Η Μπόκα Τζούνιορς αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιρικούς συλλόγους του πλανήτη σε κάθε επίπεδο.
Stoiximan.gr: Το παιχνίδι σου καλύτερο με επιλογές για Σκόρερ, Κάρτες & Κόρνερ σε κάθε αγώνα του Άρη
Για την Αργεντινή συνιστά ένα φαινόμενο, αφού το 40% των οπαδών της χώρας την υποστηρίζουν φανατικά, έστω κι αν θεωρούν ότι στην πραγματικότητα είναι ο σύλλογος του «la mitad más uno», δηλαδή που τον υποστηρίζει πάνω από το μισό του πληθυσμού της χώρας.
Με 33 εγχώρια πρωταθλήματα, 6 Copa Libertadores, 3 Διηπειρωτικά Κύπελλα και 2 Copa Sudamericana μεταξύ άλλων, αδιαμφισβήτητα στα 114 χρόνια ζωής που συμπληρώνει στις 3 Απριλίου, διαθέτει αρκετές αξιόλογες ιστορίες.
Το Sport-Retro.gr επέλεξε 5 εξ αυτών και σας τις παρουσιάζει.
Η ίδρυσή της από… Έλληνες
Η Μπόκα, ένα λιμάνι στο Μπουένος Άιρες, για αιώνες αποτελούσε τόπο υποδοχής μεταναστών από την Ευρώπη. Ο αρχικός προορισμός ήταν η Ουρουγουάη και από εκεί το κύμα των μεταναστών διαχεόταν στις υπόλοιπες χώρες της Νότιας Αμερικής, όπως η Αργεντινή.
Δεν είναι τυχαίο που ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Αργεντινής ήταν ο Μπαρτολομέ Μίτρε, ελληνικής καταγωγής με κανονικό όνομα Βαρθολομαίος Μητρόπουλος.
Η πλειονότητα των μεταναστών, πάντως, ήταν Ιταλοί οι οποίοι είχαν μπαρκάρει από τη Γένοβα και μέχρι το 1914 το 50% των μεταναστών στην Αργεντινή προέρχονταν από τη γειτονική χώρα.
Σε αυτόν τον τόπο και υπό αυτές τις συνθήκες, μία παρέα νεαρών γόνων μεταναστών αποφάσισε να σχηματίσει έναν ποδοσφαιρικό σύλλογο, για να αφοσιωθεί στο άθλημα που είχαν διδάξει πριν από μερικά χρόνια στην Αργεντινή οι Άγγλοι ναυτικοί.
Στο σπίτι του Εστεμπάν Μπαλιέτο η συζήτηση ήταν τόσο θερμή και θορυβώδης που ο πατέρας του… έδιωξε την παρέα και την έστειλε να συνεχίσει αλλού τις διεργασίες.
Ο Αλφρέντο Σκαρπάτι και ο Σαντιάγκο Σάνα ακολούθησαν τον νεαρό Μπαλιέτο, όπως και τα δύο αδέρφια που ήταν παρόντα στη συνάντηση, ο Χουάν Αντόνιο και ο Τεόντορο Εστεμπάν Φαρένγκα.
Οι δύο τελευταίοι ήταν οι Γιάννης Φαρέγγας και Θοδωρής Φαρέγγας, οι οποίοι αποτελούσαν παιδιά μεταναστών με καταγωγή από τη Χίο.
Μαζί με τους 3 Ιταλούς φίλους τους, κάθισαν σε ένα παγκάκι στην πλατεία Σολίς, εκεί όπου είχαν κάνει μια αρχική συζήτηση δύο ημέρες νωρίτερα και έκαναν ένα ξεκαθάρισμα για το όνομα της ομάδας τους.
Απορρίφθηκε το Hijos de Italia και το Estrellas de La Boca και ο Σάνα δήλωσε ότι θα του άρεσε το όνομα να φέρει την ονομασία της γειτονιάς που γεννήθηκε ο σύλλογος και να προσθέσουν και το Τζούνιορς, για να προσφέρει αγγλική αίγλη.
Με αυτόν τον τρόπο ιδρύθηκε στις 3 Απριλίου 1904 η Μπόκα Τζούνιορς, η οποία απέκτησε τα πρώτα χρώματά της από τις μαύρες ρίγες σε λευκή φανέλα που έραψε η Μανουέλα Φαρένγκα, αδερφή των δύο ιδρυτών της ομάδας.
Πρώτος πρόεδρος ορίστηκε ο Μπαλιέτο, ο οποίος ήταν και ο τερματοφύλακας της ομάδας. Μαζί τους ήταν και οι Αρτούρο Πένεϊ, Μαρσελίνο Βεργκάρα, Λούις Σερέσο, Αντόλφο Τάτζιο, Ντονάτο Αμπατάντζελο και ορισμένοι ακόμα νεαροί που έκαναν τα πρώτα βήματά τους στο ποδόσφαιρο.
Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, στην πρώτη ομάδα της Μπόκα υπήρχαν και άλλοι Έλληνες, όπως ο Κωνσταντίνος Καρούλιας από τη Σάμο, ο οποίος υπήρξε πρόγονος του παλαίμαχου ποδοσφαιριστή Νίκου Καρούλια, καθώς και ο Σπύρος Σπυριδάκης.
Η ροζ φανέλα που δεν φορέθηκε
Τα πρώτα χρώματα της ομάδας ήταν μαύρο και λευκό, όμως αντικαταστάθηκαν πολύ σύντομα από μία μπλε και λευκή εμφάνιση. Τα σχέδιά άλλαζαν συχνά, ωστόσο τα χρώματα διατηρήθηκαν για ένα διάστημα, μέχρι το 1907 η Μπόκα να αντιμετωπίσει μία άλλη ομάδα από την περιοχή του Αλμάγκρο.
Αμφότερες οι ομάδες φορούσαν μπλε και λευκά, με συνέπεια η συμφωνία να είναι ο ηττημένος να αφήσει αυτά τα χρώματα στον νικητή. Η Μπόκα αποδείχθηκε το… θύμα του αγώνα, αφού μετά από την ήττα της έπρεπε να βρει ξανά νέα εμφάνιση.
Ο Χουάν Μπρικέτο, ο οποίος είχε διατελέσει για ένα διάστημα και πρόεδρος της ομάδας, έχοντας υπάρξει λιμενεργάτης, πρότεινε στους ανθρώπους του συλλόγου να υιοθετήσουν τα χρώματα της πρώτης σημαίας καραβιού που θα έβλεπε να μπαίνει στο λιμάνι της Μπόκα.
Μοναδικός περιορισμός να μην είναι κόκκινο, διότι αυτό ήταν το χρώμα της κραταιάς ομάδας της εποχής, της Αλούμνι στην οποία έπαιζαν Άγγλοι.
Το πρώτο πλοίο που πέρασε από μπροστά τους φέρεται να ήταν το «Drottning Sophia», μία σουηδική φρεγάτα που έπλεε από την Κοπεγχάγη, αν και ορισμένοι ιστορικοί αναφέρουν ότι αυτό το πλοίο έφτασε στο Μπουένος Άιρες το 1905 και όχι το 1907 και ότι το πλοίο που πέρασε ήταν το «Oskar II».
Ο Μπρικέτο, πάντως, πρότεινε τα χρήματα της σουηδικής σημαίας, το μπλε και το κίτρινο, και ετοιμάστηκε μία αντίστοιχη στολή, στην οποία προστέθηκε και μία χρυσή οριζόντια λωρίδα.
Αυτά ήταν τα χρώματα που αντικατέστησαν το μπλε και το λευκό, αν και υπάρχουν δημοσιεύματα που θέλουν την Μπόκα να αγωνίζεται με ροζ φανέλα το 1906 και το 1907, κάτι που όμως διαψεύδεται από τους περισσότερους ιστορικούς που ασχολήθηκαν με την ομάδα.
Η περιοδεία που προκάλεσε… γκρέμισμα
Το 1924, η καλύτερη εθνική ομάδα του κόσμου εκείνη την εποχή, της Ουρουγουάης, η οποία κατέκτησε και το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού, ετοιμαζόταν να κάνει περιοδεία στην Ευρώπη.
Το σχέδιο δεν ευοδώθηκε και η μεγάλη αντίπαλός της εκείνη την εποχή, Αργεντινή, επιχείρησε να πάρει τη θέση της στα προγραμματισμένα φιλικά παιχνίδια. Ούτε αυτό το σχέδιο προχώρησε, ωστόσο εκείνη τη στιγμή προσφέρθηκε η Μπόκα Τζούνιορς για να αναλάβει την τουρνέ.
Η Μπόκα ήταν πρωταθλήτρια Αργεντινής το 1919, το 1920, το 1923 και το 1924. Μάλιστα, το τελευταίο πρωτάθλημα κατακτήθηκε δίχως ήττα και αυταπόδεικτα επρόκειτο για έναν από τους κορυφαίους συλλόγους της Νότιας Αμερικής.
Η ομοσπονδία της Αργεντινής αποδέχθηκε την πρόταση και στις 4 Φεβρουαρίου του 1925, στο σκαρί του «De la Carrera», μαζί με περίπου 10.000 φιλάθλους, η Μπόκα ταξίδευε για πρώτη φορά στην ιστορία της για αγώνες στην άλλη όχθη του Ατλαντικού Ωκεανού. Στο Μοντεβιδέο έγινε μετεπιβίβαση στο ατμόπλοιο «Formosa» με προορισμό, 22 ημέρες αργότερα, το Βίγκο της Ισπανίας.
Το πρώτο φιλικό παιχνίδι διεξήχθη με αντίπαλο την τοπική Θέλτα, μπροστά σε 25.000 φιλάθλους, στις 5 Μαρτίου.
Κατά τη διάρκεια του αγώνα, η οροφή σε ένα γειτονικό εργοστάσιο κατέρρευσε υπό το βάρος των εργατών που είχαν ανέβει για να παρακολουθήσουν το παιχνίδι. Ο διαιτητής το διέκοψε για 16 λεπτά, μέχρι να βεβαιωθούν όλοι ότι δεν συνέβη κάτι σοβαρό και ο αγώνας συνεχίστηκε με την Μπόκα να επικρατεί με 3-1.
Ο επόμενος αγώνας διεξήχθη στη γειτονική Κορούνια, όπου η Μπόκα νίκησε με 3-0 την Ντεπορτίβο και ο Αμέρικο Τεσοριέρε έγινε ο πρώτος Αργεντινός τερματοφύλακας που απέκρουε εκτέλεση πέναλτι.
Ακολούθησε ακόμα μία νίκη επί των Γαλιθιάνων (1-0) και η κάθοδος στη Μαδρίτη. Αρχικά νίκησε με 2-1 την Ατλέτικο και στη συνέχεια με 1-0 τη Ρεάλ, μπροστά στα μάτια του βασιλιά Αλφόνσο και του γιου του, πρίγκιπα της Αστουρίας.
Μετά από ακόμα ένα φιλικό στην ισπανική πρωτεύουσα, κόντρα στη Σοθιεδάδ Χιμνάστικα (1-0), όπου τραυματίστηκε κι έχασε την υπόλοιπη τουρνέ ο Λουίς Βακάρο της Αρχεντίνος Τζούνιορς (στην αποστολή μετείχαν και ορισμένοι παίκτες από άλλους συλλόγους), η Μπόκα ανέβηκε στη Χώρα των Βάσκων.
Η ήττα με 0-4 από την Ρεάλ Ουνιόν προκάλεσε έκπληξη. Στον αγώνα με την Αθλέτικ Μπιλμπάο, οι παίκτες της Μπόκα αποχώρησαν από το γήπεδο ως ένδειξη διαμαρτυρίας για ένα πέναλτι υπέρ των Βάσκων, αλλά στη συνέχεια επέστρεψαν και τελικά ηττήθηκαν με 2-4.
Οι ήττες στη Βασκονία προκάλεσαν τριγμούς στην περιοδεία. Μπορεί να συνεχίστηκε στην Παμπλόνα (νίκη 1-0 επί της Οσασούνα) και στην Καταλονία (νίκες επί της Εσπανιόλ με 1-0 και 3-0, νίκη με 2-0 επί μιας μικτής Καταλονίας), ωστόσο ακυρώθηκε το επόμενο μέρος της, στη Γαλλία.
Οι Γάλλοι διοργανωτές δεν θεώρησαν ότι θα είχε ενδιαφέρον ένας αγώνας με μία ομάδα που χάνει από Βάσκους και ως εκ τούτου, η Μπόκα κατέληξε στο Μόναχο της Γερμανίας, για φιλικό με την Μπάγερν στις 9 Μαΐου (1-1).
Ακολούθησε το Βερολίνο με μια μικτή της Βορειοδυτικής Γερμανίας (3-0) και η συντριβή της Γκρόιτερ Φιρτ με 7-0. Στις 24 Μαΐου νίκησε μία μικτή της Φρανκφούρτης με 2-0 και με το ίδιο σκορ επικράτησε 3 μέρες αργότερα της Άιντραχτ.
Τα θετικά αποτελέσματα στη Γερμανία έκαναν τους Γάλλους να αναθεωρήσουν και να καλέσουν ξανά την Μπόκα για ένα φιλικό παιχνίδι. Αντίπαλος μια μικτή Παρισιού, με τους Αργεντινούς να επικρατούν με 4-2.
Μετά από 19 αγώνες, 15 νίκες, 3 ήττες, μία ισοπαλία, 40 γκολ υπέρ και 16 κατά, η Μπόκα πήρε τον δρόμο της επιστροφής, που διήρκεσε πάνω από έναν μήνα.
Όταν έφτασε πίσω στο Μπουένος Άιρες στις 12 Ιουλίου 1925 χρίστηκε επίτιμη πρωταθλήτρια στα γραφεία της ομοσπονδίας της Αργεντινής, αφού κανονική πρωταθλήτρια ήταν η Ουρακάν, που πήρε τον τίτλο του 1925 εν τη απουσία της Μπόκα.
Μπορεί να χάθηκε η ευκαιρία για 3ο σερί τίτλο, ωστόσο ο σύλλογος με αυτήν την περιοδεία άλλαξε το στάτους του και από την μικρή ομάδα από το φτωχό λιμανι Μπόκα, έγινε ένας σύλλογος με διεθνή αίγλη, ένας άξιος εκπρόσωπος ολόκληρης της χώρας.
Τη νέα σεζόν κατέκτησε εκ νέου το πρωτάθλημα Αργεντινής και μάλιστα αήττητη.
Η τραγωδία της Θύρας 12
Η πρώτη επίσημη αναμέτρηση απέναντι στη Ρίβερ Πλέιτ διεξήχθη στις 24 Αυγούστου 1913 και βρήκε νικήτρια την ομάδα που ιδρύθηκε 4 χρόνια πριν από την Μπόκα.
Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν και παλαιότερες αναμετρήσεις, ωστόσο οι ημερομηνίες που κυκλοφορούν είναι αρκετά αντικρουόμενες.
Η κόντρα άρχισε να μεγαλώνει όσο οι δύο ομάδες κατακτούσαν τίτλους χάρη στα εξαιρετικά ρόστερ που είχαν τη δεκαετία του ’20 η Μπόκα και του ’40 η Ρίβερ.
Μάλιστα, το 1925, η μετακόμιση της τελευταίας από το λιμάνι Μπόκα στο Νούνιες, μια αρκετά πλούσια περιοχή του Μπουένος Άιρες, κατέταξε τους δύο συλλόγους στην ομάδα των εργατών και στην ομάδα των πλουσίων.
Η κόντρα των δύο ομάδων είχε γιγαντωθεί μέχρι τις 23 Ιουνίου 1968, μιας ημερομηνίας που θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη του ποδοσφαίρου της Αργεντινής.
Το «Μονουμεντάλ» είχε φορέσει τα γιορτινά του και ετοιμαζόταν για ακόμα ένα Superclásico μεταξύ δύο σπουδαίων ομάδων της χώρας, αλλά όχι των κορυφαίων της εποχής, αφού αυτόν τον τίτλο έφερε η… μόνιμη πρωταθλήτρια Νότιας Αμερικής από το 1968 μέχρι το 1970, Εστουδιάντες.
Περίπου στα μέσα του 2ου ημιχρόνου κι ενώ το παιχνίδι όδευε προς το τελικό 0-0, οι φιλοξενούμενοι φίλαθλοι της Μπόκα άρχισαν να αποχωρούν από τις κερκίδες. Στη θύρα 12, όμως, προκλήθηκε συνωστισμός, με συνέπεια να χάσουν τη ζωή τους 71 φίλαθλοι της και να τραυματιστούν 113, στη χειρότερη τραγωδία του αθλητισμού στη χώρα.
«Αρχικά ήταν μία φυσιολογική ροή, όμως στη συνέχεια αυξήθηκε. Σηκώθηκα στον αέρα και δεν ακουμπούσα στο έδαφος. Κάτι άρχισε να πηγαίνει λάθος. Η ροή του πλήθους σταμάτησε και κάθε φορά ήταν πιο σφιχτά».
«Υπήρχαν κραυγές αγωνίας και πολύς φόβος. Ο κόσμος από κάτω ήθελε να πάει πάνω. Ήμασταν πάνω από άλλους, υπό μεγάλη πίεση, που δεν μας επέτρεπε να αναπνεύσουμε. Έπεσα και στη συνέχεια λιποθύμησα», εξήγησε το 2000 ο Μιγκέλ Ντουριέου, ο οποίος επιβίωσε της τραγωδίας ως ο πιο μικρός σε ηλικία τραυματίας, μόλις 14 ετών.
Η συντριπτική πλειονότητα των νεκρών ήταν νεαρά παιδιά, με μέσο όρο ηλικίας τα 19 έτη. Οι οικογένειές τους, αν και πάσχιζαν, δεν κατάφεραν ποτέ να μάθουν την αλήθεια για το τι συνέβη και τα θύματα έφυγαν τόσο άδοξα από τη ζωή.
Οι εκδοχές είναι πολλές και συχνά αναπόδεικτες. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η τραγωδία συνέβη όταν οι οπαδοί της Μπόκα από το πάνω διάζωμα πέταξαν φλεγόμενες σημαίες της Ρίβερ, με συνέπεια να προκαλέσουν πανικό στους ομοϊδεάτες τους που ετοιμάζονταν να βγουν από το γήπεδο στο κάτω διάζωμα.
Άλλοι ισχυρίζονται ότι ο συνωστισμός προκλήθηκε όταν οπαδοί της Ρίβερ εισέβαλαν στην κερκίδα των φιλοξενουμένων και φόβισαν στους οπαδούς της Μπόκα.
Υπάρχει η εκδοχή ότι η πόρτα μετά από τα σκαλιά που οδηγούσε στην έξοδο από τη θύρα 12 ήταν κλειδωμένη ή ότι δεν άνοιξε εγκαίρως και ότι οι φίλαθλοι πίσω δεν άκουγαν τους φιλάθλους μπροστά που τους έλεγαν να σταματήσουν, επειδή ήταν κλειστά.
Ο πρώην πρόεδρος της Ρίβερ, Γουίλιαμ Κεντ, υποστήριξε ότι η αστυνομία που περίμενε απ’ έξω ήταν η ένοχη, επειδή συμπίεζε τους οπαδούς της Μπόκα οι οποίοι νωρίτερα τους είχαν πετάξει ούρα από τις κερκίδες.
Υπάρχουν και μάρτυρες που υποστηρίζουν ότι τα τουρνικέ για την έξοδο ήταν μπλοκαρισμένα από μία τεράστια σιδερένια μπάρα.
Αρχικά διώχθηκαν ποινικά δύο παράγοντες της Ρίβερ για αμέλεια, ωστόσο γρήγορα το δικαστήριο τους απάλλαξε από την κατηγορία, αφού οι έρευνες των αρχών, σε μία περίοδο δικτατορίας, δεν βρήκαν ενόχους.
Η ομοσπονδία της Αργεντινής και 68 σύλλογοι συνέλεξαν το ποσό των 100.000 πέσος για τις οικογένειες των θυμάτων (λίγο πάνω από 1.000 για κάθε νεκρό), υπό τον όρο να αποσύρουν οποιαδήποτε μήνυση.
Μόνο οι συγγενείς δύο θυμάτων δεν αποδέχθηκαν αυτήν την πρόταση και συνέχισαν τη δικαστική διαμάχη, με συνέπεια να δικαιωθούν και η Ρίβερ να καταδικαστεί σε αποζημίωση 100.000 πέσος για τα δύο θύματα.
Η τραγωδία της Θύρας 12 έγινε θέμα ταμπού για την κοινωνία της Αργεντινής. Μάλιστα, αμέσως μετά, οι θύρες του γηπέδου σταμάτησαν να προσδιορίζονται με αριθμούς και αυτό γινόταν πλέον -μέχρι και σήμερα- με γράμματα (Θύρα L πλέον).
Παρ’ όλα αυτά, ούτε η Μπόκα ούτε η Ρίβερ τιμούσαν τη μνήμη των νεκρών (για τους οποίους γυρίστηκε μέχρι και ντοκιμαντέρ) όλα αυτά τα χρόνια, μέχρι που το 2018, με τη συμπλήρωση 50 ετών, η Μπόκα απολογήθηκε και υποσχέθηκε αποκατάσταση.
Η μαγική ντρίμπλα του Ρικέλμε
Το Superclásico είχε και όμορφες στιγμές. Μία κομβική νίκη, μία πρόκριση εις βάρος του μεγάλου αντιπάλου, μια ανατροπή, ένας τίτλος που κρίθηκε στο ντέρμπι ή ακόμα και μία ντρίμπλα. Μία ντρίμπλα που χαράχθηκε βαθιά στην ιστορία των Μπόκα – Ρίβερ.
Ήταν τα προημιτελικά του Copa Libertadores και οι δύο ομάδες βρίσκονταν αντιμέτωπες για το «εισιτήριο» της επόμενης φάσης. Οι «εκατομμυριούχοι» είχαν κατακτήσει 6 πρωταθλήματα της δεκαετίας του ’90 και ήταν πρωταθλητές πριν και μετά από τους αγώνες με την Μπόκα.
Παρ’ όλα αυτά, κι η Μπόκα μετρούσε 2 τίτλους μετά από 6ετή ξηρασία και είχε τις ελπίδες της απέναντι, πάντως, σε μία πιο δυνατή ομάδα.
Στις 17 Μαΐου 2000, η Ρίβερ υποδέχθηκε την Μπόκα και προηγήθηκε με τον Κολομβιανό επιθετικό Χουάν Πάμπλο Άνχελ, μετά από λάθος του συμπατριώτη του τερματοφύλακα της Μπόκα, Όσκαρ Κόρντομπα.
Στο μισάωρο, η Μπόκα κέρδισε φάουλ και ο ανερχόμενος ηγέτης της ομάδας, ο 21χρονος Χουάν Ρομάν Ρικέλμε, το εκτέλεσε με δύναμη στην κλειστή γωνία του Ρομπέρτο Μπονάνο, μπερδεύοντάς τον και ισοφαρίζοντας σε 1-1.
Η άλλη «χρυσή ελπίδα» του ποδοσφαίρου της Αργεντινής, ο Χαβιέρ Σαβιόλα, έδωσε εκ νέου προβάδισμα στη Ρίβερ στο 2ο ημίχρονο και το παιχνίδι έληξε με 2-1.
Στη ρεβάνς του «Μπομπονέρα» μία εβδομάδα αργότερα, οι δύο ομάδες εμφανίστηκαν αγνώριστες. Η Μπόκα προς το καλό, η Ρίβερ προς το κακό. Ο Μαρσέλο Ντελγκάδο άνοιξε το σκορ για τους γηπεδούχους στο 60′ μετά από σέντρα του Ρικέλμε και νέα λάθος έξοδο του Μπονάνο.
Στο 84′ ο Ρικέλμε βρήκε τον Σεμπαστιάν Μπατάγλια, ο οποίος ανατράπηκε στην περιοχή και ο Ρικέλμε εκτέλεσε για το 2-0. Με συνολικό σκορ 3-2, η Μπόκα ετοιμαζόταν για την πρόκριση και ο Ρικέλμε για… πάρτι, αφού ήταν καθοριστικός σε όλα τα γκολ της ομάδας του. Το καλύτερο, όμως, το είχε αφήσει για το τέλος.
Δύο λεπτά μετά από το πέναλτι, ο Χούλιο Μαρτσάντ πήρε την μπάλα στο γήπεδο της Μπόκα και την έστειλε στα πόδια του Ρικέλμε, ο οποίος βρισκόταν κοντά στη γραμμή του πλαγίου, στο γήπεδο της Ρίβερ, και με πλάτη προς την εστία (αν και μακριά).
Ο ηγέτης της άμυνας της Ρίβερ, ο Κολομβιανός Μάριο Γέπες, έσπευσε να τον μαρκάρει όπως ένα κουνούπι προσελκύεται από μία λάμπα στο απόλυτο σκοτάδι.
Ο Ρικέλμε προώθησε αρχικά λίγο την μπάλα και στη συνέχεια, όταν αισθάνθηκε τον αντίπαλό του να πλησιάζει, πάτησε με το δεξί πόδι το πάνω μέρος της μπάλας και της έδωσε ώθηση προς τα πίσω. Εκείνη πέρασε ανάμεσα από τα δύο πόδια του επερχόμενου Γέπες, με τον Ρικέλμε να στρίβει από αριστερά και να κοιτάζει προς το τέρμα πλέον.
Ο Κολομβιανός έμεινε αποσβολωμένος, αφού το timing του αντιπάλου του ήταν τέτοιο που δεν μπορούσε πια να κινηθεί προς άλλη κατεύθυνση, λόγω της φόρας.
Ο Ρικέλμε μάζεψε την μπάλα στην πλάτη του Γέπες και συνέχισε την κούρσα του, περνώντας ανάμεσα από άλλους δύο αντιπάλους και ακολούθως αποφεύγοντας και ένα τάκλιν. Μπορεί στο τέλος η μπάλα να βγήκε άουτ, όμως αυτή η φάση έμεινε στην ιστορία του Ρικέλμε, της Μπόκα, του ποδοσφαίρου της Αργεντινής.
Η Μπόκα βρήκε και 3ο γκολ τελικά με τον Μαρτίν Παλέρμο και ακολούθως έφτασε μέχρι την κατάκτηση του Copa Libertadores και στη συνέχεια του Διηπειρωτικού κόντρα στη Ρεάλ Μαδρίτης.