Αν αυτό δεν είναι μια μυθική ζωή τότε τι είναι; Ξεκίνησε φτωχόπαιδο, παιδί μας πολυμελούς οικογένειας για να φτάσει να μαγειρεύει για θεούς και δαίμονες, να απολαύσει την απόλυτη καταξίωση και να φιλοσοφήσει τη ζωή όσο ελάχιστοι. Ας γνωρίσουμε τον Αιμίλιο Δαδούδη.
-Από το χωριό μου ήρθα 17 χρονών στη Θεσσαλονίκη. Με φιλοξένησε μια θεία μου 6 μήνες. Μετά, με ένα παιδί από το ωδείο που πήγαινα, νοικιάσαμε στην Καμάρα ένα δωμάτιο. Ύστερα, μάζεψα λίγα χρήματα και πήρα ένα οικόπεδο στον Εύοσμο, τότε ήταν φθηνά εκεί. Είχα 3 αδερφές. Η μια παντρεύτηκε, την άλλη την έφερα από το χωριό να δουλέψει στον Φλόκα και μετά καμαριέρα στο Ξενία, παντρεύτηκε και αυτή και της έδωσα προίκα το σπίτι λες και ήταν η κόρη μου. Παζάρευα ένα κτήμα εδώ στο Πανόραμα, 4 στρέμματα, γύρω στα 5 εκατομμύρια. Μετά, έγινε ο σεισμός, μου άλλαξε τα σχέδια και ορκίστηκα να μην ξαναμείνω στην πόλη μέσα.
-Ξεκίνησα από το Φλόκα το 1960. Το 1957 ήρθα από το χωριό μου, τον Βαθύλακο Κοζάνης και δούλεψα για δύο χρόνια στα Λαδάδικα, σε ένα εμπορικό κατάστημα, τότε που ήταν εκεί τα κάρα και τα καλντερίμια. Ήταν στη Ζαφειράκη αυτό το μαγαζί, η οποία ήταν η προέκταση Τσιμισκή.
Ήρθε κάποιος να βάψει το μαγαζί, με συμπάθησε και με ρώτησε αν θέλω να με βάλει στον Φλόκα, στα εργαστήρια, τα οποία ήταν στα Λουτρά, στα λουλουδάδικα από πίσω. Το κεντρικό κατάστημα του Φλόκα ήταν στην Τσιμισκή, μετά έγινε American Express. Και έτσι πήγα εκεί στο εργαστήριο και με βοηθήσανε, με έβαλαν σε πολλά πόστα και έφυγα φαντάρος.
Ο διευθυντής με ρωτούσε πότε απολύομαι, γιατί με ήθελε επειδή πέρασα από πολλά πόστα. Μου είπε ότι θέλουν να με στείλουν στην Ουρανούπολη, μόλις είχαν πάρει το Ξενία. Από εκεί περνούσαν όλοι οι πλούσιοι της Θεσσαλονίκης. Εγώ δούλεψα εκεί 5 χρόνια, από το 1962 μέχρι το 1967.
-Φτάναμε δύσκολα στην Ουρανούπολη. Ανεβαίναμε από τον παλιό Χολομώντα, από τον Άγιο Πρόδρομο και κατεβαίναμε Αρναία. Από εκεί πηγαίναμε Στάγειρα, Στρατονίκη, Στρατώνι, Ιερισσό, Νέα Ρόδα και τέλος Ουρανούπολη. Ο δρόμος ήταν όλος με χαλίκι. Κάναμε 8 ώρες.
Έφταναν όλοι με κότερα εκεί. Είχαμε 22 δωμάτια. Σχεδόν όλο τον Αύγουστο είχε το ξενοδοχείο κλεισμένο μια παρέα από την Αθήνα και ερχόταν με ένα κότερο μεγάλο. Από το 1962 που απολύθηκα από το στρατό, δούλευα εκεί 6 μήνες.
Τον χειμώνα που γυρνούσα, ήμουν στα εργαστήρια του Φλόκα. Εκείνα τα χρόνια ερχόταν ο Γιώργος Τορνιβούκας, που είχε το Mediterrane το ξενοδοχείο. Ερχόταν και έτρωγε, του άρεσε πάρα πολύ. Ήθελε να με πάρει στο ξενοδοχείο του να δουλέψω. Εγώ παρακολουθούσα και μαθήματα στη μαγειρική σχολή μαζί με τη δουλειά. Του είπα ότι δεν μπορώ να φύγω, γιατί με έστελναν να δουλέψω στον Διόνυσο των Αθηνών, στο Φιλοπάππου, δυο εξάμηνα για να βελτιωθώ και να μάθω πράγματα. Εκεί είχε Ιταλούς μάγειρες. Να σας πω ότι είχε έναν μάγειρα μόνο για σάλτσες! Παρόλο που ήμουν μικρός, όταν είδα το εστιατόριο είπα μακάρι να μπορέσω στη ζωή μου να κάνω ένα τέτοιο μαγαζί. Την περίοδο των Χριστουγέννων, στέλναμε 200 γαλοπούλες σε σπίτια.
Αποφάσισα το ΄67-΄68 να βρω τον Τορνιβούκα, μήπως και θέλει να με πάρει στο Mediteranne. Θα έφευγα από τον Φλόκα και μου είπε να αναλάβω την κουζίνα. Του είπα να πάω για 1-2 χρόνια σαν δεύτερος μάγειρας για να μάθω και θα αποφασίσω. Πράγματι, στον δεύτερο χρόνο ανέλαβα αρχιμάγειρας. Ήταν ανοιχτό, μπορούσε να έρθει να φάει και κόσμος που δεν έμενε στο ξενοδοχείο. Επίσης, κάναμε πολλούς γάμους από επώνυμους θεσσαλονικιούς, μέχρι και 600 άτομα.
Τον τρίτο χρόνο, ο Τορνιβούκας αγόρασε μια έκταση στην Ουρανούπολη, ξεκίνησε να χτίζει ξενοδοχείο και με πήρε μια μέρα να πάμε για να δούμε πώς θα διαμορφώσουμε την κουζίνα.
Στο Mediteranne εκείνα τα χρόνια δούλευε και η γυναίκα μου, η οποία είχε βγάλει σχολή ξενοδόχων στη Βιέννη. Ήταν στην ρεσεψιόν. Με παίρνει λοιπόν, πηγαίνουμε στην Ουρανούπολη, και τον επόμενο χρόνο ανοίγει το Eagles Palace, όπου και πήρε και τη γυναίκα μου. Άρχισαν να έρχονται όλοι οι πλούσιοι της Θεσσαλονίκης και κάναμε μια κουζίνα φοβερή.
-Τη δεύτερη χρονιά στο Eagles Palace, ήρθε ο Μπαλόπουλος, ο υπουργός τουρισμού της Χούντας. Με φώναξε και μου είπε ότι θέλει να με στείλει έξω να κάνω ελληνικά φαγητά στο Μόντε Κάρλο, στο Hotel de Paris, το οποίο ήταν απέναντι από το καζίνο και δίπλα από το Café de Paris. Αυτά όλα, εκείνα τα χρόνια, τα είχε ο Ωνάσης. Πήγα λοιπόν, και στο ξενοδοχείο δούλευαν 54 μάγειρες. Περνούσε όλη η Ευρώπη από εκεί. Έκανα ελληνικά φαγητά από το πρωί μέχρι το μεσημέρι στο Café de Paris. Αυτό όλο κράτησε δύο μήνες. Τα πλήρωσε όλα ο Ωνάσης.
Τον Ωνάση δεν έτυχε να τον γνωρίσω. Κάναμε ένα γκαλά την τελευταία εβδομάδα, όπου ήταν η Χριστίνα Ωνάση και που είχε έρθει το συγκρότημα του Λαβράνου μαζί με τη Νάνα Μούσχουρη.
Ο Μπαλόπουλος με έστειλε στην Γερμανία, στο Τρίερ, όπου είχαν 3-4 ξενοδοχεία, για να κάνω από 2-3 εβδομάδες στο κάθε ξενοδοχείο. Όταν ήμουν στο Μόντε Κάρλο και στη Γερμανία, με πλήρωνε και το Mediteranne και τα ξενοδοχεία που δούλευα τότε.
Μετά το τέλος του γκαλά και πριν φύγω από το Μόντε Κάρλο, θέλανε να μας κάνουν ξενάγηση και έτσι πήγαμε στη Μεντόν, στη Βεντιμίλια, στο Σαν Ρέμο και στο Λουξεμβούργο. Και την τελευταία μέρα της ξενάγησης, πριν φύγω, έκαναν ένα γκαλά σε μια τεράστια αίθουσα, όπου βράβευαν επιφανείς ζωγράφους και ποιητές, και βράβευσαν και εμένα.
Μίλησα με το σεφ εκεί, βρήκα και μερικά βιβλία του Γάλλου Εσκοφιέ που είχαν έναν πλούτο και έμαθα πολλά. Τότε δούλευα πολύ. Πήρα ένα μεγάλο βάπτισμα εκεί.
-Το Eagles Palace δούλεψε πάρα πολύ καλά, με επώνυμους που ερχόταν από τη Θεσσαλονίκη και τους έκανα σπεσιαλιτέ. Κάποια στιγμή, μου γυρνούσε στο μυαλό ο Διόνυσος των Αθηνών και πώς μπορούσα να κάνω ένα τέτοιο μαγαζί. 5 χρόνια μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, είχαμε ένα σπίτι στην Βασ. Όλγας κι εγώ συνήθως έπαιρνα το αυτοκίνητο μου και με τον γιό μου ερχόμασταν στον Χορτιάτη. Είδα ένα ενοικιαστήριο, μίλησα με τους ανθρώπους εκεί και με στείλανε στον κύριο Κώστα Τοκμακίδη στη Βασ. Ηρακλείου για να του μιλήσω.
Πήγα λοιπόν και επειδή με συμπάθησε, παρόλο που του το ζήτησαν τόσοι, αποφάσισε να μου το δώσει. Χρειαζόμασταν βέβαια και χρήματα για να ανοίξουμε το εστιατόριο. Τότε, είχαμε πελάτες στο ξενοδοχείο που μας λάτρευαν. Αυτοί είχαν αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, εργοστάσια κλπ, τους είπαμε ότι θέλαμε να στήσουμε ένα εστιατόριο και μας βοήθησαν. Ανοίξαμε το Διόνυσο του Πανοράματος 1975, περίπου άνοιξη-καλοκαίρι. Είχαμε μια κουζίνα με σπεσιαλιτέ ελληνικές και ευρωπαϊκές, και όλοι είχαν μάθει για το μαγαζί πριν ακόμα το ανοίξουμε. Τα Σάββατα είχαμε 180 κρατημένα τραπέζια.
-Το Πανόραμα έτυχε να το διαλέξουμε μαζί με το Στέλλιο Βούλγαρη και τον Αλέκο Παγκόπουλο που φτιάξαμε το Διόνυσο. Εγώ ήμουν ακόμα ανίδεος από μαγαζιά, ποτέ μου δεν το υπολόγιζα ότι ήταν μακριά από το κέντρο. Μου έλεγαν ότι δεν θα έρθει κανείς εδώ πάνω. Θα σας φάνε οι λύκοι.
Κι όμως, 15 χρόνια δεν έβρισκες τραπέζι να κάτσεις. Στο μαγαζί ερχόντουσαν επώνυμοι βιοτέχνες και δέθηκα με αυτούς και έκανα παρέα. Αποφάσισα τότε να κάνω μια βιοτεχνία, ήμουν πολύ αποφασισμένος. Θα έβαζα 5-6 εκατομμύρια, ή θα τα έχανα ή θα έκανα δουλειά. Βρίσκω ένα χώρο λοιπόν, στην Κηφισιά και τον νοικιάζω. Ξεκινάω με μια παραγγελία 500 ρούχα από την Αγγλία. Τα 500 έγιναν 600 και μετά 1000. Είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. Την έφτιαξα παράλληλα με τον Διόνυσο και έχει περίπου 15 χρόνια που έκλεισε. Την είχαμε περίπου 17 χρόνια. Κάποια στιγμή, κουράστηκα, βαρέθηκα, έκανα και τα παιδιά μου. Όταν τελείωσα και τακτοποιήθηκα, είπα στους συνεταίρους να πάρουν το μαγαζί.
-Στο εστιατόριο ήρθε ο Μιτεράν, ο Γκάλης έκανε τον γάμο του, η Μαρία Κάλας. Ο κόσμος μας ήξερε από το Mediteranne. Τα περισσότερα πράγματα που ήξερα να μαγειρεύω, τα έμαθα στον Διόνυσο των Αθηνών, ήταν το μεγαλύτερο σχολείο. Όλοι οι κουλτουριάριδες ό,τι καινούριο βγάζαμε το μαθαίνανε και τρέχανε σαν τρελοί να φάνε. Είχα ξεκινήσει τον δεύτερο-τρίτο χρόνο τα γαλλικά σαλιγκάρια, που τα είχα δει στο Hotel de Paris. Ερχόταν μέχρι και από την Αθήνα για να φάνε σαλιγκάρια. Η κουζίνα είναι απεριόριστη. Δεν έχει όρια.
-Το Πανόραμα παλαιότερα ήταν πιάτσα. Ύστερα χάλασε. Εγώ ερχόμουν με τα παιδιά εδώ το 1960. Το 1970 νοικιάζανε όλοι τα σπίτια τους, τότε άρχισε να ανεβαίνει κόσμος να παραθερίζει. Ήταν πιάτσα κάποτε το Πανόραμα, ανέβαινε ο κόσμος. Τώρα πια είναι πολύ πεσμένο. Επί 4 χρόνια οργανώναμε την δεξίωση της έκθεσης στο Κυβερνείο. Μας βοήθησαν πολλοί άνθρωποι να φτιάξουμε το μαγαζί. Πίστεψαν σε μας και μας δάνεισαν χρήματα. Πριν ανοίξουμε και όσο το ετοιμάζαμε περνούσαν κάθε βράδυ εκατό-διακόσιοι άνθρωποι και ρωτούσαν πότε θα ανοίξετε. Επώνυμοι και ανώνυμοι. Το 1975 τέλος της άνοιξης ανοίξαμε. Έγινε σεισμός. Σάββατο με 180 ρεζερβέ να περιμένουν. Δεξιώσεις, τραπέζια σε βίλες. Μέσα στην Έκθεση δεξιώσεις στα περίπτερα. Παίρναμε όλο τον κόσμο, εξτρατζήδες να δουλεύουν σε μας για τα βράδια. Επί 4 χρόνια οργανώναμε την δεξίωση της έκθεσης στο Κυβερνείο. Μια κουζίνα με ευρωπαϊκές και ελληνικές σπεσιαλιτέ. Είχαμε ψυγεία σε αυτοκίνητα με αστακούς, γαρίδες, γουρουνάκια για να εξυπηρετούμε τις τεράστιες ανάγκες. Το βράδυ του σεισμού του 78 είχε δεξίωση ο Μαμιδάκης. Τα άφησα όλα και έφυγα να κατέβω να δω την οικογένεια στην πόλη. Το μποτιλιάρισμα ξεκινούσε από το Πανόραμα, δεν θα έφτανα ποτέ. Ευτυχώς ήταν εδώ ο Πυλαρινός, νομάρχης τότε και μπήκε μπροστά με το σοφέρ και τη σειρήνα και μου άνοιγε δρόμο. Έκανα 5 ώρες να φτάσω σπίτι. Ήρθαμε και κατασκηνώσαμε έξω από το εστιατόριο και τρώγαμε για δέκα μέρες γαρίδες και αστακούς του Μαμιδάκη!
-Στο μαγαζί ερχόταν οι πάντες. Εργοστασιάρχες, πολιτικοί, αθλητές, αλλά και κουλτουριάρηδες που ζητούσαν ότι άκουγαν δεξιά και αριστερά. Σατομβριάν, στρογγανόφ, σάλτσα μπερνέζ, ταρτάρ που δεν ήξεραν ότι ήταν ωμό και τρόμαζαν! Όπου ταξιδεύαμε στο εξωτερικό έπαιρνα ιδέες και βιβλία και εμπλούτιζα το μενού.
–Κάποτε αποφάσισα να φτιάξω μια βιοτεχνία. Αν και οι βιοτεχνίες τότε άρχιζαν να κλείνουν εγώ πίστευα πολύ σε αυτό το σχέδιο. Με βοήθησαν πολλοί. Ο Ακάς με την Ελληνική Υφαντουργία, αντιπρόσωποι εταιριών ρούχων που τους ήξερα από το εστιατόριο. Με βοήθησαν όλοι να τη φτιάξω. Είχα πει θα βάλω 5-6 εκατομμύρια και ή θα τα χάσω ή θα βγάλω πολλά λεφτά. Η γυναίκα μου ούτε να το ακούσει το σχέδιο. Εγώ ήμουν καμένος από την κουζίνα είχα λιώσει από τη δουλειά. Από το πρωί μέχρι το βράδυ. Προμήθειες, τα πάντα. Βρήκα ένα χώρο στο παρκάκι της Κηφισιάς και κάναμε μια μονάδα που δεν προλάβαινε. Δούλευα με αμερικάνικες εταιρίες, με ευρωπαϊκές με μεγάλες φίρμες. Φτιάξαμε ένα μεγάλο όνομα. Μας ζητούσαν ένα σχέδιο. Εγώ έφτιαχνα επτά σχέδια. Τους τα έστελνα και τρελλαίνονταν! Η βιοτεχνία έκλεισε πριν 15 χρόνια. Τη δούλευα παράλληλα με το εστιατόριο. Κάποια στιγμή αποχώρησα από το εστιατόριο. Όταν βγήκαν τα κινέζικα άρχισαν να σπάνε τα συμβόλαια από το εξωτερικό.
πηγή: parallaxi. gr