ΑΠΟΨΕΙΣ

O Βαγγέλης Αλεξανδρής στο PRESSARIS στην απόλυτη συνέντευξη της ζωής του! O “τίγρης” σπάει τα ταμπού μιλάει για Άρη και όχι μόνο!

Έχει ειπωθεί, ότι η καλύτερη συνέντευξη είναι αυτή που ο συνεντευξιαζόμενος δεν ξέρει τι ερωτήσεις θα του κάνεις. Αυτή ήταν η πρώτη παρατήρηση προς τον σούπερ σταρ του κιτρινόμαυρου μπάσκετ, Βαγγέλη Αλεξανδρή. Όχι ότι χρειαζόταν για να σπάσει ο πάγος, απλά ως αλατοπίπερο. Αλλά η κουβέντα μας ξεκίνησε ουσιαστικά με ένα παράπονο από τον τίγρη. Μου είπε «είχες γράψει όταν έφυγα από τον ΑΡΗ και πήγα στον ΠΑΟΚ, ότι έκοψα τον ομφάλιο λώρο, εγώ αυτό δεν το δέχομαι. Με πείραξε πολύ αυτή η αναφορά σου». Του απάντησα ότι έτσι ένιωθα ως Αρειανός, αλλά δέχομαι ότι ίσως και να ήμουν λίγο υπερβολικός με αυτό τον χαρακτηρισμό.

ΠΗΓΑ ΣΤΟΝ ΑΡΗ ΛΟΓΩ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ

-Τυχαίο είναι που ήσουν Αρειανός από μικρός;

-Καθόλου τυχαίο εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αγία Τριάδα που ήταν περιοχή Αρειανοκρατούμενη γιατί υπήρχε εκεί  ένα εστιατόριο που λεγόταν «Τα θύματα» επί της οδού Ζαλοκώστα και επειδή η οικογένεια που το είχε ήταν Αρειανοί ήταν συμβεβλημένο με την ποδοσφαιρική ομάδα του ΑΡΗ και έτρωγαν εκεί όσοι παίκτες ήταν εκ μεταγραφής και όσοι είχαν συμφωνήσει να τους παρέχεται φαγητό γιατί εκείνη την εποχή κακά τα ψέματα δεν υπήρχαν οι σημερινοί μισθοί και οι απολαβές και για τους αθλητές ήταν πολύ σημαντικό να έχουν τη διατροφή τους  δωρεάν. Οι γονείς μου είχαν καφενείο επί 40 χρόνια, επί της Αγίας Τριάδας και  απείχε από αυτό το εστιατόρια τριάντα μέτρα. Ήταν ένα μικρό καφενείο που εξυπηρετούσε κυρίως τη γειτονιά και μάλιστα εγώ σε όλη τη διαδρομή μου από μικρός μέχρι που έπαιξα στην Εθνική ομάδα στα 19 μου χρόνια, μοίραζα καφέδες σε όλη τη γειτονιά. Με το δισκάκι και μάλιστα προς τα τελευταία χρόνια τους έλεγα αστειευόμενος «είστε πολύ τυχεροί, ένας διεθνής εν ενεργεία σας φέρνει τον καφέ». Είχα την τύχη λοιπόν να γνωρίσω όλους τους ποδοσφαιριστές γιατί κι εγώ από παιδί ήμουν Αρειανός. Αυτή ήταν η κλίση μου, ήθελα να ανήκω στην σπουδαία οικογένεια του ΑΡΗ.

Μάλιστα να πω κάτι εδώ, θεωρώ τιμή μου που ένας μεγάλος Αρειανός ο Βασίλης Ψηφίδης όταν πριν από δέκα χρόνια θα τον τιμούσε ο ερασιτέχνης ΑΡΗΣ με πήρε στο τηλέφωνο και μου είπε Βαγγέλη θέλω εσύ να μου παραδώσεις την πλακέτα, γιατί το βραβείο θέλω να το πάρω από χέρια Αρειανού, το φαντάζεσαι; Έφερα αντιρρήσεις αλλά μου τις έκαμψε, γιατί με ήξεραν όλοι από παιδί… ότι ήμουν Αρειανός, από τα γεννοφάσκια μου που λένε. Στο καφενείο της οικογένειας όμως ήταν ανάκατος ο κόσμος, Αρειανοί, Παοκτσήδες και μια μέρα όταν ήμουν 8 χρονών ένας παοκτσής που ήθελε να με κάνει παοκτσή με πήρε και πήγαμε και παρακολουθήσαμε το πρώτο φιλικό του ΑΡΗ το 1959 στο γήπεδο Χαριλάου όπου γινόταν ο αγώνας ΑΡΗΣ-ΠΑΟΚ και κέρδισε ο ΑΡΗΣ 3-1. Αυτός πίστευε ότι θα κέρδιζε ο Παοκ και ήθελε να με βάλει στο λούκι. Θυμάμαι ακόμα και τώρα τα γκολ που έβαλε η ομάδα μας, το ένα το έβαλε ο Πασχαλίδης, το άλλο ο Μπουφίτ… δεν θυμάμαι ποιος έβαλε το τρίτο. Αλλά θέλω να σου πω ότι οι προσλαμβάνουσες σε μικρή ηλικία ήταν για να παίξω ποδόσφαιρο. Και μάλιστα έχω παίξει ποδόσφαιρο σε ερασιτεχνικά σωματεία, και στο Φίλιππα Αγίου Φανουρίου και στον Κανάρη που ήταν ομάδα της περιοχής μου, στην οδό Μακεδονίας ήταν τα γραφεία και στην Αθήνα όσο ήμουν στρατιώτης έπαιξα στον Εθνικό Ελληνορώσων.

Ο ΑΛΚΕΤΑΣ ΜΕ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΠΑΙΞΩ ΜΠΑΛΑ

-Αγωνίστηκες κανονικά, με δελτίο;

-Ναι κανονικότατα. Και έτσι όπως πήγαιναν τα πράγματα δεν υπήρχε περίπτωση να ασχοληθώ με το μπάσκετ. Πρόσεξε να δεις και ο Μάκης ο Μπαρού με είχε δει να παίζω ποδόσφαιρο στην Αναγέννηση και με πλησίασε και μου ζήτησε να πάω να παίξω στο εφηβικό τμήμα του ΑΡΗ. Πήγα λοιπόν στο γήπεδο αλλά δυστυχώς δεν πείστηκε ο Δ. Καλτέκης που ήταν τότε έφορος ιματισμού γιατί ήμουν λίγο ανεπτυγμένος και με θεώρησε ότι λέω ψέματα για την ηλικία μου και ήμουν μεγαλύτερος. Οπότε δεν με πήραν στο εφηβικό του ΑΡΗ και γύρισα πίσω άπρακτος.

ΛΙΓΟ ΕΛΕΙΨΕ ΝΑ ΓΙΝΩ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΣΤΗΣ

-Αν πήγαινες θα άλλαζε τελείως η καριέρα σου…

-Σίγουρα θα άλλαζε, θα ξεκινούσα καριέρα ποδοσφαιριστή. Εκείνα τα χρόνια πολλοί μπασκεμπολίστες παίζαμε ποδόσφαιρο σε καλό επίπεδο, γιατί όλοι ξεκινήσαμε από αλάνες. Εγώ στα 14 μου άρχισα να παίζω μπάσκετ. Στην περίοδο της προετοιμασίας με τον ΑΡΗ συνηθίζαμε να παίζουμε μέσα στο Χαριλάου ποδόσφαιρο και επειδή ήμουν σκληρό παιδί, θα μπορούσα να παίξω και σε υψηλό επίπεδο ποδόσφαιρο, μπορεί να μην ήμουν σταρ, αλλά θα ήμουν ένας καλός παίκτης, ειδικά αμυντικό χαφ. Δεν θα περνούσε μύγα. Με τον Αλκέτα Παναγούλια επειδή μεγαλώσαμε στην ίδια περιοχή, στην Αγία Τριάδα γνωριζόμασταν. Μια φορά στα γραφεία του Άρη, τότε εγώ βρισκόμουν στην ηλικία των 20 ή 21 ετών, πήγα να πληρωθώ και ήταν εκεί ο Αλκέτας και μου λέει έλα το καλοκαίρι να δοκιμαστείς, έλα,  θα γίνεις πλούσιος, γιατί τότε τα πολλά λεφτά ήταν στο ποδόσφαιρο. Και του λέω θα έρθω, αλλά από το 70 μέχρι το 83 κάθε καλοκαίρι ήμουν στην Εθνική, μπορεί να πήγαινα αν δεν ήμουν στην Εθνική, αλλά δεν πρόκειται να παρατούσα το μπάσκετ, γιατί ήδη είχα φτάσει σε ένα υψηλό επίπεδο. Εγώ ήμουν συνειδητοποιημένος Αρειανός, είχα και ένα συγγενικό πρόσωπο που έπαιζε στον Άρη, τον Ντίνο Καρύτση, και ως πιτσιρικάς γύριζα συνέχεια εκεί, έβλεπα τους παίκτες που έπαιζαν στον ΑΡΗ όταν έτρωγαν στο εστιατόριο της γειτονιάς μου που η φίρμα του ήταν  «Τα θύματα», τους θαύμαζα, τους καμάρωνα.

ΗΜΟΥΝ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΥ

-Ωστόσο στην εποχή που εσύ ήσουν παιδί, δεν υπήρχαν και πολλές μπασκέτες ούτε και γήπεδα μπάσκετ όπως τώρα σε πολλές γειτονιές. Πώς εσύ ασχολήθηκες από μικρός με το μπάσκετ;

– Δες πώς μπήκα στο χώρο του μπάσκετ. Στο μπάσκετ βρέθηκα τυχαία, εγώ ήμουνα παιδί του κατηχητικού, στην Αγία Τριάδα υπεύθυνος και εφημέριος ήταν ο αρχιμανδρίτης πατήρ Κωνσταντίνος Βαμβίνης, που συγχωρέθηκε πολύ νέος, ήταν και Πρόεδρος της Αναγέννησης, αυτός την ίδρυσε, το φαντάζεσαι; Ο Αρχιμανδρίτης Κωνσταντίνος Βαμβίνης δεν είχε σκοπό να φτιάξει ομάδα μπάσκετ. Να φέρει τα παιδιά της Αγίας Τριάδας στο κατηχητικό, αυτό ήθελε να κάνει.

Σκέφτηκε λοιπόν πως στους πιτσιρικάδες αρέσει ο αθλητισμός και έτσι ξεκίνησε το “παιδομάζωμα” στις αλάνες, με το δέλεαρ της συμμετοχής σε μία νεοσύστατη ομάδα με την ονομασία Αναγέννηση που όπως σου είπα αυτός την είχε ιδρύσει. Ένα από τα παιδιά αυτά, ήμουν κι εγώ που εκείνη την εποχή είχα πιο σκούρο δέρμα από όλα τα υπόλοιπα παιδιά και με φώναζαν «μαύρο».

Στο κατηχητικό ήμασταν 60 παιδιά, οπότε είχε το υλικό που χρειαζόταν για να διοργανώνει πρωταθλήματα κατηχητικών, μπάσκετ και ποδοσφαίρου. Στα νιάτα του μάλιστα έπαιζε ποδόσφαιρο, στην Αναγέννηση Γιαννιτσών, αλλά ο χώρος του ποδοσφαίρου δεν του άρεζε γιατί κυριαρχούσε η βία, οι βρισιές ειδικά στις μικρές κατηγορίες και ως εφημέριος της Αγίας Τριάδας αντί να κάνει το γήπεδο ποδοσφαίρου έκανε το γήπεδο της Αναγέννησης στο μπάσκετ κολλητά με την εκκλησία και από αυτό το γήπεδο, πρόσεξε να δεις, βγήκαμε πολλοί παίκτες, εγώ, ο Παπαγεωργίου, ο Σπάρταλης ο συγχωρεμένος, ο Παγώνης, αυτοί που πήγαν στον Ηρακλή, ο Βαγιακάκος, ο Μανιαδάκης, ο Κατσιάνης και κάποιοι πήγαν στον ΠΑΟΚ ο Καλπάκης, ο Γουδίνης. Αυτοί οι παίκτες που ήταν όλοι από την Αναγέννηση κατέληξαν στις ομάδες που αγαπούσαν από παιδιά. Μέτρησε πολύ αυτό. Εγώ αν δεν ήμουν Αρειανός δεν θα πήγαινα στον ΑΡΗ, με διπλά λεφτά με ζητούσε η ΑΕΚ.

-Δεν ήταν εκείνη την εποχή δύσκολη μια τέτοια απόφαση, να αλλάξεις δηλαδή πόλη;

Όχι καθόλου ήμουν ήδη 19 χρονών είχα παίξει Εθνική ομάδα και είχε έρθει ο Δήμος Πασχαλίδης, εγώ είχα επαφή μαζί του λόγω του Χριστοφόρου ο οποίος ήθελε διακαώς να παίξουμε μαζί στην ΑΕΚ. Είχα μιλήσει με τον Πασχαλίδη και ήρθε στο καφενείο των γονιών μου να με ζητήσει και του λέει ο πατέρας μου “αν μου τον πάρεις θα πεθάνω”. Βγήκα έξω από το καφενείο και απέναντι ήταν ο Ηλίας Ράφτης, ο Πέτρος Σύρης φιλαράκια μου κι αυτά Αρειανοί που περιμένανε με αγωνία να δουν τι θα απαντήσω. Και φυσικά αρνήθηκα παρόλο που μου έδιναν διπλά λεφτά γιατί για μένα πάντα μετρούσε το συναίσθημα, αυτό που ένιωθε η καρδιά μου. Γενικά πάντα στη ζωή μου, αν πήγαινα με προτεραιότητα το οικονομικό θα το είχα λύσει από πολύ νωρίς. Ευκαιρίες είχα.

-Έμεινε κάποια πικρία από τις επιλογές που έκανες με βάση το συναίσθημα;

-Κοίτα έμεινε μια πικρία κυρίως επειδή αυτό δεν εκτιμήθηκε σωστά και ειδικά από ανθρώπους που κάποιοι δεν είναι στη ζωή αλλά οφείλουμε να τα λέμε. Με αδίκησαν και στο οικονομικό κομμάτι και στα υπόλοιπα. Γιατί εγώ όταν πήγα στον ΑΡΗ και έπαιξα 10 χρόνια, η προοπτική μου ήταν να μείνω για πάντα εκεί, κάνοντας και τον παίκτη και αργότερα από άλλο πόστο. Γιατί εγώ από τον ΑΡΗ έφυγα στα 30 μου και σταμάτησα το μπάσκετ στα 38, μπορούσα να δώσω ακόμα στην ομάδα τουλάχιστον για άλλα 4-5 χρόνια αν όχι και 8 χρόνια. Γιατί ήμουν για χρόνια και στην Εθνική δεν ήμουν καμιά τσόντα, δεν ήμουν ανενεργός. Και νιώθω πικρία γιατί με αδίκησαν και στο οικονομικό κομμάτι και στο αγωνιστικό. Αυτή η πικρία μου έμεινε. Και μου έμεινε και πικρία γιατί έγραψες τότε ότι έκοψα τον ομφάλιο λώρο με την ομάδα μου… αλλά σε συγχωρώ γιατί πιστεύω το έγραψες λόγω του ότι πήγα στον Παοκ… Ήθελα να τελειώσω την καριέρα μου στον ΑΡΗ ως παίκτης και μετά να υπηρετήσω την ομάδα από άλλο πόστο, γιατί τις ικανότητες μου σαν προπονητής τις είχα δείξει από νωρίς. Δεν ευδοκίμησε ωστόσο να γίνει αυτό τότε, αλλά η ζωή όπως βλέπεις κάνει κύκλους. Ξαναγύρισα στον ΑΡΗ και πήρα και τίτλο και μάλιστα ευρωπαϊκό!

ΤΟ “ΠΡΙΜ” ΤΟΥ 1ου ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑΤΟΣ ΤΟ 1979

-Σου έμεινε πικρία είπες γιατί σε αδίκησαν στο οικονομικό κομμάτι. Αλήθεια πόσο ήταν το πριμ που πήρατε για την κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1979;

-Το πριμ της κατάκτησης του πρωταθλήματος 1979 ε; Την χρόνια που πήραμε το πρωτάθλημα ο μεγαλύτερος μισθός στην ομάδα ήταν 10000 δρχ. ο μισθός μου στην εταιρεία που εργαζόμουν ήταν 8000 δρχ. για να μπορούν να γίνουν συγκρίσεις. Βέβαια είχαμε πριμ σε κάθε νίκη που δεν υπερέβαινε τις 500 δρχ. στον καθένα!
Όταν κατακτήσαμε τον τίτλο με φώναξε ο πρόεδρος Απόστολος Γεωργιάδης.. από τους καλύτερους προέδρους που διοίκησαν την ομάδα και μου πρότεινε μιας και δεν υπήρχε η δυνατότητα η ομάδα να μας δώσει πριμ να κάνουμε μια φωτογράφιση να βγάλουμε ένα πόστερ ως πρωταθλητές  και να τα πουλήσουμε στον κόσμο  ο καθένας μόνος του και να πάρουμε εμείς τα έσοδα. Προσωπικά επειδή ντρεπόμουν να ζητήσω χρήματα από τον κόσμο  τις μοίρασα όλες εκτός από δύο που τις κράτησα για ενθύμιο !!
Παράλληλα επειδή η κατάκτηση του πρωταθλήματος στο μπάσκετ έγινε μετά από 50 χρόνια  πολλοί φίλαθλοι που είχαν δικά τους καταστήματα προσφέρθηκαν να μας κάνουν δώρα.
Πήγαμε λοιπόν μαζί με τον Παπαγεωργίου σε ένα κατάστημα υαλικών στην Βασιλέως Ηρακλείου, του Άγγελου Γκάγκου με τον οποίο παραμένουμε φίλοι από τότε. Εγώ πήρα δώρο ένα σετ από πιατέλες για το σκρίνιο και ο Χάρης κάτι διακοσμητικά για το σπίτι του.

Εκείνη την περίοδο ένα απόγευμα πέρασε και με πήρε ο Παναγιώτης Μαργαρίτης  αδερφός του Σωτήρη Μαργαρίτη μέλους της διοίκησης του Άρη για πολλά χρόνια  κατεβήκαμε στην αγορά,  πήγαμε στο κατάστημα από τα ακριβότερα εκείνη την εποχή, του Γιώργου Μπιτζίδη πρώην παίκτη του Πανσερραϊκού και του Άρη,  του είπε  για μένα δείχνοντας με: «ντύστον από πάνω μέχρι κάτω».
Πήρα κοστούμι, πουκάμισο, ζώνη, παπούτσια, πλήρωσε ένα  σεβαστό ποσό και βγαίνοντας από το κατάστημα  με φίλησε και με ευχαρίστησε για την χαρά που του έδωσα και μου έβαλε και ένα ποσό στην τσέπη. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο πριμ που πήρα για την κατάκτηση του πρωταθλήματος !

Με λίγα λόγια η Διοίκηση ούτε φράγκο για πριμ δεν μας έδωσε ποτέ.

 -Επιστρέφω σε κάτι που μου έκανε εντύπωση. Πώς και δεν σε είχαν ανακαλύψει νωρίτερα, πριν δηλαδή  από τα 19 σου χρόνια οι σκάουτερ των μεγάλων ομάδων;

-Με είχαν ανακαλύψει, απλά εν τη ρύμη του λόγου δεν το ανέφερα. Στα 17 μου με ανακάλυψαν, μάλιστα είχα πάθει σοκ όταν είδα να αναφέρεται το όνομα μου σε ρεπορτάζ των Σπορ, με τίτλο:

«Ποιος θα αποκτήσει τον Ευάγγελον Αλεξανδρήν;»

Κι έπαθα σοκ γιατί ήμουν πολύ μικρός. Ο πρώτος που έδειξε ενδιαφέρον και με πλησίασε πριν από τα 17 μου ακόμα ήταν ο Ορέστης Αγγελίδης. Μάλιστα του οφείλω πολλά από την μετέπειτα πορεία μου, εγώ θεωρώ αυτόν πατριάρχη του Θεσσαλονικιώτικου μπάσκετ γιατί ενδιαφερόταν για όλα τα παιδιά όχι μόνο της ομάδας του, αλλά και για άλλα παιδιά, για τις σπουδές τους για τα μαθήματα τους, αν είχαν προβλήματα για τα πάντα. Για 6 και παραπάνω μήνες είχαμε αναπτύξει πολύ στενές σχέσεις πήγαινα σπίτι του πολλά μεσημέρια τρώγαμε μαζί με την οικογένεια του, τη γυναίκα του Μαρία, τα παιδιά του Μιχάλη και Βαγγελίτσα… Την εγχείριση αμυγδαλών που έκανα γιατί υπέφερα την πλήρωσε ο Παοκ, ο Αγγελίδης με πήγε σε δικό τους γιατρό και με εγχείρισε. Κι εγώ είχα προσανατολιστεί ότι έτσι όπως πήγαιναν τα πράγματα θα παίξω μετά την Αναγέννηση, στον ΠΑΟΚ.

Ο ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΖΗΤΗΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΤΑΛΙΔΗ ΝΑ ΜΕ ΠΑΡΕΙ ΣΤΟΝ ΑΡΗ

 -Αλλά τελικά ήρθες στον ΑΡΗ…

-Έγινε λοιπόν ένα τουρνουά το 1969 στη Θεσσαλονίκη που το διοργάνωσε η σχολή Δημόκριτος, και ουσιαστικά ήταν ένα πανελλήνιο πρωτάθλημα Τεχνικών Σχολών. Τα διοργάνωνε ο Δημόκριτος που ήταν ιδιωτική σχολή με ιδιοκτήτη τον Ατματζίδη και μέσω αυτής της διοργάνωσης διαφήμιζε τη σχολή του. Και τότε ο Δημόκριτος είχε 5.000 σπουδαστές. Τι έκανε λοιπόν ο Ατματζίδης… έπαιρνε όλους τους καλούς παίκτες από τη Θεσσαλονίκη, τον Μπουγατσιώτη, τον Αντωνιάδη, τον Νικολαϊδη, το Γιαννουζάκο, τον Σούλη Μαρκόπουλο, τον Λάκη Τσάβα… το πρωτάθλημα αυτό έγινε στη ΧΑΝΘ. Εγώ τότε ήμουν έκτη γυμνασίου, με πλαστό λοιπόν δελτίο γιατί δεν ήμουν απόφοιτος του Γυμνασίου, μαζί με τον συμπαίκτη μου τον Παγώνη αγωνίστηκα με τη σχολή ΠΑΣΤΕΡ γιατί έπαιζε εκεί ένας άλλος συμπαίκτης μου που μετά πήγε στον Ηρακλή, ο Νίκος Μανιαδάκης. Λοιπόν κερδίσαμε τη Σιβιτανίδειο και φτάσαμε να παίξουμε ημιτελικό. Τότε στη Σιβιτανίδειο παίζανε ο Κοντογιάννης από τον Έσπερο Αθηνών,  ο Σούλης Ράμμος από τον Ολυμπιακό ήταν κι αυτή δυνατή ομάδα, αλλά τους κερδίσαμε.

Άκου τώρα, ο Γιάννης Ιωαννίδης έμενε στο κέντρο και τυχαία περνούσε έξω από τη ΧΑΝΘ και άκουσε φωνές και μπήκε να δει τι συμβαίνει, δεν ήξερε ότι γινόταν αυτό το πρωτάθλημα, μπήκε λοιπόν και με είδε να παίζω. Εντυπωσιάστηκε το είπε στον Πεταλίδη και την επόμενη μέρα που παίζαμε τελικό με το Δημόκριτο από τον οποίο χάσαμε 8 πόντους, εγώ μάρκαρα τον Τσάβα, τελειώνει το παιχνίδι και έρχεται στα αποδυτήρια ο προπονητής μου που μας κοουτσάριζε ο Παναγιώτης Αλεξανδρίδης και μου λέει στο αυτί: «σε περιμένει έξω ο Ανέστης Πεταλίδης θέλει να σου μιλήσει», εγώ τον ήξερα τον Πεταλίδη γιατί τότε παρακολουθούσα όλα τα παιχνίδια του ΑΡΗ αλλά και αρκετά των άλλων ομάδων της Θεσσαλονίκης. Για όσους βέβαια ασχολούμασταν ήταν γνωστοί όχι ευρύτερα γνωστοί, γιατί τότε η προβολή δεν ήταν και πολύ μεγάλη. Βγαίνω λοιπόν έξω από το γήπεδο και με βάζουν μέσα στο αυτοκίνητο εγώ μπροστά με τον Ανέστη και πίσω ο Αλεξανδρίδης και με γυρίζουν όλη τη Θεσσαλονίκη, μέχρι να με πείσει γιατί εγώ από φιλοτιμία λόγω της σχέσης μου με τον Ορέστη Αγγελίδη τους έλεγα ότι έχω δώσει την υπόσχεση μου για να πάω στον Παοκ. Κι άρχισε ο Πεταλίδης τα: «Θα έρθεις στον ΑΡΗ και μου θυμίζεις τα νιάτα μου και θα δεις θα γίνεις πασίγνωστος κλπ», εγώ έδινα μάχη με τον εαυτό μου γιατί από τη μια ήταν ο Αγγελίδης και από την άλλη τα Αρειανά έντονα αισθήματα μου. Και έτσι έγειρε η πλάστιγγα, και πήρα την απόφαση να πάω στον ΑΡΗ.

Ο ΓΚΑΛΗΣ ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ

 -Έγειρε η πλάστιγγα μόνο εκείνη τη φορά. Τη δεύτερη δεν έγειρε…

-Τη δεύτερη δεν έγειρε, αλλά έφταιγε ο Πεταλίδης… Θα στα εξιστορήσω όλα. Για δέκα χρόνια φορούσα το θεό στο στήθος. Ήρθε ο Γκάλης παίξαμε ένα χρόνο μαζί  με τον Νίκο  και ο τότε έφορος, Μιλτιάδης Βέλος, μου δημιουργούσε πρόβλημα, είχα συμπληρώσει ήδη δέκα χρόνια στην ομάδα. Ήθελε να κάνει ανανέωση πάνω στον Γκάλη και έλεγε για εμένα πως είμαι καμένος, πως είχα γεράσει και εγώ τότε ήμουν 29 ετών. Το κακό είναι ότι υιοθέτησε και ο Πεταλίδης  αυτή την ιδέα. Κατά κάποιο τρόπο ήθελε να μπω στο περιθώριο και να παίξουν τα νέα παιδιά, όπως έκανε μόλις έφυγα. Φάνηκε εκ του αποτελέσματος ότι μπορούσα να βοηθήσω. Έφυγα λοιπόν από μόνος μου γιατί όλο αυτό το κρυφτούλι με κούρασε. Έκανα μετοίκηση για να παίξω στη Λάρισα. Έμεινα ένα χρόνο απ’ έξω από τα γήπεδα ως παίκτης, αλλά εργάστηκα ως προπονητής στη Λάρισα, μάλιστα με πολύ μεγάλη επιτυχία, αφού κέρδισα τον ΑΡΗ μέσα στη Λάρισα με Ίβκοβιτς προπονητή και Γκάλη και τους απέκλεισα και στο κύπελλο. Βγήκε τότε ένας φωτογραφικός Νόμος για να φύγει ο Ιορδανίδης από τον Παναθηναϊκό να πάει στον Ολυμπιακό, που έλεγε ότι όποιος έχει συμπληρώσει τα 30 χρόνια του και δεν έχει παίξει πάνω από τα μισά παιχνίδια την προηγούμενη διετία είναι ελεύθερος να πάει σε όποια ομάδα θέλει. Ενώ λοιπόν μπορούσα να υπογράψω οπουδήποτε, εγώ σαν Αρειανός πάλι στον ΑΡΗ γύρισα, ξαναγύρισα για την ακρίβεια για να παίξω μετά από ένα χρόνο που ήταν πολύ επίπονο και δύσκολο. Και εκεί πήγε να με ρίξει για δεύτερη φορά ο Πεταλίδης, είχαμε συμφωνήσει για ένα ποσό 1.000.000 δρχ και από αυτό το ποσό την επόμενη μέρα μου έδωσε το μισό. Του λέω «ξέχασε με, αυτό ήταν…». Κι έτσι κόπηκε ο ομφάλιος λώρος που είχες γράψει εσύ, αλλά συμπληρώνω όχι συναισθηματικά, μόνο επαγγελματικά.

-Και τότε εμφανίστηκε ο ξανθός…

-Πρόσεξε να δεις, με ψάχνανε όλο το βράδυ. Αλλά με είχαν πάρει ο Γιώργος Καραμβέρης  ο οδοντίατρος, με το Άγγελο Μιχόπουλο που με ήθελαν πολύ στον Παοκ και με έκρυψαν σε ένα εξοχικό σπίτι στα Φλογητά. Εκείνο το βράδυ εκεί κοιμήθηκα για να μη με βρουν οι Αρειανοί που με έψαχναν.

Συγκεκριμένα με έψαχνε ο ξανθός σε όλη την πόλη. Και με κρύβανε γιατί γνώριζαν ότι αν με έβρισκε ο Ιωαννίδης θα με έπειθε να μείνω στον ΑΡΗ. Γι αυτό με κρύψανε. Την άλλη μέρα με πήγανε στα γραφεία για να υπογράψω. Μπήκαμε μέσα στα γραφεία κι εκεί με πήρε τηλέφωνο ο ξανθός , βέβαια εμένα μου είπανε ότι με ζητούσε να μου μιλήσει η γυναίκα μου, εντυπωσιάστηκα, γιατί η Ξένια δεν ήξερε τίποτα, ούτε πού θα ήμουν ούτε πού θα υπέγραφα, ούτε σε ποια γραφεία βρισκόμουν. Όμως ο ξανθός είχε βάλει την κουμπάρα μου τη Γιούλα  να υποκριθεί ότι ήταν η γυναίκα μου για να μου μιλήσει ο ίδιος. Μου λέει ο ξανθός «έλα γρήγορα, έχω το 1.000.000 δρχ που θέλεις στην τσέπη μου» κι εκεί αφού μου είχε γυρίσει το μυαλό του απάντησα: «και δέκα εκατομμύρια να  έχεις δεν έρχομαι».

 

-Το 1.000.000 δρχ που είχες ζητήσει πώς προέκυψε;

-Αυτό το ποσό είχα ζητήσει εγώ από τον Πεταλίδη, του είχα πει μου χρωστάτε 300.000 δρχ από προηγούμενες οφειλές  θα βάλεις από πάνω και άλλα 700 χιλιάρικα, (και πάλι λίγα ζήτησα, η ΑΕΚ μου είχε προσφέρει τότε 1.500.000 δρχ), λοιπόν σας ζητάω το 1 εκατομμύριο για να πω στην οικογένεια μου ότι με εκτιμήσατε σωστά. Η αλήθεια είναι ότι ο Παοκ μου έδωσε 1.300.000 δρχ. Και πήγα στον Παοκ, αλλά ξέρεις πόσος κόσμος είχε στεναχωρηθεί τότε; Η μισή Θεσσαλονίκη. Υπήρξε φίλος μου παιδικός όταν είχα πάει στον ΠΑΟΚ που με είδε στο δρόμο και πήγα να τον χαιρετήσω και γύρισε το κεφάλι του αλλού. Φίλοι που με αγαπούσαν από μικρά παιδιά που ήμασταν μαζί, με απέφευγαν. Εγώ τότε δεν άλλαξα σελίδα, βιβλίο ολόκληρο άλλαξα.  Αλλά εγώ το είδα πολύ επαγγελματικά όλο αυτό. Όχι μόνο έπαιξα στον ΠΑΟΚ, τον έκανα πρωταγωνιστή. Την πρώτη χρονιά βγήκαμε δεύτεροι, κερδίζοντας τον ΑΡΗ  και στα δύο παιχνίδια, φτάσαμε και στον τελικό και χάσαμε άδικα από ένα λάθος του Κωνσταντινίδη στο Κύπελλο. Πήραμε και το Κύπελλο το 1984. Αυτά με τον Παοκ, αλλά συνέχισα και μετά και έπαιξα μέχρι τα 38 μου, που σημαίνει ότι είχα να δώσω. Είναι έτσι ο χαρακτήρας μου, δεν το βάζω ποτέ κάτω. Με αδικείς; Θα φύγω και θα σου αποδείξω πως είχες άδικο.

Ο ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΜΕ ΒΑΦΤΙΣΕ “ΤΙΓΡΗ”

-Υπήρξε και ο περιβόητος τελικός που κέρδισες το κύπελλο με τη φανέλα του ΠΑΟΚ με τα ξυρισμένα κεφάλια. Εξιστόρησε το μας για ακόμα μια φορά.

-Προπονητής μας τότε στον ΠΑΟΚ ήταν ο Φαίδων Ματθαίου, Αρειανός μεν αλλά δεν είχε παίξει μόνο στον ΑΡΗ,  είχε παίξει και στον Πανιώνιο και στον Παναθηναϊκό και στη Βαρέζε αλλά μέσα του επειδή προερχόταν από τη Θεσσαλονίκη και τον ΑΡΗ ήταν Αρειανός. Για μένα ήταν ο μέντορας μου. Από όλους τους προπονητές μου έχω κρατήσει κάτι αλλά ο Ματθαίου ήταν ο μέντοράς μου, γιατί άκουσα τόσα πράγματα, που δεν άκουσα ούτε από τον πατέρα μου. Και αυτό είναι μέλημά μου, η γνώση δεν είναι μυστικό να την κρατήσω για εμένα, πρέπει να μεταλαμπαδεύσω στους νεότερους, και όποιοι ενδιαφέρονται θα την πάρουν και θα την εξελίξουν. Λοιπόν ξεφύγαμε, εκείνη την περίοδο μας πήγαιναν στα ξενοδοχεία πολύ νωρίς για να μην έρθουμε σε επαφή με κόσμο κλπ. Αλλά αυτό ήταν ότι χειρότερο γιατί για δύο μέρες εκτός από την προπόνηση δεν είχαμε με τι να ασχοληθούμε και κόβαμε τις φλέβες μας. Τότε στους τελικούς όπως είπα και πριν μας κλείνανε πολλές μέρες στο ξενοδοχείο, παίζαμε Μεγάλη Τετάρτη και ήμασταν από την Κυριακή στο ξενοδοχείο. Ο Ματθαίου την Τρίτη μας λέει πάμε σινεμά να δούμε μια ταινία και εμείς διαλέξαμε την «Αποστολή στην Νικαράγουα», με τον Νικ Νόλτε, ο οποίος έμοιαζε με τον Στιβ Γιατζόγλου… Πριν τον τελικό λοιπόν ήμασταν στο ξενοδοχείο Αστέρια στο Πανόραμα και ειδικά την παραμονή το βράδυ μετά το φαγητό καθόμασταν και συζητούσαμε, είχαμε μείνει όλοι εκείνο το βράδυ, δεν είχε πάει κανείς στο δωμάτιό του. Και εκεί ήρθε η ιδέα, γιατί πειράζαμε το Φασούλα, οποίος φορούσε ένα μπουφάν το οποίο φοράνε στα πανεπιστήμια της Αμερικής για να ξεχωρίζουν οι παίκτες των ομάδων από τους υπόλοιπους φοιτητές. Το μπουφάν του είχε τσόχινο κορμό και δερμάτινα μανίκια. Και λέει ο Ματθαίου αυτά τα μπουφάν τα φοράνε οι παίκτες στην Αμερική για να γνωρίζουν όλοι ποιοι είναι οι μπασκεμπολίστες. Αλλά πριν από κρίσιμα παιχνίδια σε ένδειξη ενότητας όλοι οι παίκτες  κουρεύουν τα κεφάλια τους γουλί. Αλλά στις ΗΠΑ, επειδή οι περισσότεροι παίκτες είναι μαύροι και τα μαλλιά τους σγουρά οι περισσότεροι τα έχουν ούτως ή άλλως πολύ κοντά κουρεμένα τα κεφάλια τους. Όμως στη δική μας περίπτωση όλοι μας οι παίκτες που ήμασταν στην ομάδα είχαμε μακριά μαλλιά μέχρι τους ώμους. Και όταν το είπε ο Ματθαίου αυτό το πήραμε αρχικά όλοι στην πλάκα και γελούσαμε και αστειευόμασταν. Αλλά σταδιακά η συζήτηση άρχισε να σοβαρεύει και έμοιαζε να το είχαμε ψιλοαποφασίσει. Και μας λέει τότε ο Ματθαίου, «μη λέτε βλακείες, άμα κουρευτείτε πρέπει και να κερδίσετε γιατί αν δεν κερδίσετε πρέπει να κρυφτείτε μέχρι να ξαναμεγαλώσουν τα μαλλιά σας».Κι αυτό λειτούργησε θετικά. Εκ του αποτελέσματος το λέω.

-Και υπήρχε διαθέσιμος κουρέας για να το υλοποιήσετε;

-Φωνάξαμε έναν Αρειανό κουρέα τον Θέμη, κουρευόμασταν οι περισσότεροι εκεί, από την πλατεία Φαναριωτών, τον φωνάξαμε επάνω του είπαμε δεν θα πεις τίποτα, κι εμείς δεν είπαμε τίποτα σε κανέναν ούτε στους συγγενείς μας, ούτε στους φίλους μας, μάλιστα ο  Γιάννης Γαϊτάνης, ο έφορος της ομάδας δεν άφηνε κανέναν να πλησιάσει το ξενοδοχείο και να μας δει. Το κούρεμα αυτό με την ψιλή  μας ιντριγκάρισε και αποφασίσαμε να το κάνουμε για να αποδείξουμε στον Ματθαίου ότι δεν φοβόμαστε. Μας αποφόρτισε τελείως, μας έκανε πολύ καλό γιατί δεν ασχοληθήκαμε με το παιχνίδι, γελούσαμε με τις φάτσες μας. Πριν φύγουμε για τον τελικό κατεβαίνει ο Ματθαίου από το δωμάτιο του και τον βλέπουμε και αυτόν κουρεμένο γουλί, εμείς δεν του είχαμε πει κάτι. Στο ζέσταμα πριν τον αγώνα κατάλαβα πως αυτό ήταν σοκ για τους αντιπάλους, το είδα στα πρόσωπά τους. Σοκαρίστηκαν όλοι οι αντίπαλοι μας του ΑΡΗ και φάνηκε αυτό από το ξεκίνημα  όταν κερδίζαμε 16 πόντους στο ημίχρονο.

Στο τέλος, μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου, ήρθαν οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ από τη Θ4 και μας βρίζανε, αντί να μας χειροκροτούν. Και τους ρώτησα το λόγο που μας έβριζαν και μου απάντησαν “δεν μας είπατε και εμάς να κουρευτούμε, να είμαστε όλοι κουρεμένοι”. Η τρέλα σε όλο της το μεγαλείο.

Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΒΑΣΙΚΟ ΠΡΟΣΟΝ ΤΩΝ ΠΡΟΠΟΝΗΤΩΝ

-Πάνω σε αυτό το πείσμα που σε διακρίνει, έχω μια ερώτηση κλειδί…Τι κάνει έναν καλό παίκτη να γίνει και καλός προπονητής, γιατί εγώ σε θεωρώ πολύ καλό προπονητή

-Και όχι μόνο εσύ… Ξέρεις εδώ στην Ελλάδα δύσκολα ακούς από κάποιον καλά λόγια για σένα επαγγελματικά. Εγώ όμως έχω πάρει τα εύσημα από ανθρώπους όπως ο Ίβκοβιτς, ο Ομπράντοβιτς που με αυτούς είχα και κάποια επαφή, αλλά και από τον Τζούροβιτς που ποτέ δεν τον γνώρισα, επίσης έχω και συστατικές επιστολές όπως από τον Κομάς Ισπανός που ήταν Πρόεδρος όλων των Ευρωπαίων προπονητών, αλλά και από πολλούς άλλους. Και τώρα πώς μετατρέπεται ένας παίκτης σε προπονητή… Ξέρεις, πρέπει να το έχεις μέσα σου, εμένα μου το έλεγαν όλοι ότι είχα έφεση γιατί όταν έπαιζα μπορούσα να διαβάσω το παιχνίδι όπως εξελισσόταν και να πάρω σωστές αποφάσεις. Κι αν κάτι ήταν που με ξεχώριζε σαν προπονητή είναι ότι ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού μπορούσα να επέμβω. Να αλλάξω όλη τη φιλοσοφία του αγώνα. Τι νομίζεις ότι είναι το παιχνίδι, σκάκι είναι στην πραγματικότητα. Πρέπει να κάνεις καλή προετοιμασία, να διαβάσεις τον αντίπαλο, να έχεις μεταδοτικότητα ώστε να κατανοήσουν οι παίκτες σου τους ρόλους τους και μετά να βγάλεις τις αντιμετωπίσεις. Πολύ συχνά κάποιος απρόβλεπτος παράγοντας επηρέαζε όλο το σχεδιασμό. Ε,  εγώ είχα πάντα αντανακλαστικά, στον τομέα αυτό ήμουν πάρα πολύ καλός. Όσο καλός προπονητής και να είμαι, γιατί ακόμα προπονώ μικρά παιδιά πλέον, είναι θέμα αντίληψης των παικτών για να πετύχω εγώ στο έργο μου. Μου έλεγε ο δάσκαλος μου ο Φαίδων Ματθαίου, μια οδηγία μπορεί να την πεις σε κάποιον παίκτη μία φορά και να την εφαρμόσει, σε άλλον τη λες μία φορά και την υλοποιεί , αλλά κάνει και κάτι παραπάνω, και σε άλλον παίκτη μπορεί να πρέπει να την πεις χίλιες φορές την ίδια οδηγία για  να την κάνει. Είναι καθαρά και θέμα συγκέντρωσης. Τα νέα παιδιά πλέον δεν έχουν μεγάλο βαθμό αντίληψης των οδηγιών του προπονητή. Έχουν σε μεγάλο βαθμό απώλεια συγκέντρωσης, τους λες κάτι, τους το δείχνεις… γιατί στη δική μου μεθοδολογία εφαρμόζω τον κανόνα: βλέπεις κάτι το ξεχνάς, ακούς κάτι το θυμάσαι, κάνεις κάτι το μαθαίνεις. Και παρόλο που χρησιμοποιώ κάθε τρόπο πάλι υπάρχει απώλεια συγκέντρωσης. Μπορούσα ως προπονητής να βελτιώσω 100% τους αθλητές από ότι ήταν σε φυσική κατάσταση, αλλά να τους βάλω το μπάσκετ μέσα στο μυαλό ήταν πάντα πολύ δύσκολο.


-Σαν προπονητής είχες γούρια;

-Όχι δεν είχα. Δεν έχουν όλοι οι προπονητές προλήψεις και δεν πιστεύουν όλοι στα γούρια. Ωστόσο η επιτομή στα γούρια ήταν από τον Γ.Ιωαννίδη. Εκτός από τον ξανθό και πολλοί αθλητές έκαναν συγκεκριμένα πράγματα για να τους πάει καλά το παιχνίδι. Εμένα για να συγκεντρωθώ μου άρεζε πηγαίνοντας μέσα στο λεωφορείο της αποστολής στο γήπεδο να ακούω στα ακουστικά τη μουσική που γούσταρα. Το αγαπημένο μου τραγούδι ήταν η «αγωνία» του Βοσκόπουλου, επίσης μου άρεζε να ακούω το «υπάρχω» του Καζαντζίδη, αυτά τα τραγούδια μου έφτιαχναν και ακόμα μου φτιάχνουν τη διάθεση, αλλά μου κεντρίζουν και το συναίσθημα.

 

-Έχω εντυπωσιαστεί με το μνημονικό σου. Θυμάσαι και εξιστορείς με λεπτομέρειες γεγονότα λες και έγιναν χθες

-Κοίτα, όσα έχω ζήσει είναι καταγεγραμμένα στον σκληρό δίσκο του μυαλού μου. Δεν υπάρχουν γεγονότα που έχω ζήσει που να μην τα θυμάμαι, όλα τα πάντα. Και ξέρεις εγώ  ξεκίνησα το 1970 στην Εθνική 19 χρονών και τελείωσα το 1983, μπορούσα και παραπάνω, ο Πολίτης με ήθελε αλλά είχα πρόβλημα και με την οικογένεια μου και με την δουλειά μου και τον παρακάλεσα να μην με ξανακαλέσει.

 

-Αλήθεια Βαγγέλη, τι δουλειά έκανες; Από πού συνταξιοδοτήθηκες;

-Δούλεψα 6 χρόνια στον Κένταυρο, μια εταιρεία αυτοκινήτων, που είχε Πρόεδρο τον Γιώργο Λαγό τον έφορο των Νέων, εγώ τον παρότρυνα να ανακατευτεί διοικητικά στον ΑΡΗ γιατί ήξερα ότι είναι Αρειανός. Επίσης δούλεψα άλλα 14 χρόνια στην Asics-Tiger. Τα περισσότερα ένσημα τα είχα από αυτές τις δουλειές, γιατί τότε οι ομάδες δεν πρόσεχαν και πολύ αυτά τα θέματα και υπήρχε χρονιά που έπρεπε να πάρω 300 ένσημα και μου είχαν βάλει 170. Πήρα όμως και την επικουρική γιατί είχα πολλά επικουρικά, εγώ δούλεψα πολύ στη ζωή μου. Από τον Κένταυρο σχολούσα 3 η ώρα και η προπόνηση με τον ΑΡΗ ήταν στις 5 μμ. Υποχρέωνα τη γυναίκα μου να μου φέρνει σε τάπερ το φαγητό στις 12  για να μην πάω φαγωμένος στην προπόνηση, αλλά ούτε και νηστικός. Το σπίτι μου ήταν κοντά στην εταιρεία και έτσι κάπως τα βόλευα.

-Το προσωνύμιο τίγρης πότε βγήκε; Οφειλόταν στο ότι εργαζόσουν στην AsicsTiger;

-Όχι βρε, τι σκέφτηκες… Το παρατσούκλι αυτό μου το έβγαλε ο Ματθαίου το 1970. Ξέρεις, το καλοκαίρι μαύριζα πολύ, και τα παρατσούκλια που είχα όταν ήμουν στην Αναγέννηση ήταν «μαύρος», «γύφτος», «ταμ-ταμ», αυτά τότε δεν ήταν παρεξηγήσιμα και είχαμε πάει προετοιμασία με την Εθνική νέων το 1970 και η προετοιμασία ήταν στα γήπεδα του Αγίου Κοσμά που ήταν ανοιχτά, πρωϊ κι απόγευμα, μας έλουζε ο ήλιος. Και είχα γίνει πιο μαύρος από τσουκάλι. Και έφερνε την Εθνική ανδρών ο Ματθαίου για να κάνουμε φιλικά. Και εκεί ο Γκούμας με τον Ματθαίου επειδή ήμουν πολύ δυνατός στην άμυνα μου φώναζαν: «δάγκωσε τον αυτόν» και μου έκαναν κινήσεις με το κεφάλι τους δαγκώματος. Και εκεί με φώναζαν στην αρχή black tiger λόγω χρώματος μου και μετά ο Ματθαίου το απλοποίησε και με φώναζε στο ελληνικότερον τίγρη.

 

Ο… ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΡΙΕΣ ΜΕΛΙΣΣΕΣ

-Ας πάμε τώρα σε ένα άλλο θέμα της επικαιρότητας. Πώς νοιώθεις που πρωταγωνιστής στο σίριαλ  «Αγριες μέλισσες» λέγεται Βαγγέλης Αλεξανδρής;

-Το σίριαλ αυτό το βλέπει η γυναίκα μου, αλλά εγώ ειλικρινά δεν έχω την περιέργεια να δω πώς αποδίδει το ρόλο του ο συνονόματος μου. Ειλικρινά δεν ξέρω αν τιμάει το ονοματεπώνυμό μας. Αλλά ελπίζω ότι θα είναι συνεπέστατος. Όμως επειδή ο έτερος Βαγγέλης είναι ηθοποιός θα σου πω κάτι που έχει κάποια σχέση με τον καλλιτεχνικό χώρο. Από μικρός σημείωνα ότι μου έκανε εντύπωση από ανθρώπους του αθλητισμού, της πολιτικής, του καλλιτεχνικού χώρου. Ήταν όλη μου η ζωή αυτό το αρχείο. Όταν ήμουν προπονητής στο Μαρούσι το ξέχασα το παράθυρο του αυτοκινήτου ανοικτό και μου πήραν τη τσάντα με όλες μου τις σημειώσεις, που για εκείνον που το πήρε δεν ήταν πράγματα αξίας, αλλά για εμένα ήταν. Μάλιστα, έβαλα αγγελία στην εφημερίδα Αμαρούσια με αμοιβή 100.000 δρχ όποιος μου το επιστρέψει. Θυμάμαι έψαχνα στους κάδους μήπως το βρω. Εις μάτην. Ξέρεις, ο συνεργάτης μου που τον είχα στην Εθνική Ιορδανίας ο Γιάννης Λίβανος, μου έστειλε ένα απόκομμα από εφημερίδα που έλεγε: Βαγγέλης Αλεξανδρής, πρωταγωνιστής στις «άγριες μέλισσες»  και από κάτω έβαλαν τη φωτογραφία μου και έγραφε, περιμένουμε να σε δούμε και στην επόμενη σου ταινία. Πέθανα στο γέλιο, συμβαίνουν αυτά με τις συνωνυμίες, όμως κανένας δεν με έχει μπερδέψει .

ΚΟΟΥΤΣ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΙΟΡΔΑΝΙΑΣ-ΑΛΛΗ ΑΙΣΘΗΣΗ

-Εθνική Ιορδανίας; Τι είναι πάλι τούτο;

-Τυχαία προέκυψε να αναλάβω την Ιορδανία. Μου έκανε αίτημα φιλίας ένας Σύριος, στο facebook, αλλά αυτός δεν ήταν ένας τυχαίος,  ήταν μάνατζερ στην Ασία, αποδέχομαι το αίτημα και μου στέλνει κατευθείαν μήνυμα και με ρώτησε αν ενδιαφέρομαι να δουλέψω στη Μέση Ανατολή και αν ήθελα ότι μπορούσε να μου βρει δουλειά. Οπότε σκέφτηκα δεν είχα να χάσω τίποτα.

Όσο ήμουν προπονητής στον Άρη με πλησιάζανε παιδιά για τους πάρω ως συνεργάτες μου. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Γιάννης Λίβανος. Την ώρα που πήρα το μήνυμα δες τώρα σύμπτωση, χτυπάει το τηλέφωνο και είναι ο Γιάννης. Του λέω κάνε ένα αίτημα φιλίας σε αυτόν και πες του ότι είσαι ο συνεργάτης μου και στείλε το βιογραφικό μου. Και του λέω «αν μου βρει δουλειά θα σε πάρω για βοηθό μου», οπότε τα ανέλαβε όλα ο Γιάννης και όταν υπήρχε κάποιο νέο με ενημέρωνε. Τότε ήμουν προπονητής στην Καβάλα, δίναμε τότε το τελευταίο παιχνίδι της σεζόν, Σάββατο θυμάμαι ήταν, και την Τετάρτη φύγαμε για Ιορδανία με τον Γιάννη.

Ήταν από τις ομορφότερες εμπειρίες και περιόδους της ζωής μου. Τρεις μήνες μείναμε εκεί. Με κέρδισε αρχικά το οικονομικό, το οποίο ήταν πολύ καλό και ειδικά όταν κάνεις συμβόλαιο με τέτοιες Ομοσπονδίες, δεν φοβάσαι ότι θα χάσεις τα λεφτά σου, ούτε καν είχα το μυαλό μου εκεί. Και εννοείται η καινούρια εμπειρία, γνώρισα ένα νέο κόσμο. Ακόμα κα τώρα έχω κρατήσει φιλίες, ένας από τους παίκτες που είχα εκεί ο Χαμάρσι μου έστειλε μήνυμα να πάω στην Ιορδανία για να συναντηθούμε μετά από 9 χρόνια. Το 2011 είχαν χάσει στον τελικό για ένα πόντο από την Κίνα, οπότε νόμιζα ότι θα έχω τη δεύτερη ομάδα της Ασίας. Παίρνω και πληροφορίες από τον Δημήτρη Κυριακού, ο οποίος ήταν βοηθός προπονητή στην Κίνα. Είχα πάει πολύ οργανωμένος. Και όταν πάμε εκεί ήταν μόνο ένας παίκτης από τους δώδεκα που ήταν την προηγούμενη χρονιά. Στην πρώτη προπόνηση που τους έκανα, ζαλίστηκα. Μετά την προπόνηση πηγαίνουμε με τον Γιάννη Λίβανο περπατώντας στο ξενοδοχείο, εγώ παραμιλούσα στον δρόμο και εκείνος είχε μείνει βουβός, γιατί η ομάδα ούτε για Α2 δεν ήταν. Γυρνάει και μου λέει “κόουτς τι θα κάνουμε;” και του λέω “δύο πράγματα μπορούμε να κάνουμε. Πρώτον να κάτσουμε να πάρουμε τα λεφτά και να κάνουμε τη ζωή μας και δεύτερον να δουλέψουμε σκληρά. Και εγώ επιλέγω του δεύτερο”.

Σε όλη μου τη ζωή δεν είχα ποτέ τέτοια ομάδα, ήταν όλοι  νέοι, είχα μόνο έναν έμπειρο. Τρεις μήνες τους έσκισα στην προπόνηση για να τους κάνω ομάδα, αλλά με λατρέψανε. Συμμετείχα και εγώ στις προπονήσεις, πιο ιδρωμένος και από αυτούς ήμουν. Δεν διαμαρτυρήθηκε ποτές κανείς. Δοκίμασα πολλά παιδιά. Έτσι, βγάλαμε και τον Ντουβερίογλου, 18 χρονών ήταν τότε, φαινόταν ότι θα γίνει καλός. Τον είχα προτείνει στον ΑΡΗ και δεν τον πήραν. Έχει τούρκικο διαβατήριο, γιατί η μάνα του είναι από την Τουρκία και ο πατέρας του είναι Ιορδανός. Μου λένε τότε από τον ΑΡΗ «παίκτη με τούρκικο διαβατήριο θα πάρουμε;», δεν τους πίεσα και εγώ παραπάνω. Έπεσα και στην περίοδο που αυτοί είχαν το  Ραμαζάνι και έπεφταν λιπόθυμοι στις προπονήσεις. Πήγα στον πρόεδρο και του είπα αυτοί θα πεθάνουν, φέρε μου κάποιον να τους μιλήσει και το έκανε. Από τις 15 ομάδες καταφέραμε και βγήκαμε στην 7η θέση.

-Ως παίκτης συνεργάστηκες με αρκετούς σκόρερς

-Ναι και τους βοήθησα πολύ και στην εξέλιξη τους, σκέψου τον Παπαγεωργίου με μένα συμπαίκτη βγήκε δύο χρονιές πρώτος σκόρερ, τη χρονιά που πήραμε το πρωτάθλημα είχε 36,3 πόντους μέσο όρο, δηλαδή απίστευτο νούμερο χωρίς τρίποντο. Λοιπόν έφυγα εγώ και δεν ξανάβαλε καλάθι. Εγώ αντιλαμβανόμουν στη διάρκεια του παιχνιδιού τι θέλει και του έδινα την μπάλα την κατάλληλη στιγμή. Αυτό είναι χάρισμα, αλλά μη νομίζεις ότι μόνο εγώ το είχα. Το είχανε κι άλλοι πολλοί, αλλά δεν το καλλιεργούσαν. Έβαζαν το εγώ τους πάνω από το συμφέρον της ομάδας. Με τον Γκάλη συμπαίκτη χαιρόμουν να του δίνω την μπάλα και αυτός να σκοράρει. Μου άρεζε να μοιραζόμαστε στο παιχνίδι και την μπάλα και τα συναισθήματα και γι αυτό ακόμα και τώρα με όλα τα παιδιά εκείνης της εποχής είμαστε σαν αδέρφια. Επειδή είπες για τον Γκάλη, θα σου πω κάτι, ο Γκάλης ήταν σκόρερ, ήθελε να βάζει την μπάλα στο καλάθι. Εμένα αυτό δεν με ενοχλούσε. Παίζαμε ένα παιχνίδι με τον Ολυμπιακό, Ντέβελι προπονητής, έχω βάλει στο πρώτο ημίχρονο 15 πόντους και έχει βάλει 6 πόντους ο Νίκος. Βγαίνοντας για τα αποδυτήρια με πιάνει αγκαλιά και μου λέει: πολλούς έβαλες, τους μετρούσε. Και δεν ήταν ο μόνος όλοι οι σκόρερ έτσι έκαναν. Ο Κόντος ήξερε από την αρχή της καριέρας του πόσους πόντους έβαλε σε κάθε παιχνίδι. Λοιπόν ξαναγυρίζω σε αυτό που έλεγα, με πιάνει αγκαλιά ο Γκάλης  και μου λέει: πολλούς έβαλες, στο δεύτερο ημίχρονο μη περιμένεις να σου δίνω πάσες για να σκοράρεις. Εγώ γέλασα και του είπα: «Νίκο, το παν είναι να κερδίσουμε να πάρω το πριμ και τα άλλα δεν με νοιάζουν». Στο δεύτερο ημίχρονο λοιπόν ήμουν μόνος φάτσα με το καλάθι πέντε φορές και δε μου έδωσε την μπάλα. Στο δεύτερο ημίχρονο λοιπόν εγώ έβαλα 4 πόντους πήγα στους 19 πόντους και βάζει 19π. ο Γκάλης και πάει 25 συνολικά. Την άλλη μέρα στην προπόνηση του λέω: «Νίκο ήμουν πέντε φορές φάτσα με το καλάθι και δεν μου έδωσες την μπάλα», γέλασε και μου απάντησε: «μπήκε το καλάθι; Τι εσύ τι εγώ…» Αλλά δεν παρεξηγήθηκα ποτέ, καμάρωνα για τις νίκες και για τις επιτυχίες της ομάδας.

-Πόσο δύσκολος παίκτης ήταν ο Γκάλης για τους αντίπαλους αμυντικούς;

– Ο Νίκος εξωτερικά ήταν σαν ένας κοινός θνητός, οποίος μεταμορφωνόταν όταν έμπαινε μέσα στο γήπεδο. Όντως τον μάρκαρα όταν είχε έρθει στον ΑΡΗ σε προπόνηση που με έβαλε ο Πεταλίδης για να τον περιορίσω, και λέω στον Πεταλίδη «δεν μαρκάρεται», γιατί εγώ έβαλα όλη μου την ενέργεια, να μην με περάσει, τότε είχα μαρκάρει τα καλύτερα play-makers στην Ευρώπη και δεινοπαθούσαν απέναντι μου. Ο Γκάλης όμως δεν ζοριζόταν, έπαιζε με μια άνεση και πάντα έβρισκε τον τρόπο να σκοράρει ή να σουτάρει, ήταν δύσκολο να με περάσει, αλλά δεν μπορούσα να τον περιορίσω, κανείς δεν μπορούσε, ακόμα πιο ψηλοί και αθλητικοί δεν μπορούσαν, ούτε ο Ντακουρί που ήταν θεός δεν μπορούσε. Είχε την αυτοπεποίθηση. Ήταν ο ένας και μοναδικός ο Νίκος Γκάλης.

-Πού γνώρισες τη σύζυγό σου; Kάνε μας λίγο τις συστάσεις…

-Είμαστε με την Ξένια μαζί από παιδιά. Εγώ ήμουν 18 χρονών κι αυτή ήταν στα 15, κοίταξε πώς είναι καμιά φορά στη ζωή οι συμπτώσεις. Ο πεθερός μου ο Γεώργιος Γιανναράς ήρθε να σπουδάσει στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου στην περιοχή ΒΙΑΜΥΛ. Ήταν φοιτητής στη Γεωπονία, αλλά μετά έβγαλε τη Σχολή Ευελπίδων και έγινε μόνιμος στρατιωτικός και όταν αποστρατεύτηκε έφτασε στο βαθμό του Στρατηγού. Νοίκιασε διαμέρισμα τότε που ήρθε για τις σπουδές του, στην ΑΣΠ στην πάροδο Χαριλάου Τρικούπη στο δεύτερο όροφο. Εγώ έμενα στη Χαριλάου Τρικούπη 14 και ο Χάρης Παπαγεωργίου Χαριλάου Τρικούπη 9. Εκεί λοιπόν στον ίδιο δρόμο μέναμε με τη γυναίκα μου και έγινε το πρώτο φλερτ. Δεν ντρέπομαι να το πω ότι η γυναίκα μου με φλέρταρε, ήμουν από τα παιδιά που ξεχώριζαν αγωνιστικά γιατί διοργανώναμε διάφορα τουρνουά, με έβλεπαν ο πεθερός μου και η πεθερά μου και με καμάρωναν. Μόλις όμως γνωριστήκαμε με την Ξένια έφυγε ο πεθερός μου στην Αλεξανδρούπολη και μετά για 2 χρόνια στην Κύπρο. Οπότε το φλερτ μας συνεχίστηκε δι αλληλογραφίας. Και μέχρι να επιστρέψουν στην Ελλάδα μιλούσαμε μέσα από τα γράμματα. Εν τω μεταξύ την είχα μια φορά φιλήσει στο μάγουλο, αυτή ήταν μέχρι εκείνη την περίοδο η «σχέση» μας. Στην Κύπρο η Ξένια τελείωσε Αγγλικό λύκειο και γυρίζοντας στην Ελλάδα πέρασε στην Ολυμπιακή, ως αεροσυνοδός. Τότε η οικογένεια της έμεναν στην Αθήνα, εγώ στη Θεσσαλονίκη, δεν μπορούσαμε να βρεθούμε, ήμουν κι εγώ λίγο ζηλιάρης και την είπα, τηλεφωνικά κάποια στιγμή: «διάλεξε ή την Ολυμπιακή ή εμένα». Εγώ τότε ήμουν 23 ετών και παίξαμε ένα παιχνίδι στο παλέ και ακούω από την κερκίδα τη φωνή του συμπαίκτη μου από την Αναγέννηση που είχε πάει στον Ηρακλή του Γιάννη Βαγιακάκου: «μαύρε, μαύρε…», γυρίζω προς τα εκεί που καθόταν να τον δω και μου δείχνει στο πλάϊ του, όπου ήταν η Ξένια, είχε παρατήσει την Ολυμπιακή και ήρθε στη Θεσσαλονίκη και έμενε στη μετέπειτα κουμπάρα μας. Και ήρθε, Δημήτρη, τα παράτησε όλα για μένα. Είχε κάνει την επιλογή της. Τότε ο πεθερός μου ήταν στο Βόλο ως αντισυνταγματάρχης και είπα θα πάω να τη ζητήσω. Και μου λέει η μητέρα μου, «εγώ δεν έρχομαι, το κορίτσι δεν το έχουνε για πέταμα. Ένα σχολείο έχεις τελειώσει, ούτε δουλειά έχεις ούτε φαντάρος έχεις πάει» και πήγαμε με τον πατέρα μου την αδερφή μου και τον σύζυγο της. Και ο άσχετος, αντί να πάω να πάρω λουλούδια από το Βόλο τα πήρα από τη Θεσσαλονίκη είχα πάρει κάτι τουλίπες και τα κρατούσα αγκαλιά και μέχρι να φτάσουμε στο Βόλο είχαν ανοίξει, είχαν γίνει σαν παπαρούνες. Εκεί λοιπόν αρραβωνιαστήκαμε, αν και αντέδρασε η πεθερά μου που της έλεγε «παράτησες τη δουλειά σου στην Ο.Α. πού πας, δεν έχει αυτός ο νέος δουλειά, πώς θα ζήσετε και τέτοια». Όμως ο πεθερός μου από την αρχή με αγάπησε πολύ και μου έδωσε το χέρι της Ξένιας. Αλλά αφότου παντρευτήκαμε η πεθερά μου  όλα τα χρόνια μέχρι πέρσι που πέθανε στα 90 της χρόνια, ήταν η πιο ένθερμη υποστηρικτής μου, παρακολουθούσε όλη μου την καριέρα, ήξερε το πρόγραμμα των αγώνων σε κάθε ομάδα που βρέθηκα, γνώριζε αν έπρεπε να κερδίσω για να σωθούμε ή να πάρουμε κάτι, ήξερε τους αντιπάλους,  μου τηλεφωνούσε ενδιαφερόταν…  Αρχικά μπορεί να μην με ήθελε αλλά εκτίμησε το χαρακτήρα μου, ξέρεις γενικά το λέω, αγαπιέσαι από το χαρακτήρα όχι από το τι πρεσβεύεις. Αυτά που βλέπουμε στις παλιές Ελληνικές ταινίες έγιναν και στην πραγματικότητα, η πεθερά μου απλά εκδήλωσε μια υγιή ανησυχία για την ποιότητα ζωής που θα είχε η κόρη της. Αλλά το αίσθημα μας ήταν τόσο δυνατό που όλα τα εμπόδια υπερκεράστηκαν.

-Και όχι μόνο παντρεύτηκες την Ξένια, αλλά αποκτήσατε και δύο παιδιά.

-Τα παιδιά μου είναι για μένα τα παράσημα μου. Είναι η Μαρία και ο Γιώργος. Και οι δύο σπούδασαν στο Λονδίνο και έμειναν εκεί. Η κόρη μου που έχει το όνομα της μητέρας μου, τελείωσε Κοινωνιολογία είναι υπάλληλος στα Υπουργεία εδώ και 21 χρόνια. Έχει ανελιχθεί σε υψηλότατο στέλεχος στο Υπουργείο Αθλητισμού και Πολιτισμού. Ήταν υπεύθυνη σε ένα 5ετές πρόγραμμα για τον αγώνα της Βρετανικής κοινοπολιτείας και τώρα ήταν υπεύθυνη με το γραφείο της για ένα τμήμα των εκδηλώσεων για την κηδεία της βασίλισσας Ελισάβετ. Τα λέω όλα αυτά γιατί ο Γιάννης Ιωαννίδης που βάφτισε την κόρη μου ήταν περήφανος για τη Μαρία και συχνά μου έλεγε ότι «αυτή θα φτάσει πολύ ψηλά γιατί εγώ τη λάδωσα» και εν δικαίω γιατί κι αυτό μετράει.

Η κόρη μου έχει παντρευτεί  έναν Αγγλοϊρλανδό και έχω δύο εγγόνια τον Βαγγέλη και την Καρολίνα. Και το Βαγγέλης στην Αγγλία είναι δύσκολο όνομα όμως τον φωνάζουν Έλις και βολεύτηκε κι αυτό το θέμα. Και η εγγόνα μου έχει πάρει το όνομα της μητέρας του γαμπρού μου. Αρχικά ο γαμπρός μου είπε να βγάλουμε το όνομα της γυναίκας μου που το βαφτιστικό της είναι Ξανθίππη. Αλλά εγώ επέμενα να βγάλει τη μητέρα του. Μου λέει εμείς αυτό το έθιμο δεν το έχουμε εδώ, αλλά μπορεί να μην το λένε, όμως όταν πήγαν το ζευγάρι στη μητέρα του και της είπαν σκεφτόμαστε να βγάλουμε το όνομα σου, αυτή δάκρυσε. Και τελικά τη βαφτίσανε Καρολίνα.

 

-Πάντως δύσκολο πράγμα Βαγγέλη να είναι τα παιδιά σου στο εξωτερικό για πάντα

-Όντως πολύ δύσκολο, αλλά εγώ δεν θέλω να μπαίνω εμπόδιο σε αυτό που θέλουν να κάνουν. Η Μαρία δεν ήθελε να σπουδάσει στην Ελλάδα γιατί δεν της άρεσε ο χώρος των Ελληνικών Πανεπιστημίων γενικά. Είχε μία φίλη, συμμαθήτρια της από μικρές  που ήταν κολλητές και την παίρναμε μαζί μας και στις διακοπές, πήγαν μαζί στην Αγγλία να σπουδάσουν. Η φίλη της βέβαια τώρα είναι Διευθύντρια στον ΑΝΤ1, η Στέλλα Λίτου. Στην Αγγλία εργάστηκε ως Associate και Executive Producer στον τομέα παραγωγής και χρηματοδότησης κινηματογραφικών ταινιών και επέστρεψε στην Ελλάδα ως Σύμβουλος στη Γενική Διεύθυνση Τηλεόρασης της ΕΡΤ. Μετά πήγε στη Βουλγαρία, μετ5ά στη Ρουμανία και από το 2019 ανέλαβε την θέση της Γενικής Διευθύντριας στον τηλεοπτικό σταθμό Ant1 TV. Αυτή  επέστρεψε στην Ελλάδα, η κόρη μου πάλι όχι.

-Και ο γιος σου ο Γιώργος;

-Ο Γιώργος έχει το όνομα του πεθερού μου, του στρατηγού, τον οποίο ήθελα να τιμήσω γιατί είχε 3 κόρες και καλά που βγάλαμε το όνομα του το χάρηκε πάρα πολύ γιατί τα άλλα του τα κορίτσια δεν βόλεψε να τον βγάλουν στα παιδιά τους. Ο Γιώργος λοιπόν είναι άγαμος, δούλεψε 13 χρόνια στο Κοινοβούλιο στο Λονδίνο, αν και σπούδασε γραφίστας δούλευε στον οικονομικό τομέα, μετά όμως πήγε και σπούδασε γιόγκα και έγινε δάσκαλος γιόγκα. Παράτησε λοιπόν το κοινοβούλιο και κάνει τώρα ελεύθερο επάγγελμα.

Εγώ τα παιδιά ήθελα πάντα να σπουδάσουν, Από νωρίς τους είπα δεν έχω καμιά περιουσία ή καμιά επιχείρηση να σας αφήσω, ένα όνομα θα σας αφήσω που θα είστε περήφανα, αλλά θέλω να σπουδάσετε. Ήταν κανόνας αυτός απαράβατος, γιατί ήξερα πως θα διευρυνθεί και το μυαλό τους και οι ορίζοντες τους και όλα. Και είχα δίκιο σε αυτό, μάτωσα οικονομικά, ξέρεις έστειλα δύο παιδιά στο Λονδίνο δεν τα έστειλα ούτε στη Βουλγαρία, ούτε στη Ρουμανία. Μάτωσα που λες. Όπως έπαιρνα τα λεφτά τότε από το Βωβό ή από τον Παπακαλιάτη, όπου αμειβόμουν καλά, όπως τα έπαιρνα εκεί έφευγαν. Και στο γιο μου του το είχα πει, θα πάρεις το πτυχίο σου. Μετά θες να γίνεις μπάρμαν; Θα έχεις το πτυχίο σου από πίσω σου πάνω από τα μπουκάλια…

-Κάνοντας έστω και πρόχειρα μια αυτοκριτική πώς τοποθετείσαι;

-Κοιτώντας τα πράγματα μεταγενέστερα καταλαβαίνεις ότι έχεις κάνει και λάθη, προφανώς κι εγώ δεν είμαι αλάνθαστος. Αν γύριζε ο χρόνος πίσω, με τις ίδιες συνθήκες που ζούσα τότε, τα ίδια λάθη πιστεύω πως θα έκανα. Δεν μετανιώνω για τίποτα. Είμαι γεμάτος στη ζωή μου από αυτά που έζησα και πέτυχα, κυρίως από τους ανθρώπους που συνάντησα, τις φιλίες και τις γνωριμίες που έκανα. Ένα μόνο είναι σίγουρο και το πίστευα τότε το πιστεύω και τώρα: Όταν ένιωθα να με αδικούν ήθελα να πάρω τη ρεβάνς, να τους κάνω να πληγωθούν όπως με πλήγωσαν και εμένα. Αυτό είναι το βασικό χαρακτηριστικό μου. Αλλά μέσα στον αθλητισμό μόνο.

**Η συνέντευξη με τον Βαγγέλη Αλεξανδρή έγινε στο ωραίο περιβάλλον του καφέ DESEO, στην Πλαστήρα στην περιοχή Χαριλάου.

 

To Top