Θυμηθήκαμε, ξεχωρίσαμε, διαλέξαμε 11 παίκτες που αφού θήτευσαν σε ελληνικές ομάδες όχι μόνο βρήκαν το δρόμο για το κορυφαίο πρωτάθλημα, αλλά άφησαν ή αφήνουν ως σήμερα το σημάδι τους. Κι εμάς άφωνους.
Eίναι καταγγελτική η εισαγωγή. Διότι 9 στις 10 φορές ασχολούμαστε με τους αστέρες του ΝΒΑ που κατέληξαν στην Ελλάδα για να καλοπληρωθούν και όχι όσους ακολούθησαν το αντίστροφο δρομολόγιο κατορθώνοντας να εκπληρώσουν το όνειρό τους.
Για κάθε Ντόμινικ Γουίλκινς και Μπάιρον Σκοτ, για κάθε Έντι Τζόνσον και Κρις Μόρις, για κάθε Ρολάντο Μπλάκμαν και Ρόι Τάρπλεϊ, για κάθε Κλιφ Λέβινγκστον, Ρίκι Πιρς και Βίκτορ Αλεξάντερ, για κάθε Τζέιμς Ντόναλτσον, Εξέβιερ ΜακΝτάνιελ και Θερλ Μπέιλι ή Τράβις Μέις υπάρχουν τόσοι άλλοι Αμερικανοί που αφότου κολύμπησαν στα βαθιά του ελληνικού πρωταθλήματος αποδείχθηκαν ανθεκτικοί και βγήκαν στεγνοί στην άλλη άκρη του Ατλαντικού για ν’ ακολουθήσουν μια δεύτερη, σημαντική, καριέρα, κερδίζοντας τα λεπτά δημοσιότητας που τους αναλογούσαν.
Πι Τζέι Τάκερ – Άρης
Οδεύοντας για τα 35 του (γενέθλια στις 5 Μαΐου) λογίζεται ως ένας σημείο αναφοράς μιας φύσει επιθετικής ομάδας όπως οι Χιούστον Ρόκετς. Πριν από τη διακοπή του ΝΒΑ μάλιστα κλήθηκε να παίξει 5άρι, στο απειλητικό σχήμα με πέντε παίκτες με ύψος λιγότερο των δύο μέτρων. Πριν από μια 10ετία το Νο35 στο ντραφτ του 2006 (Όλντριτζ, Ρόι, Γκέι) ήταν η βασική επιλογή του Σαρόν Ντρούκερ για μία από τις τότε τρεις θέσεις ξένων – μη κοινοτικών του Άρη.
Είχε έρθει ως πρωταθλητής στο Ισραήλ και ο πρώτος σκόρερ της Ουκρανίας. Έφυγε μ’ ένα συμβόλαιο που καταγγέλθηκε διότι ήταν αδικαιολογήτως απών από τις υποχρεώσεις της ομάδας θέλοντας από καιρό να φύγει, όπως είχε πει στον Σούμποτιτς που ανέλαβε στην πορεία. Έκανε ντεμπούτο με 23 πόντους σε παιχνίδι με τον Ολυμπιακό, έχοντας για συμπαίκτες τους εφήβους του Άρη, λόγω απεργίας που είχε κηρύξει ο ΠΣΑΚ, αναδείχθηκε MVP σε εβδομάδα του Eurocup, έβαλε 28 με την ΑΕΚ έχοντας επίσης 12 ριμπάουντ – 4 ασίστ και έφυγε (για να πάει στην ιταλική Μοντεγκρανάρο του Ντρούκερ) μετά από 18 συμμετοχές αφήνοντας πίσω 12.2 πόντους και 7.4 ριμπάουντ ανά ματς στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Από το 2012 έχει μόνιμη θέση στην κορυφαία λίγκα είτε με τους Σανς, είτε με τους Ράπτορς είτε από το 2017 με τους Ρόκετς. Εφέτος σούταρε με σχεδόν 45% από το τρίποντο.
Αντόνιο Ντέιβις – Παναθηναϊκός
Από τον ‘γερόλυκο’ Έντγκαρ Τζόουνς σ’ έναν αμούστακο μπασκετικό νεανία με μούσκουλα πήγε ο Παναθηναϊκός το καλοκαίρι του 1990 για να καλύψει τη μοναδική θέση ξένου στις εγχώριες διοργανώσεις. Ο 22χρονος Καλιφορνέζος σέντερ ήταν πολύ δυνατός, χρησιμοποιούσε άριστα το κορμί του στις μονομαχίες και χάρη στο εκτοπισμά του είχε το αβαντάζ σε πολλές περιπτώσεις. Παρά την κολεγιακή παιδεία του πάντως ήταν ακόμη άτεχνος και αδέξιος με την μπάλα. Κυρίως έπαιρνε ριμπάουντ (κορυφαίος της σεζόν 1991-92) και κάρφωνε με δύναμη για να τελειώσει φάσεις. Τα στεφάνια στον Τάφου του Ινδού τον γνώρισαν καλά.
Τον Ντέιβις τον βοήθησε ακόμη περισσότερο η ενδιάμεση χρονιά που έκανε στο Μιλάνο, προτού φύγει για την Ινδιανάπολη και γίνει ένας ψηλός των 10.5 πόντων – 7.3 ριμπάουντ, ως το δεύτερο 4άρι πίσω από τον Ντέιλ Ντέιβις. Ακόμη πιο χρήσιμος στους Ράπτορς, στους οποίους μεταπήδησε στο 5. Συνολικά έπαιξε σε 996 παιχνίδια (10 πόντοι – 7.5 ριμπάουντ), συνεχίζοντας σε Μπουλς και Νικς προτού επιστρέψει στο Τορόντο, και έγινε μία φορά all star.
Πι Τζέι Μπράουν – Πανιώνιος
Ο Κώστας Μίσσας εισηγήθηκε την απόκτησή του, μαθαίνοντας ότι δεν θα υπογράψει στο Ισραήλ, και ο Βλάντο Τζούροβιτς την ενέκρινε χωρίς δεύτερη σκέψη, διότι ο 23χρονος απόφοιτος του Λουιζιάνα Τεκ ήταν ξεχωριστή περίπτωση. Αδιανόητα προσόντα για ψηλό των αρχών των 90s, διέθετε μοναδικό πλουραλισμό κινήσεων με την μπάλα στα χέρια και κι ένα αδιασάλευτο κορμί. Δυστυχώς για όλο τον κυανέρυθρο οργανισμό μια εξαιρετική σεζόν στην κανονική περίοδο (τρίτη θέση με 21-5 και μόλις μια εντός έδρας ήττα από τον Παναθηναϊκό) σημαδεύτηκε από το τραγικό συμβάν με τον Μπόμπαν Γιάνκοβιτς.
Ο Μπράουν τέλειωσε τη χρονιά με 17 πόντους, 13.3 ριμπάουντ και 3.2 κοψίματα ανά αγώνα, αριθμοί που τον μετέτρεψαν μεμιάς σε βασικό στέλεχος των Νετς. Καλύτερος από σεζόν σε σεζόν έφτασε να παίζει περισσότερα από 30 λεπτά και μετρά 11.4 πόντους (1998-99, Μαϊάμι) / 9.8 ριμπάουντ (2001-02, Σάρλοτ Χόρνετς). Ψηφίστηκε δύο φορές στη δεύτερη καλύτερη αμυντική 5άδα της σεζόν. Το 2008 και προτού αποσυρθεί φόρεσε το δαχτυλίδι του πρωταθλητή παίζοντας σε 43 ματς με τους Σέλτικς – τα 25 στα πλέι οφς. Η καριέρα του γέμισε από σχεδόν 10.000 πόντους, περί τα 8.500 ριμπάουντ και 1.200 κοψίματα!
Λόρενς Φάντεμπερκ – Αμπελόκηποι/ΠΑΟΚ
Ήταν η τέταρτη από το τέλος επιλογή στο ντραφτ του ’94 ο πάουερ φόργουορντ από το Οχάιο Στέιτ, αλλά η πρώτη του Γιώργου Καλαφατάκη για τους νεοφώτιστους Αμπελόκηπους που έψαχναν νέα παιδιά για να υπηρετήσουν και να ενισχύσουν το πρότζεκτ που είχε φέρει τις διαδοχικές ανόδους. Με μπροστάρη τον Τζανή Σταυρακόπουλο. Ο Έλληνας κόουτς είχε χτυπήσει ‘φλέβα χρυσού’ με τον 24χρονο και αποδείχθηκε περίτρανα με τους 25.1 πόντους από 53% στα δίποντα και τα 14.6 ριμπάουντ ανά αγώνα.
Το Μετς δεν τον χωρούσε φυσικά και μετά το μικρό πέρασμα από το Ισραήλ ο ΠΑΟΚ τον έφερε πίσω αλλάζοντας πλήρως το σχεδιασμό του. Ήξερε όμως πως τα χρήματα που θα ξόδευε επιπλέον θα έπιαναν τόπο. Οι 16 πόντοι με 61% στα δίποντα και τα 77 ριμπάουντ ήρθαν ως επιβεβαίωση της κλάσης του, η οποία -αφού έπαιξε ένα χρόνο στη γαλλική Ορτέζ- τον μετέτρεψε για μία γεμάτη 5ετία σε σημαντικό κομμάτι του ροτέισον των εξαιρετικών τότε Σακραμέντο Κινγκς..
Ασράφ Αμάγια – Αμπελόκηποι/Μαρούσι
Ήταν το alter ego του Φάντερμπερκ στους Αμπελόκηπους, ένας Αμερικάνος σέντερ με αφρικανικές ρίζες που προτού γυρίσει στην Ελλάδα για να παίξει στο Μαρούσι έφτασε τις 85 συμμετοχές στο ΝΒΑ με τους Βανκούβερ Γκρίζλις και τους Ουάσινγκτον Μπούλετς, έχοντας 6.3 πόντους και 5.6 ριμπάουντ στην πρώτη σεζόν του. Για τον Γιώργο Καλαφατάκη ήταν ο παίκτης που δούλευε για όλους τους άλλους έχοντας μάθει να εκπληρώνει συγκεκριμένες αποστολές στο παρκέ: να σπρώχνει, να σκρινάρει, να δίνει μάχες και να εξασφαλίζει το ριμπάουντ.
Τζεφ ΜακΊνις – Πανιώνιος
Τα πρώτα 13 παιχνίδια που έδωσε στο ΝΒΑ ήταν ως μη γενόμενα για την καριέρα του απόφοιτου από το Νορθ Καρολάινα που ήταν στο νο37 του ντραφτ του 1996 (Άλεν Άιβερσον, Στεφόν Μάρμπερι, Ρέιλ Άλεν, Κόμπε Μπράιαντ, Στιν Νας). Ο κόουτς Μπέρνι Μπίκερσταφ δεν τον είχε ανάγκη στους Νάγκετς των Λαφόνσο Έλις-Αντόνιο ΜακΝτάις και μετά τον Δεκέμβρη ο 22χρονος πόιντ βρήκε απάγκιο στο ελληνικό πρωτάθλημα, νοικοκυρεύοντας ένα σύνολο που δεν είχε στηθεί σε σωστές βάσεις, όπως τουλάχιστον συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια, τη στιγμή μάλιστα που υπήρχαν διπλές υποχρεώσεις σε πρωτάθλημα και Ευρωλίγκα (είχε τερματίσει τρίτο το 1995-96).
Πάντως ο Αμερικάνος προσαρμόστηκε σχετικά γρήγορα και ανταπεξήλθε στις ανάγκες για μια σταθερά στην περιφέρεια, παρόλο που στο φινάλε η οι ‘κυανέρυθροι’ άφησαν πίσω τους μια αποτυχημένη χρονιά (8οι στην κανονική περίοδο, 10οι στην τελική κατάταξη). Πιο ώριμος πια ο ΜακΊνις και αφού πρώτα αναδείχθηκε καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος στο CBA υπέγραψε σ’ επτά ομάδες του ΝΒΑ, με την καλύτερη σεζόν του να ορίζεται εκείνη στους Κλίπερς ως ο βασικός κουμανταδόρος με 14.6 πόντους και 6.2 ασίστ, ως alter ego του Έλτον Μπραντ
Ρούμπεν Πάτερσον – ΑΕΚ
Δεν θα είχε έρθει στην Ελλάδα, αν το καλοκαίρι του 1998 ο Κέβιν Γκαρνέτ δεν εξασφάλιζε συμβόλαιο 126 εκατομμυρίων δολαρίων από τους Τίμπεργουλβς. Εξηγούμαστε. Ο δυναμικός γκαρντ από το Κλίβελαντ ήταν το Νο31 του ντραφτ της χρονιάς, στο οποίο ο Βινς Κάρτερ, ο Ντιρκ Νοβίτσκι και ο Πολ Πιρς επιλέχθηκαν πολύ μετά από τον Μάικλ Ολοβοκάντι, και θ’ άρχιζε τη χρονιά με τους Λος Άντζελες Λέικερς του Κόμπε και του Σακίλ. Μεσολάβησε ωστόσο το λοκ άουτ, ‘casus belli’ για το οποίο υπήρξε η νέα συμφωνία του ‘KG’ με τη Μινεσότα συνδυαστικά με τις τροποποιήσεις στη συλλογική σύμβαση εργασίας, και ως τον Φλεβάρη του ’99 είχε μπει λουκέτο στο ΝΒΑ.
Στην Ένωση ο Πάτερσον ήρθε για να συμπληρώσει με το δυναμισμό του στην εμπειρία του ασπρισμένου πια Τζο Αρλάουκας, πρωταγωνίστησε με το άλμα του σε ορισμένες εντυπωσιακές σκηνές, σαν κασκαντέρ, αλλά ένας τραυματισμός δεν τον άφησε να παίξει περισσότερα από 19 ματς με τα κιτρινόμαυρα. Προφανώς δεν πρόλαβε τον τελευταίο τελικό χωρίς Παναθηναϊκό ή Ολυμπιακό. Αντίθετα τα κιτρινομώβ του Λος Άντζελες τα φόρεσε 27 φορές, πριν κερδίσει συγκεκριμένο ρόλο στο ροτέισον των Σόνικς, των Μπλέιζερς και Νάγκετς, των Μπακς κα των Κλίπερς. Στη νυν ομάδα του Γιάννη Αντετοκούνμπο ο Πάτερσον τρύπησε το ταβάνι του με 14.7 πόντους, 5.4 ριμπάουντ, 2.9 ασίστ και 1.5 κλέψιμο ανά 31 λεπτά.
Μίκι Μουρ – Παπάγος
Μύστες του ελληνικού μπάσκετ μονάχα θα θυμούνται πως το 1998 ένας παίκτης με 14 σεζόν στο ΝΒΑ είχε φορέσει τα κυανόλευκα και κάρφωνε στο ‘Σαλούν’. Μετά από τα 4 πανεπιστημιακά χρόνια στο Νεμπράσκα ο θηριώδης σέντερ δεν βρήκε χώρο σ’ ένα ντραφτ που είχε στο νο1 τον (αντίστοιχων προσόντων) Τιμ Ντάνκαν και μετά την πρώτη επαγγελματική σεζόν του στο CBA έκανε το ταξίδι για την Αθήνα. Διεμήνυσε από νωρίς πως όσο δεν θα πληρώνεται δεν θα παίζει και μετά από 9 συμμετοχές αποτέλεσε παρελθόν προκειμένου ν’ αντικατασταθεί από τον Άντονι Πελ. Στο κορυφαίο πρωτάθλημα έγινε ένας γυρολόγος (οκτώ διαφορετικές ομάδες) αμυντικών αποστολών έχοντας ως παραγωγική σεζόν τους 9.8 πόντους – 5.1 ριμπάουντ με τους Νετς το 2006-07.
Λιν Γκριρ – Νήαρ Ηστ
“Δεν έχω καμία σχέση με τον παίκτη που είχατε γνωρίσει στο πρώτο μου πέρασμα από την Ελλάδα, πριν πέντε χρόνια στη Νήαρ Ηστ“, υπογράμμιζε ο Λιν Γκριν επιστρέφοντας το 2007 για να ενταχθεί στον Ολυμπιακό του Πίνι Γκέρσον (κατόπιν του Γιαννάκη) και να μείνει για δύο σεζόν στον Πειραιά. Τότε περιέγραφε τον εαυτό του ως πιο ώριμο και ωφέλιμο για το σύνολο που θα υπηρετούσε, καθώς τις δύο περιόδους χώριζαν οι θητείες σε Σλασκ Βρότσλαβ, Ντιναμό Μόσχας, Νάπολι και φυσικά τα 41 παιχνίδια του με τους Μιλγουόκι Μπακς στο ΝΒΑ. Με τα ‘ελάφια’ ο Αμερικάνος αριστερόχειρας είχε με 4.1 πόντους και σχεδόν 35% από το τρίποντο.
Στην Καισαριανή, όπου έκανε δίδυμο με τον Λι Μπένσον όντας επίσης συμπαίκτης των Κώστα Καϊμακόγλου, Φράνκο Νάκιτς, Γιώργου Καράγκουτη, και Βασίλη Ξανθόπουλου, είχε πάει ως σούπερ σκόρερ από το κολέγιο Τεμπλ και έμεινε για 13 παιχνίδια μετρώντας 17.2 πόντους ανά 33.5 λεπτά.
Σι Τζέι Γουάτσον – ΠΑΟΚ
Απόλυτα λογικό είναι η πλειονότητα των φανς του ΝΒΑ να τον έχει στο μυαλό της ως τον εφεδρικό πόιντ γκαρντ των Σικάγο Μπουλς κατά τη διετία 2010-12, πίσω από τον Ντέρικ Ρόουζ. Αφού πρώτα ο απόφοιτος του Τενεσί πέρασε δύο σεζόν στο Όκλαντα και προτού παίξει στους Νετς, στους Πέισερς και στους Μάτζικ. Μάλιστα με 7.2 πόντους και 2.5 ασίστ σε 600 παιχνίδια κανονικής περιόδου και 5.5 πόντους – 2 ασίστ σε 48 παιχνιδια playoffs δεν πέρασε απαρατήρητος.
Αλήθεια είναι ωστόσο οι πρώτες βάσεις μπήκαν στο το ‘Παλατάκι’ της Πυλαίας. Είχε ήδη ένα χρόνο στην Ιταλία (Ρέτζιο Εμίλια), αλλά τον Μάρτη του 2007 υπέγραψε στον ΠΑΟΚ ως η επιλογή του Κώστα Πιλαφίδη για ν’ αντικατασταθεί ο Ντάριους Ουάσινγκτον. Κατόπιν εργάστηκε και με τον Βαγγέλη Αλεξανδρή. Η θητεία του στη Θεσσαλονίκη είχε διάρκεια 8 αγώνων (8.3 πόντοι, 2 ασίστ), αλλά πρόλαβε να βιώσει την ατμόσφαιρα των ντέρμπι της πόλης και 4 αγώνων με τον Ολυμπιακό.
Πάτρικ Μπέβερλι – Ολυμπιακός
Άλλος ο πόιντ γκαρντ που είχε διαλέξει ο Παναγιώτης Γιαννάκης προκειμένου να πλαισιώσει την περιφερειακή γραμμή του Ολυμπιακού και άλλος αυτός που να έχει διψήφιο αριθμό πόντων όντας ένας από τους πιο αξιόπιστους κοντούς αμυντικούς του ΝΒΑ, είτε αρχικά στους Ρόκετς είτε κατόπιν στους Κλίπερς. Ως 21 ετών ήταν ένας παίκτης που ήρθε κατά κύριο λόγο για τους ευρωπαϊκούς αγώνες των ‘ερυθρόλευκων’, αλλά σταδιακά εντάχθηκε στο ρόστερ του πρωταθλήματος. Δεν έπαιζε πολύ, αλλά πάντα προσπαθούσε να δώσει την ενέργεια που ανάβλυζε από μέσα του. Με 15 πόντους σε ματς με τον Ηλυσιακό στην κανονική περίοδο και με το Μαρούσι στα πλέι οφς υπέγραψε οι καλύτερες εμφανίσεις του.
Στο τελικό του 2010 με την Μπαρτσελόνα στο Παρίσι αγωνίστηκε 10’01” χωρίς να σκοράρει (0/1τρ, 1 ασίστ, 1 κλέψιμο, 3 φάουλ) και δεν στέφθηκε πρωταθλητής Ευρώπης. Ίσως, δέκα χρόνια αργότερα, στο τέλος της τρέχουσας σεζόν φορέσει δαχτυλίδι δίπλα σε Καγουάι Λέοναρντ και Πολ Τζορτζ. Ως βασικός.
πηγή: contra.gr