Ο Ζαν Πιέρ Αντάμς πήγε το πρωί της 17ης Μαρτίου 1982 σε νοσοκομείο της Λιόν για να μια επέμβαση ρουτίνας στο γόνατο. Δεν ξύπνησε ποτέ από τη νάρκωση. Μέχρι σήμερα είναι σε κώμα.
“Όλα θα πάνε καλά”. Ήταν οι τελευταίες λέξεις που άκουσε από τον Ζαν Πιέρ η σύζυγός του Μπερντανέντ. Τότε πριν από 34 χρόνια. Εκείνο το πρωί που έφυγε από το σπίτι για να πάει στο νοσοκομείο. «Όλα θα πάνε καλά» εξακολουθεί να λέει μέχρι σήμερα η Μπερναντέντ. Τον έχει κοντά της, τον περιποιείται και τον φροντίζει. Κάθε χρόνο στα γενέθλιά του, του κάνει ένα δώρο. Ελπίζει ακόμα ότι κάποια στιγμή ο άνδρας της θα ξυπνήσει και θα τα ανοίξει. Είναι 34 δώρα.
Ήταν ημέρα απεργίας η 17η Μαρτίου 1982 στο νοσοκομείο Εντουάρντ Εριό της Λιόν. Η αναισθησιολόγος δεν υπολόγισε καλά την δοσολογία στη νάρκωση. Δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι έπρεπε να είναι παρών σε οκτώ επεμβάσεις ταυτόχρονα. Τόσο αυτή όσο και ο ειδικευόμενος που τον βοήθησε εκείνο το πρωί καταδικάστηκαν με απομάκρυνση από την εργασία τους για ένα μήνα και πρόστιμο περίπου 750 ευρώ. Ο Αντάμς καταδικάστηκε σε δεκαετίες σιωπής.
«Για εμένα ο χρόνος σταμάτησε στις 17 Μαρτίου του 1982» λέει η Μπερναντέτ. Την ρωτούν συχνά αν έχει σκεφτεί ποτέ την ευθανασία. «Όχι ποτέ. Μόνο ο ίδιος θα μπορούσε να πάρει μια τέτοια απόφαση. Δεν θέλω να το κάνω, δεν θέλω να το σκέφτομαι. Κι αν η επιστήμη κάνει τέτοια πρόοδο και σε μερικά χρόνια βρεθεί μια λύση; Από τη στιγμή που η κατάστασή του δεν επιδεινώνεται, υπάρχει ελπίδα» συμπληρώνει η γυναίκα με την οποία παντρεύτηκε ο Αντάμς το 1969. Ανησυχεί μόνο για έναν λόγο… «Τι θα γίνει αν πεθάνω πρώτη εγώ;» αναρωτιέται.
«Με ειδοποίησαν από το νοσοκομείο να πάω αμέσως. Μου είπαν ότι έγινε κάποιο λάθος. Έμεινα εκεί πέντε ημέρες και πέντε νύχτες. Πίστευα ότι θα ξυπνήσει. Μετά από 15 μήνες μου είπαν από το νοσοκομείο ότι δεν μπορούν πια να τον φροντίσουν. Τον πήρα στο σπίτι. Έχω βάλει και μια μικρή τηλεόραση στο δωμάτιό του, ίσως κάτι που δει τον κάνει να ξυπνήσει. Του μιλώ, του λέω τα νέα της οικογένειας, τι συμβαίνει στον κόσμο. Δεν είναι απομονωμένος.
Ο Αντάμς γεννήθηκε στο στο Ντακάρ το 1948. Μεγάλωσε με τη Σενεγαλέζα γιαγιά του, η οποία λόγω της φανατικής πίστης της θα μεταβεί για προσκύνημα στο Μονταρζί, στο Λουαρέ, όπου θα εγκαταλείψει τον νεαρό Ζαν Πιέρ, όταν ήταν οκτώ ετών, σε θρησκευτικό σχολείο. Οι νέοι θετοί γονείς του θα τον βοηθήσουν να γλιτώσει από την πρόνοια.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 υπέγραψε στη Νιμ, δύο χρόνια αργότερα καθιερώθηκε και κέρδισε και κλήση στην εθνική ομάδα της Γαλλίας. Ήταν δίδυμο στην άμυνα με τον Μαριούς Τρεζόρ και τους είχαν δώσει το παρατσούκλι «la garde noire » (η μαύρη φρουρά). Πήρε μεταγραφή στη Νις και στην Παρί Σεν Ζερμέν.
Στις 17 Μαρτίου 1982 ήταν 34 ετών. Σήμερα είναι 68. Η μισή ζωή του είναι σε ένα κρεβάτι. Aναπνέει μόνος του. Ανοιγοκλείνει κάποιες στιγμές τα μάτια του. Τα μαλλιά του έχουν γκριζάρει. Συνεχίζει να ζει. Μα δεν ξυπνά…