Αναφορές για τις επικείμενες εκλογές στην Ελλάδα και ποικίλες εκτιμήσεις για την «επόμενη μέρα» καταγράφονται, πλέον, καθημερινά, με ανταποκρίσεις και αναλύσεις σε αμερικανικά ΜΜΕ, έντυπα, ιστοσελίδες και ραδιοτηλεοπτικές οικονομικές εκπομπές.
Η Γουόλ Στριτ Τζέρναλ, σε ανταπόκριση από την Αθήνα, αναφέρεται στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, «στις οποίες το προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ κυμαίνεται από 2,7% έως 5,5%, εκτός από μία η οποία δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα που πρόσκειται στον ΣΥΡΙΖΑ, που με αναγωγή της αναποφάσιστης ψήφου έφερε τη διαφορά στο 8%».
Στην ανταπόκριση επισημαίνεται ότι «η καμπάνια της Νέας Δημοκρατίας επικεντρώνεται στον φόβο της εξόδου από το ευρώ. Την Κυριακή, ο πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, παρουσίασε το οικονομικό πρόγραμμα που θα ακολουθήσει εάν παραμείνει στην εξουσία και δεσμεύτηκε να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της χώρας». Όπως τονίζεται, ο κ. Σαμαράς υπογράμμισε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα ατύχημα το οποίο δεν θα συμβεί ποτέ στην Ελλάδα» και «για να επιτύχει οποιοδήποτε μακροπρόθεσμο πρόγραμμα, προϋπόθεση είναι να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη». Τέλος, αναφέρεται ότι «η Τράπεζα της Ελλάδος διέψευσε δημοσιογραφικές αναφορές για μεγάλες εκταμιεύσεις καταθέσεων».
Σε άλλο δημοσίευμα- άρθρο, στην ίδια εφημερίδα, σημειώνεται ότι «οι τράπεζες Citigroup, Goldman Sachs, ICAP PLC προβαίνουν σε τεστ αντοχής για την πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ». «Οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι η πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη είναι μικρή και όπως επισημαίνεται οι οικονομολόγοι της γερμανικής Commerzbank αποτιμούν αυτό το ενδεχόμενο κάτω του 25%» προστίθεται. Στη συνέχεια, μεταξύ άλλων, καταγράφονται πληροφορίες ότι «αρκετές ευρωπαϊκές τράπεζες προβαίνουν σε τεστ αντοχής για το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, γιατί όπως δήλωσε ο Frederic Ponzo της εταιρείας συμβούλων GreySpark «ελπίζουμε για το καλύτερο και προγραμματίζουμε για το χειρότερο”».
«Όχι έξοδος για την Ελλάδα»
Σε άρθρο γνώμης που δημοσιεύεται στη Νιου Γιορκ Τάιμς υποστηρίζεται ότι «θα υπάρξει ακόμη μία χρεοκοπία της Ελλάδας, η τρίτη σε πέντε χρόνια, αλλά φαίνεται ότι δεν θα υπάρξει έξοδος από την Ευρωζώνη». Όπως επισημαίνεται, «ούτε οι Έλληνες θέλουν να τους κάνουν τη χάρη να “δραπετεύσουν” από το κοινό νόμισμα, το ευρώ, ούτε ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος φέρεται να έχει δεσμευτεί ότι “αναμφίβολα θα παραμείνουμε στο ευρώ”, θέλει την έξοδο από το ευρώ, ούτε κανείς άλλος, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας».
Επίσης, στο άρθρο γίνεται αναφορά «σε απειλές των δύο ανταγωνιστών, της κ. Μέρκελ και του κ. Τσίπρα, με την “πυρηνική ισορροπία τρόμου” του ψυχρού πολέμου» και «αν ο ένας από τους δύο πατήσει το κόκκινο κουμπί, τότε όλοι θα χάσουν». «Στο επίκεντρο της κρίσης παίζεται ένα παιχνίδι “ορθολογιστικού παραλογισμού” όπως το αποκαλούν οι στρατηγικοί αναλυτές, που είναι “ένα μονεταριστικό παιχνίδι για το ποιος θα δειλιάσει πρώτος”» σημειώνεται στο δημοσίευμα, ενώ διατυπώνεται και η άποψη ότι «η Grexit μπορεί να απαλλάξει την Ευρώπη από έναν ενοχλητικό γείτονα, αλλά μπορεί να καταστρέψει ολόκληρο το οικοδόμημα του ευρώ».
Στη συνέχεια, υπογραμμίζεται ότι «αν ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει στην εξουσία (αν και αυτήν τη στιγμή το προβάδισμά του συρρικνώνεται), η νέα κυβέρνηση θα προσπαθήσει να υποχωρήσει σε κάποια πράγματα για να συμφιλιωθεί με την κ. Μέρκελ. Αλλά, οποιαδήποτε κυβέρνηση, αριστερή ή κεντρώα, θα πρέπει να γνωρίζει ένα μεγάλο πράγμα: Η Ελλάδα έχει μία ιστορία διασώσεων υπέρ της. Αυτό θα αμβλύνει τα πάθη των ένθερμων μεταρρυθμιστών. Αντίθετα, η κ. Μέρκελ δεν έχει την Ευρώπη με το μέρος της. Παρίσι και Ρώμη ζητούν να τεθεί τέρμα στην πολιτική της δημοσιονομικής πειθαρχίας και η “μεσογειακή διάθεση” λειτουργεί υπέρ της Ελλάδας».
«Η μικρή σε μέγεθος οικονομία της Ελλάδας είναι εύκολο να διασωθεί ξανά» τονίζεται στο δημοσίευμα και εκτιμάται: «Ξεχάστε το ζήτημα Grexit. Το πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό, γιατί η Ευρώπη αρχίζει να μοιάζει με την Ελλάδα και αν δεν προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις θα παρακμάσει».
Διδάγματα από Βραζιλία και Αργεντινή
Άρθρο στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Μπλούμπεργκ αναφέρεται στην πιθανότητα «ένα κόμμα της Αριστεράς, με ακραίες θέσεις, που δεν έχει δοκιμαστεί στην εξουσία, να βρεθεί στην κυβέρνηση και να πυροδοτήσει ένα sell off στις αγορές». Όπως σημειώνεται, «οι πιστωτές γίνονται νευρικοί για τις προοπτικές της χώρας, ιδιαίτερα, δε, για τη σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών και την ικανότητά της να εξυπηρετήσει το χρέος της. Ο ηγέτης του κόμματος αντιδρά επιχειρώντας να περιγράψει μία πιο καθησυχαστική εικόνα για το μέλλον, υπό μία νέα κυβέρνηση. Ωστόσο, οι προσπάθειές του πέφτουν στο κενό, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος ανατροφοδότησης της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής μετατόπισης».
Μεταξύ άλλων, στο δημοσίευμα τονίζεται: «Θα νόμιζε κανείς ότι μιλάμε για την Ελλάδα του 2015, αλλά αναφερόμαστε στην κατάσταση στη Βραζιλία πριν από τις προεδρικές εκλογές το 2002, όταν ο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, προπορευόταν στις δημοσκοπήσεις. Για πολλά χρόνια μέχρι τότε, ο Λούλα προσέγγιζε μία οικονομική πολιτική που πρότεινε αναδιαρθρώσεις χρεών μεγάλης κλίμακας καθώς και μεγάλη εξάρτηση από τον κρατισμό, που θα οδηγούσαν στην ανάπτυξη».
Για την Ελλάδα, διατυπώνεται η άποψη ότι «δεδομένου πως οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν το αντιμνημονιακό κόμμα ΣΥΡΙΖΑ να προπορεύεται στις εκλογές, οι ελληνικές αγορές εμφανίζουν ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της Βραζιλίας, το δεύτερο εξάμηνο του 2002. Ο κίνδυνος για το δημόσιο χρέος, όπως μετράται από την εξάπλωση των κρατικών ομολόγων, έχει εκτοξευθεί, ακολουθούμενος από τη συζήτηση για πιθανή αναδιάρθρωση του χρέους, αλλά και με διαταραχή στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Επιπλέον, ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, επιχειρεί να καθησυχάσει τις αγορές, που μέχρι τώρα τουλάχιστον, κώφευαν για τρεις λόγους: Η ρητορική του Τσίπρα στο παρελθόν, μία εγχώρια αφηγηματική εκστρατεία που περιλαμβάνει δυνητικά επιβλαβείς αναφορές στη Γερμανία και ένα μεγαλύτερο ευρωπαϊκό φαινόμενο που περιλαμβάνει την άνοδο των ”μη συμβατικών” πολιτικών κομμάτων».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα- άρθρο, «το πρόβλημα της Ελλάδας είναι βαθύτερο και σχετίζεται με την πολιτική προσέγγιση και το θεσμικό πλαίσιο που έχει τεθεί, καθώς παρά τις μεγάλες θυσίες του ελληνικού λαού, οι πολιτικοί δεν έχουν πετύχει την ανάπτυξη, ούτε την καταπολέμηση της φτώχειας και της ανεργίας. Το αποτέλεσμα είναι να ενταθεί η κόπωση μεταξύ των πολιτών και της πολιτικής τάξης, με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον της χώρας».
Επίσης, επισημαίνεται ότι «η Βραζιλία δεν είναι η μόνη περίπτωση που μοιάζει με αυτή της Ελλάδας. Η Αργεντινή, επίσης, όπως ήταν τον Δεκέμβριο του 2011, με την οικονομική κακοδιαχείριση και τις αναταραχές στην αγορά, θυμίζει την Ελλάδα. Η περίπτωση της Αργεντινής θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως υπενθύμιση προς την Ελλάδα για τη σημασία της ελαχιστοποίησης της πιθανότητας για μία απροετοίμαστη και άτακτη έξοδο από τη νομισματική ένωση, κάτι που θα προκαλούσε σοβαρή αναστάτωση στις οικονομικές σχέσεις της και μεγάλη υπονόμευση στη λειτουργία της οικονομίας της». Καταλήγοντας, σημειώνεται ότι «η Grexit αποτελεί μία πιθανότητα, παρά το ότι ο κ. Τσίπρας δεν το υποστήριζε αυτό για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αντιθέτως, έχει ταχθεί υπέρ της αναδιαπραγμάτευσης με τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας, ώστε να απαλυνθούν οι πολιτικές λιτότητας και να διευκολυνθούν οι όροι για το δημόσιο χρέος, σε συνδυασμό με την παροχή επιπρόσθετης χρηματοδότησης. Αυτές οι προτάσεις έχουν ως στόχο να τεθεί η χώρα σε καλύτερη θέση, ώστε να εφαρμόσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για να αναζωογονηθεί η ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων εργασίας».
«Μεταστροφή» του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές
Σε άρθρο γνώμης στο περιοδικό FORTUNE υποστηρίζεται ότι «ακόμη και εάν κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις βουλευτικές εκλογές στα τέλη του μήνα, θα μπορούσε να υπάρξει μετατόπισή του προς το Κέντρο, επιτρέποντας την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ».
Όπως επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, «πολλοί αναρωτιούνται εάν η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας επιδεινωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να οδηγηθεί εκτός Ευρωζώνης, μία κίνηση η οποία θα μπορούσε να ενθαρρύνει και άλλες χώρες να ακολουθήσουν, οδηγώντας στη διάλυση της νομισματικής ένωσης. Η οδύνη που βιώνει η Ελλάδα είναι σύμπτωμα μίας γενικότερης παθογένειας στην Ευρωζώνη, η οποία συνεχίζει να ταλαιπωρείται από την απουσία ανάπτυξης και την υψηλή ανεργία, μετά από χρόνια οικονομικών διακυμάνσεων».
Στη συνέχεια, τονίζεται ότι «ενδεχόμενη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα σηματοδοτούσε την απαρχή μίας νέας εποχής στην ευρωπαϊκή πολιτική, καθώς μέχρι τώρα επικρατούσαν οι κεντροδεξιές ή κεντροαριστερές κυβερνήσεις, οι οποίες είχαν υιοθετήσει μία σταθερή πολιτική έναντι της ΕΕ και του ευρώ. Μία ενδεχόμενη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, η οποία αποτελεί σήμερα μία μη κεντρώα δύναμη, θα μπορούσε να έρθει σε σύγκρουση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς».
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο, «είναι πιθανό, ωστόσο, το αντίθετο σενάριο, καθώς, όπως έχει δείξει η Ιστορία, από την Ιταλία έως τη Γερμανία, οι μη κεντρώες κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν καμία ουσιαστική επιρροή».