Ο Δημήτρης Κοκολάκης ήταν ο πρώτος παίκτης που άφησε την Αθήνα για την Θεσσαλονίκη, πλαισίωσε το δίδυμο Γκάλη – Γιαννάκη και αγωνίστηκε με την φανέλα του Άρη. Ήταν παρών στις 7 Μαϊου στην γιορτή για τον Νίκο Γκάλη και μιλώντας στην εφημερίδα του SUPER 3, SUPER ARIS τόνισε πως είναι στο DNA του Άρη η κορυφή!
Η συνέντευξη του Δημήτρη Κοκολάκη:
Ο Δημήτρης Κοκολάκης, ήταν ένας απ’ τους πολλούς καλεσμένους, εκείνης της μαγικής βραδιάς της 7ης Μαΐου, που βλέποντας τον, μας ήρθαν στο μυαλό, (…όλων ημών, των παλαιότερων) μέρες και στιγμές δόξας… Ιδού τι είχε να μας πει, στην επικοινωνία που είχαμε μαζί του…
Πριν λίγες εβδομάδες, είχατε την ευκαιρία, μετά από πολλά χρόνια να επιστρέψετε σε χώρους και …λημέρια, γνώριμα για σας.
«Πράγματι, ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να επιστρέψω σε μια πόλη και σε μια ομάδα που αγάπησα και μ’ αγάπησε. Με τον ΆΡΗ, έζησα, πραγματικά, ιστορικές στιγμές, που με σημάδεψαν και σαν αθλητή και σαν άνθρωπο. Χαρές, λύπες, νίκες, πρωταθλήματα και γενικά, πάρα πολύ μεγάλες συγκινήσεις και γεγονότα…»
Μπορεί με την ομάδα μας, να παίξατε μόλις για τρία χρόνια και να μην είχατε τα έτη παρουσίας που’ χατε στο Παναθηναϊκό, αλλά, είναι αλήθεια ότι δεθήκατε μ’ αυτήν…
«Ναι, αυτό είναι γεγονός. Δέθηκα με την ομάδα και πάνω απ’ όλα, με τους φιλάθλους της. Με τη κιτρινόμαυρη φανέλα του ΆΡΗ, πέρασα τρία φανταστικά χρόνια στα οποία κέρδισα πέντε τίτλους. Τρία κύπελλα και δυο πρωταθλήματα. Πώς να ξεχαστούν όλα αυτά…;
Όλες αυτές οι αναμνήσεις, αναβίωσαν πάρα πολύ έντονα σ’ αυτή τη τελευταία μου επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη. Είχα την ευκαιρία να δω και να συνομιλήσω, σχεδόν, μ’ όλους τους παλιούς συναθλητές μου.»
Το άσχημο κι η ατυχία για σας, ήταν, ότι βρεθήκατε στο ξεκίνημα, την αρχή της Αυτοκρατορίας μας κι έτσι δεν είχατε την ευκαιρία να ζήσετε, από κοντά, εκείνες τις μαγικές βραδιές κάθε Πέμπτης κι εκείνες τις ιστορικές πορείες στα φαιναλ φορ της Γάνδης, του Μονάχου και της Σαραγόσα.
«Ξέρετε, ήταν μια παράξενη, μπερδεμένη, κατάσταση, αφού, ακόμη κι εκείνα τα χρόνια, που υποτίθεται ότι το χρήμα έρεε, ο ΆΡΗΣ αντιμετώπιζε πολλά οικονομικά προβλήματα. Παρ’ όλα αυτά, ίσως και να μην αποφάσιζα να φύγω, αν η συμπεριφορά των, τότε, παραγόντων της ομάδας, προς το πρόσωπο μου, ήταν καλύτερη και πιο τίμια. Όταν όμως, έχεις, ήδη, πατήσει τα τριάντα εννιά και αισθάνεσαι ότι, κάποιοι άνθρωποι σε κοροϊδεύουν και σε εμπαίζουν, τότε, σηκώνεσαι και φεύγεις. Ήταν κάτι, που, όσο να ‘ναι, τότε, μ’ είχε στεναχωρήσει πάρα πολύ…
Οπωσδήποτε, φυσικά, τώρα και μετά από τόσα χρόνια, όλα αυτά τα ‘χω ξεχάσει και στο μυαλό μου, έχουν μείνει μόνο οι καλές στιγμές που περάσαμε. Κι η ιστορία, αυτό που έγραψε κι αυτό που θα μείνει για πάντα, είναι οι πέντε τίτλοι που πήρα σε τρία χρόνια…»
Πατώντας, τη σάλα του Παλαι, ξανά, μετά από τόσα χρόνια, πως νιώσατε;
«Όλες οι στιγμές που έζησα, πέρασαν, σαν ταινία από μπροστά μου. Στιγμές μοναδικές που σημαδεύουν τη ζωή ενός αθλητή. Ακόμα και τις άσχημες, μετά από κάποια χρόνια τις θυμάσαι με νοσταλγία…Πάνω απ’ όλα, όμως, «έπαιζαν» στ’ αυτιά μου, οι ιαχές κι οι επευφημίες του κόσμου κάθε φορά που μπαίναμε μέσα στο γήπεδο. Ήταν ίδιες ακριβώς με τότε…Σα να μη πέρασε μια μέρα…»
Το μόνο που παραμένει ίδιο κι αναλλοίωτο, όσα χρόνια κι αν περάσουν, είναι η αγάπη κι η στήριξη που προσφέρει ο κόσμος του ΆΡΗ στην ομάδα του…
«Ξέρετε, συγκινήθηκα πάρα πολύ με τον κόσμο, αφού, «κουβαλάω» απ’ αυτόν, τις καλύτερες αναμνήσεις… Ήταν απίστευτο αυτό που βιώναμε και, μάλιστα, σε καθημερινή βάση, απ’ τις εκδηλώσεις του. Περπατούσες στο δρόμο κι ο κόσμος σε σταματούσε, σε αγκάλιαζε και σε καλούσε, ακόμη και σπίτι να σε κάνει το τραπέζι. Ένας κόσμος που δίνονταν ολοκληρωτικά στην ομάδα, συμπεριφερόμενος σ’ εμάς, κυριολεκτικά, όπως, ο αδερφός σου.»
Το μυστικό που έκανε εκείνη την ομάδα να μεγαλουργήσει και ν’ αναδειχθεί, εντέλει, ως η κορυφαία, ολόκληρου του εικοστού αιώνα, ποιο ήταν;
«Το οικογενειακό κλίμα και τα στεγανά που υπήρχαν μέσα στ’ αποδυτήρια, κάτι, που δεν άφηνε να βγει τίποτα προς τα έξω. Πιστεύω, εκεί ήταν που βασίστηκε η, τόσο, επιτυχημένη πορεία της ομάδας. Ο στόχος, ήταν, ένας και κοινός, και μπροστά σ’ αυτόν, δεν υπήρχε τίποτε άλλο… Τα πάντα σταματούσαν εκεί… Ούτε εγωισμοί, ούτε αντιπαραθέσεις, ούτε οικονομικά προβλήματα, τίποτα… Δεν είχαμε στόχο, απλά και μόνο, την καταξίωση της ομάδας, ή την προσωπική του καθενός, αλλά, κάτι, πολύ ανώτερο. Την εθνική καταξίωση…. Γιατί ,μέσα απ’ αυτή τη πορεία που έκανε ο ΆΡΗΣ, καταξιώθηκε, στις συνειδήσεις όλων, όχι μόνο το μπάσκετ, αλλά κι όλη η Ελλάδα γενικότερα…»
Κι ειδικά εκείνα τα χρόνια, που η χώρα μας ήταν μια ψωροκώσταινα, που, αθλητικά, δεν είχε να επιδείξει, απολύτως τίποτα….
«Ακριβώς αυτό εννοούσα. Πολλοί ευρωπαίοι, μόνο, μέσω του ΑΡΗ, άκουγαν τότε για την Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη κατ’ επέκταση…»
Πως βλέπετε τη σημερινή κατάσταση που βρίσκεται ο ΆΡΗΣ;
«Το βέβαιο είναι ότι δεν αξίζει να βρίσκεται σ’ αυτές τις θέσεις του πρωταθλήματος. Δε νοείτε να μην είναι ο ΑΡΗΣ, μέσα στις τρεις-τέσσερις κορυφαίες ομάδες και να μη πρωταγωνιστεί. Είναι στο DNA του η κορυφή κι αυτό που συμβαίνει τώρα δεν του αρμόζει. Αυτό βέβαια, είναι και σημάδι των καιρών…
Όλες οι ομάδες κι όλες οι μεγάλες αυτοκρατορίες, έχουν την άνοδο και τη πτώση τους κι απ’ αυτό, νομοτελειακά, δεν θα μπορούσε να ξεφύγει, ούτε ο ΆΡΗΣ. Χαίρομαι που βλέπω να υπάρχει ένας άνεμος αλλαγής, σε διοικητικό επίπεδο κι εύχομαι, να καταφέρει η ομάδα να επιστρέψει, το συντομότερο δυνατόν, στο δρόμο των επιτυχιών και της καταξίωσης.»
Το μήνυμα που θέλετε να στείλετε στον κόσμο του ΆΡΗ, ποιο είναι;
«Όλη η χώρα κι όλοι οι Έλληνες, περνάμε, τα τελευταία χρόνια, μια μεγάλη κρίση. Ειδικά, αυτό το διάστημα, πρέπει να οπλιστούμε με ακόμη μεγαλύτερη υπομονή και μην έχουμε, απ’ τη μια μέρα, στην άλλη, παράλογες απαιτήσεις. Αυτή, είναι η αλήθεια κι η σκληρή πραγματικότητα και πρέπει να μάθουμε να ζούμε μ’ αυτήν. Βήμα, βήμα θα χτιστεί η νέα αυτοκρατορία κάτι που θέλει υπομονή και προσπάθεια. Η καταξίωση, δεν έρχεται μόνο με τ’ όνομα και τις φανέλες, αλλά θα πρέπει να ιδρώσεις και να ματώσεις γι αυτήν.
Τελειώνοντας, θέλω να στείλω κι ένα μήνυμα στους παράγοντες του ΆΡΗ…
Θέλω να τους πω, ν’ αγαπήσουν, πραγματικά, την ομάδα και να μη κοιτάζουν, μόνο, τη προσωπική τους προβολή. Ο ρόλος ενός παράγοντα, σε μια ομάδα, είναι, να δίνει κι όχι να παίρνει απ’ αυτήν.»