Αλκέτας Παναγούλιας: «Γιατί πατέρα, γιατί;»

Σαράντα ιστορίες από αθλητικές προσωπικότητες, ανάμεσα στις οποίες ο Νίκος Γκάλης, ο Παναγιώτης Γιαννάκης, ο Γιάννης Ιωαννίδης,  Αλκέτας Παναγούλιας, ο Ντίνος Κούης σε ένα βιβλίο.

Την Δευτέρα, 17 Δεκεμβρίου 2012,στις 19.00 στο Ολυμπιακό Μουσείο Θεσσαλονίκης(απέναντι από το Ιβανώφειο) θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου με τίτλο «Θαμμένες στιγμές» το οποίο έγραψε ο δημοσιογράφος Περικλής Στέλλας.

Το PRESSARIS σας παρουσιάζει σε προδημοσίευση ένα μεγάλο κομμάτι από την ιστορία του Αλκέτα Παναγούλια, ο οποίος έφυγε πρόσφατα από την ζωή…

«Ιούλιος 1994

Φτάσαμε στο ξενοδοχείο γύρω στις 10. 30 το πρωί. Έμοιαζε παράδεισος. Πνιγμένο στο πράσινο. Απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο. Το μόνο που άκουγες ήταν τα πουλιά και τα αμέτρητα σκιουράκια που σε χάζευαν με ακίνητα μάτια, προτού εξαφανιστούν με ταχύτητα στο δάσος.

Κατεβαίνω από το αυτοκίνητο και τον πρώτο άνθρωπο που αντίκρισα ήταν ένα νεαρό αγόρι ντυμένο στα γαλανόλευκα. Φανέλα της εθνικής ομάδας, καπέλο με εθνόσημο και στα χέρια του κρατούσε ένα κασκόλ της εθνικής . Όταν πλησίασα διαπίστωσα ότι έκλαιγε και σκούπιζε τα δάκρυά του με το κασκόλ. Δεν τον γνώριζα. Πρώτη φορά τον έβλεπα. Τον προσπέρασα και μπήκα στο σαλόνι του ξενοδοχείου. Δεν υπήρχε ψυχή.

Στο βάθος ήταν το μπαρ και το εστιατόριο. Εκεί κάθονταν και έπιναν το καφέ τους τρεις τύποι. Στα πόδια του ενός διέκρινα μία τηλεοπτική κάμερα. Ήταν Αυστραλοί από ένα τηλεοπτικό σταθμό της Μελβούρνης. Κάθισα στο μπαρ και περίμενα τον Νίκο Νιόπλια να κατέβει. Είχα ειδοποιήσει τον μέσο του Παναθηναϊκού από τη ρεσεψιόν. Μου είχε υποσχεθεί να μου δώσει συνέντευξη. Ήταν μετά τη βαριά ήττα από τη Βουλγαρία στο Σικάγο, η δεύτερη μετά από εκείνη της Αργεντινής στο Φόξμπορο της Βοστώνης. Η αποστολή της εθνικής είχε επιστρέψει την προηγούμενη μέρα, όπως και εγώ αλλά και όλοι οι Έλληνες δημοσιογράφοι. Ο Νίκος Νιόπλιας από τότε δεν κρυβόταν, από τότε δεν μασούσε τα λόγια του.

Ο ένας από τους τρεις Αυστραλούς αρπάζει τη κάμερα και σηκώνεται όρθιος και απευθυνόμενος στους άλλους λέει: «Ο γιος του Παναγούλια θα έχει σταματήσει να κλαίει. Πάμε, πρέπει να μπορεί να μας μιλήσει τώρα».

Τότε κατάλαβα ότι ο μικρός ντυμένος στα γαλανόλευκα ήταν ο γιος του Αλκέτα Παναγούλια. Εκείνος ήταν που έκλαιγε. Από περιέργεια αλλά και από επιθυμία να τον γνωρίσω βγήκα έξω. Άλλωστε είχα φροντίσει πριν από ενάμιση χρόνο να εξασφαλίσω μία ολόκληρη στολή, κασκόλ και καπελάκι του Άρη για εκείνον. Μου τα είχε ζητήσει ο Αλκέτας – σε ένα ταξίδι αστραπή στην Θεσσαλονίκη – για να ικανοποιήσει την επιθυμία του γιου του, που όπως ήταν φυσικό για τον Αλκέτα, ήταν οπαδός του Άρη.

Ρώτησα εάν ενοχλώ, μου είπαν πολύ ευγενικά πως δεν υπάρχει πρόβλημα και κάθισα σε μία άκρη να ακούσω τη συνέντευξη του Γιάννη Παναγούλια στους Αυστραλούς.

Ο Γιάννης Παναγούλιας δεν έχει αντιληφθεί ότι η κάμερα γράφει και αυθόρμητα βάζει το κασκόλ της εθνικής στα μάτια και αφού σκουπίζει τα δάκρυα αρχίζει να μιλάει χωρίς να περιμένει ερώτηση από τον Αυστραλό δημοσιογράφο. Τα λόγια του με συγκίνησαν και εάν δεν κρατούσα την ψυχραιμία μου θα δάκρυζα κι εγώ.

«Γιατί τόση κακία, Θεέ μου; Έφτασε την Ελλάδα εκεί που δεν είχε φτάσει ποτέ της και του έχουν σκίσει τα ρούχα. Αλλά τα ρούχα τα αλλάζεις. Την ψυχή του όμως πώς να τη γιατρέψεις; Δεν τον είδα ακόμη και περιμένω και εγώ να κατέβει από το δωμάτιό του. Αυτό που θα τον ρωτήσω είναι εάν αξίζει να επιστρέψει ξανά στην Ελλάδα. Εκείνο που με θυμό θα τον ρωτήσω είναι εάν το ευαγγέλιο που μας έδωσε αξίζει να συνεχίσω να το κρατάω ή εάν πρέπει να το πετάξω.

Μας έλεγε πάντα πως η αγάπη για την πατρίδα είναι ευαγγέλιο και να το κρατάμε πάντα στην καρδιά μας. Μα η Ελλάδα τον έχει σκοτώσει. Όλοι οι Έλληνες τον σταυρώνουν. Είναι η μεγαλύτερη στιγμή της ζωής του και προσπαθούν να τον ξεκάνουν. Δεν βλέπουν ότι το να φτάσουν εδώ ήταν ένα τεράστιο πράγμα; Το ξέχασαν;».

 

To Top