Απαραίτητη χαρακτήρισε την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, εφόσον αποκατασταθούν οι απαραίτητες συνθήκες. Συμπλήρωσε δε κατηγορηματικά, ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στην ευρωζώνη και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει τις αποφάσεις της με αυτό το σκεπτικό.
Τα παραπάνω υπογράμμισε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι στο πλαίσιο συνέντευξης τύπου, λίγο μετά τη συνεδρίαση του Δ.Σ., το οποίο απεφάσισε για πρώτη φορά μετά την 28 Ιουνίου να αυξηθεί η χρηματοδότηση μέσω του ELA για τις ελληνικές τράπεζες κατά 900 εκατ. ευρω.
Μάλιστα τόσο ο κ. Ντράγκι όσο και ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Β. Κοστάντσιο, άφησαν ανοικτό το ενδεχόμενο να ενταχθεί και η Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (αγοράς ομολόγων), όταν θα αποκατασταθούν οι απαραίτητες συνθήκες (ενταχθεί και πάλι η χώρα σε πρόγραμμα, ξεκινήσει η εφαρμογή του και αποπληρωθούν τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου που έχει στην κατοχή της η ΕΚΤ και λήγουν φέτος). (Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης συνολικού ύψους 1,1 τρισ. ευρώ έχει διάρκεια έως τα τέλη Σεπτεμβρίου 2016 και αφορά σε αγορές ομολόγων, ανάλογα με τη συμμετοχή της κάθε χώρας σε αυτό. Η Ελλάδα επρόκειτο να ενταχθεί στο ευεργετικό για την ανάκαμψη της οικονομίας, πρόγραμμα, από τα μέσα Ιουλίου. Κατόπιν της νέας συμφωνίας με τους εταίρους της, η ποσοτική χαλάρωση μπορεί να ενεργοποιηθεί και για την Ελλάδα).
Ο επικεφαλής της ΕΚΤ άσκησε δρυμία κριτική σε όσους πίεζαν εντός της Ε.Ε. για να μειωθεί ο ELA , αναφέροντας χαρακτηριστικά «όσοι πίεζαν προς μία τέτοια κατεύθυνση δεν σέβονται την αποστολή και το καταστατικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η ΕΚΤ είναι η Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδος και σύμφωνα με το καταστατικό της δεν μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις για το ποια χώρα θα μετέχει στην ευρωζώνη» υπονοώντας ότι μία μείωση του ELA θα εξωθούσε την Ελλάδα εκτός της ζώνης του ευρώ.
Ο κ. Ντράγκι εμφανίστηκε βέβαιος για την αποπληρωμή του ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου που λήγει την ερχόμενη Δευτέρα, αλλά και των υπολοίπων οφειλών της Ελλάδος προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αναγνώρισε ότι οι περιορισμοί που έχουν τεθεί στην κίνηση κεφαλαίων προκαλούν ζημιά στην οικονομία και εμποδίζουν την ανάκαμψή της. Ωστόσο όπως είπε η επιβολή τους ήταν αναγκαία, προκειμένου να αποφευχθεί η μαζική φυγή των καταθέσεων και να προστατευθούν οι μικροκαταθέτες. Σε κάθε περίπτωση επεσήμανε η άρση τους αποτελεί ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης και απέφυγε να προβλέψει το πότε θα αρθούν.
Για το θέμα του δημόσιου χρέους ο επικεφαλής της ΕΚΤ εμφανίστηκε κατηγορηματικός αναφέροντας ότι η Ελλάδα χρειάζεται οπωσδήποτε ελάφρυνση του Χρέους. « Είναι αδιαμφισβήτητα ότι η ελάφρυνση του χρέους είναι απαραίτητη, και νομίζω ότι κανείς δεν αμφισβήτησε το γεγονός. Το θέμα είναι ποια είναι η καλύτερη μορφή ελάφρυνσης του χρέους εντός του νομικού, θεσμικού πλαισίου μας» ανέφερε χαρακτηριστικά. Αναφερόμενος στο πρόγραμμα που θα συμφωνήσει η χώρα με τον ESM o επικεφαλής της ΕΚΤ ανέφερε ότι εγείρονται ζητήματα για την εφαρμογή του. «Επαφίεται στην ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης να ανταποκριθεί με τις αναγκαίες πολιτικές αποφάσεις, προκειμένου να διαλύσει τις όποιες αμφιβολίες» δήλωσε χαρακτηριστικά.
Απαντώντας στην κριτική ότι η ΕΚΤ δεν στήριξε επαρκώς τις ελληνικές τράπεζες το τελευταίο διάστημα στερώντας τους την απαραίτητη ρευστότητα, ο επικεφαλής της ΕΚΤ ανέφερε ότι η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών στην χρηματοδότηση της ΕΚΤ έχει φθάσει πλέον τα 130 δισ. ευρώ, ποσό που υπερβαίνει τις καταθέσεις που διαθέτουν οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες πλέον έχουν υποχωρήσει στα 120 δισ. ευρώ. Ο κ. Ντράγκι ανέφερε επιπροσθέτως ότι η ΕΚΤ υπερκάλυπτε πάντα τις εκροές καταθέσεων, λέγοντας ότι τον Ιούνιο οι εκροές των καταθέσεων ξεπέρασαν τα 8,1 δισ. ευρω ενώ η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ ανήλθε τον ίδιο μήνα στα 10,3 δισ. ευρώ.
Για τις ελληνικές τράπεζες ανέφερε ότι με τα εποπτικά κριτήρια που θέτει ο Ευρωπαϊκό Μηχανισμός τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένα ,καθώς οι σχετική δείκτες επάρκειας (Τier1 Cet1) υπερβαίνουν τα ελάχιστα αποδεκτά όρια. Ωστόσο όπως είπε εγείρονται ερωτήματα για την μακροπρόθεσμη προοπτική, καθώς η κεφαλαιακή τους επάρκεια θα δεχθεί πιέσεις εξαιτίας της αναμενόμενης αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επιπροσθέτως ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου των ελληνικών τραπεζών επηρεάζεται από την πιστοληπτική ικανότητα του Ελληνικού Δημοσίου καθώς συνίσταται στον αναβαλλόμενο φόρο. Εκτίμησε ωστόσο ότι τα 25 δισ. ευρω τα οποία προβλέπει το νέο πρόγραμμα να διατεθούν για τις τράπεζες, επαρκούν για την ανακεφαλαιοποίησή τους.