Μεγάλη συνέντευξη στην εφημερίδα του Super 3, Super Aris έδωσε ο Όντι Νόρις, μιλώντας για τον Νίκο Γκάλη, τις κόντρες του Άρη με την Μπαρτσελόνα και όλα όσα έζησε ως αντίπαλος των κίτρινων κυρίως μέσα στο Αλεξάνδρειο!
Η συνέντευξη του Όντι Νόρις στον Super Aris:
“Πριν λίγες μέρες, με αφορμή την εκδήλωση προς τιμή του Νίκου Γκάλη, μας δόθηκε η ευκαιρία, σχεδόν 20 χρόνια μετά, να συναντήσουμε και πάλι, έναν μεγάλο αντίπαλο εκείνων των χρόνων, αλλά και, παράλληλα, μεγάλο φίλο.
Τον Όντι Νόρις, τον θρυλικό άσο της Μπαρτσελόνα, μια τεράστια μορφή του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Με τον θηριώδη Αμερικάνο, μας ενώνουν πολλά. Ιστορικές αναμετρήσεις και συγκλονιστικές στιγμές, μα πάνω απ’ όλα, μια τεράστια και αμοιβαία αλληλοεκτίμηση.
Κύριε Νόρις, πριν λίγες μέρες, είχαμε την ευκαιρία να σας φιλοξενήσουμε στην πόλη του Θεού. Ποιες αναμνήσεις σας συνόδευαν στο ταξίδι σας στη Θεσσαλονίκη;
«Τα συναισθήματα μου καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής μου στη πόλη σας ήταν μεγαλειώδη. Ένοιωσα πολύ μεγάλη τιμή κι ευχαρίστηση που μου δόθηκε η ευκαιρία να ‘μαι παρών στη γιορτή ενός θρύλου, ενός γίγαντα του ευρωπαϊκού μπάσκετ .Ήταν κάτι αναπάντεχο κι η αλήθεια είναι, ότι, με το που μου έγινε η πρόσκληση, αρχικά, ξαφνιάστηκα και φυσικά, αργότερα, με το που συνειδητοποίησα ότι δε με κάνουν πλάκα, ενθουσιασμένος τους είπα… “Αλήθεια; Με καλεί ο Νικ στη γιορτή που διοργανώνει; Εννοείτε ότι θα είμαι παρών…”. Ποιος θα μπορούσε, άραγε, να πει όχι στο Νίκο Γκάλη…;”
Αυτή η τεράστια εκτίμηση που έχετε στο πρόσωπο του Γκάλη, από πότε χρονολογείτε και πως δημιουργήθηκε;
«Τον Γκάλη, τον είδα να παίζει, για πρώτη φορά, το 1986, όταν ήμουν στη Μπενετόν Τρεβίζο, στα πρώτα ματς που είχε δώσει, ο Άρης, τότε, με την Τρέισερ Μιλάνου. Αυτό ήταν… Απ’ το σημείο εκείνο και μετά, άρχισα να παρακολουθώ τη πορεία του, αναρωτώμενος, ποιος είναι αυτός ο… παράξενος τύπος που μπορεί να βάζει, τόσο άνετα, 45 πόντους σε μια ομάδα, σαν την Τρέισερ. Πως ένας κοντός μπορεί να κάνει όλα αυτά τα πράγματα… Ένα χρόνο αργότερα, όταν πήγα στη Μπαρτσελόνα, είχα την ευκαιρία ή μάλλον την… ατυχία να τον αντιμετωπίσω, πλέον, και ως αντίπαλο. Έλεγα, από μέσα μου, να δω τώρα τι θα κάνει… Πάλι όμως, αυτός, συνέχιζε… Δεν θυμάμαι να υπήρξε παιχνίδι που να παίξαμε αντίπαλοι και να μη μας «φορτώσει», το λιγότερο, με 30 πόντους. Ήταν, κυριολεκτικά, ασταμάτητος…»
Η απόφαση σας, να δώσετε το όνομα του Γκάλη, στο γιό σας, πως προέκυψε;
«Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στη Θεσσαλονίκη, όταν βρέθηκα μαζί του, του εκμυστηρεύθηκα ότι ήταν πάντα για μένα ένας… κρυφός ήρωας. Ένας κοντός, που, όμως, έπαιζε και έμοιαζε με γίγαντα. Έτρεφα απεριόριστο σεβασμό γι αυτόν, όχι μόνο αγωνιστικά, αλλά κι απ’ τον τρόπο που αντιμετώπιζε τον αντίπαλο. Δεν τον προκάλεσε ποτέ, δεν το ‘βαλε (…που λένε) ποτέ μπροστά στη μούρη του… Άφηνε τη στατιστική και τους αριθμούς του να … προβοκάρουν και να «σκοτώνουν» τον αντίπαλο. Μετά το πρώτο παιχνίδι, λοιπόν, που παίξαμε στη Βαρκελώνη πήγα και τον βρήκα στο λεωφορείο της αποστολής του Άρη. Το θυμάμαι σαν χθες. Του είπα «…να ξέρεις φίλε, σε σέβομαι απεριόριστα και σαν αθλητή και σαν άνθρωπο και γι αυτό το λόγο θέλω να δώσω το όνομα σου στον γιο μου».
Εννοείτε, φυσικά, το ιστορικό 88-89, στις 3 Δεκεμβρίου του 1987, στο «Παλάου Μπλαουγκράνα». Ένα ματς-σταθμό για ολόκληρο το Ελληνικό μπάσκετ, που ο καθένας από μας, μπορεί να το ‘χει δει και ξαναδεί, 7-8 φορές…
«Έχω γραμμένα σε dvd όλα τα παιχνίδια μου κι η πλάκα είναι ότι πριν έρθω στη Θεσσαλονίκη, κάθισα και το είδα κι εγώ. Έψαχνα, ακόμη και τώρα, να βρω τρόπο να τον σταματήσουμε (…γελάει). Πάντως, όντως, ήταν ένα επικό παιχνίδι, μια συγκλονιστική αναμέτρηση, απ’ αυτές που μένουν στην ιστορία και σαφώς στη μνήμη, όσων το παρακολουθήσαν».
Θέλοντας να γυρίσουμε πίσω το ρολόι των αναμνήσεων και να μας μιλήσετε για… εκείνα τα παλιά, πείτε μας, ποιο ήταν το σχέδιο αντιμετώπισης που είχατε… εκπονήσει για να τον σταματήσετε κάθε φορά που τον βρίσκατε μπροστά σας;
«Αναμφίβολα, κάθε φορά που παίζαμε με τον Άρη, το πλάνο ήταν απλό. Αφήστε το Γκάλη να κάνει ότι θέλει και πιάστε όλους τους υπόλοιπους. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, μπορώ να πω ότι έπιανε… Ούτως ή άλλως, ότι και να ‘κανες, ο Γκάλης δεν σταματιόταν… Και δεν ήταν το πρόβλημα, μόνο οι πόντοι που θα έβαζε, αλλά και τα πολλά φάουλ που θα κέρδιζε, κάτι, που εμείς έπρεπε να αποφύγουμε με κάθε τρόπο, προστατεύοντας, έτσι, τον Κόστα, τον Σολοθάμπαλ κι όλους τους υπόλοιπους. Δεν είχες κάτι άλλο να κάνεις, παρά να στραφείς σ’ αυτόν τον… εναλλακτικό τρόπο αντιμετώπισης».
Ερχόμενοι εδώ, όμως, δεν είχατε ν’ αντιμετωπίσετε μόνο τον Γκάλη αλλά και τη φλογισμένη ατμόσφαιρα ενός κολασμένου Παλέ ντε Σπορ. Πρέπει να περνούσατε δύσκολες στιγμές…;
«Εμένα μου λέτε…; Αν θυμάστε η πρώτη ομάδα που κέρδισε τον Άρη, μέσα στην έδρα του, ήμασταν εμείς… Ίσως δεν έπρεπε να ‘μασταν εμείς αυτοί που θα το κάναμε, αλλά… ν’ αφήναμε κάποιον άλλο, πριν από μας, να το ‘κανε. Το τι είχε πέσει, μέσα στο παρκέ, τα τρία-τέσσερα τελευταία λεπτά του παιχνιδιού, όταν οι οπαδοί κατάλαβαν ότι το παιχνίδι είχε χαθεί, δε περιγράφεται. Κέρματα, αναπτήρες, μπαταρίες, καρέκλες… Είχα πάθει σοκ. «… Θεέ μου, ξεριζώνουν τις καρέκλες και τις πετάν στα κεφάλια μας…» έλεγα στους συμπαίκτες μου και «δε θέλω να ξαναπαίξω στην Ελλάδα”.
Τραυματική εμπειρία, δηλαδή, η πρώτη σας επαφή μαζί μας …
«(γελάει) Κάπως έτσι. Η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά ζούσα κάτι τέτοιο κι επειδή είχα τρομάξει, δεν ήθελα, τότε, να ξανάρθω στη Ελλάδα. Το ‘χα πάρει προσωπικά, νομίζοντας, ότι μισούσαν αποκλειστικά, μόνο εμένα. Αργότερα, βέβαια κατάλαβα ότι δεν υπήρχε τίποτα, προσωπικό με κανέναν, κι απλά ο κόσμος ήταν πάρα πολύ φανατισμένος με την ομάδα κι έκανε, όλα αυτά που έκανε, με πρόθεση να τη βοηθήσει να κερδίσει. Άλλωστε, όλη η Ευρώπη, τότε, μπορεί να… υπέφερε μέσα το Παλέ, αλλά, παράλληλα, θαύμαζε όλη αυτή την ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν οι οπαδοί του Άρη».
Όχι, μόνο, δεν υπήρχε τίποτα προσωπικό, αλλά, αντίθετα, κιόλας, υπήρχε, μια τεράστια εκτίμηση στο πρόσωπό σας. Νομίζουμε, μάλιστα ότι ήσασταν, ότι ακριβώς έλειπε από εκείνο τον Άρη. Με εσάς μέσα στη ρακέτα, είναι βέβαιο, ότι, τουλάχιστον, το ένα απ’ τα τρία φαιναλ φορ, που συμμετείχαμε, θα το παίρναμε.
«Το θεωρώ, κι εγώ αυτό, ένα πάρα πολύ πιθανό σενάριο. Μια ομάδα για να κατακτήσει μια διοργάνωση, όπως η Ευρωλίγκα, χρειάζεται να ‘χει, το λιγότερο, τρεις μεγάλους σταρ και, σίγουρα, αν έπαιζα κι εγώ τότε δίπλα στο Γκάλη και το Γιαννάκη, θα ‘χαμε πολύ μεγάλες πιθανότητες. Δε σας κρύβω, μάλιστα, ότι όταν συναντιόμασταν, τότε, με το Γκάλη, το Γιαννάκη και τα άλλα παιδιά του Άρη, μεταξύ σοβαρού και αστείου, το αναφέραμε, πολλές φορές, μεταξύ μας. «Πρέπει να ‘ρθεις φίλε» μου ‘λεγαν κάθε φορά».
Κοινή πεποίθηση, είναι ότι τόσο η Μπαρτσελόνα της εποχής σας, όσο κι εκείνη η μεγάλη ομάδα του Άρη, ήταν οι δυο μεγάλες αδικημένες εκείνων των χρόνων, καθώς, με τις ομάδες που παρουσίασαν, σαφώς και δικαιούνταν να πάρουν ένα Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα.
«Θέλω να πω το εξής. Και οι δυο ομάδες παλέψαμε και αγωνιστήκαμε σκληρά για αυτό το σκοπό κάνοντας, πραγματικά, ότι περνάει απ’ το χέρι μας. Σ’ ότι αφορά εμάς, πήγαμε σε δυο διαδοχικούς τελικούς και τους χάσαμε και τους δυο. Τ’ ότι τους χάσαμε, όμως, δε σήμαινε ότι δεν ήμασταν ικανοί. Γιατί, βάσει αποτελεσμάτων και εικόνας, ως εκείνο το σημείο, ήμασταν η καλύτερη ομάδα της διοργάνωσης. Απλά, έτυχε και τις δυο φορές να μη βρεθούμε σε καλή βραδιά, κάτι, που σε καμιά περίπτωση δε μπορεί να απαξιώσει την αξία εκείνης της ομάδας. Ας μη ξεχνάμε, εξάλλου, ότι, και τις δυο φορές, αντιμετωπίσαμε τη μεγάλη Γιουγκοπλάστικα, του Κούκοτς, του Ράτζα, του Ιβάνοβιτς, του Μάλκοβιτς και των τόσων άλλων μεγάλων παικτών και προσωπικοτήτων. Κάτι αντίστοιχο, ίσχυε και στη περίπτωση του Άρη, ειδικά στο Μόναχο…»
Κανείς δε μπορεί ν’ απαξιώσει εκείνες τις θρυλικές ομάδες. Απλά, το τρόπαιο θα ‘ταν το κερασάκι στη τούρτα, ή, αν θέλετε, η υποχρέωση της ιστορίας απέναντι τους…
«Κάνοντας μια αναδρομή της καριέρας μου και συγκρίνοντας τις στιγμές που έζησα, θα έλεγα ότι δε μετανιώνω και δεν αλλάζω, καμία απ’ αυτές, με κανένα τρόπαιο. Το ταξίδι είναι αυτό που μετράει κι όχι το που πας. Και σ’ όλο το δικό μου, το ταξίδι της καριέρας, οι στιγμές που έζησα ήταν φανταστικές…»
Τρέισερ, Γιουγκοπλάστικα, Άρης, Μακάμπι, Μπαρτσελόνα, Λιμόζ, Ορτέζ, Σκαβολίνι. Μάκαντου, Ντ’ Αντόνι, Ράτζα, Κούκοτς, Γκάλης, Γιαννάκης, Μαγκί, Τζάμσι, Νόρρις, Έπι, Ντακουρί, Οστόφσκι, Ρίβα, Μανίφικο και τόσοι και τόσοι άλλοι. Τεράστιες ομάδες και θρυλικοί παίκτες. Συνέδεσαν μια περίοδο που δε νομίζουμε να ξαναρθεί ποτέ για το Ευρωπαϊκό μπάσκετ…
«Ναι, το πιστεύω κι εγώ αυτό και δεν είναι εγωιστικό αυτό που λέω. Δεν είναι μόνο οι τεράστιες ομάδες κι οι θρυλικοί παίκτες που τις απαρτίζαν, αλλά και ολόκληρη η φιλοσοφία και το στυλ παιχνιδιού. Τότε, υπήρχαν ρόλοι και μια ισορροπία στο τρόπο που παίζονταν το μπάσκετ. Υπήρχε παιχνίδι ρακέτας και περιφέρειας. Τώρα, δεν υφίσταται κάτι τέτοιο, το παιχνίδι των ψηλών έχει τελειώσει. Πλέον, όλοι τα κάνουν όλα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν καλές τεχνικές κινήσεις, καλό footwork… Σήμερα, η δύναμη υπερισχύει της τεχνικής, με συνέπεια την υποβάθμιση της ποιότητας και κατ’ επέκταση του θεάματος. Για όλους αυτούς τους λόγους, νομίζω ότι ήταν πολύ καλύτερα, τότε»
Για επίλογο, τι μήνυμα, θέλετε να πείτε στο κόσμο του Άρη, που σας υποδέχτηκε και σας φιλοξένησε, τόσο ζεστά;
«Πρώτα απ’ όλα, θα ’θελα, μέσα απ’ τη καρδιά μου να ευχαριστήσω τον κόσμο του Άρη, για την απίστευτη υποδοχή και συμπεριφορά που μου επιφύλαξε, καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής μου στη Θεσσαλονίκη. Ένας κόσμος και μια θρυλική ομάδα του ευρωπαϊκού μπάσκετ που μοιράστηκα μαζί τους, έστω και σαν αντίπαλος, τόσες μεγάλες και μοναδικές στιγμές της καριέρας μου. Τους ευχαριστώ για όλα και τους εύχομαι τα καλύτερα”.