Ιστοσελίδα του εξωτερικού και συγκεκριμένα η “20minutos.es” κάνει μία αναδρομή στην ξεχωριστή ιστορία του Σολομόν Αρούχ, αθλητή του Άρη στην πυγμαχία, που ως φυλακισμένος στο Άουσβιτς, έδωσε δεκάδες αγώνες πυγμαχίας, για να επιβιώσει!
Δείτε πατώντας ΕΔΩ το σχετικό αφιέρωμα και τα στοιχεία της ζωής του:
Ο Σολομόν Αρούχ (Θεσσαλονίκη 1 Ιανουαρίου 1923 – Τελ Αβίβ 26 Απριλίου 2009) ήταν Έλληνας, μέλος της Εβραϊκής κοινότητας, αθλητής της πυγμαχίας και μετέπειτα προπονητής.
Ο Αρούχ καταγόταν από πολυμελή οικογένεια , είχε τρεις αδελφές κι έναν αδελφό, λιμενεργατών τόσο ο πατέρας του όσο και ο αδελφός του κι αργότερα και ο ίδιος έγινε λιμενεργάτης. Ο τύπος της εποχής τον αποκαλούσε “Αρουχάκη” ή “Σαλαμώ” σε παραφθορά του ονόματος του. Ξεκίνησε την πυγμαχία από την Μακαμπή σε μικρή ηλικία, ωστόσο αγωνίστηκε και με τα χρώματα του Άρη Θεσσαλονίκης. Από το 1937 έως το 1939 είχε σημειώσει 24 συνεχόμενες νίκες με νοκ άουτ κι απέκτησε πανελλήνια φήμη. Το 1940 ήταν υποψήφιος για την ελληνική αποστολή που θα πήγαινε στους Ολυμπιακούς αγώνες που λόγω του Β’ παγκοσμίου πολέμου δεν έγιναν.
Όταν κηρύχθηκε ο Β΄παγκόσμιος πόλεμος υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία στον Ελληνικό στρατό και ταυτόχρονα ήταν μέλος της πυγμαχικής ομάδας των ενόπλων δυνάμεων. Το 1943 ο ίδιος και η οικογένεια του εκτοπίστηκαν στο Άουσβιτς, εκεί ο Αρούχ για να επιβιώσει έδινε αγώνες με άλλους Εβραίους και Ρομά πυγμάχους επίσης κρατούμενους. Τους αγώνες παρακολουθούσαν οι Γερμανοί στρατιώτες και στοιχημάτιζαν μεγάλα ποσά. Λόγω των νικών που σημείωνε τοποθετήθηκε για εργασία στα εστιατόρια του στρατοπέδου όπου κρυφά έδινε τροφή και σε άλλους κρατούμενους. Ο Αρούχ στο Άουσβιτς πέτυχε 208 νοκ άουτ και πάνω από 100 συνεχόμενες νίκες. Στις 27 Ιανουαρίου 1945 απελευθερώθηκε και ξεκίνησε να αναζητήσει την οικογένεια και τους συγγενείς του σε άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε ένα από αυτά γνώρισε την μετέπειτα σύζυγο του. Αργότερα έμαθε ότι ήταν ο μοναδικός επιζών από την οικογένεια του.
Το 1945 παντρεύτηκε με την Μάρθα Γιεχέλ , επίσης από την Θεσσαλονίκη, και μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη. Μετά την κήρυξη ανεξαρτησίας του Ισραήλ το 1948 πολέμησε με τον Ισραηλινό στρατό όπως και το 1966 στον πόλεμο των έξι ημερών. Στο Ισραήλ άρχισε να παίρνει πάλι μέρος σε αγώνες και το 1955 έπαιξε τον πρώτο του επαγγελματικό αγώνα.
Στο Ισραήλ ο Αρούχ έδωσε πολλές ομιλίες που αφηγούνταν την ζωή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το 1989 γυρίστηκε από τον σκηνοθέτη Ρόμπερτ Γιάνγκ η ταινία “Θρίαμβος του πνεύματος” (Triumph of the spirit) που βασίστηκε στην ζωή του Αρούχ στο στρατόπεδο του Άουσβιτς. Για τις ανάγκες της ταινίας ο Αρούχ ξαναεπέστρεψε στο Άουσβιτς σαν τεχνικός σύμβουλος του σκηνοθέτη όπου παρέδωσε και μαθήματα πυγμαχίας στον πρωταγωνιστή Γουίλεμ Νταφόε.
Στην προσωπική του ζωή απόκτησε τέσσερα παιδιά κι είχε εταιρεία ναυτιλιακών διεθνών μεταφορών.
Διαβάστε το αφιέρωμα της “Μηχανής του Χρόνου”:
Ο Σολομόν Αρούχ έπρεπε να νικήσει για να ζήσει. Ο Εβραίος της Θεσσαλονίκης που έδινε αγώνες πυγμαχίας στο Άουσβιτς για να επιβιώσει. Η ζωή του έγινε ταινία …
Η ιστορία του Σολομόν Αρούχ έγινε ταινία που προβλήθηκε το 1989, με τον τίτλο «Triumph of the spirit» (ο ελληνικός τίτλος ήταν «Ο Θρίαμβος του πνεύματος»). ‘Ενας από τους παραγωγούς ήταν ο νικητής Oscar, για το Platoon, Αrnold Kopelson. Ο Willem Dafoe ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο και για πρώτη φορά -σε ό,τι αφορά μεγάλη κινηματογραφική παραγωγή- έγιναν γυρίσματα στο Auschwitz. Ποια ήταν όμως, η ιστορία του Αρούχ. Δες πρώτα το trailer.
Σύμφωνα με το σενάριο, το 1943 συνελήφθη μαζί με την αρραβωνιαστικιά του, Allegra και την οικογένειά του και μεταφέρθηκαν στο Auschwitz, όπου οι φρουροί των SS έκριναν πως μπορούν να τον χρησιμοποιήσουν για τη διασκέδαση τους. Τον υποχρέωσαν λοιπόν, να αντιμετωπίζει στο ρινγκ άλλους φυλακισμένους, μέχρι τελικής πτώσεως. Και δεν εννοώ το knock out, αλλά θάνατο. Αν αρνείτο, θα τιμωρούσαν την οικογένειά του. Αν κέρδιζε, θα λάμβανε περισσότερες μερίδες φαγητού που θα μπορούσε να μοιραστεί με όσους αγαπούσε. Αν έχανε, θα πήγαινε στον θάλαμο αερίων. Επί της ουσίας, δεν είχε πολλές επιλογές. Με τον καιρό, έβλεπε τους συγγενείς και τους φίλους του να δολοφονούνται και έφτασε στο σημείο που ο λόγος να συνεχίσει να προσπαθεί ήταν η αγάπη για τη γυναίκα της ζωής του. Η πραγματικότητα ήταν λίγο διαφορετική.
Δίπλα στον Williem Dafoe και στον παραγωγό Arnold Kopelson
Ο ήρωας (υπό την όποια έννοια) της ιστορίας ήταν ένας λιμενεργάτης στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος γεννήθηκε το 1923, άρχισε την πυγμαχία από παιδί στον σύλλογο Μακαμπή. Κέρδισε τον πρώτο του αγώνα όταν ήταν 14 χρόνων. «Έριξα τον αντίπαλο μου στο έδαφος, δυο φορές, μέχρι που παραδόθηκε«. Στα 16 ήταν πρωταθλητής Ελλάδος, μεσαίων βαρών. Στα 17 έγινε πρωταθλητής στα Βαλκάνια. Το ρεκόρ του ήταν 24-0 και το παρατσούκλι του «μπαλαρίνα, λόγω του τρόπου που χρησιμοποιούσα τα πόδια μου, χάριν των κινήσεων που έκανα«. Η πυγμαχία ήταν ερασιτεχνική και άρα αρκούνταν στη χαρά της νίκης και τα μετάλλια. Το 1940 ήταν μεταξύ των υποψηφίων για να εκπροσωπήσουν την Ελλάδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες που ακυρώθηκαν λόγω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τη «νύφη του Θερμαϊκού», τον Μάιο του 1941, εκείνος υπηρετούσε τη θητεία του στον ελληνικό στρατό και ήταν μέλος της ομάδας πυγμαχίας που είχαν οι ένοπλες δυνάμεις. Ήταν μεταξύ των 50.000 Εβραίων που συνελήφθησαν σε δυο χρόνια και μεταφέρθηκαν στο Auschwitz. Μόλις 2.000 επιβίωσαν. Στις 15 Μαΐου του 1943 έφτασε μαζί με τους γονείς του, τις τρεις μικρότερες αδελφές του και τον αδελφό του στο στρατόπεδο εργασίας. Η μητέρα του και οι αδελφές του οδηγήθηκαν απευθείας στο θάλαμο αερίων. «Η οικογένεια μου έφτασε στο Auschwitz στις 6 το απόγευμα» είχε πει στους New York Times, το 1989, «πέρασα μια μέρα όρθιος και γυμνός. Οι Ναζί μας καθάρισαν με νερό, μας απολύμαναν, ξύρισαν τα μαλλιά μας και μας έκαναν tattoo τους αριθμούς στο χέρι«. Ο δικός του ήταν 136954. «Την επομένη μας έδωσαν πιτζάμες«.
Σε συνέντευξη που είχε δώσει το 1990, στο αμερικανικό «People» είχε αποκαλύψει πως όταν έφτασε στο στρατόπεδο, συνάντησε ένα γνωστό του από την πόλη του, ο οποίος είχε συμπληρώσει αρκετούς μήνες ως κρατούμενος. Τον ρώτησε πού ήταν οι κοινοί τους γνωστοί. «Μου απάντησε πως όλοι ήταν νεκροί. Ότι τους είχαν κάψει. Σκέφτηκα πως έχει τρελαθεί«. Αφότου πέρασε τη στάνταρ διαδικασία (της απολύμανσης και της απόκτησης αριθμού) είδε ένα μεγάλο αυτοκίνητο των SS να πλησιάζει προς το μέρος όπου ήταν οι κρατούμενοι. Κατέβηκε ένας διοικητής («θυμάμαι το όνομα του ήταν Hans«) και ζήτησε να μάθει «αν κάποιος από εμάς ήξερε πυγμαχία ή πάλη. Σήκωσα το χέρι μου. Του είπα πως είμαι πυγμάχος. Δεν με πίστεψε. Μου είπε πως ήμουν κοντός (1.67). Χάραξε στο χώμα ένα ρινγκ και με ρώτησε αν ήμουν έτοιμος να δώσω τον πρώτο μου αγώνα. Ήμουν πολύ φοβισμένος. Ήμουν και εξαντλημένος, γιατί δεν είχα κλείσει μάτι όλο το βράδυ, ενώ δεν είχα φάει τίποτα. Είπα ωστόσο, πως είμαι έτοιμος«. Ο αξιωματούχος του έδωσε ένα ζευγάρι γάντια, κάλεσε έναν άλλον κρατούμενο «τον Chaim, που ήταν μεταξύ των πυγμάχων του διοικητή» και το ματς ξεκίνησε. Ήταν το πρώτο από τα 200 που έδωσε σε δυο χρόνια.
«Στον πρώτο γύρο εκτίμησα την κατάσταση που είχα απέναντι μου και κατάλαβα πως μπορώ να κερδίσω. Δεν ήμουν όμως, σίγουρος αν έπρεπε να το κάνω αυτό, αν έπρεπε να νικήσω. Ο διοικητής ήταν ο διαιτητής και στο δεύτερο γύρο, ξεκίνησα να χτυπώ τον αντίπαλο μου. Με την άκρη του ματιού, είδα τον Hans να χαμογελά. Πήρα θάρρος. Στον τρίτο γύρο συνέχισα να κυριαρχώ και τελικά έβγαλα knock out τον Chaim. Ο Hans μου είπε «ω Θεέ μου, από πού ήλθε αυτός;». Του απάντησα «αν έχεις έναν καλό μποξέρ, φέρτον μου και θα σου δείξω τι πραγματικά μπορώ να κάνω». Είκοσι λεπτά αργότερα, είχε απέναντι του έναν Τσεχοσλοβάκο κρατούμενο, ο οποίος ήταν 1.83. «Έπρεπε να σηκώσω το κεφάλι, για να τον βρω στο στομάχι και να τυλιχτεί στα δυο. Τότε ήταν που πείστηκε ο Hans πως ήμουν καλός«. Τότε ήταν που τον ειδοποίησε για το μέλλον του.
«Οι κανόνες ήταν απλοί. Παίζαμε μέχρι να βγει κάποιος knock out ή έως ότου βαρεθούν οι Ναζί. Αρνούνταν να φύγουν, αν δεν δουν αίμα. Θύμιζαν περισσότερο κοκορομαχίες και διεξάγονταν κάθε Τετάρτη και κάθε Κυριακή, σε μια αποθήκη γεμάτη καπνό, με τους φρουρούς να πίνουν και να στοιχηματίζουν. Σκότωναν όποιον έκριναν ως αδύναμο. Τιμωρούσαν όποιον έχανε«. Εκείνος κέρδιζε και το βραβείο του ήταν ένα καρβέλι ψωμί έπειτα από κάθε νίκη. Έδωσε 208 αγώνες, κέρδισε τους 206 και είχε δυο ισοπαλίες. «Πριν κάθε αγώνα έτρεμα. Ήμουν χάλια. Όταν έφτανα στο ρινγκ, ήξερα πως αν δείξω συμπόνοια, θα χάσω τη ζωή μου. Δεν είχα επιλογές«.
Επειδή τους ήταν πολύτιμος (για τη διασκέδαση τους), οι Ναζί τον απήλλαξαν από τις εργασίες που στοίχισαν εκατοντάδες χιλιάδες ζωές (έβλεπε κάθε μέρα ανθρώπους να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια του, υποκύπτοντας στα τραύματα ξυλοδαρμού) και τον μετέφεραν στην κουζίνα. Εκείνος έκλεβε φαγητό και το έδινε στους συγκρατούμενους του. Σε εκείνους «που δούλευαν από τις 4 το πρωί έως τα μεσάνυχτα και ποτέ δεν έλεγαν «καληνύχτα» μεταξύ τους. Μόνο «κοιμήσου». Για κάποιους ήταν προτιμότερος ο θάνατος από αυτό που περνούσαν«. Ο πατέρας του, επίσης λιμενεργάτης, αρρώστησε και τον έστειλαν στο θάλαμο αερίων. Ο αδελφός του αρνήθηκε να αφαιρέσει τα χρυσά δόντια νεκρών στο θάλαμο αερίων και τον σκότωσαν πάραυτα, με μια σφαίρα στο κεφάλι.
Η πυγμαχία του επέτρεψε να επιβιώσει και η μόνη φορά που ήλθε κοντά στον θάνατο ήταν όταν συνάντησε έναν επαγγελματία Γερμανοεβραίο boxer, ονόματι Klaus Silber. Ήταν πολύ πιο μεγαλόσωμος και σχεδόν τον έβγαλε knock out. Βγήκαν εκτός ρινγκ, με τον Arouch να βρίσκει τρόπο να τον νικήσει. Ουδείς είδε ξανά τον Silber. Συνάντησε έναν από τους αντιπάλους του -πάλαι ποτέ Ολυμπιονίκη με την Πολωνία, με τον οποίον πάλεψαν με γυμνά χέρια, το ξημέρωμα- πενήντα χρόνια αργότερα. Έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και δεν είπαν κουβέντα. Μετά την απελευθέρωση του στρατοπέδου, στις 27 Ιανουαρίου του 1945, άρχισε να αναζητά σε άλλα κέντρα συγκέντρωσης τυχόν ζωντανούς συγγενείς του. Στην επίσκεψη του στο Belsen, γνώρισε τη Marta Yechiel, μια έφηβη από τη γενέτειρα του.
Παντρεύτηκαν και μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη. Πολέμησε στον αραβοϊσραηλινό πόλεμο, το 1948, μετά την κήρυξη ανεξαρτησίας του Ισραήλ και μετά άρχισε να παίρνει μέρος σε ερασιτεχνικούς αγώνες πυγμαχίας. Το 1955 έδωσε και ένα επαγγελματικό ματς. Μετά έγινε ιδιοκτήτης μεταφορικής και ναυτιλιακής εταιρίας, με έδρα το Tel Aviv. Με την Marta απέκτησαν 4 παιδιά και 12 εγγόνια. «Επέστρεψε στο στρατόπεδο μια φορά, μετά τον πόλεμο, στο πλαίσιο της συνεργασίας που είχε με τους παραγωγούς της ταινίας «Triumph of the spirit» είχε ενημερώσει η σύζυγος του, μέσω της Haaretz το 2009, «έμεινε εκεί τρεις μήνες και θυμήθηκε όσα είχε περάσει. Ξαναέζησε την κάθε μέρα. Τους έδειχνε και πώς να πυγμαχούν. Ήταν χαρούμενος γιατί ήξερε πως θα αφήσει κάτι πίσω του, όταν πια θα έχει «φύγει«. Εκείνος είχε παραδεχθεί πως «ως εμπειρία ήταν τραγική. Στο μυαλό μου, είδα τους γονείς μου. Ξαναέζησα κάθε εφιαλτική στιγμή«.
Η κόρη του ζευγαριού, Dalia Gonen πρόσθεσε πως «και η μητέρα μου ήταν στο Auschwitz. Και η δική της ιστορία θα μπορούσε να γίνει ταινία. Προτίμησε ωστόσο, να περάσει τα τελευταία 15 χρόνια στο πλευρό του άνδρα της, ο οποίος ήταν ανήμπορος έπειτα από ένα εγκεφαλικό που έπαθε το 1994. Πριν αρρωστήσει, επισκεπτόταν σχολεία και τις βάσεις του ισραηλινού στρατού για να διηγηθεί την ιστορία του. Όταν προβλήθηκε η ταινία, γνώρισε πολλούς γνωστούς πυγμάχους, όπως ο Mohammad Ali και ο Μike Tyson«. Στις 26 Απριλίου του 2009 πέθανε σε ηλικία 86 χρόνων.