε Φάιναλ 4, αρκούν.
Α, ναι, και το κυριότερο: «ανάγκασε» την πλειονότητα των Ελλήνων φιλάθλων να είναι Άρης ή, έστω, να είναι και Άρης, πράγμα που στις μέρες μας φαντάζει τόσο πιθανό, όσο και ο τετραγωνισμός του κύκλου από τον καλύτερο μαθητή ενός βρεφονηπιακού σταθμού.
Με την «επίσημη αγαπημένη» ο Γκάλης ανέβασε στα παρκέ της υφηλίου ορισμένες από τις κορυφαίες μπασκετικές παραστάσεις που έχει δει ανθρώπου μάτι, με τον Κολοφώνα της δόξας του ν’ αποτελεί, φυσικά, το Ευρωμπάσκετ του 1987 στην Αθήνα. Ήταν τότε που δοκιμάστηκε πιο έντονα από ποτέ στη Γηραιά Ήπειρο η θεωρία που θέλει τους πέντε να νικούν πάντοτε τον έναν: φορώντας τη φανέλα με το νούμερο 4 στην πλάτη έκανε λίγο- λίγο, κατοχή με την κατοχή, τους αντιπάλους του να χάνουν τα λογικά τους με μηδενικές πιθανότητες να τα ξαναβρούν. Έριξε στο καναβάτσο μεγαθήρια όπως η ενωμένη Γιουγκοσλαβία- μια πλάβι Dream Team των 80s- του Ντράζεν και η Σοβιετική Ένωση, προτού σηκώσει, με τη νοερή βοήθεια 10 εκατομμυρίων εκστασιασμένων Ελλήνων, το βαρύτιμο τρόπαιο του πρωταθλητή Ευρώπης.
Το 1987 ο Νικ έμοιαζε να έχει αγγίξει την κορυφή της προσωπικής του απόδοσης και τρέλαινε κάθε βράδυ εαυτόν και αλλήλους, έφευγε πάντοτε πρώτος στον αιφνιδιασμό, έκανε 2, 3, 4 σπασίματα προτού στείλει με μαθηματική ακρίβεια την μπάλα στο διχτάκι, πάσαρε σαν να είχε μάτια σε όλο το μήκος της πλάτης του και ήταν τόσο χάρμα οφθαλμών, που αποτελούσε μουσική για τα μάτια.
Δύο χρόνια αργότερα, στο Ευρωμπάσκετ του 1989, η κάτοχος του χρυσού ολυμπιακού μεταλλίου το 1988 (με νίκη επί των ΗΠΑ στον τελικό) ΕΣΣΔ, διψούσε για εκδίκηση, όμως ο Γκάλης της προσέφερε αφυδάτωση: στο καλύτερο παιχνίδι, ίσως, της καριέρας του, πέτυχε 45 πόντους από τους σωτήριους 81 της Εθνικής χαρίζοντάς μας την πρόκριση στον τελικό, έκανε τον Άρβιντας Σαμπόνις να βλέπει εφιάλτες και τον μέγιστο Σεργκέι Μπέλοφ να μονολογεί «Ποτέ δεν περίμενα ότι ένας παίκτης θα μπορούσε να κερδίσει μόνος του την ΕΣΣΔ τόσες φορές».
Στα 12 χρόνια που αγωνίστηκε με τη φανέλα της Ελλάδας, ο Γκάλης αναδείχτηκε 4 φορές πρώτος σκόρερ σ’ Ευρωμπάσκετ, ενώ το 1986 έβαλε από κάτω του και τον ημίθεο Όσκαρ Σμιντ, παίρνοντας την πρωτιά και στο Μουντομπάσκετ της Αργεντινης».