27 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη διεξαγωγή του πρώτου Final Four στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ, με τον Άρη να δίνει το παρών στην Γάνδη, καθηλώνοντας ολόκληρη την Ελλάδα….
Ένας από τους παίκτες εκείνης τηςμεγάλης ομάδας του Άρη ήταν και ο Μιχάλης Ρωμανίδης, ο οποίος έκανε το δικό του… rewind, μιλώντας στο sport24.gr, με αφορμή αυτήν την επέτειο.
«Αν το θυμάμαι λέει; Ήταν η πρώτη μας και η μεγαλύτερη, ως τότε, εμπειρία μας» λέει και αναφέρεται στη «συγκατοίκησή» του με τον Νίκο Γκάλη: «Μας είχαν βάλει μαζί, γιατί δε μιλάγαμε πολύ. Μη φανταστείς, όμως, ότι ήμασταν το σιωπηλό δωμάτιο. Ο Νικ, μπορεί στην αρχή να ήταν επιφυλακτικός και σιωπηλός, καθώς μόλις είχε έρθει από την Αμερική, σιγά-σιγά όμως έμπαινε στο κλίμα. Μοιάζει κλειστός τύπος, αλλά όταν «ξανοιχτεί» κάνει και ωραία αστεία. Προφανώς, είχε στο μυαλό του πάντα τον αγώνα, που παίζαμε, αλλά είχε και άλλα πράγματα που έκανε με φανατική προσήλωση» ξεφυλλίζει το βιβλίο των αναμνήσεών του, ο Ρωμανίδης.
Ήταν … προληπτικός και ο Γκάλης; «Κατά κάποιο τρόπο. Ποιος δεν ήταν, άλλωστε; Ο Νικ είχε πρόγραμμα για όλα. Πότε θα ξυριστεί, πότε θα παίξει τάβλι, πότε θα προετοιμαστεί και λοιπά…».
– Αγχωνόταν ποτέ;
«Ποτέ! Σας το λέω με κάθε ειλικρίνεια. Το μεγαλύτερο προσόν του ήταν ότι κάθε φορά έμπαινε στο γήπεδο με απόλυτη ηρεμία. Σα να έκανε μια ακόμη προπόνηση. Ακόμη και στα πιο μεγάλα ματς του Άρη, ή της Εθνικής, αυτή την εντύπωση μου έδινε. Ότι ήταν απόλυτα ήρεμος και σίγουρος για τον εαυτό του…».
Ο Άρης πήγε στη Γάνδη με τον ενθουσιασμό της πρώτης φοράς. Όλοι ήταν ενθουσιασμένοι: «Νιώθαμε ανυπόμονοι να πάμε στο φάιναλ-φορ. Θυμάμαι όλη αυτή την ανυπομονησία, που είχαμε, την προετοιμασία που κάναμε, τον πυρετό του κόσμου. Γενικά, ήταν μια χρονιά που δεν πρόκειται να ξεχάσει εύκολα κανείς. Ακόμη και τώρα, τόσα χρόνια μετά, ενώ βρίσκομαι στην Αθήνα πλέον (μαζί με το Νίκο Λινάρδο, εκπονούν ένα πρόγραμμα της ΓΓΑ για ακαδημίες μπάσκετ στο Αττικό Άλσος) έρχονται οι γονείς των παιδιών και με ρωτάνε για εκείνη την πορεία. Παίζαμε με τις καλύτερες ομάδες της Ευρώπης, κάναμε πολύ μεγάλες νίκες. Γιορτάζαμε στο Ακρόαμα, κάθε φορά, με τη Μαρινέλα, τον Πάριο. Μεγάλα βράδια. Όλα πρωτόγνωρα για μας…».
– Και ήρθε το φάιναλ-φορ. Πήγατε στη Γάνδη, αλλά σε ένα ξενοδοχείο στην άκρη του … πουθενά.
«Ναι (γέλια). Ήταν μια από τις εμμονές τότε του Ιωαννίδη, να μας έχει απομονωμένους. Είχε κάνει λάθος, γιατί θέλαμε να βγούμε μια βόλτα, να ξεσκάσουμε και βρισκόμασταν να κάνουμε παρέα … με τις αγελάδες! Το άγχος και η πίεση για το αποτέλεσμα, σχεδόν μας έπνιξαν. Άσε που το ξενοδοχείο (σ.σ το περίφημο «πανδοχείο του ψαρρά» το οποίο υπάρχει ακόμη) είχε έμβλημα μια μαύρη γάτα. Όταν το είδε ο Ιωαννίδης, ήμασταν στο πούλμαν. Τα μπινελίκια που «έφαγε» ο Φάνης Ταρνατώρος, ο οποίος είχε έρθει για να βρει το ξενοδοχείο, ήταν απερίγραπτα…».
– Θυμάσαι καθόλου τα ματς;
«Να σου πω την αλήθεια όχι πολύ. Θυμάμαι ότι δεν είχα παίξει στον πρώτο αγώνα με την Τρέισερ Μιλάνου και συμμετείχα στον μικρό τελικό εναντίον της Παρτιζάν. Θυμάμαι τον Μακάντου να μας προκαλεί στον ημιτελικό πολύ μεγάλα προβλήματα. Παικταράς. Όπως όλοι, βέβαια, στο Μιλάνο, αλλά και στη Μακάμπι και στην Παρτιζάν…».
– Μπορούσες να φανταστείς ότι μετά απ” αυτό το φάιναλ-φορ, θα ακολουθούσε μια τεράστια έκρηξη του μπάσκετ και η Ελλάδα θα πανηγύριζε τη μια Ευρωλίγκα πίσω από την άλλη;
«Σε καμιά περίπτωση. Ναι μεν είχαμε πάρει το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ, σε συλλογικό επίπεδο όμως ήμασταν αρκετά πίσω. Ο Άρης πετύχαινε τότε μικρά και μεγάλα θαύματα. Πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να παίξουμε και σε ένα τελικό, αλλά η διαφορά ήταν πολύ μεγάλη με τις ξένες ομάδες, άσχετα αν μερικές απ” αυτές τις κερδίζαμε και με μεγάλη διαφορά μάλιστα στο γήπεδό μας. Το ελληνικό μπάσκετ ερχόταν με φόρα. Στο τέλος τους ξεπεράσαμε όλους. Ο Άρης δεν πήρε την Ευρωλίγκα, νομίζω όμως ότι έμεινε στην ιστορία σαν η ομάδα που άνοιξε το δρόμο και όλοι τη θυμούνται με τις πιο ευχάριστες αναμνήσεις».