Ο σκληρός δρόμος του Ουντότζι όπως παρουσιάζεται αλλά και το παρελθόν του μέχρι να φτάσει στον Άρη.
Κάνε την εγγραφή σου στη Novibet με 100% Bonus
Στη μέση του δρόμου…
Ιστορίες μετανάστευσης… Αν ρωτήσουμε δέκα ανθρώπους που άφησαν τις πατρίδες τους, οι οκτώ θα έχουν μια παρόμοια διήγηση να κάνουν. Για κάποιον που κάπως, κάποτε, κάτι τους υποσχέθηκε και δεν το τήρησε. Η οικογένεια στο Λάγος της Νιγηρίας ήταν μεγάλη. Τα τρία αγόρια και τα τρία κορίτσια γέμιζαν το σπίτι με ενέργεια και τους γονείς με υποχρεώσεις. «Δεν είχα δύσκολη παιδική ηλικία. Οι γονείς μου έκαναν ό,τι έπρεπε για να έχουμε τα απαραίτητα», διηγείται ο Τσιγκόζι Σαλόζ Ουντότζι, ο οποίος έκανε από μικρός όνειρα. Να παίξει ποδόσφαιρο, να παίξει στην Μπαρτσελόνα, να παίξει στην Εθνική Νιγηρίας. Έκανε, όμως, και από μικρό τη διαφορά.
«Συνήθιζα από παιδί να θέλω να ξεχωρίζω. Να διαφέρω», είχε απαντήσει όταν στην συντηρητική Βουλγαρία θα επέλεγε ως πρώτο αριθμό της καριέρας του το νούμερο ένα! Οι συνήθειές του, όμως, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό δε διέφεραν από όσους μοιραία ακολουθούν τον ίδιο δρόμο. Με τα χρόνια, η οικογένεια που μεγάλωσε στο Λάγος σκόρπισε σε όλα τα μήκη της γης. Οι γονείς του έμειναν πίσω, τα αδέλφια του πήγαν στην Αμερική και ο νεαρός που σε ηλικία 17 ετών ξεκίνησε ένα ταξίδι για την Ιταλία, ξέμεινε στη Βουλγαρία.
«Με έφερε ο μάνατζερ Μάικλ Πράβιτς και με άφησε εδώ. Είχαμε ξεκινήσει για να παίξω σε ένα τουρνουά νέων στην Ιταλία. Οι μάνατζερ τσακώθηκαν μεταξύ τους και έμεινα εδώ. Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολα…». Και πώς να μην ήταν; Όντας ανήλικος σε μια ξένη χώρα, χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα και τι τον περιμένει… «Έπρεπε με κάποιο τρόπο να μπορέσω να επικοινωνήσω με τους άλλους ανθρώπους. Ξεκίνησα να μαθαίνω μόνος μου όταν ήμουν με τους συμπαίκτες μου. Τους άκουγα που μιλούσαν και ρωτούσα τι σημαίνει. Σε πέντε μήνες τα καταλάβαινα όλα. Αν δεν το έκανα, δεν θα είχα καμία τύχη!»
Ο Ουντότζι αποφάσισε να ορίσει την τύχη του. Μόλις ενηλικιώθηκε υπέγραψε στην Βιχρέν Σαντνάνσκι και όσο η καριέρα του έπαιρνε το δρόμο της, τόσο η νοσταλγία για το σπίτι μειωνόταν. Ακόμα και σε εκείνες τις χιονισμένες μέρες που από το σοκ ο Νιγηριανός ζητούσε να μην προπονηθεί. «Μου λείπει η Νιγηρία. Τηλεφωνώ κάθε μέρα στους συγγενείς μου. Είμαστε μια μεγάλη και ενωμένη οικογένεια, έστω κι αν έχουμε διαμοιραστεί σε όλα τον κόσμο». Στην αρχή, η ταπεινότητα ήταν οδηγός του. Προκαλούσε εντύπωση με την επιλογή του να μην αγοράσει πολυτελές αυτοκίνητο, όπως οι συμπαίκτες του, και εξηγούσε πως «στέλνω τα λεφτά στο σπίτι μου. Στη χώρα μου υπάρχουν πολλοί φτωχοί άνθρωποι και κάνω ό,τι μπορώ για αυτούς».
Ήταν και ο ίδιος κάποτε ένας εξ αυτών… «Τότε, πολλοί με βοήθησαν, μου έδιναν ρούχα και παπούτσια. Τώρα είναι η σειρά μου να βοηθάω εκείνους. Και πρώτα απ’ όλα τη μητέρα μου. Μπορώ να ζω χωρίς λεφτά, αρκεί να έχει εκείνη όσα χρειάζεται».
Ο «μαύρος» Μίτκο!
Το κρύο θα παραμείνει το μεγαλύτερο πρόβλημα που θα έχει να αντιμετωπίσει ο Ουντότζι στο πρώτο διάστημα. Σε μια πόλη που απείχε 160 χιλιόμετρα από τη Σόφια και άλλα τόσα από τη Θεσσαλονίκη, ο Νιγηριανός έπρεπε να φτιάξει τη ζωή του. «Το μόνο που έκανα ήταν προπόνηση. Δεν σταμάτησα ποτέ να δουλεύω και πάντα θυμάμαι πως ήταν τότε, στην αρχή». Τότε ήταν που έπαιζε στη δεύτερη ομάδα της Βίχρεν, τότε ήταν που έπρεπε να βγάλει το βαρύ χειμώνα της πόλης που τους χειμερινούς μήνες είχε μέσο όρο θερμοκρασίας πέντε βαθμούς Κελσίου. «Το καλοριφέρ δε λειτουργούσε, το δωμάτιο στο ξενοδοχείο δεν είχε θέρμανση και κρύωνα πάρα πολύ. Το μόνο που με κρατούσε πιο ζεστό ήταν μερικά έξτρα ρούχα που μου έδιναν από την ομάδα».
Μετά από δύο χρόνια θα έπρεπε σιγά-σιγά να αντιμετωπίσει και τα επόμενα προβλήματα. Η μεταγραφή του στην ΤΣΣΚΑ Σόφιας το 2007 δεν έφερνε μόνο καλά νέα για εκείνον… Έφερνε στην επιφάνεια το θέμα του ρατσισμού. «Είναι κάτι που δεν μπορείς να το ελέγξεις. Υπάρχει το μαύρο, υπάρχει το άσπρο και μερικοί άνθρωποι δεν το καταλαβαίνουν». Στη Σόφια θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει μεθυσμένους που χρησιμοποιούν λεκτικές ύβρεις για τον προσβάλλουν, αλλά ακόμα και κάποιους που δεν είχαν διστάσει να τον σπρώξουν στη μέση του δρόμου. «Πρέπει να τους αγνοείς, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Είμαι εδώ για να δουλεύω, να έχω φαγητό, να βοηθήσω την οικογένειά μου και όχι για να τσακώνομαι με τους ανθρώπους. Δε με ενδιαφέρει αυτό».
Εκείνο που πιθανόν δε γνώριζαν οι περισσότεροι που τον… παρενοχλούσαν στο δρόμο ήταν πως επρόκειτο για έναν «συμπατριώτη» τους. Το 2007, ο Ουντότζι που βρισκόταν ήδη τέσσερα χρόνια στη Βουλγαρία, βαφτίστηκε εκ νέου. «Είμαι ο Μίτκο Ατανάσοφ Γκεοργκίεφ, χαίρομαι που σας γνωρίζω», έλεγε στην πρώτη του συνέντευξη ως πολιτογραφημένος Βούλγαρος, με τους φίλους του στο Σαντνάσκι να έχουν τα πνευματικά δικαιώματα για το μικρό του όνομα. Λίγες μέρες αργότερα έκανε το ντεμπούτο του με την Εθνική Βουλγαρίας κάτω των 21 ετών και στις 21 Αυγούστου στο Περιστέρι θα σκοράρει δύο φορές απέναντι στην Εθνική Ελλάδας του Μανιάτη, του Τζαβέλλα, του Παπασταθόπουλου, του Μήτρογλου και του Νίνη!
Η Βουλγαρία θα κερδίσει 4-1 και ο Νιγηριανός θα βρίσκει μια νέα πατρίδα. «Νιώθω υπέροχα. Είμαι περήφανος που φόρεσα την φανέλα της Εθνικής», θα πει μετά το ματς, όντας ο πρώτος έγχρωμος ποδοσφαιριστής που θα φορέσει το εθνόσημο και ο οποίος, μάλιστα, θα φροντίσει να είναι εξοικειωμένος με τον Εθνικό ύμνο. «Τον ξέρω και προσπάθησα να τον τραγουδήσω. Παραδέχομαι ότι δεν τον ξέρω ολόκληρο, όμως προσπαθώ».
Αλλαγή πορείας…
Η ποδοσφαιρική του πορεία τον έφερνε ολοένα και περισσότερο στο επίκεντρο των μίντια. Στην ΤΣΣΚΑ θα γινόταν ένας από τους πιο αγαπητούς παίκτες της κερκίδας, έστω κι αν είχε πάντα το φάντασμα της Τουλούζ να τον ακολουθεί. Σε ένα παιχνίδι ορόσημο για την ομάδα του, μπήκε αλλαγή στο 75’, αποβλήθηκε στο 85’ και η ΤΣΣΚΑ που κέρδιζε 1-0 και έπαιρνε την πρόκριση στην επόμενη φάση του Europa League δέχτηκε την ισοφάριση στις καθυστερήσεις και αποκλείστηκε. «Πάντα μετανιώνω για εκείνο το ματς, όμως δεν υπάρχει άντρας αναμάρτητος».
Οι αμαρτίες του Ουντότζι, όμως, θα άρχισαν να μαζεύονται… Τον Δεκέμβριο του 2008 θα διαρρεύσουν γυμνές και προκλητικές του φωτογραφίες από δωμάτιο ξενοδοχείου και μέσα στο 2009 θα κάνει τα πράγματα χειρότερα. Μιλώντας σε εφημερίδα της Νιγηρίας θα χαρακτηρίσει τον εαυτό του «πολύ καλό για τη Βουλγαρία» και θα προσθέσει: «Είμαι Νιγηριανός και θέλω να παίξω στην Εθνική. Αγαπάω τη χώρα μου και είμαι έτοιμος να θυσιάσω τα πάντα για εκείνη. Αλλιώς, θα υπέγραφα νέο συμβόλαιο με την ΤΣΣΚΑ και θα έπαιρνα το διαβατήριο». Ο Ουντότζι που, εν τω μεταξύ, είχε χάσει λόγω παρατυπιών τη βουλγαρική υπηκοότητα θα τιμωρούταν με πρόστιμο και θα αποφάσιζε να αφήσει πίσω του τη Βουλγαρία. Προορισμός; Η Ελλάδα!
Ο Αστέρας Τρίπολης θα είναι ο πρώτος του σταθμός. Μόνο που λέγεται ότι οι ιδιοτροπίες τις οποίες είχε αρχίσει να αποκτάει τον ακολούθησαν στην Τρίπολη. Στην πρώτη του σεζόν θα πετύχει τέσσερα γκολ σε 28 ματς και στη δεύτερη δύο γκολ σε 24 παιχνίδια, χαρακτηρίζοντας το ελληνικό πρωτάθλημα ως ένα σκαλοπάτι για την καριέρα του. «Νομίζω πως ήταν μια πολύ καλή εμπειρία για μένα. Η χώρα σας βλέπω ότι προσπαθεί να κάνει ένα πρωτάθλημα υψηλού επιπέδου με μεγάλο ανταγωνισμό. Το έχω ξεκαθαρίσει, δίχως να θέλω να υποτιμήσω κανέναν, πως οι βλέψεις μου είναι στο μέλλον να αγωνιστώ σε ένα μεγαλύτερο πρωτάθλημα, στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Γερμανία ή την Ιταλία. Θεωρώ πως έχω δυνατότητες για πολύ μεγάλα πράγματα. Στον Αστέρα προσπάθησα και προσπαθώ για το καλύτερο μέσα σε ένα πολύ καλό κλίμα».
Για να φτάσει, όμως, να παίξει κόντρα στην ομάδα των ονείρων του, την Μπαρτσελόνα χρειαζόταν να προσπαθήσει περισσότερο. Φεύγοντας από τον Αστέρα τον περίμενε μια ακόμα περιπέτεια, που ούτε μπορούσε να διανοηθεί. Υπέγραψε στην Άστρα Πλοϊέτσι του ιδιότροπου Ιοάν Νικουλάε και πήρε το εκ νέου το νούμερο ένα για να του φέρει γούρι. Τίποτα, όμως, δε θα μπορούσε να τον βοηθήσει στην κατάσταση που βρέθηκε μπλεγμένος.
«Εγώ τον έδιωξα από την ομάδα και δεν ξέρω πως βρέθηκε πάλι εδώ. Ο Ουντότζι είναι μια μαϊμού που δεν έχει ιδέα από ποδόσφαιρο», θα δήλωνε ο – σύμφωνα με το Forbes – πιο πλούσιος άνθρωπος στη Ρουμανία και προφανώς ο Νιγηριανός δε θα μπορούσε να συνεχίσει στην ομάδα του. Δόθηκε δανεικός στην Μπρασόφ, όπου παρότι δεν έκανε τίποτα το ιδιαίτερο, τουλάχιστον βρήκε την ηρεμία του. Μέχρι να τη χάσει ξανά! Μια δήλωσή του ότι προτιμούσε τον Χάτζι από τον Στόιτσκοφ, τον μετέτρεψε σε προδότη για τη Βουλγαρία και τα όνειρα επιστροφής στην ΤΣΣΚΑ έπαιρναν παράταση.
Η μοίρα τον έφερε και πάλι στη χώρα μας. Ο Πλατανιάς του πρόσφερε συμβόλαιο και ο Ουντότζι έμοιαζε να βρίσκει τον εαυτό του. Μέχρι που τον βρήκε ο… Άγγελος Αναστασιάδης και εξαιτίας πειθαρχικών παραπτωμάτων απομακρύνθηκε από τα Χανιά. «Αυτή η ομάδα δεν βασίζεται σε ονόματα. Πρώτα είναι η ομάδα και μετά είναι το όνομα. Έτσι λειτουργούμε κι έτσι θα πάμε μέχρι τέλους. Συνέβη με τον Ουντότζι. Δεν είχαμε τίποτα εμείς εναντίον του ούτε εκείνος με μας. Αφορούσε καθαρά τον τρόπο λειτουργίας της ομάδος και το πώς θέλω εγώ να είναι η ομάδα», έλεγε ο Έλληνας προπονητής και ο Νιγηριανός άφηνε με… μισή καρδιά την Κρήτη. «Οι άνθρωποι είναι αξιαγάπητοι, φιλικοί. Ήμασταν ενωμένοι ως ομάδα, όμως στη ζωή τα πράγματα καμιά φορά αλλάζουν και δεν ξέρουμε το γιατί… Εγώ απλά θέλω να κάνω τη δουλειά μου και να προχωρήσω. Να σηκώσω το κεφάλι και να πάω μπροστά».
Συνέχισε με τον Ατρόμητο, τα ιδιόρρυθμα χτενίσματα και την ανάγκη να βρίσκεται στο επίκεντρο. Έμεινε έξι μήνες στην Αθήνα, οι κακές γλώσσες τον θέλουν να τη μαθαίνει αρκετά καλά, ειδικά το βράδυ, όμως το καλοκαίρι βρέθηκε να ψάχνει εκ νέου ομάδα. Ο Πλατανιάς τον ήθελε, αλλά οι απαιτήσεις του κρίθηκαν υπερβολικές, όμως ο Άρης βρήκε τον τρόπο να τον πείσει. Η Θεσσαλονίκη ήταν μια γνώριμη πόλη για εκείνον, τη σύζυγό του και τα δύο τους παιδιά, που μπορούσαν πλέον να τον ακολουθήσουν.
«Για μένα οι δύο καλύτερες πόλεις είναι τα Χανιά και η Θεσσαλονίκη. Τα Χανιά γιατί έχουν ξεχωριστή κουλτούρα και εκεί αισθάνεσαι διαφορετικά. Είναι ένα νησί με ξεχωριστούς ανθρώπους. Είναι σαν μην είσαι στην Ελλάδα, είναι κάτι διαφορετικό. Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη την οποία γνωρίζω πολλά χρόνια. Ακόμα κι όταν ήμουν στη Βουλγαρία την επισκεπτόμουν και έκανα διακοπές εδώ, οπότε είναι ένα γνώριμο μέρος για μένα». Η εξοικείωση φάνηκε από τα φιλικά παιχνίδια. Κι έχει κορυφωθεί τις τελευταίες εβδομάδες… Τρία γκολ, μία ασίστ, εφτά βαθμοί… Ο Ουντότζι βρήκε και πάλι το δρόμο του!