Συμπληρώθηκε ένας χρόνος από μια μαύρη σελίδα στην ιστορία του Άρη. Μαύρη σελίδα γιατί “έφυγε” από τη ζωή ένας μεγάλος Αρειανός, ο Αλκέτας Παναγούλιας!
Σε ηλικία 78 ετών ο Παναγούλιας άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στην Ουάσινγκτον, εντελώς αιφνιδιαστικά… Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία από την άλλη άκρη του Ατλαντικού. Μια από τις εμβληματικές μορφές του Άρη, της Εθνικής ομάδας και του ελληνικού αθλητισμού δεν βρισκόταν πλέον ανάμεσά μας…
Το βιογραφικό του Αλκέτα Παναγούλια, πλούσιο σαν μυθιστόρημα, σκιαγραφεί με τον καλύτερο τρόπο το προφίλ αυτού του μεγάλου Αρειανού και σπουδαίου Έλληνα. Του ποδοσφαιριστή, του τολμηρού μετανάστη, του προπονητή, του προέδρου του Άρη, του βουλευτή, του ανθρώπου ο οποίος δεν είπε «όχι» ποτέ, σε καμία πρόκληση…
Ο ποδοσφαιριστής
Ο Αλκέτας Παναγούλιας γεννήθηκε στις 20 Μαΐου 1934. Το 1949 εντάχθηκε στους «μικρούς» του Άρη και στο τέλος του 1951, σε ένα τουρνουά Χριστουγέννων πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα, σε ηλικία 17 ετών. Ξεκίνησε την καριέρα του ως αριστερός εξτρέμ, αλλά σύντομα καθιερώθηκε στο αριστερό άκρο της άμυνας. Πολλές φορές χρειάστηκε να αγωνιστεί και στο κέντρο της άμυνας, λόγω των σημαντικών προσόντων που διέθετε. Διετέλεσε και αρχηγός του Άρη.
Τη δεκαετία του ’50 κατέκτησε δύο πρωταθλήματα Θεσσαλονίκης με την φανέλα των «κίτρινων», το 1953 και το 1959, στα οποία συνέβαλε τα μέγιστα. Πέτυχε συνολικά 13 γκολ για το τοπικό πρωτάθλημα, 3 για το Κύπελλο Ελλάδας και 10 για το εθνικό πρωτάθλημα.
Το 1962, σε ηλικία 28 ετών, ανακοίνωσε στους συμπαίκτες του ότι θα έφευγε για τις Η.Π.Α., αποδεχόμενος την πρόσκληση της ομάδας Ελλήνων ομογενών «Greek American» της Νέας Υόρκης, συνεχίζοντας παράλληλα εκεί και τις σπουδές του.
Ο προπονητής
Ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα απο την ελληνοαμερικάνικη ομάδα Άτλας, με την οποία κατέκτησε το «US Open Cup» τρεις φορές (1967, 1968, 1969).
Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1969, για να αναλάβει αρχικά βοηθός του ομοσπονδιακού τεχνικού Λάκη Πετρόπουλου, με ευθύνη στις εθνικές ομάδες των Ελπίδων και των Νέων και στη συνέχεια (1971-73) ως συνεργάτης του νέου προπονητή της Εθνικής, Μπίλι Μπίγκαμ, τον οποίο και διαδέχθηκε στο τιμόνι της Εθνικής το 1973. Παρέμεινε πρώτος προπονητής της Εθνικής ομάδας μέχρι το 1981.
Τον Φεβρουάριο του 1975 κάθισε για πρώτη φορά στον πάγκο του Άρη, διατηρώντας παράλληλα και τα καθήκοντα του ομοσπονδιακού προπονητή. Έβγαλε από το αγωνιστικό αδιέξοδο τους «κίτρινους», οι οποίοι κατάφεραν να τερματίσουν στην 6η θέση του πρωταθλήματος.
Οδήγησε την Εθνική Ελλάδας στην πρώτη της μεγάλη επιτυχία, την πρόκριση στην τελική φάση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος του 1980, στην οποία τότε συμμετείχαν μόνο οκτώ ομάδες. Στα τελικά του Euro 1980 οδήγησε την Εθνική Ελλάδας σε τρεις αξιοπρεπείς εμφανίσεις απέναντι στα φαβορί του θεσμού.
Από το 1981 έως το 1983 υπήρξε προπονητής του Ολυμπιακού και κερδισε 2 πρωταθλήματα (1982 και 1983). Το διάστημα 1983-1985 ανέλαβε προπονητής της Εθνικής ομάδας των ΗΠΑ. Το 1984 ήταν προπονητής της Ολυμπιακής ομάδας των ΗΠΑ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες.
Στη συνέχεια ανέλαβε και πάλι τον Ολυμπιακό και κέρδισε ένα ακόμα πρωτάθλημα το 1987 -που έμελλε να είναι και το τελευταίο πριν τα «πέτρινα χρόνια» της ομάδας του Πειραιά- καθώς και το Σούπερ Κύπελλο.
Το 1988 κλήθηκε να καθίσει για τρίτη φορά στον πάγκο του Άρη. Παρά τα προβλήματα που υπήρχαν, τερμάτισε στην 7η θέση. Την σεζον 1989-1990 συνέχισε στον πάγκο της ομάδας, αλλά τον Ιανουάριο του 1990 απομακρύνθηκε απο την τεχνική ηγεσία μετά την ισοπαλία με τον Ιωνικό (1-1).
Το 1992 ανέλαβε και πάλι την Εθνική Ελλάδας και σημείωσε ξανά μια μεγάλη επιτυχία, οδηγώντας στο Μουντιάλ των ΗΠΑ το 1994. Η παρουσία της στην τελική φάση ήταν απογοητευτική, απέναντι πάντως σε αντιπάλους που διακρίθηκαν στην συνέχεια της διοργάνωσης.
Το διάστημα 1996-1998 ανέλαβε τον Ηρακλή
Τον Απρίλιο του 1999 αναλαμβάνει για 4η φορά τον Άρη και με 6 σερί νίκες στα τελευταία 8 παιχνίδια κατάφερε να οδηγήσει την ομάδα στην 6η θέση και να εξασφαλίσει την έξοδο στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Ο ίδιος όμως δεν θέλησε να συνεχίσει και την επόμενη περίοδο.
Ο πρόεδρος του Άρη
Η αποχώρηση του μεγαλομετόχου του Άρη Δημήτρη Κοντομηνά και η πώληση των μετοχών στον Γιάννη Ζαχουδάνη στις 12 Ιουλίου 2001 προκάλεσε διοικητική αναταραχή στην ομάδα του Άρη. Το καλοκαίρι του 2002 ο Αλκέτας Παναγούλιας επέστρεψε για να βοηθήσει τον Άρη απο τη θέση του προέδρου με σύμβουλο τον Λάμπρο Σκόρδα. Συστάθηκε «οικουμενική διοίκηση» με στόχο να μην καταρρεύσει η ΠΑΕ. Ωστόσο, ο Παναγούλιας διατήρησε για λίγο καιρό το πόστο του προέδρου και αποχώρησε, έχοντας προηγουμένως εκφράσει τις διαφωνίες του σε διάφορα θέματα, μεταξύ αυτών και της δαπανηρής μεταγραφής του Μαροκινού ποδοσφαιριστή Σαλαχεντίν Μπασίρ, ο οποίος εντάχθηκε στον Άρη με προβλήματα τραυματισμού. Ο Παναγούλιας προτίμησε να αποχωρήσει και να αποστασιοποιηθεί απο τα γεγονότα «για το καλό του Άρη», όπως τόνισε.
Η δράση του εκτός γηπέδων
Πλούσια ήταν και η συνεισφορά εκτός του εκτός γηπέδων καθώς το 1990 είχε εκλεγεί μέλος του δημοτικού συμβουλίου της Θεσσαλονίκης, το 1993 εξελέγη βουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία και το 1994 ευρωβουλευτής με το ίδιο κόμμα.
Ακόμα, είχε υπάρξει επιθεωρητής της ΦΙΦΑ, μέλος της Ακαδημίας των Σπορ των ΗΠΑ, μέλος του αμερικανικού ποδοσφαιρικού Χολ οφ Φέιμ και μέλος της ομοσπονδίας προπονητών των ΗΠΑ.