Ο βετεράνος Κύπριος ποδοσφαιριστής που τίμησε τα χρώματα του Άρη, Τάκης Παπέτας, μίλησε σε σάιτ της μεγαλονήσου, εφ’ όλης της ύλης.
Διαβάστε τι είπε σχετικά με την παρουσία του στον Άρη:
Πείτε μας την ιστορία της μεταγραφής σας στον ΑΡΗ Θεσσαλονίκης ;
Υπήρξε αρχικά μεγάλο ενδιαφέρον από την ΑΕΚ την σεζόν 1975-76. Με πρόεδρο τότε τον Λουκά Μπάρλο και προπονητή τον Φράντισεκ Φάντροκ έναν σπουδαίο τεχνικό είχα πάει να δοκιμαστώ και εκεί που όλα έδειχναν ότι θα υπογράψω ξαφνικά και από το πουθενά βρέθηκα στον ΑΡΗ και υπόγραψα στην ομάδα της Θεσσαλονίκης. Με κάποιο δικό μου σκεπτικό έκρινα εκείνη την εποχή το πιο κατάλληλο για μένα ήταν να πάω στον ΑΡΗ.
Ποιες ήταν οι πρώτες σου εντυπώσεις από τον ΑΡΗ ;
Ήταν μια μεγάλη αλλαγή για μένα. Μεγάλη ομάδα, ψηλές απαιτήσεις, πολύς κόσμος. Υπήρχε μεγάλη πίεση. Είχα μεγάλη στήριξη και βοήθεια από τον Αλκέτα Παναγούλια. Με βοήθησε να αποκτήσω αυτοπεποίθηση, υπομονή, να δουλεύω σωστά και μέσα από αυτό απέκτησα αυτές τις πολύ σημαντικές λεπτομέρειες ούτως ώστε να μου φανούν ποιο εύκολα τα πράγματα. Στον τότε προπονητή του ΑΡΗ είχα αφήσει καλές εντυπώσεις σε ένα φιλικό παιχνίδι που είχε γίνει στην Κύπρο μεταξύ της Εθνικής μας και της Ελλάδας στην Λεμεσό δυο μήνες πριν πάω στην Αθήνα. Είχα κάνει μια πολύ καλή εμφάνιση, έβαλα ένα γκολ και μετά το τέλος του παιχνιδιού έδειξε ενδιαφέρον και με πείρε σε χρόνο ρεκόρ στην ομάδα. Ο Ολυμπιακός εκείνη την εποχή πήρε ένα πολύ μεγάλο ποσό για να με παραχωρήσει στον ΑΡΗ.
Βρεθήκατε με διαφορετικούς συμπαίκτες. Πως ήταν μαζί σας οι ποιο μεγάλοι και έμπειροι παίκτες της ομάδας ;
Ήταν πάρα πολύ καλοί, με αγκάλιασαν από την πρώτη στιγμή, με υποδέχθηκαν άψογα. Το αποτέλεσμα ήταν και εγώ από την πλευρά μου να τους το ανταποδώσω και να τους ευχαριστήσω, γιατί ήμουν νέος στην ομάδα, που ήρθα από την Κύπρο σε έναν μεγάλο σύλλογο, με πολλή πίεση και με τεράστιες απαιτήσεις από τον κόσμο.
Καταλαμβάνατε τότε πόσος κόσμος ήταν πίσω από αυτή την ομάδα ;
Εκείνο το διάστημα στην αρχή ήταν δύσκολο να το καταλάβεις, αλλά στην πορεία αρχίζεις να μπαίνεις στο νόημα. Τα παιδιά που υπήρχαν στον Άρη με έβαλαν στο κλίμα, με αγκάλιασαν, με στήριξαν, ήταν μπροστά σε οποιαδήποτε δυσκολία και έβγαιναν μπροστά στα δύσκολα. Το αποτέλεσμα ήταν να αποκτήσω και εγώ αυτοπεποίθηση, τον αέρα του νικητή, να δέσουμε και από εκεί και πέρα να συνεχίσουμε μαζί μια πετυχημένη πορεία για δυο χρόνια.
Η συνύπαρξη με τους νέους σας συμπαίκτες πως ήταν μέσα στο γήπεδο ;
Πάρα πολύ καλή. Στον ΑΡΗ είχα την τύχη να συναντήσω παίκτες με μεγάλη ποιότητα που όσο περνούσε ο καιρός δενόμασταν όλο και περισσότερο. Αρχίσαμε να παίζουμε με κλειστά μάτια. Αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να έχεις με τους συμπαίκτες σου. Είχα πάει έτοιμος παίκτης στον ΑΡΗ. Είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και πίστευα πως μπορούσα να τους βοηθήσω. Τότε στην ομάδα είχε γίνει ανανέωση, είχαν αποχωρήσει οι παλιοί παίκτες της ομάδας, και πήρε την θέση τους μια φουρνιά που κράτησε για πολλά χρόνια. Σχεδόν η ίδια ομάδα, με ελάχιστες αλλαγές μέσα στο χρόνο. Μάθαμε να παίζουμε με κλειστά μάτια, ξέραμε τι θα κάνει ο συμπαίκτης μας και αυτό διευκολύνει τα πράγματα. Παίζαμε απλό και ωραίο ποδόσφαιρο. Με προπονητή τον Αλκέτα Παναγούλια ο Άρης έφτιαξε μια ομάδα που για 7 με 8 χρόνια διατηρήθηκε σε πολύ ψηλό επίπεδο, φθάνοντας μέχρι την διεκδίκηση του πρωταθλήματος από τον Ολυμπιακό. Από την αρχή έδειξα ποιος είμαι. Ξεκίνησα καλά από την προετοιμασία, έκανα καλές εμφανίσεις στα φιλικά, σκόραρα συχνά. Σκόραρα στο Καραϊσκάκη στο ντεμπούτο μου με τον Ολυμπιακό στο αξέχαστο 4-3, με τον Ηρακλή στην Θεσσαλονίκη κερδίσαμε 2-0 και πάλι βρήκα δίκτυα. Σκόραρα συνεχώς σε μεγάλα ματς και απέκτησα την δυναμική για να μπορέσω να καθιερωθώ στην ομάδα. Είχα την προσωπικότητα να αντέξω την πίεση που υπάρχει σε ένα μεγάλό σύλλογο.
Τι κρατάτε από την παρουσία σας στον ΑΡΗ ;
Στον ΑΡΗ έπαιξα δυο χρόνια και ήταν η καλύτερη περίοδος της καριέρας μου από το 1976 μέχρι το 1978. Βγήκα πρώτος σκόρερ της ομάδας και έγινα μέρος της ιστορίας ενός μεγάλου συλλόγου. Πέτυχα όλα όσα ονειρεύεται ένας ποδοσφαιριστής που βρίσκεται στην αρχή της πορείας του. Έχω ζήσει αξέχαστες στιγμές με την ομάδα, δέθηκα με τον κόσμο και είναι η ομάδα την οποία υποστηρίζω μέχρι σήμερα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το ματς με τον Ολυμπιακό Πειραιώς στο Κλεάνθης Βικελίδης. Πριν από το ματς με φώναξε ο Αλκέτας στο γραφείο του και μου είπε πως θα είμαι βασικός. Με βοήθησε ψυχολογικά, μου ζήτησε να μπω στο γήπεδο χωρίς να σκέφτομαι ποιον έχω απέναντι μου, να τα δώσω όλα για την ομάδα. Είχα δυο ματς χωρίς γκολ και μπήκα στο γήπεδο απέναντι στον Ολυμπιακό με μεγάλο πάθος, έβαλα το πρώτο γκολ απέναντι στον Κελεσίδη και πήρε φωτιά το γήπεδο. Στις εξέδρες ήταν παρών ο μεγαλύτερος τότε σύνδεσμος οπαδών του ΑΡΗ οι Ιερολοχίτες και ήταν η στιγμή που φώναξαν για πρώτη φορά το γνωστό σύνθημα «Πέτα, Παπέττα ένα γκολάκι Πέτα». Ένιωσα εκείνη την στιγμή μεγάλη περηφάνεια. Κερδίσαμε 2-0 και μόλις τελείωσε ο αγώνας για πέντε συνεχόμενα λεπτά οι συμπαίκτες μου φώναζαν ρυθμικά αυτό το σύνθημα. Είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Γιατί δεν μείνατε περισσότερα χρόνια στον ΑΡΗ ;
Στα μισά της δεύτερης μου χρονιάς στην ομάδα υπήρξε αλλαγή στην τεχνική ηγεσία και στην θέση του Παναγούλια ήρθε ένας Σέρβος προπονητής ο Τσίριτς. Δεν έδειχνε να με υπολογίζει, προτιμούσε άλλους παίκτες και από τη στιγμή που δεν είχα τον απαιτούμενο χρόνο συμμετοχής ζήτησα από τη διοίκηση να φύγω.
Από τον ΑΡΗ βρεθήκατε στην Καστοριά. Τι θυμάστε από την παρουσία σας εκεί ;
Στον ΑΡΗ είχα συμβόλαιο για 5 χρόνια αλλά οι συνθήκες με υποχρέωσαν να φύγω από την ομάδα. Υπήρξε ενδιαφέρον από την Καστοριά την σεζόν 1978-79 η οποία εκείνη την περίοδο είχε μια πολύ καλή ομάδα με εξαιρετικούς παίκτες που αργότερα θα έκαναν σπουδαία καριέρα. Είχα συμπαίκτες τους Σαργκάνη, Παράσχο, Αργυρό. Έκανα μια πολύ καλή σεζόν σκοράροντας 7 γκολ σε 32 αγώνες. Έφυγα από την ομάδα γιατί δεν μπορούσα να προσαρμοστώ στον τρόπο ζωής της πόλης η οποία ήταν αφιλόξενη.
Τι ακολούθησε μετά την Καστοριά ;
Την σεζόν 1979-80 πήγα για ένα χρόνο στο Εδεσσαικό και τελευταίος μου σταθμός στην Ελλάδα ήταν η Νίκη Βόλου τη σεζόν 1980-81. Είχα πολύ καλή παρουσία στις ομάδες που αγωνίστηκα σκοράροντας διψήφιο αριθμό τερμάτων. Με την Νίκη Βόλου μάλιστα παλέψαμε για τον τίτλο στην Β΄ Εθνική τον οποίο κατέκτησε τελικά ο Ηρακλής. Την περίοδο 1982-83 πήρα την απόφαση να επιστρέψω στην Κύπρο και τον Ολυμπιακό.
Ήταν λάθος η απόφαση σας να επιστρέψετε στην Κύπρο ;
Ήθελα να παραμείνω στην Ελλάδα αλλά επέλεξα να έρθω στην Κύπρο και τον Ολυμπιακό για συναισθηματικούς λόγους. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως θα περίμενα. Ήταν μια άσχημη περίοδος για μένα. Ένιωσα προδομένος από κάποιους δικούς μου ανθρώπους στους οποίους έδειξα περισσότερη εμπιστοσύνη από όση πραγματικά άξιζαν. Θα μπορούσα άνετα να συνεχίσω σε ομάδα του Ελληνικού πρωταθλήματος.
Τελευταίος σας σταθμός ήταν ο Κεραυνός. Τι σας έμεινε από την παρουσία σας εκεί ;
Σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής μου είχα την τύχη να έχω στο πλευρό μου δυο σημαντικούς ανθρώπους που με στήριξαν και με βοήθησαν να σταθώ και πάλι στα πόδια μου. Αναφέρομαι φυσικά στους Κωστάκη Πιερίδη που ήταν προπονητής μου στον Ολυμπιακό στο ξεκίνημα της καριέρας μου και στον συμπαίκτη μου τον Πανίκο Γεωργίου. Ήρθαν με βρήκαν, μου είπαν πως δεν τους αφορούν τα όσα είχαν συμβεί στον Ολυμπιακό και μου έκαναν πρόταση να πάω στον Κεραυνό την σεζόν 1985-86. Ήταν η ομάδα που μου έδωσε ξανά την δυνατότητα να σταθώ στα πόδια μου. Να επαναφέρω την καριέρα μου σε ψηλό επίπεδο. Πήρα το πρωτάθλημα Β΄ Κατηγορίας με την ομάδα, ανεβήκαμε στην Α Κατηγορία και παράλληλα είχα την ευκαιρία να βγω δεύτερος σκόρερ του πρωταθλήματος.
Αγαπημένος προπονητής ;
Από όλους τους προπονητές με τους οποίους έχω δουλέψει έχω πάρει κάτι. Όλοι με έχουν βοηθήσει με τον δικό τους τρόπο. ο Σβεκάνοβιτς στον ΑΣΙΛ, ο Κωστάκης Πιερίδης στο Ολυμπιακό, ο Παναγούλιας σε θέματα ψυχολογίας στον ΑΡΗ. Με βοήθησαν ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη μου ίσως να έπαιξε άθελα του και ο Πάμπος Αβραμίδης που με είχε απορρίψει στο ξεκίνημα της καριέρας μου στο ΑΠΟΕΛ.
Δυσκολότερος αντίπαλος ;
Στο ποδόσφαιρο εκτός από τους τεχνίτες είχαμε και τα τσεκούρια. Ο Χριστάκης Φασουλής του Απόλλωνα ήταν ο πιο δύσκολος και σκληρός αντίπαλος από όλους. Δεν με άφηνε σε ησυχία.
Τι θυμάστε από την παρουσία σας στην Εθνική ;
Για τους ποδοσφαιριστές της δικής μου εποχής ήταν μεγάλη επιβράβευση η κλήση μας στην Εθνική ομάδα. Νιώθαμε περηφάνεια, ρίγος, μεγάλη συγκίνηση όταν ακούγαμε τον Εθνικό ύμνο. Έπαιξα 17 αγώνες και προσπάθησα να δώσω τον καλύτερο μου εαυτό. Σταθήκαμε καλά απέναντι σε δυνατές ομάδες της εποχής. Κάναμε το καλύτερο που θα μπορούσαμε.