Εκείνο το βράδυ της 14ης Ιουνίου του 1987 στο ΣΕΦ, έμελλε ν’ αλλάξει ριζικά το ελληνικό μπάσκετ. Η Εθνική Ελλάδας των Γκάλη, Γιαννάκη, Καμπούρη και των υπόλοιπων παιδιών, έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης και «μέθυσε» κάθε ελληνικό σπίτι!
Ακολούθησε το PRESSARIS και στο Instagram, για ακόμα πιο άμεση ενημέρωση στα θέματα του Άρη!
Ο Δημήτρης Διαμαντίδης ήταν 7 ετών, ο Βασίλης Σπανούλης 5, ο Παπαλουκάς 10, ο Ζήσης 4, ο Φώτσης 6, ο Κακιούζης 11, ο Ντικούδης 10, ο Λάζαρος Παπδόπουλος 7, αυτά τα παιδάκια μόλις είχαν ξεκινήσει να κάνουν κυριολεκτικά τα πρώτα τους βήματα και να ανακαλύπτουν την «μαγεία» που μπορεί να κρύβεται στην πορτοκαλί θεά. Ήταν εκείνο το βράδυ που κατάλαβαν τι μπορεί να σου δώσει μια… μπάλα. Τι μπορεί να κάνει ένα «μαγικό» και ονειρεμένο βράδυ.
Η «μαγεία» αυτή πριν από 32 χρόνια, ένα καλοκαιρινό βράδυ στο Φάληρο έσκασε σαν βόμβα με χρυσόσκονη και πασπάλισε ολόκληρη την Ελλάδα, σε ένα βράδυ που δεν έμοιαζε με τα άλλα. Όλα σε εκείνο ήταν ξεχωριστά. Όλα ήταν μοναδικά. Όλα ήταν έτσι φτιαγμένα για να αλλάξει η ιστορία και να ξεκινήσει ένα νέο κεφάλαιο, πιο χρυσό, πιο ταλαντούχο και πιο… αγαπημένο από την επίσημη αγαπημένη που αγαπήθηκε όσο καμία.
Μερικά λεπτά μετά τις 10 ίσως κανείς απ’ όσους πανηγύριζαν είτε μέσα στο ΣΕΦ, είτε στα σπίτια τους, είτε στους δρόμους δεν είχε καταλάβει το μέγεθος του κατορθώματος. Η χαρά δεν άφησε κανέναν να καταλάβει…
Κανείς μέσα στην δράση των ενδορφίνων, των ορμονών που εκκρίνει ο οργανισμός μας όταν είμαστε χαρούμενοι, δεν μπορούσε να χωρέσει το μέγεθος του κατορθώματος που είχε συμβεί, εκεί πάνω σε εκείνο το παρκέ. Στα 30 χρόνια από την επιτυχία της Εθνικής στην Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση φιλοξενήθηκαν πρωταγωνιστές, καθώς και ο Θοδωρής Παπαλουκάς που ένωσε το τότε με το σήμερα.
Ο Τεο τα είπε όλα με λίγα λόγια, «θα τους πω ευχαριστώ γι’ αυτό που έκαναν για όλους μας για την χώρα. Για την ποιότητα ζωής που μου πρόσφεραν. Δεν ήταν απλό αθλητικό γεγονός. Ήταν μία αλλαγή που μπήκαμε όλοι σε έναν δρόμο που μπορεί να σε οδηγήσει μόνο ο αθλητισμός», ενώ από την πλευρά του ο «Δράκος» του ελληνικού μπάσκετ και πρωταγωνιστής εκείνης της μοναδικής παράστασης είχε σχολιάσει, «το 1987 ήταν μεγάλη προίκα που δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα. Πρόσθεσε κάτι στην καθημερινότητα όλων. Έδωσε τη δυνατότητα να πιστέψουν οι μικροί. Έδωσε κίνητρο σε όλο τον κόσμο να πιστέψουν πως μπορεί ακόμα και ομάδες με όχι καλές υποδομές και ιστορία να κατακτήσουν τα πάντα».
Και έχει σε όλα δίκιο και φυσικά σε τρεις γραμμές δεν χωρά αυτό που έγινε στην Ελλάδα μετά την επιτυχία του 1987. Αχ, αυτή η επιτυχία που μοιάζει τόσο ζωντανή, τόσο μοναδική, τόσο φρέσκια, τόσο αληθινή και ας έγινε 32 χρόνια πριν. Τριανταδυο χρόνια σαν χθες για τον καθέναν που έχει να διηγηθεί μια ιστορία, μια σκέψη, μια σκηνή από την ζωή του, που μπορεί και την παίζει σαν τις ελληνικές ταινίες που θυμόμαστε το σενάρια σαν να έχουμε πρωταγωνιστήσει σε αυτές.
ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ
Αλλά ας γυρίσουμε τον χρόνο πίσω σε εκείνο το τόσο ονειρεμένο βράδυ της 14ης του Ιούνη. Ήταν 22:01 όταν η φωνή του Φίλιππου Συρίγου έμπαινε σε κάθε σπίτι, κάθε ελληνικής οικογένειας, σε μια Ελλάδα που ήταν όλη όρθια και αν μετρούσαμε παλμούς δεν θα μας έφταναν οι γιατροί. «Θέλει προσοχή», φωνάζει και κάπως έτσι το τέλος βρίσκει μια νέα σελίδα να ξημερώνει για το μπάσκετ και το μέλλον μιας ολόκληρης χώρας.
Εκατομμύρια άνθρωποι αγκαλιασμένοι, με δάκρυα στα μάτια, με τις αναπνοές τους να παλεύουν να γίνουν φυσιολογικές και τις καρδιές να προσπαθούν να πετάξουν από τα στήθη να ζουν την απόλυτη ευτυχία από ένα απλό παιχνίδι μπάσκετ.
Απλό παιχνίδι μπάσκετ…
Νίκος Σταυρόπουλος, Παναγιώτης Γιαννάκης, Αργύρης Καμπούρης, Νίκος Λινάρδος, Παναγιώτης Καρατζάς, Μιχάλης Ρωμανίδης, Νίκος Φιλίππου, Λιβέρης Ανδρίτσος, Παναγιώτης Φασούλας, Μέμος Ιωάννου, Φάνης Χριστοδούλου, Νίκος Γκάλης, και Κώστας Πολίτης (προπονητής), ήταν εκείνοι που άλλαξαν τους όρους αυτού του παιχνιδιού.
Όρους που πολλοί τους είχαν προδιαγράψει, αλλά λογάριασαν χωρίς την ελληνική ψυχή και τους παίκτες με τα γαλανόλευκα που φρόντισαν να πάρουν την ένταση του κατάμεστου ΣΕΦ, να το κάνουν ενέργεια και να κερδίσουν το παιχνίδι κόντρα στους Σοβιετικούς με 103 – 101. Στο παρκέ μπήκαν 5, στον πάγκο κάθονταν άλλοι 7 και συνολικά ήμασταν 11 εκατομμύρια Έλληνες που όλοι μαζί αλλάξαμε την ιστορία. Αυτά που έγιναν πριν τον τελικό αποτελούν ξεχωριστή ιστορία, όπως και αυτά που έγιναν μετά από αυτόν.
Με τον «καύσωνα» να χτυπά για ακόμα μια φορά την χώρα, άνθρωποι όλων των ηλικιών «πάλευαν» για ένα εισιτήριο που θα τους έδινε την δυνατότητα να ζήσουν από κοντά αυτό το ταξίδι.
Από τα μελάνια των εφημερίδων, αποτυπωνόταν η «μάχη» των αστυνομικών με το παρεμπόριο και όλους εκείνους που έψαχναν με κάθε κόστος ένα «μαγικό» χαρτάκι κάτω από τον καυτό ήλιο και τους ανθρώπους του γηπέδου να τους καταβρέχουν για να μην πάθουν ηλίαση. Τελικά μπήκαν στο ΣΕΦ όσοι θα μπορούσαν να μπουν πανέτοιμοι για να γίνουν μέλη της ιστορίας. Στα επίσημα η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας ο ένας καθισμένος δίπλα στον άλλον για έναν κοινό σκοπό.
Ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Χρήστος Σαρτζετάκης, ο τότε Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και όλοι οι υπουργοί, με την Μελίνα Μερκούρη να είναι εκείνη που ξεχώριζε. Το ματς ξεκίνησε και μαζί η ιστορία άρχισε να γράφει στα βιβλία της.
Η Σοβιετική Ένωση προηγούνταν με 89 – 87, με την μπάλα να πηγαίνει στα χέρια του Νίκου Γκάλη και εκείνος, αφού μάζεψε όλη την άμυνα πάνω του πάσαρε στον Λιβέρη Ανδρίτσο που κέρδισε φάουλ 36′ πριν το τέλος και πήγε στις βολές. Εκεί με ψυχραιμία απαράμιλλη ευστοχεί σε δύο ακόμα βολές που μπορεί να μην έχουν την… αίγλη των τελευταίων, αλλά ήταν το ίδιο σημαντικές, έκανε το σκορ 89 – 89 και έστειλε τον αγώνα στην παράταση και την ηρεμία όλων περίπατο.
Πολλές είναι οι αναφορές στον Τύπο της εποχής για πολλά περιστατικά που βρέθηκαν στο νοσοκομείο και σχετίζονταν με τον αγώνα της Ελλάδας. Το παιχνίδι εξελίσσεται, η Ελλάδα είναι ολοζώντανη, το σκορ γίνεται 101 – 101 και η μπάλα βρίσκεται σε ελληνικά χέρια. Ο Μέμος Ιώαννου θα πάρει το σουτ, άπαντες κρατούν την ανάσα τους και θα αστοχήσει.
Εκεί, σαν «από μηχανής Θεός» θα πεταχτεί ο Αργύρης Καμπούρης, θα κατεβάσει το επιθετικό ριμπάουντ και κερδίσει το φάουλ, για να στηθεί για δύο βολές με 4 δευτερόλεπτα να απομένουν στο ρολόι και όλο το ΣΕΦ βρίσκεται στον… αέρα. Ο χρόνος σταμάτησε, οι καρδιές βροντούσαν και η Ελλάδα «πάγωσε». Απ’ άκρη σε άκρη της όλα φάνηκαν να «παγώνουν».
Για λίγο, για ελάχιστο, όσο χρειάστηκε ο Αργύρης να κοιτάξει στον ουρανό, να φυσήξει τα δάχτυλα του, να κλείσει το μυαλό του σε όλα τα εξωτερικά ερεθίσματα, να βάλει την πρώτη και να πανηγυρίσει μέσα από την ψυχή του και να κάνει το 2/2 στέλνοντας τις δυο βολές στο διχτάκι της ρακέτας των Σοβιετικών.
Η περιγραφή του Φίλιπου Συρίγου ακόμα ηχεί στα αυτιά μας, «Τίποτα, τίποτα δεν μας σταματά. Πραγματικά είμαστε τόσο κοντά. Η πρόκριση στα χέρια αυτού του τίμιου γίγαντα, 102 – 101, και μόνο 4 δευτερόλεπτα, 103 – 101. Βάλτερς, στον Γιοβαίσα, θέλει προσοχή, η μπάλα έξω, είναι το τέλος. Η ελληνική ομάδα είναι πρωταθλήτρια Ευρώπης».
Ελλάδα: Γκάλης 40 (1), Γιαννάκης 10 (2), Καμπούρης 10, Χριστοδούλου 10 (2), Φασούλας 12, Ανδρίτσος 10, Ιωάννου 8 (1), Ρωμανίδης 3, Φιλίππου
Σοβιετική Ένωση: Βάλτερς 23 (4), Μαρτσουλιόνις 16, Χομίτσιους 10, Τσατσένκο 14, Γιοβάισα 17 (4), Βολκόφ 4, Ταρακάνοφ 5, Γκομπόροφ 4, Τιχονένκο, Μπαμπένκο, Παγκράσκιν 8
Η ελληνική ομάδα είναι πρωταθλήτρια Ευρώπης. Ανέβηκε στο υψηλότερο σκαλί του βάθρου με τον γνωστό της τρόπο. Κόντρα σε όλους και σε όλα. Τα πάντα είχαν αλλάξει. Μεταξύ της έκστασης, των αγκαλιών, των δακρύων, των κραυγών, των χοροπηδητών τίποτα δεν ήταν ίδιο. Η Ελλάδα ζούσε μια μοναδική αθλητική στιγμή στην ιστορία της η οποία είχε την δύναμη να βάλει νέες βάσεις και όλα να ξεκινήσουν από νέα αφετηρία.
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΗΜΕΡΑ
Αυτή ήταν η μεγαλύτερη στιγμή στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού σίγουρα μέχρι τότε και για πολλούς είναι και η μεγαλύτερη. Με την Εθνική ομάδα μπάσκετ να έχει γράψει κι άλλες ολόχρυσες σελίδες ιστορίας, όπως και εκείνη του ποδοσφαίρου η 14η Ιουνίου του 1987 παραμένει εκείνη που άλλαξε την ιστορία. Ίσως τίποτα απ’ όλα αυτά που έγιναν στην συνέχεια να μην είχε συμβεί αν δεν είχε ανάψει η σπίθα εκείνο το βράδυ. Εκείνη η νύχτα που έγινε ημέρα και γέμισε γαλάζιο και άσπρο όλη η Ελλάδα.
Τα ρεπορτάζ άρχισαν να «γυρίζουν» γύρω από το μπάσκετ, παιδάκια να παρακαλούν για μια μπασκέτα και μια πορτοκαλί μπάλα, ενώ ο σαν να ακούστηκε σε κάθε σπιτικό ο Παναγιώτης Γιαννάκης μετά την λήξη του αγώνα τόνισε, «δώστε μπάλες στα παιδιά».
Από εκείνη την παραίνεση του βγήκαν τα χρυσά μας παιδιά, που πήρε υπό τις οδηγίες του, τους έδωσε και λίγη από την χρυσή του λάμψη και τα έφερε και πάλι στην κορυφή της Ευρώπης και του κόσμου να μπορούν να κοιτούν στα μάτια τους κορυφαίους. Εκείνα τα μικρά αγοράκια εκείνο το βράδυ του Ιούνη έπιασαν την μπάλα, δεν την άφησαν ποτέ και έγραψαν ιστορία.
Μας έκαναν η υπερηφάνεια να μην φύγει ποτέ από το στήθος μας και κατάφεραν να μας κάνουν να τους αγαπήσουμε όσου εκείνους που το έκαναν πρώτοι. Το παρελθόν και το μέλλον του μπάσκετ στην Ελλάδα ενώθηκε τόσο μοναδικά, τόσο μαγικά και η αγάπη ενός ολόκληρου λαού γι’ αυτά τα παιδιά, τα λίγο μεγαλύτερα πλέον, θα είναι αιώνια…