Ο διεθνής από φέτος, Μανώλης Σκουλάς, από τον σύνδεσμο της… Θεσσαλίας είναι αυτός που θα διευθύνει τον αγώνα του Άρη με την Λάρισα!
Μπορεί να είναι γραμμένος εδώ και χρόνια στην ΕΠΣ Θεσσαλίας, αλλά έχει καταγωγή από το Ηράκλειο της Κρήτης.
Ο 33χρονος Σκουλάς, είναι γιος του πάλαι ποτέ δημάρχου Αστερουσιών, Βασίλη Σκουλά, ως φοιτητής βρέθηκε στη Θεσσαλία και λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων διατηρείται εκεί μέχρι και σήμερα.
Μάλιστα, για ένα χρόνο μετακόμισε στην ΕΠΣ Σερρών και ο λόγος ήταν το προσωρινό… μπλοκ που είχε μπει στην Ένωση της Θεσσαλίας από την ΕΠΟ.
Φέτος, έκανε ντεμπούτο στην Ευρώπη, σφυρίζοντας τον αγώνα Φερονικέλι-Σάντα Κολόμα για τον πρώτο γύρο του Τσάμπιονς Λιγκ, πριν τα προκριματικά. Ήταν στο Τόμπολ-Ζένες Ες για τα προκριματικά του Europa League. Στο πρωτάθλημα σφύριξε μόνο στο Λαμία-Παναθηναϊκός.
Πέρσι είχε μπει στο… ψυγείο και βγήκε για το Παναθηναϊκός-Άρης, καθώς είχε τιμωρηθεί για την διαιτησία του στο ΠΑΟΚ-Πανιώνιος για το Κύπελλο, σε ένα ματς που ο ΠΑΟΚ πήρε την πρόκριση με ανύπαρκτο πέναλτι στις καθυστερήσεις της παράτασης.
Είναι η δεύτερη φορά που θα “σφυρίξει” αγώνα του Άρη στην Σούπερ Λιγκ, καθώς είχε προηγηθεί η περσινή εκτός έδρας αναμέτρηση με τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ. Σε επίπεδο Φούτμπολ Λιγκ, ο Άρης έχει μία ήττα, με 1-0, στα Τρίκαλα, και μία νίκη με 2-1 εκτός έδρας επί του Αχαρναϊκού.
Διαβάστε μία πρόσφατη σχετικά συνέντευξή του, από τον περασμένο Ιανουάριο…
Για την καθημερινότητά του και πώς συνδυάζει τη διαιτησία με το επάγγελμά του:
Η καθημερινότητά μου είναι ταυτόσημη της προσπάθειας. Έχω κάνει μία συνειδητή επιλογή να κάνω δύο δουλειές, και του διαιτητή, αλλά και παράλληλα αυτό που σπούδασα, δηλαδή πολιτικός μηχανικός. Σε άλλες χώρες, αλλά και στην Ελλάδα, διεθνείς διαιτητές ασχολούνται αποκλειστικά με το κομμάτι αυτό.
Εγώ έχω κάνει τη συνειδητή επιλογή να μη σταματήσω το επάγγελμά μου, από τη στιγμή που ανέβηκα στη Σούπερ Λιγκ, αλλά να είμαι μάχιμος στη δουλειά μου. Οπότε αυτό απαιτεί πολύ χρόνο, πολλή προσπάθεια και καθημερινά οι υποχρεώσεις μεγαλώνουν ολοένα και περισσότερο.
Υπάρχει και ημερομηνία λήξης στην καριέρα μας με βάση και τον κανονισμό διαιτησίας, που είναι τα 45 χρόνια. Ακόμη και στην Ευρώπη το όριο είναι τα 47 χρόνια γι’ αυτούς που βρίσκονται στην κατηγορία της Ελίτ. Οπότε το αύριο είναι δύσκολο, όχι μόνο για μας τους διαιτητές, αλλά και για τους ποδοσφαιριστές.
Για την επιλογή του να γίνει διαιτητής:
Έκανα στίβο, έκανα κολύμβηση, έπαιζα μπάσκετ, ποδόσφαιρο, οπότε με το που βρέθηκα στον Βόλο ως φοιτητής στη σχολή των Πολιτικών Μηχανικών καθαρά τυχαία έπαιξα ένα παιχνίδι ως βοηθός και κάπως έτσι μου “κόλλησε” το μικρόβιο. Δε θέλει και πολύ άλλωστε.
Το πρώτο παιχνίδι έγινε δεύτερο και το δεύτερο τρίτο και το ένα έφερε το άλλο, με αποτέλεσμα να είμαι τώρα 15 χρόνια στον χώρο. Ξεκίνησα λοιπόν από τα τοπικά πρωταθλήματα, όπως όλοι. Έτσι κι αλλιώς η εξέλιξη των διαιτητών έχει πολύ συγκεκριμένα στάδια, ανεβαίνοντας σταδιακά. Δεν έχουν όλοι βέβαια την ίδια εξέλιξη.
Για το γεγονός ότι μπήκε πρόσφατα στον πίνακα των διεθνών διαιτητών κι αν αυτό είναι το ανώτερο σκαλί γι’ εκείνον:
Όπως και στη ζωή, δεν υπάρχει ανώτερο σκαλί. Υπάρχει πάντα και κάτι καλύτερο. Εγώ τώρα μπαίνω στη FIFA ως διαιτητής τρίτης κατηγορίας. Υπάρχει η δεύτερη και η πρώτη κατηγορία και η Ελίτ. Είμαι και πάλι νέος, είμαι πρωτάρης.
Ήδη έχω αγωνιστεί ως επιπρόσθετος διαιτητής σε ένα παιχνίδι Nations League πριν δύο μήνες και σε προκριματικά Europa League ως τέταρτος διαιτητής. Κάθε κατηγορία της FIFA απαιτεί τουλάχιστον τριετή παραμονή, για να ανέβεις στην παραπάνω.
Για το πόσο δύσκολο είναι να είναι κάποιος διαιτητής στην Ελλάδα:
Το να είσαι διαιτητής στην Ελλάδα είναι κάτι το ιδιαίτερο. Ο διαιτητής δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από έναν αθλητή, που έρχεται να αποδώσει δικαιοσύνη στον αγωνιστικό χώρο.
Δυστυχώς στην Ελλάδα όλο αυτό το πράγμα το έχουμε παρεξηγήσει. Δεν είναι τυχαίο ότι συνεχώς η κουβέντα όλων είναι γύρω από τη διαιτησία. Πού πήγε ένας διαιτητής, με ποιον μίλησε και ούτω κάθε εξής.
Εγώ είχα μία πάγια άποψη, ότι ένας διαιτητής πρέπει να μιλάει με τα σφυρίγματά του την ώρα του παιχνιδιού και γι’ αυτό δεν είχα δώσει κάποια συνέντευξη κι αυτή είναι η πρώτη μου συνέντευξη μετά από 15 χρόνια. Ο λόγος που τη δίνω είναι ότι θα πρέπει να δει ο κόσμος ότι και ο διαιτητής είναι άνθρωπος.
Είμαστε άνθρωποι του ποδοσφαίρου, είμαστε σαν τους ποδοσφαιριστές, απλώς δεν έχουμε την ίδια αντιμετώπιση από την κοινή γνώμη. Βλέπουμε καθημερινά το πρόσωπό μας σε πρωτοσέλιδα, όπου είμαστε στοχοποιημένοι πολλές φορές.
Υπάρχουν και στοχευμένα δημοσιεύματα από τη μέρα του ορισμού ως τη μέρα του αγώνα, που εντάσσονται σ’ έναν ψυχολογικό πόλεμο. Προφανώς δε λέμε ότι δε φταίμε κι εμείς, αλλά δεν είναι δυνατόν όλα τα κακά του ποδοσφαίρου να εντοπίζονται στους διαιτητές.
Υπάρχουν και προπονητές και ποδοσφαιριστές που κάνουν λάθη και λογικό είναι, γιατί είναι άνθρωποι. Ωστόσο, το λάθος του διαιτητή είναι αυτό που μένει κι αυτό που σχολιάζεται.
Αντιλαμβάνεστε λοιπόν πόσο δύσκολο είναι να ασχολείσαι με τη διαιτησία στην Ελλάδα, το να δέχεσαι συνεχώς κριτική και πιστέψτε με ότι οι καλές στιγμές και οι σωστές αποφάσεις είναι πολύ περισσότερες από τις κακές, αλλά δυστυχώς οι κακές αναδεικνύονται.
Έχεις μία κακή στιγμή, δέκα καλές και θα αναδειχθεί η κακή, ενώ στον ποδοσφαιριστή, αν κάνει δέκα καλές ενέργειες και μία κακή, κανείς δε θα σχολιάσει ή θα κριτικάρει ή θα τον πει κακό ποδοσφαιριστή, επειδή έκανε ένα λάθος. Ο διαιτητής, όμως, επειδή έκανε λάθος, είναι κακός διαιτητής.
Αυτό έχει να κάνει με τη νοοτροπία μας ως Έλληνες και είναι κάτι που πρέπει ν’ αλλάξει από μικρή ηλικία. Να μάθουμε τι είναι ποδόσφαιρο για μας και πώς πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται.
Οι παθογένειες του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν έχουν να κάνουν με το VAR
Ο Μανώλης Σκουλάς μίλησε και για την εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση που τυγχάνει η διαιτησία στο εξωτερικό, με βάση την προσωπική του εμπειρία, τις διαφορές με την Ελλάδα και το διόλου τιμητικό για τους Έλληνες ρέφερι να καλούνται ξένοι συνάδελφοι τους για τα ελληνικά ντέρμπι. Με την παρατήρηση ότι αυτά τα ματς περνάνε χωρίς εντάσεις, κάτι που ενισχύει την άποψη ότι η καχυποψία των ομάδων για τον Έλληνα διαιτητή είναι αυτή που δημιουργεί τα περισσότερα προβλήματα.
Ρωτήθηκε για την επίθεση στον Θανάση Τζήλο, τονίζοντας πως οποιοσδήποτε από τους διαιτητές θα μπορούσε να είναι στη θέση του, ενώ υποστήριξε πως το VAR δεν αποτελεί εγγύηση για τη λύση στο πρόβλημα, καθώς οι παθογένειες που ταλανίζουν το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν έχουν να κάνουν με το VAR.
Ο 33χρονος διαιτητής επεσήμανε επίσης ότι η διεύθυνση ενός παιχνιδιού απαιτεί ψυχολογική προετοιμασία αλλά και… scouting, δηλαδή το τσεκάρισμα των παικτών που μπορούν είτε να βοηθήσουν το παιχνίδι, είτε να χάσουν εύκολα την ψυχραιμία τους και να κάνουν… μπάχαλο έναν αγώνα.
“Αυτά είναι μικρά πράγματα που μπορούν να κάνουν τη διαφορά και ο καλός διαιτητής είναι αυτός που προλαβαίνει όλες αυτές τις καταστάσεις και σε παγκόσμιο επίπεδο πολλοί μεγάλοι διαιτητές δουλεύουν πάρα πολύ στην πρόληψη, καθώς το προλαμβάνειν είναι καλύτερο του θεραπεύειν”, υποστήριξε ο Μανώλης Σκουλάς, τονίζοντας πως δεν ακούει και δε διαβάζει τίποτα πριν σφυρίξει ένα παιχνίδι, αλλά μόνο μετά από αυτό.