Ο Όσκαρ Παλούμπο ανέμενε την έναρξη του «el clasico» Ρίβερ Πλέιτ – Μπόκα Τζούνιορς την 23η Ιουνίου του 1968 στο «Μονουμεντάλ», διαβάζοντας ένα κείμενο στην εφημερίδα «Clarin» για τη συμπλήρωση 33 χρόνων από το θάνατο του «βασιλιά της μελαγχολίας», Κάρλος Γκαρδέλ.
«Τα χρονικά μιας θλιμμένης ιστορίας» ήταν ο τίτλος, σε ένα απόγευμα στο Μπουένος Άιρες, όπου τα πάντα εγκυμονούσαν οράματα.
Δύο ώρες αργότερα, 71 άνθρωποι, εναγκαλισμένοι από την ίδια δυστυχία, θα έπεφταν θύματα της μεγαλύτερης ποδοσφαιρικής τραγωδίας της Αργεντινής.
Για 47 χρόνια, που συμπληρώνονται σήμερα (23/6), η χώρα βρίσκεται σε μια πλημμυρίδα αναπάντητων ερωτήσεων.
Δεν αποδόθηκε ποτέ καμία κατηγορία για την τραγωδία της «Θύρας 12», όπως έχει καταγραφεί στην ιστορία.
Για τον μαζικό σφαγιασμό 71 ανθρώπων δεν υπήρξε κανείς ένοχος παρά μόνο η… άτυχη στιγμή.
Το παιχνίδι τελείωνε σε μια «στείρα» ισοπαλία και οι περίπου 90.000 οπαδοί έτρεχαν για να ξεφύγουν από το τσουχτερό κρύο των 12 βαθμών Κελσίου το απόβραδο της 23ης Ιουνίου του 1968.
Το καθεστώς του δικτάτορα Χουάν Κάρλος Ονγκάνια θα γιόρταζε σε έξι ημέρες τη διετία από την άνοδο στην εξουσία και τα πάντα στο Μπουένος Άιρες έμοιαζαν επιτηδευμένα χαρούμενα.
Οι οπαδοί της Μπόκα Τζούνιορς που φιλοξενούνταν στη θύρα 12 θέλησαν να δρασκελίσουν γρήγορα τα 80 σκαλιά που χώριζαν την εξέδρα από την έξοδο.
Μεσολαβούσε ένα σκοτεινό τούνελ που γεννούσε φόβο με το χαμηλό φωτισμό του.
Οι πόρτες ήταν κλειστές, όπως υποστηρίζουν οι περισσότερες μαρτυρίες.
Μέσα στο πυκνό σκοτάδι, με τις αισθήσεις φυλακισμένες από τη δυσοίωνη φύση του χώρου, κάθε προσπάθεια διαφυγής έμοιαζε με ναυαγισμένη ελπίδα.
Οι σπαρακτικές κραυγές που ξέφευγαν από τα αγάλματα της απόγνωσης, που προσπαθούσαν να αποδράσουν από τη μοίρα τους, έχουν στοιχειώσει τις νύχτες των διασωθέντων.
Εκεί στην απελπισμένη ένταση της στιγμής, διαφάνηκε η τραγική συντομία της ανθρώπινης ζωής.
Οι 71 άνθρωποι που ψυχορράγησαν στα ματωμένα σκαλοπάτια, αποτέλεσαν τους μάρτυρες μιας αβλεψίας, που θα επαναλαμβανόταν και στην ημεδαπή την 8η Φεβρουαρίου του 1981, στην τραγωδία της Θύρας 7, με τους 21 οπαδούς του Ολυμπιακού που έχασαν τη ζωή τους από μια κλειστή πόρτα.
Oι σπαρακτικές εκκλήσεις
Επίσημη απάντηση για την τραγωδία δεν έχει δοθεί. Ο δικαστής Όσκαρ Ερμέλο που ανέλαβε την υπόθεση βυθίστηκε σε μια θάλασσα εικασιών.
Οι αυτόπτες μάρτυρες στην πλειονότητα τους αποκάλυπταν ότι η πόρτα ήταν κλειστή.
Κάποιες άλλες μαρτυρίες επέμεναν για την εκδίκηση των αστυνομικών δυνάμεων που δέχονταν κυπελάκια με ούρα από τους οπαδούς και τους περίμεναν με τη μνησικακία τους στο τέλος του ματς, όπου η κατάσταση εκτραχύνθηκε.
Πως το καθεστώς Ονγκάνια θέλησε να «θάψει» εκείνες τις μαρτυρίες και προέκρινε τη λύση της κλειστής Θύρας 12.
Ο διασωθείς, Κάρλος Αλσίνα με ένα νικημένο χαμόγελο να διαγράφεται σήμερα στο πρόσωπο του, λες και κάνουν παρέλαση από τη σκέψη του τα φαντάσματα του παρελθόντος, ανασκαλεύει τις επώδυνες μνήμες:
«Μόλις είχε τελειώσει το παιχνίδι και προσπαθήσαμε να φύγουμε με έναν φίλο. Στη Θύρα 12 ήταν πολύ σκοτεινά και υπήρχε ένα μικρός φως που μας καθοδηγούσε.
Ήταν διάχυτο στην ατμόσφαιρα ένα ανυπόφορο αίσθημα εγκλεισμού. Ακούγοντας σπαρακτικές εκκλήσεις από τα παιδιά που είχαν φτάσει στην πόρτα για να σταματήσουμε να κατεβαίνουμε.
Και αρχίζαμε να τρέχουμε πίσω για να αποφύγουμε την παγίδευση. Άρχισα να πηδάω σαν τρελός και προσπαθούσα να αποφύγω άλλους ανθρώπους. Όταν βγήκα έξω είδα διάσπαρτα άψυχα κορμιά» .
Ο αστυνομικός Κάρλος Λόπεζ βρισκόταν σε υπηρεσία εκείνη την ημέρα στο «Μονουμεντάλ». «Πολλά ειπώθηκαν για την τραγωδία της Θύρας 12. Δούλευα εκείνη την ημέρα και μπορώ να διαβεβαιώσω για την αιτία της.
Ήταν πολύ απλή. Οι θύρες ήταν κλειστές. Εκείνη την εποχή την ευθύνη για τις πόρτες είχαν οι άνθρωποι του Δήμου.
Και δύο εξ αυτών ξέχασαν να τις ανοίξουν. Έτσι οι 71 άνθρωποι πέθαναν από ασφυξία.
Όταν ο επιθεωρητής άνοιξε την πόρτα οι άνθρωποι είχαν ήδη πεθάνει. Η στιγμή ήταν τραγική. Όταν άνοιξαν οι πύλες άρχισαν να πέφτουν άψυχα κορμιά».
H άλλη θεωρία
Στα clasico η ατμόσφαιρα είναι πάντα ηλεκτρισμένη. Οι παρεκτροπές βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, όπως θυμάται ο Εδουάρδο Αματούτσι, ένας αυτόπτης μάρτυρας της τραγωδίας, τα όνειρα του οποίου έχουν σκλαβωθεί από τους αλησμόνητους φόβους της 23ης Ιουνίου του 1968.
«Ο καιρός ήταν επικίνδυνος. Μερικοί από τους οπαδούς έκαιγαν σημαίες της Ρίβερ.
Άλλοι πετούσαν φωτοβολίδες, κέρματα και κυπελάκια με ούρα στους αντιπάλους τους.
Η κατάσταση ήταν τεταμένη». Ο τότε πρόεδρος της Ρίβερ Πλέιτ, Ουίλιαμ Κεντ δεν έχει πειστεί ποτέ από τη θεωρία της κλειστής Θύρας 12.
«Οι οπαδοί έκαναν τις ανάγκες του σε κυπελάκια καφέ και εκτόξευαν τα ούρα τους στις αστυνομικές δυνάμεις, που βρίσκονταν στο γήπεδο και στον δρόμο.
Αυτό οδήγησε τους αστυνομικούς σε μια αποστολή καταστολής, από την οποία προκλήθηκε η τραγωδία».
Με την άποψη του συντάσσεται και ο γενικός επιθεωρητής του Δήμου του Μπουένος Άιρες, Χουάν Κάρλος Ταμπανέρα.
«Υπήρχαν μυστικοί αστυνομικοί ανάμεσα στους οπαδούς της Μπόκα εκείνη την ημέρα της τραγωδίας. Οι πόρτες ήταν ανοικτές.
Ήμουν εκεί και μπορώ να το καταθέσω προσωπικά. Η υπόθεση που κάνω είναι ότι ήθελαν να καλύψουν την απόδοση των κατασταλτικών δυνάμεων και τι έκαναν.
Έτσι ανακάλυψαν την εκδοχή της κλειστής πόρτας» Άλικα ανθρώπινα ράκη δραπέτευαν από τη Θύρα 12 με μια μουδιασμένη εγρήγορση όταν άνοιξαν οι πύλες της ζωής τους, όπως επιμένουν οι μάρτυρες της τραγωδίας.
Τα νοσοκομεία γέμισαν μαζικά με νεκρούς και τραυματίες, όπως θυμάται ο γιατρός του νοσοκομείου Πιροβάνο, Χόρχε Ίζα.
«Ήταν τρομακτικά. Δεν μπορούσα να κάνω πολλά. Θυμάμαι τους συγγενείς να τρέχουν απελπισμένα ανάμεσα στους διαδρόμους για να ανακαλύψουν τους ανθρώπους τους.
Τα νοσοκομεία δεν ήταν προετοιμασμένα για τέτοια μαζική εισροή τραυματιών. Όσοι σώθηκαν τα κατάφεραν εξαιτίας της φυσικής του δύναμης».
O νεκρός νούμερο 19
Ο Μιγκέλ Ντεριέ ήταν το 1968 14 ετών. Στα 54 του εξομολογείται ότι δεν έχει ξαναδεί ματς της Μπόκα Τζούνιορς.
Γλίτωσε από θαύμα, όπως λέει μιας και οι αναμνήσεις του, προτού τον ρουφήξει η σήραγγα της αναισθησίας, εκείνη τη μικρή στιγμή που προηγείται της απόλυτης απώλειας συνείδησης, είναι ελάχιστες.
«Άκουγα γοερά κλάματα. Επικρατούσε πανικός. Ο φόβος ήταν ο μόνος σύντροφος. Άνθρωποι ήθελαν να σκαρφαλώσουν προς τις εξέδρες. Παρότι ήμουν στα πάνω σκαλοπάτια ένιωθα τέτοια πίεση που δυσκολευόμουν να αναπνεύσω.
Κάποια στιγμή έπεσα και λιποθύμησα. Σώθηκα από θαύμα. Από τους ανθρώπους που με έπιασαν στα χέρια τους γιατί ήμουν ο μικρότερος. Ήμουν μόλις 14ων ετών. Από τότε δεν είδα ποτέ ξανά παιχνίδι της Μπόκα»
Ο Χουάν Κάρλος Άλομ ήταν ο…νεκρός νούμερο 19. «Πίστευαν ότι είχα πεθάνει και έγραψαν τον αριθμό 19 στο στήθος μου. Στο νοσοκομείο Πιβοράνο ανακάλυψαν ότι ανέπνεα.
Έσπασα τη μύτη και παραλίγο να έχανα την όραση μου. Η τελευταία μου ανάμνηση προέρχεται από το τέλος του ματς. Βρισκόμουν στα σκαλοπάτια της Θύρας 12 και μετά ξύπνησα στο νοσοκομείο. Ήμουν ο νεκρός νούμερο 19».
Διαποτισμένοι με μια ιερή στεναχώρια, έναν τόνο άφατης θλίψης οι συγγενείς των θυμάτων δημιούργησαν μόλις τον Μάρτιο, του 2008, μια επιγραφή υπενθύμισης για τα 71 θύματα της 23ης Ιουνίου του 1968.
Όπως λέει ο κοινωνιολόγος, ειδικευμένος στο ποδόσφαιρο, Πάμπλο Αλαμπάρσες, σε ένα φιλμ τεκμηρίωσης του Πάμπλο Τεσοριέρι, που προβλήθηκε πριν 3 χρόνια στην τηλεόραση της Αργεντινής:
«Όταν έγινε το «μακελειό» του Χέιζελ στην Αγγλία οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις συνασπίστηκαν προκειμένου να αλλάξει η πολιτική φύλαξης των γηπέδων.
Στην Αργεντινή το μόνο που έχει συμβεί από το 1968 και μετά είναι μια επιγραφή στη θύρα 12»…