O Γιάννης Χατζηνικολάου συναντήθηκε με τους οργανωμένους οπαδούς του Άρη, μίλησε στο Super Aris και τα είπε όλα σε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη, για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Αναλυτικά τα όσα είπε στην ιστορική εφημερίδα του Super 3:
Κόουτς, κατ’ αρχήν να σε …(ξανά)καλωσορίσουμε στην οικογένεια μας. Αυτό που οφείλουμε να πούμε για σένα, είναι ότι αποτελείς μια απ’ τις ελάχιστες περιπτώσεις ανθρώπων που έφυγαν απ’ το Σύλλογο και δεν …βλαστήμησαν. Όπου και να πήγες, όλα αυτά τα χρόνια που έλειπες, κράτησες άσβεστη, μέσα σου, την ιδέα της Αρειανοσύνης κι αυτό είναι προς τιμήν σου …
«Ξέρετε, όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι…Είναι και θέμα χαρακτήρα. Εγώ δε γίνεται να μην αναγνωρίζω πως ότι έκανα στο ποδόσφαιρο το οφείλω στον ΆΡΗ… Αν το δει καθαρά κι αντικειμενικά, κάποιος αυτό, πρέπει να το εκτιμήσει. Αν το δει μονάχα εγωιστικά, είτε γιατί δεν έπαιξε δυο παιχνίδια παραπάνω, είτε γιατί δε πήρε κάποια χρήματα περισσότερα, αυτό, για μένα, είναι αρρωστημένος εγωισμός και είναι επόμενο να βγάλει το γενίτσαρο από μέσα σου.»
Το αναφέραμε, αυτό, γιατί ήταν ένα γεγονός που κατά κόρον και κατά κανόνα συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια, όντας, κάτι που μας πονούσε και μας ενοχλούσε ιδιαίτερα…
«Πολλά πράγματα, σ’ αυτή την εποχή του άκρατου επαγγελματισμού που ζούμε σήμερα, μ’ εκνευρίζουν κι εμένα. Δε μπορώ, ας πούμε, να βλέπω κάποιους να παίζουν δυο -τρία χρόνια στην ομάδα, αμειβόμενοι, μάλιστα, με υπέρογκα ποσά, να φιλάνε φανέλες «πουλώντας» Αρειανιλίκι και στη πρώτη ευκαιρία να σου τραβάν και μια προσφυγή.»
Επέστρεψες στο Χαριλάου, μετά από 22 ολόκληρα χρόνια. Πως κύλησαν για σένα αυτό το διάστημα και ποιες ήταν οι διαφορές που διαπίστωσες, από κάθε άποψη, τόσα χρόνια μετά;
«Κατ’ αρχήν πρέπει να πω ότι, μπορεί να ζούσα μακριά, αλλά ποτέ δεν ξέκοψα απ’ την ομάδα. Πάντα ενδιαφερόμουν γι αυτή και πάντοτε μιλούσα με ανθρώπους που βρίσκονταν κοντά της. Μετά από τόσα χρόνια φυσικά κι οι διαφορές που διαπίστωσα ήταν τεράστιες. Τότε παίζαμε σ’ ένα χωράφι, γιατί μόνο έτσι μπορώ να χαρακτηρίσω το Χαριλάου εκείνων των χρόνων. Θυμάμαι, πολλές φορές πηγαίναμε στη Γέφυρα ή στον Άγιο Αθανάσιο, διασχίζοντας όλη τη Τσιμισκή, αφού ούτε περιφερειακός δεν υπήρχε τότε σε γήπεδα που ούτε αποδυτήρια να κάνουμε ντους δεν είχαν, αναγκαζόμενοι, έτσι, να κουβαλάμε, πάντα, μαζί μας ένα εφεδρικό φανελάκι.»
Αν μη τι άλλο ηρωικές εποχές…
«Σίγουρα. Η ομάδα τότε λειτουργούσε σε εντελώς διαφορετικά πρότυπα, πολύ πιο οικογενειακά, αφού οι περισσότεροι προερχόμασταν απ’ τα τσικό της. Αν υπήρχε η δυνατότητα να ενισχύονταν κι από κάποιους πραγματικά καλούς ποδοσφαιριστές που θα έκαναν την διαφορά ανεβάζοντας κι εμάς τους υπόλοιπους, τότε η ομάδα θα ‘χε επιτυχίες Δεν είναι όμως μόνο θετικά τα όσα διαπίστωσα… Στη δική μου εποχή, ας πούμε και παρά τις δυσκολίες και τις περιορισμένες δυνατότητες που υπήρχαν, οι πληρωμές ποτέ δεν είχαν μετατοπιστεί για τον επόμενο μήνα. Ερχόμενος εδώ, έμαθα ότι παίκτες και προσωπικό κάνανε ακόμα και 8 μήνες να πληρωθούν…
Πράγματα και καταστάσεις ,ακόμα και για εποχές σαν τη δική μου, αδιανόητες…»
Η ιστορική αποκατάσταση του Νίκου Γκάλη άργησε 18 ολόκληρα χρόνια. Μήπως, έφτασε η ώρα να συμβεί το ίδιο και στη «χαμένη» φουρνιά εκείνων των παιδιών, της δικής σου γενιάς που της κολλήθηκε η ταμπέλα των πέτρινων χρόνων…
«Πιστεύω πως ναι. Μπορεί να λένε για μας αυτό το πράγμα, αλλά, η χειρότερη θέση που ‘χαμε καταλάβει ήταν η όγδοη. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η ομάδα υποβιβάστηκε δυο φορές, κινδύνεψε σοβαρά άλλες δυο και με το ζόρι κατάφερε, να βγει, πέντε φορές Ευρώπη, σπαταλώντας, μάλιστα, τεράστια ποσά γι αυτό. Έρχονταν παίκτες και σπαταλούνταν τεράστια ποσά για να πετύχουμε ότι ο Ατρόμητος κι η Ξάνθη τώρα…
Και μη ξεχνάει ο κόσμος, φυσικά, ότι τότε μόνο οι τέσσερις πρώτες ομάδες έβγαιναν στην Ευρώπη. Τερματίζαμε πέμπτοι ή έκτοι κι αισθανόμασταν (…κι έτσι ήταν φυσικά), τελείως αποτυχημένοι και στεναχωριόμασταν. Τώρα, ο ρεαλιστικός στόχος, για μια ομάδα, είναι η πέμπτη ή η έκτη θέση και τα εκατομμύρια των ευρώ που θα εισρεύσουν στα ταμεία της απ’ το κέρδος της συμμετοχής της στις Ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Όσον αφορά για την ιστορική αποκατάσταση του Νίκου Γκάλη, θεωρώ ότι, όντως, άργησε πάρα πολύ. Η μεγαλύτερη αθλητική προσωπικότητα της χώρας πέρασε και εμείς τόσα χρόνια την απαξιώναμε κατά τέτοιον τρόπο. Απορώ, δηλαδή, τι άλλο πρέπει να κάνει ένας αθλητής για να τον τιμήσει ο Σύλλογος του…»
Με το Γκάλη εδώ και χρόνια, διατηρείς, μια πολύ φιλική σχέση. Πως ξεκίνησε αυτή;
«Με το Νικ γνωριστήκαμε κάπου λίγο πριν το Ευρωμπάσκετ του ΄87.Ο Ιωαννίδης, συνήθιζε να φέρνει κάποιες μέρες την ομάδα μπάσκετ στο Χαριλάου, για χαλάρωμα στο χόρτο. Σε μια απ’ αυτές τις μέρες, ενώ οι μπασκετμπολίστες, τελείωναν τη προπόνηση τους, βγήκαμε εμείς περιμένοντας τη δική μας σειρά. Καθώς περίμενα, κρατώντας τις μπάλες,(…ως ένας απ’ τους πιο πιτσιρικάδες της ομάδας), ο Γκάλης έτυχε να περάσει από μπροστά του. Βλέποντας με εμένα εκείνη τη στιγμή, μου ζητάει να κάνουμε κάποιες πάσες μαζί. Εγώ, μέχρι τότε, δεν είχα ιδέα από μπάσκετ, δεν ασχολούμουνα καθόλου, ήμουν τελείως άσχετος, και φυσικά, ούτε ήξερα με ποιόν μιλούσα εκείνη τη στιγμή. Έτσι, με μια νεανική αφέλεια και θράσος του λέω ,αστειευόμενος
«…έλα ρε, άσχετε που ξέρεις κι από μπάλα και θες να κάνουμε και πάσες.» Θυμάμαι, χαρακτηριστικά ότι ήρθαν, αμέσως, ο Αλέκος ο Κατσιαούνης κι ο Ντίνος ο Κούης και μου είπαν «…τι κάνεις, ρε μ…, ξέρεις ποιος είναι αυτός και του μιλάς έτσι».
Ο Γκάλης, έβλεπε όλο αυτό το σκηνικό και γελούσε…Μάλλον, πρέπει να εκτίμησε ότι πρόκειται για ένα πιτσιρίκο, με μπόλικο θράσος που του κάνει πλακίτσα. Ένας νεανικός αυθορμητισμός που φαίνεται ότι πέρασε στο Νικ πολύ θετικά. Όταν ξαναήρθαν, δεύτερη φορά, έψαξε και βρήκε πάλι εμένα κάνοντας πάλι κάποιες πασίτσες, εξιστορώντας μου μάλιστα ότι, παλιά, ασχολούνταν με το αμερικάνικο ποδόσφαιρο κι έπαιζε αμυντικός. Τη τρίτη φορά λίγο παραπάνω, τη τέταρτη, ακόμα περισσότερο, ανακαλύψαμε ότι έχουμε και κάποιους κοινούς γνωστούς και σιγά- σιγά, αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, να βγαίνουμε για καφέ, για φαγητό, αποκτώντας οικειότητα που εξελίχθηκε, έπειτα και σε οικογενειακή σχέση. Συναντιόμασταν, πλέον, καθημερινά ακόμα και στην Αθήνα όταν ήμασταν, εγώ στον Ιωνικό κι αυτός στο παναθηναϊκό κι οι επαφές, φυσικά, συνεχίζονται και, πλέον κι απ’ τη στιγμή που επέστρεψα εδώ.»
Αυτά είναι τα λεγόμενα παιχνίδια της μοίρας. Από ένα, τυχαίο γεγονός, να προκύπτει μια τέτοια σχέση…
«Ακριβώς. Για να φανταστείτε πως έχει εξελιχθεί, πλέον, η σχέση που ‘χουμε, θα σας αναφέρω αυτό…Στο γάμο του μπορεί να υπήρχαν συνολικά 200-300 προσκεκλημένοι, στο τραπέζι που ακολούθησε, όμως, απ’ ολόκληρο τον αθλητικό χώρο ήμουν μόνο εγώ, κάτι που φυσικά με τιμά αφάνταστα. Επί της ευκαιρίας, μάλιστα, έστω και τόσα χρόνια μετά, θα ‘θελα να τον ευχαριστήσω δημόσια γι αυτή τη τεράστια τιμή.»
Η σχέση αυτή, για το περισσότερο κόσμο, ήταν κάτι σχετικά άγνωστο και ξέρετε προκάλεσε αίσθηση η δήλωση στήριξης που έκανε στο πρόσωπο σου. Δε μας είχε συνηθίσει σε δημόσιες τοποθετήσεις, πόσο μάλλον σε θέματα ποδοσφαίρου.
«Να ξέρετε ότι δεν ήταν μια τυχαία δήλωση. Ο Γκάλης ασχολείται και παρακολουθεί ποδόσφαιρο, απλώς δε θέλει να πολυβγαίνει και να μιλάει. Παρακολουθεί χρόνια, την πορεία μου, απ’ όποια ομάδα κι αν έχω περάσει, πιστεύει στις γνώσεις και τις ικανότητες μου και πως πραγματικά μπορώ να τα καταφέρω. Έχει να ‘ρθει στο Χαριλάου απ’ την εποχή που ‘παιζα εγώ ,αλλά, απ’ ότι μου ‘πε, φέτος, έχει σκοπό να ξαναέρθει…Μακάρι…»
Περνώντας, πλέον, στο σήμερα…Τη νοοτροπία και τη ψυχοσύνθεση του Αρειανού οπαδού την ξέρεις καλά. Τι φοβάσαι απ’ αυτήν;
«Δε φοβάμαι τόσο αυτήν, όσο τη δική μου, κάποιες δικές μου αντιδράσεις. Μήπως, δηλαδή, στεναχωριέμαι, κι αντιδρώ λανθασμένα, για κάποια πράγματα, πολύ περισσότερο απ’ ότι μου επιτάσσει η επαγγελματική μου θέση…»
Κριτική θα δεχτείς απ’ το πρώτο παιχνίδι να το περιμένεις αυτό. Πίστωση χρόνου θα ζητήσεις;
«Όχι, τι πίστωση χρόνου…;
Στο χώρο του ποδοσφαίρου, αν δε φέρεις αποτελέσματα κι ο αδερφός σου ακόμα θα σε κράξει. Κάποιοι θα’ χουν αρνητικές αντιδράσεις, το περιμένω και τα δέχομαι όλα… Εδώ το Γκάλη πήγαν να «σταυρώσουν», στο Χατζηνικολάου θα κολλήσουν….;
Μια συμβουλή έχω να δώσω, τόσο στους όποιους κακοπροαίρετους, όσο, και στους αλαζόνες που λένε «…ΆΡΗΣ είσαι». Κάθε φορά που θα βλέπουν την ομάδα να παίζει, είτε αυτή κερδίζει, είτε χάνει, να γυρνούν τη μνήμη τους στη περυσινή χρονιά.
Τι θέλω να πω…Ότι, ούτε έπαρση χρειάζεται, ούτε στα τάρταρα… Πρέπει, πάντα να υπάρχει ένα μέτρο και μια ψυχραιμία σε κάθε μορφή αντιδράσεων μας.»
Πλην του ρόλου του προπονητή, έχεις σκοπό ν’ αλλάξεις κάποια άλλα πράγματα στις δομές του Συλλόγου;
«Ρωτήστε τους φροντιστές μας γι αυτό. Μέχρι τώρα, τους ανθρώπους αυτούς, αν κι είναι χρόνια μέσα στην ομάδα και στο τομέα που τους αφορά, γνωρίζουν το αντικείμενο και τις απαιτήσεις του καλύτερα απ’ το καθένα, τους είχαμε μόνο για να πλένουν τα ρούχα… Απ’ τη πιο απλή κουβέντα που θα κάνεις μ’ αυτούς τους ανθρώπους, μπορείς να πάρεις τη καλύτερη ιδέα για την οργάνωση των αποδυτηρίων. Πλέον, ακόμα κι αυτά τα παιδιά, έχουν λόγο κι άποψη, όσον αφορά τη λειτουργικότητα στο χώρο της δουλείας τους. Προσπαθώ να δώσω αξία σ’ όλους τους ανθρώπους που δουλεύουν στο Σύλλογο, απ’ το φύλακα του γηπέδου ως το πρόεδρο φυσικά. Καθένας, πρέπει να ‘ναι στο τομέα του…Ξεκάθαροι ρόλοι, ρεαλιστικοί και πάντα ιεραρχικοί. Αυτό το μπάχαλο που γίνονταν τα προηγούμενα χρόνια με το κάθε ποδοσφαιριστή να φτάνει στο πρόεδρο και να του παραπονιέται ότι δε του αρέσει το σπίτι ή χάλασε το αμάξι του δε μπορεί να συνεχιστούν. Είχα ακούσει ότι ακόμα κι ο …φύλακας του γηπέδου, μπινελίκωνε τους παίκτες. Όλα αυτά, αν μη τι άλλο ήταν κατάντια για το σύλλογο. Πρέπει ν’ αλλάξει ο γενικότερος τρόπος σκέψης και να υπάρχουν, πλέον, ιεράρχηση και ρόλοι διακριτοί στην ομάδα. Ο καθένας, πρέπει να ξέρει που είναι τα όρια του, για να μπορεί να κριθεί για τις αρμοδιότητες του και μόνο γι αυτές. Δε μπορεί ένας άνθρωπος ν’ ασχολείται ή να μπλέκετε μ’ αλλότριες αρμοδιότητες και καθήκοντα…»
Ένα πολύ θετικό βήμα, ήταν κι η δημιουργία εσωτερικού κανονισμού στην ομάδα, είναι αλήθεια, μετά από πολλά χρόνια…
«Ακριβώς. Όταν πρωτοήρθα, ζήτησα να δω τον εσωτερικό κανονισμό. Μου είπαν ότι δεν υπάρχει…
Θεώρησα ότι ήταν κάτι που μπορεί να έτυχε και ζήτησα να δω τον προηγούμενο.
Μου είπαν, πάλι ότι δεν υπάρχει…Τελικά, διαπιστώθηκε ότι ο τελευταίος ήταν της σεζόν 2009-10.Δε χρειάζεται ν’ αναφέρουμε όσα γεγονότα, υπό καθεστώς ασυλίας κι ατιμωρησίας συνέβαιναν μέσα στην ομάδα, όλα αυτά τα χρόνια. Καταλαβαίνεται, λοιπόν, κι όχι μόνο βαθμολογικά, πως λειτουργούσαν τα πράγματα, όλο αυτό το διάστημα. Όλο αυτό το χειμαδιό, δε μπορεί να ‘χει μέλλον… Αν υπάρχει τέτοια αναρχία, τα όποια αποτελέσματα θα ‘ρχονται τυχαία και συγκυριακά. Μόνο αν μπουν, επιτέλους και υπάρξουν κανόνες θα υπάρξει και τάξη. Στο διάστημα αυτό προσπαθήσαμε να βάλουμε στη σειρά κάποια πράγματα, θέτοντας κάποιους κανόνες και μες την επόμενη εβδομάδα, ίσως μπορέσουμε να τον μοιράσουμε στους ποδοσφαιριστές.»
Η συνεργασία σου με τη διοίκηση, πως είναι, μέχρι σήμερα;
«Άψογη. Υπάρχει αμεσότητα και γρήγορη αντίληψη κι επίλυση των θεμάτων, κυρίως, όσον αφορά τον οικονομικό τομέα, που είναι και το βασικότερο. Όταν είπαμε στους φροντιστές ότι το απόγευμα θα πληρωθούν (σ.σ. για δεύτερη φορά μέσα σ’ ένα μήνα),νόμιζαν ότι τους κοροϊδεύαμε. Είναι αδιανόητο, οι 30-35 ποδοσφαιριστές και λοιπά στελέχη που απαρτίζουν μια ομάδα, να εργάζονται και να επιβιώνουν σ’ ένα περιβάλλον ανασφάλειας. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που υπάρχουν στην ομάδα, θα πρέπει με κάθε τρόπο να αισθάνονται ασφαλής και μόνο αν είναι οικονομικά τακτοποιημένοι θα μπορούν να αισθάνονται κάτι τέτοιο. Κι όλο αυτό, μέχρι στιγμής, η διοίκηση το’ χει καταφέρει…Φυσικά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα δε μπορεί να αλλάξεις τα πάντα, αλλά έχει μπει πλέον μια τάξη. Κι αυτό φαίνεται απ’ τον τρόπο που σ’ αντιμετωπίζουν, πλέον, στα κέντρα λήψεως αποφάσεων. Αντιμετωπίζαμε ένα πρόβλημα με τα δελτία. Είδατε ότι μ’ όλη αυτή τη προσπάθεια που έγινε και με τις υπογραφές που μπήκαν, το όλο θέμα μπήκε σε μια πολύ γρηγορότερη διαδικασία επίλυσης του.»
Μας αντιμετωπίζουν πιο σοβαρά, εννοείς, πλέον…
«Μα, ότι κάνεις σ’ ακολουθεί σε κάθε σου κίνηση και θα το βρίσκεις μπροστά σου. Αν είσαι κυμπάρης και νοικοκύρης δε θα σ’ αντιμετωπίζουν σαν επαίτη, αλλά με πολύ περισσότερο κύρος…Το κερδίζεις εσύ αυτό…»
Μεταξύ παικτών και διοίκησης, εσύ βρίσκεσαι κάπου στη μέση. Ποιες είναι οι ισορροπίες που πρέπει να κρατήσεις;
«Με τους ποδοσφαιριστές μου, απ’ τη πρώτη στιγμή, ήμουν πολύ ξεκάθαρος. Πως θα μπορέσω να πάω, ν’ απαιτήσω και να χτυπήσω το χέρι μου στο τραπέζι, για κάποιον παίκτη, όταν αυτός είναι πρώτος στη λούφα, στη τεμπελιά και στη κακομοιριά…;
Εφ’ όσον μου δίνουν αυτό που θέλω, όμως, τότε, ναι…
Θα ‘χω απαιτήσεις πλέον, για πάρτη τους κι απ’ τη διοίκηση…
Όταν, είσαι σωστός, βγάζοντας προς τα έξω το 100% των δυνάμεων σου, έχεις κάθε δίκιο με το μέρος σου. Τότε, όπως έλεγε κι ο Δεληκάρης, γύρνα στο παράγοντα και πίεσε τον στο σβέρκο όσο μπορείς. Απ’ αυτή τη πίεση μπορεί να ζοριστεί, αλλά θα ‘χει κέρδος κι ο ίδιος ο παράγοντας. Δεν ήρθα για να κάνω δημόσιες σχέσεις στον ΆΡΗ. Θα ‘μαι μαζί με τους παίκτες πιέζοντας, προς κάθε πλευρά, τις απολαβές τους, να τις παίρνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα, για να αισθάνονται σιγουριά κι ασφάλεια…»
Απ’ τις επιλογές που έγιναν είσαι ικανοποιημένος;
«Όσα παιδιά ήρθαν, είναι πολύ σωστοί άνθρωποι κι επαγγελματίες και, πραγματικά, ευχαριστούμε το Θεό που βρέθηκαν τόσα πολλά καλά παιδιά μαζεμένα στην ομάδα. Σίγουρα κάποιοι μπορεί να παίξουν πιο γρήγορα ή και περισσότερο από κάποιους άλλους, ενώ, μπορεί κι ορισμένοι, λόγω ιδιοσυγκρασίας να μη μπορέσουν ν’ ανταπεξέλθουν. Στο γενικότερο, όμως, σύνολο, οι περισσότεροι θα μας βοηθήσουν αρκετά…Εμάς, αυτό που μας ενδιαφέρει και προσπαθούμε να περάσουμε είναι το εμείς, κι όχι το εγώ, κάτι που φαίνεται να ‘χει γίνει απόλυτα αποδεκτό απ’ όλους. Ας πάει να παίξει τένις όποιος θέλει το εγώ του…»
Εν κατακλείδι. Τι δικαιούται να ελπίζει και να περιμένει, απ’ τη φετινή περίοδο, ο κόσμος του ΆΡΗ;
«Πάνω απ’ όλα, δε …δικαιούται να περάσει όλο αυτό που τράβηξε πέρυσι. Αυτό, να ‘στε βέβαιοι, δε θα το τραβήξει. Το να βάζω, όμως, συγκεκριμένο στόχο, όταν ακόμα, δεν έχει ξεκαθαρίσει η τελική έκβαση στο θέμα της αδειοδότησης δεν είναι πρέπων. Το μόνο που μπορούμε να θέσουμε ως στόχο είναι ότι θα προσπαθούμε να παλεύουμε κάθε παιχνίδι για τη νίκη. Να βγάζουμε το πάθος και τη διάθεση που θέλει να βλέπει ο κόσμος μας. Είμαι βέβαιος, πως αν το καταφέρουμε, θα έρθουν και τ’ αποτελέσματα…»