Μια γνωμοδότηση… 5.482 λέξεων που βλέπει το φως της δημοσιότητας από τις αρχές του Δεκεμβρίου αποτελεί… χαστούκι” στα όσα γίνονται στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο σχετικά με τη στάση της ΕΠΟ, το άρθρο 99 και την ΠΑΕ Άρης!
Γνωμοδότηση που δημοσιεύει το δικηγορικό γραφείο “Σφυρής και συνεργάτες”. Ο δικηγόρος Γιώργος Σφυρής θεωρείται άριστος γνώστης της υπόθεσης, αφού κατά το παρελθόν υπήρξε μέλος του Τακτικού Διαιτητικού Δικαστηρίου της ΕΠΟ. Στην γνωμοδότηση που ακολουθεί, ο κ. Σφυρής καταρρίπτει έναν έναν τους ισχυρισμούς της ΕΠΟ για το περίφημο “αυτοδιοίκητο” και το άρθρο 99.
Πατήστε εδώ για να δείτε την γνωμοδότηση.
Ή διαβάστε παρακάτω αναλυτικά:
Ετέθησαν υπόψη μου τα εξής ερωτήματα:
1. Αν η αίτηση της ΠΑΕ για την υπαγωγή της στη διαδικασία εξυγίανσης των άρθρων 99 επ. ΠτΚ, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, παραβιάζει ή όχι το άρθρο 35 του Κανονισμού Αγώνων Ποδοσφαίρου (ΚΑΠ), [με το οποίο, λόγω ισχύος του αυτοδιοίκητου, προβλέπεται ότι:«1. Οι πάσης φύσεως διαφορές που ανακύπτουν από την εφαρμογή και ερμηνεία του παρόντος Κανονισμού, του Καταστατικού και των εν γένει Κανονισμών της Ε.Π.Ο. που ισχύουν για το ποδόσφαιρο και αφορούν τις επαγγελματικές ενώσεις, τις ομάδες που μετέχουν στους πάσης φύσεως αγώνες, καθώς και οποιοδήποτε πρόσωπο που συνδέεται με οποιαδήποτε σχέση και ιδιότητα με αυτές, ή που εμπλέκονται με οποιονδήποτε τρόπο και ιδιότητα στον χώρο του ποδοσφαίρου, επιλύονται από τα αρμόδια θεσμοθετημένα ποδοσφαιρικά όργανα, που καθορίζονται στο Καταστατικό και τους κανονισμούς της Ε.Π.Ο. απαγορευομένης σε κάθε περίπτωση προσφυγής στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια. 2. Σε περίπτωση που κατά παράβαση της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, φυσικό ή νομικό πρόσωπο προσφύγει σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο επιβάλλονται σε βάρος του οι ακόλουθες ποινές από την κατά περίπτωση διοργανώτρια ή την Ε.Π.Ο.: α) Ομάδα που ασκεί προσφυγή αποκλείεται από τους υπόλοιπους αγώνες τους πρωταθλήματος που μετέχει ή θα μετάσχει, με απόφαση του Δ.Σ. της διοργανώτριας ή της Ε.Π.Ο. από την ημέρα άσκησης της προσφυγής και για όσο χρονικό διάστημα συνεχίζεται η παράβαση. β) Εφ’ όσον προσφεύγει φυσικό πρόσωπο (μέλη Δ.Σ. ομάδων, προπονητές, φυσικοθεραπευτές, γιατροί, διερμηνείς, φροντιστές, ποδοσφαιριστές κ.λπ.), με απόφαση του Δ.Σ. της διοργανώτριας επιβάλλονται σωρευτικά: i) απαγόρευση εισόδου στο γήπεδο, ii) απαγόρευση συμμετοχής σε οποιαδήποτε δραστηριότητα που σχετίζεται με το ποδόσφαιρο και iii) εφ’ όσον αποδεικνύεται συμμετοχή της ομάδας του, η κατά τα ως άνω περ. α’ ποινή. γ) Εφ’ όσον προσφεύγει ένωση-μέλος της Ε.Π.Ο., με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Π.Ο. ανακαλείται άμεσα η ανάθεση των πρωταθλημάτων…»];
2. Αν η αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών που προβλέπεται στο νέο Πτωχευτικό Κώδικα και διατάσσεται από το αρμόδιο δικαστήριο υπέρ των ΠΑΕ που αιτούνται το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσής τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις των (νέων) άρθρων 99 επ., 103ΠτΚ και 10§1, εδ. β’ ΠτΚ, αφορά και καταλαμβάνει και τις πειθαρχικές αποφάσεις του Τακτικού Διαιτητικού Δικαστηρίου της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, (Ε.Π.Ο.), με τις οποίες ενεργοποιούνται οι κατ’ άρθρο 24 του Κανονισμού Ιδιότητας και Μετεγγραφών Ποδοσφαιριστών ποινές, (μεταξύ άλλων) της αφαίρεσης δύο (2) βαθμών και της κατακύρωσης αγώνα υπέρ αντιπάλου, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση στους αιτούντες-πιστωτές ποδοσφαιριστές (ή προπονητές) των επιδικασθεισών τελεσιδίκως στους τελευταίους ποσών εκ της παροχής εργασίας τους και
3. Στο βαθμό που οι πειθαρχικές αποφάσεις των διαιτητικών επιτροπών της Ε.Π.Ο. αποστέλλονται αρμοδίως από την τελευταία στην ανωτέρω Ένωση και διοργανώτρια του πρωταθλήματος (Β’ και Γ’ Εθνικής Κατηγορίας) για εκτέλεση σε βάρος των οφειλετών ΠΑΕ, αν υποχρεούται ή όχι η τελευταία να απόσχει από την επιβολή (ενεργοποίηση) των ποινών αυτών, συμμορφούμενη με τα προληπτικά μέτρα αναστολής των μέτρων (άμεσης και έμμεσης) αναγκαστικής εκτέλεσης (συμπεριλαμβανομένων και των προσωρινών διαταγών αναστολής ατομικών διώξεων) που λαμβάνονται κατά το (νέο) άρθρο 103ΠτΚ.
Οι απαντήσεις μου στα ανωτέρω ερωτήματα καθορίζονται ως ακολούθως[1]:
A. ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ – ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Με τις διατάξεις των αρ. 99-106 του ν.3588/2007 (Νέος Πτωχευτικός Κώδικας, εφεξής ΠτΚ) εισήχθη από τη Γαλλία στο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα ο θεσμός της διαδικασίας συνδιαλλαγής, (procedure de conciliation). Σκοπός του νομοθέτη ήταν η πρόληψη της πτώχευσης, με το να τεθούν στη διάθεση του οφειλέτη νομικοί μηχανισμοί αποτρεπτικοί, της αναπόδραστα, καταστροφικής ρευστοποίησης, ώστε οι οικονομικές δυσκολίες να αντιμετωπίζονται κατά τρόπο προσεκτικό και σοβαρό, με φαντασία, διαπραγμάτευση, ασφάλεια και διαμόρφωση περιβάλλοντος εμπιστοσύνης μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών.
Με τη διαδικασία συνδιαλλαγής, η οποία είχε ως πρότυπο τις διατάξεις του καταργηθέντος πλέον ν.1892/1990, περί της ειδικής εκκαθάρισης των προβληματικών επιχειρήσεων, [βλ. Μάζη, Η ειδική εκκαθάριση των προβληματικών επιχειρήσεων, β’ έκδοση, Π.Ν. Σάκκουλα, σελ. 1 επ., τον ίδιο ΔΕΕ 1995 σελ. 713επ., τον ίδιο, ΔΕΕ 1996 σελ. 680επ., Κοτσίρη, Πτωχευτικό Δίκαιο, 8η έκδοση σελ. 584 επ., (585)][2], αλλά με τη γνώση και την εμπειρία πλέον των αδικιών της εφαρμογής του άρθρου 44 του νόμου αυτού, που κατέληγε, σε πολλές περιπτώσεις, σε περιορισμό των πιστωτικών απαιτήσεων ακόμα και σε ποσοστά 95%-98% και ενίοτε σε καταδολιευτική χρήση του, (βλ. ενδεικτικά, ΕφΑθ 6093/1994, ιδίως ΕφΑθ 7602/2004, ΔΕΕ 2005/178 και ΕφΘεσ 3027/2004, αδημ., Γνωμοδότηση Μάζη, ΔΕΕ 2006/38, οι οποίες αφορούσαν τις ΠΑΕ ΑΕΚ και ΑΡΗΣ), επιδιωκόταν, υπό την εγγύηση της δικαστικής αρχής και με τη σύμπραξη των πιστωτών, η ικανοποίηση των τελευταίων μέσω της διάσωσης των επιχειρήσεων που απειλούνταν με οικονομική κατάρρευση, ή εκείνης που τα δεδομένα της επιχειρηματικής δραστηριότητας δεν άφηναν προσδοκία επιβίωσης, με απώτερους σκοπούς τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, την προαγωγή του τοπικού κοινωνικοοικονομικού χώρου, όπου δραστηριοποιείτο η επιχείρηση και ευρύτερα της εθνικής οικονομίας.
Η διαδικασία συνδιαλλαγής δεν ήταν παρά μια συλλογική συναινετική διαδικασία, που λειτουργούσε στα πλαίσια της συμβατικής αυτονομίας, κατά την οποία ο οφειλέτης είχε τη δυνατότητα να συμφωνεί με κάθε πιστωτή του συγκεκριμένη ρύθμιση, το σύνολο των οποίων τελικά, θα αποτελούσε το αντικείμενο της συμφωνίας προς επικύρωση[3].
Σύμφωνα μάλιστα με τη ρύθμιση του (παλαιού) άρθρου 100ΠτΚ, κατά την έναρξη τη διαδικασίας συνδιαλλαγής δεν προβλεπόταν, ex lege τουλάχιστον, επέκταση της αναστολής των μέτρων ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης και έτσι αντίστοιχη προστασία πέραν του οφειλέτη και στους εγγυητές, (βλ. ΜΠρΘεσ 12819/2009, ΕΠολΔ 2010/583 επ. με παρατηρήσεις Ν. Τσιάντου, σελ. 591 επ.) και συνοφειλέτες εις ολόκληρο. Η επέκταση αυτή και η αντίστοιχη προστασία προβλεπόταν και υπέρ των εγγυητών και των συνοφειλετών εις ολόκληρο, μόνο μετά την επικύρωση της διαδικασίας συνδιαλλαγής με το άρθρο 104ΠτΚ, (βλ. εισήγηση Ι. Δεληκωστόπουλου, «Η Διαδικασία συνδιαλλαγής και το νομοσχέδιο για τη νέα προ-πτωχευτική διαδικαία εξυγίανσης, σελ. 18-20), στο 36ο Πανελλήνιο συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων, Λάρισα 15-18 Σεπτεμβρίου 2011, (με πλούσιες παραπομπές στη σχετική νομολογία και θεωρία), Χατζημιχαήλ, «Διεύρυνση των μέτρων προληπτικής προστασίας υπέρ των εγγυητών», (104§1β’ του ΠτΚ), ΔΕΕ 12/2012, 1220 επ., αλλά και Πλεύρη Α. «Η επέκταση των υποκειμενικών ορίων των προληπτικών μέτρων κατά το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής κατά το άρθρο 100§1ΠτΚ και μετά την επικύρωση της συμφωνίας συνδιαλλαγής κατά το άρθρο 104§1β’ ΠτΚ», ΕφΑΔ 12/2011, 1142 επ.).
Η συλλογική προπτωχευτική διαδικασία της εξυγιάνσεως αντικατέστησε την προηγούμενη όμοια διαδικασία συνδιαλλαγής δυνάμει του ν.4013/2011. Συγκεκριμένα, κατά τη διάταξη του νέου άρθρου 99 του ν.3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα), (όπως το έκτο κεφάλαιο αυτού αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 12-14 του ν.4013/2011, αλλά και με το άρθρο 234 του πρόσφατου ν.4072/2012), κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του ιδίου Κώδικα, το οποίο έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του στην Ελλάδα και βρίσκεται σε παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών του κατά τρόπο γενικό, δύναται να υπαχθεί στη διαδικασία εξυγίανσης που προβλέπεται στο παραπάνω κεφάλαιο, με απόφαση του αρμόδιου Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 100ΠτΚ.
Συνοπτικά, με τη διαδικασία αυτή, ο οφειλέτης επιδιώκει τη σύναψη συμφωνίας με τους πιστωτές του που εκπροσωπούν την αναφερόμενη στα άρθρα 106§4, 106α§1ΠτΚ πλειοψηφία των απαιτήσεων, (60% του συνόλου των απαιτήσεων, που περιλαμβάνει το 40% των γενικώς ή ειδικώς προνομιούχων πιστωτών), ενδεχομένως με τη συνδρομή διοριζόμενου δικαστικώς μεσολαβητή, η οποία συμφωνία υποβάλλεται προς επικύρωση στο πτωχευτικό δικαστήριο. Κατά την παρ. 2 του ιδίου νέου άρθρου, η διαδικασία εξυγίανσης αποτελεί συλλογική προπτωχευτική διαδικασία, που αποσκοπεί στη διατήρηση, αξιοποίηση, αναδιάρθρωση και ανόρθωση της επιχείρησης με τη συμφωνία που προβλέπεται στο ίδιο κεφάλαιο του ΠτΚ, χωρίς να παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών. Η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών παραβλάπτεται, αν προβλέπει ότι οι μη συμβαλλόμενοι στη συμφωνία πιστωτές θα βρεθούν σε χειρότερη οικονομική θέση απ’ αυτή στην οποία θα βρίσκονταν με βάση αναγκαστική εκτέλεση, ή σε περίπτωση που ο οφειλέτης έχει περιέλθει σε κατάσταση παύσης πληρωμών, (με βάση τα προβλεπόμενα στο όγδοο κεφάλαιο του ανωτέρω Κώδικα).
Για την εκτίμηση της οικονομικής θέσης των πιστωτών, λαμβάνονται υπόψη τα ποσά και τυχόν άλλα ανταλλάγματα που θα λάβουν και οι όροι αποπληρωμής των ποσών αυτών. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 3, οι σκοποί της ανωτέρω παραγράφου επιδιώκονται με τη σύναψη και επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης, η οποία, κατά την παράγραφο 4, δύναται είτε να καταρτισθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης, είτε και πριν από την έναρξή της, σύμφωνα με το άρθρο 106β, οπότε, υποβάλλεται στο δικαστήριο προς επικύρωση με την αίτηση για το άνοιγμα της διαδικασίας, (βλ. αντί άλλων, ΠΠρΘεσ 11680/2012, ΔΕΕ 2012/782, ΠΟΛ 1188/2012: Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης – Κοιν. Διατ. Ά. 294 Ν. 4072 & ά. 58 Ν. 4075/2012).
Σε ότι αφορά το χρόνο από το άνοιγμα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 101§1ΠτΚ, έως την έκδοση της επικυρωτικής ή απορριπτικής απόφασης, κατά το άρθρο 106ζΠτΚ, το δικαστήριο δύναται, κατά το άρθρο 103ΠτΚ, να διατάξει τη λήψη προληπτικών μέτρων που αποσκοπούν στην αποτροπή κάθε επιζήμιας για τους πιστωτές μεταβολής της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωσης της αξίας της επιχειρήσεως του, ώστε να διατηρηθεί αλώβητη η προσδοκία επίτευξης και επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης με τους εντεύθεν στόχους της, [βλ. Ψυχομάνη, Πτωχευτικό Δίκαιο, δ’ έκδοση, σελ. 72 επ. (89)]. Κατά το νέο αυτό άρθρο, με την απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου, για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης, ή με απόφαση του προέδρου του, που λαμβάνεται κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον και δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, μπορεί να αναστέλλονται μέχρι τη λήξη της εξυγίανσης, εν όλω ή εν μέρει, τα ατομικά μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της περιουσίας του οφειλέτη, (άρθρο 103§1ΠτΚ). Η αναστολή καταλαμβάνει τις υποχρεώσεις του οφειλέτη που είχαν γεννηθεί πριν από την υποβολή της αίτησης για το άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης, το δικαστήριο όμως, ή κατά περίπτωση ο πρόεδρος, δύναται σε εξαιρετικές περιπτώσεις να επεκτείνει την αναστολή και σε νεότερες απαιτήσεις, (άρθρο 103§1,εδ.Β’ΠτΚ). Κατά τη διάρκεια της αναστολής, αναστέλλεται η παραγραφή κατά το άρθρο 255 του Αστικού Κώδικα, ενώ η χορήγηση της αναστολής επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση της διάθεσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη. Η ανωτέρω αναστολή μπορεί να επεκτείνεται και σε εγγυητές ή λοιπούς συνοφειλέτες, εφόσον συντρέχει σπουδαίος επιχειρηματικός ή κοινωνικός λόγος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 103§5ΠτΚ, στα παραπάνω προληπτικά μέτρα δύνανται να τίθενται εξαιρέσεις, αν συντρέχει σπουδαίος κοινωνικός λόγος, όπως, ενδεικτικά, προκειμένου να καταβληθούν σε πιστωτή ποσά που είναι αναγκαία για τη διατροφή του ιδίου και της οικογένειας του, ή για την καταβολή μισθών σε εργαζόμενους. Συνεπώς, το άνοιγμα εξυγίανσης δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε βάρος των εργαζομένων, εκτός αν το δικαστήριο ρητώς τους συμπεριλάβει, χωρίς σπουδαίο λόγο αφορώντα ειδικά αυτές τις απαιτήσεις, με ρητή μάλιστα πρόβλεψη του χρόνου ισχύος της τυχόν διαταχθείσης αναστολής εκτέλεσης μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, [βλ. Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4072/2012, στις σκέψεις για το άρθρο 234, Γ. Ψαρουδάκη «Διαδικασία εξυγίανσης και εργασιακές σχέσεις», ΔΕΝ 2012/737, (740)].
Για την εκδίκαση της αιτήσεως λήψεως προληπτικών μέτρων, το νέο άρθρο 103ΠτΚ, πρώην διάταξη της παρ. 3,εδ.1, του αρ.100§1,εδ.γ’ΠτΚ, παραπέμπει στη γενική διάταξη περί εξασφαλιστικών – προληπτικών μέτρων της διατάξεως του αρ. 10 του ιδίου Κώδικα. Κατά την παρ. 1 της τελευταίας αυτής διατάξεως: «Μετά την υποβολή της αίτησης για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, ο πρόεδρος του αρμόδιου κατά το αρ. 4 δικαστηρίου, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (αρ. 682 επ. ΚΠολΔ), μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να διατάξει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της, μέχρι να δημοσιευθεί η απόφαση επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης. Ο πρόεδρος μπορεί ιδίως να απαγορεύσει οποιαδήποτε διάθεση περιουσιακού στοιχείου από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών, να ορίσει μεσεγγυούχο. Η απόφαση υποβάλλεται στη δημοσιότητα του αρ. 8».
Αίτηση περί λήψεως ασφαλιστικών προληπτικών μέτρων αναστολής των ατομικών διώξεων, αλλά και κάθε άλλου προβλεπόμενου στο άρθρο 10ΠτΚ, υπό τους περιορισμούς όμως του άρθρου 103ΠτΚ, συνοδευόμενη και από αίτημα έκδοσης προσωρινής διαταγής απαγόρευσης προσωρινά συγκεκριμένων ή όλων των ατομικών διώξεων των πιστωτών, μέχρις να εκδικασθεί η αίτηση ανοίγματος της διαδικασίας και λήψεως προσωρινών μέτρων, μπορεί να κατατεθεί πριν από την υποβολή της αίτησης για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης, από τον έχοντα προς τούτο έννομο συμφέρον. Η αίτηση αυτή μπορεί να εμπεριέχεται και στο ίδιο δικόγραφο, με το οποίο ζητείται το άνοιγμα της διαδικασίας. Μπορεί όμως να κατατίθεται και με αυτοτελές δικόγραφο στο πτωχευτικό δικαστήριο πριν ή κατά τη συζήτηση της αίτησης για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης, ή να απευθύνεται προς τον πρόεδρο του πτωχευτικού δικαστηρίου, υποβαλλόμενη οποτεδήποτε μέχρι την έκδοση αποφάσεως, που θα επικυρώνει ή όχι τη συμφωνία εξυγίανσης, [βλ. Κοτσίρη, «Η διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον Πτωχευτικό Κώδικα, 2010, σελ. 63 και 66, Ψυχομάνη, Πτωχευτικό Δίκαιο, δ’ έκδοση, σελ. 72 επ. (86-87)].Η επιλογή της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων για την εκδίκαση της σχετικής αιτήσεως και μάλιστα σε μία γενικότερη διαδικασία υπαγόμενη ανεξαιρέτως στις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, (αρ. 4§3 και 54§1ΠτΚ), θα πρέπει να αναζητηθεί στην επιθυμία του νομοθέτη, να αρκείται το δικαστήριο, στην περίπτωση αυτή, σε απλή πιθανολόγηση για την λήψη των συγκεκριμένων μέτρων, χωρίς να απαιτείται η δημιουργία πλήρους δικανικής πεποιθήσεως, όπως αντιθέτως ισχύει στην διαδικασία των αρ. 739 επ. του ΚΠολΔ, (βλ. Κοτσίρης/Αρβανιτάκης, ό.π., ΠΠρΑΘ 40/2010 ΔΕΕ 2010, 803, βλ. και Κοτσίρη, Η ΠΠρΘεσ 11680/2012, ΔΕΕ 2012/782, ΠΟΛ 1188/2012: Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης – Κοιν. Διατ. Ά. 294 Ν. 4072 & ά. 58 Ν. 4075/2012, διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον Πτωχευτικό Κώδικα [2010], σελ. 52 επ., Περάκη, Πτωχευτικό Δίκαιο [2010], σελ. 42, Ρήγα, Τα προληπτικά μέτρα στο νέο Πτωχευτικό Κώδικα (ν. 3588/2007), ΕφΑΔ 2010, 284 επ.).
Περαιτέρω, κατά τις ρητές διατάξεις των νέων άρθρων 99 επ.ΠτΚ, (του 6ου κεφαλαίου), η συμφωνία συνδιαλλαγής δεν χρειάζεται να συναφθεί με όλους τους πιστωτές. Αρκεί οι συμμετέχοντες στη συμφωνία να εκπροσωπούν την περιγραφείσα στα άρθρα 106§4, 106α§1ΠτΚ πλειοψηφία των απαιτήσεων. Όμως και οι υπόλοιποι, που δε θα υπογράψουν τη συμφωνία, καταλαμβάνονται από αυτήν, σύμφωνα με το άρθρο 106η§1ΠτΚ.
Β. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΩΝ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ
Από την παράθεση του νομικού πλαισίου της διαδικασίας εξυγίανσης των επιχειρήσεων που προηγήθηκε, προκύπτει ότι, κατ’ αρχήν, δεν υπάρχει κανένας αποχρών λόγος εξαίρεσης της υπαγωγής και των Ποδοσφαιρικών Ανωνύμων Εταιριών, (εφεξής ΠΑΕ) σε αυτή. Οι όποιοι τυχόν ενδοιασμοί για το αντίθετο υφίστανται, ερείδονται κυρίως στο ρόλο των εταιρειών αυτών στο χώρο του επαγγελματικού αθλητισμού γενικότερα και σε αυτόν του ποδοσφαίρου ειδικότερα, όπως αυτός ο ρόλος επισημάνθηκε αρχικά και καθορίστηκε στη συνέχεια νομοθετικά, κυρίως ως αποτέλεσμα της αρνητικής δημοσιότητας που έλαβε η εφαρμογή του ν.1892/1990 σε όσες ΠΑΕ αιτήθηκαν και επέτυχαν την υπαγωγή τους στη διαδικασία της ειδικής εκκαθάρισης επιχειρήσεων. Με τη διαδικασία αυτή, οι ΠΑΕ κατάφεραν να εξασφαλίσουν περιορισμούς των απαιτήσεων των πιστωτών τους σε ποσοστά κατά κανόνα, 5%-10%, καταβλητέα σε αρκετές ετήσιες δόσεις της πρώτης αρχόμενης έπειτα από δύο χρόνια χάριτος, [βλ. π.χ. ΕφΑθ 6093/1994, ΕΕμπΔ 1996/392, με διαγραφή χρέους σε ποσοστό 98% και πληρωμή του 2% σε πιστωτές, ΕφΑθ 7602/2004, ΔΕΕ 2005/178, και ΕφΘεσ 3077/2004, αδημ. για περιορισμό σε 5%, βλ. Κοτσίρη, Πτωχευτικό Δίκαιο [2011], σελ. 584 επ. (586), Γνωμοδότηση Μάζη, «Η εμπράγματη ασφάλεια στην εξυγίανση επιχειρήσεων», ΔΕΕ, 2006/38 επ.]. Συνεπώς, για τους σκοπούς του παρόντος, καθίσταται επάναγκες να προταχθεί μία συνοπτική ιστορική αναδρομή στην εφαρμογή του ν.1892/1990, (άρθρο 44 επ.) στις ΠΑΕ, μέχρι τη δια νόμου επίσης κατάργησή του.
Συγκεκριμένα, αρχικά υπήρχε διχογνωμία στη νομολογία για τη δυνατότητα υπαγωγής στο θεσμό της ειδικής εκκαθάρισης του ν. 1892/1990 και των ΠΑΕ, όμως με το άρθρο 17 παρ. 5 του ν. 2947/2001 ορίστηκε ρητώς ότι οι διατάξεις του άρθρου 46Α του ν. 1892/1990 εφαρμόζονται και στις αθλητικές εταιρείες, με ορισμένες βέβαια διαφοροποιήσεις. Συγκεκριμένα, ορίστηκε ότι ως ειδικός εκκαθαριστής της αθλητικής ΑΕ διορίζεται απευθείας από τον νόμο – και όχι από την πλειοψηφία των πιστωτών – το αντίστοιχο ιδρυτικό αθλητικό σωματείο, το οποίο και αναλαμβάνει τη διαχείριση των αθλητικών ζητημάτων, προκειμένου να διασφαλισθεί η συνέχεια συμμετοχής στις αθλητικές διοργανώσεις. Το δικαίωμα σύστασης νέας αθλητικής ΑΕ μεταβιβαζόταν με δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό στον τελευταίο πλειοδότη. Οι σχετικές με τη διενέργεια της εκκαθάρισης λεπτομέρειες ορίστηκε ότι θα ρυθμιστούν με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Πολιτισμού (όπως πράγματι έγινε στη συνέχεια με την ΚΥΑ 40/2002), ενώ τέλος ορίστηκε ότι από το πλειστηρίασμα ως πρώτος προνομιούχος δανειστής ικανοποιείται το Δημόσιο, [βλ.Δέδε, Η ειδική εκκαθάριση των ανωνύμων αθλητικών εταιριών, (2005), σελ. 13 επ., Κ. Χρονοπούλου, «Δικονομικά Ζητήματα κατά την Επίλυση Αθλητικών Διαφορών, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, σελ. 104 επ., ιδίως περί την αντισυνταγματικότητα της προνομιακής μεταχείρισης του Δημοσίου, (105 επ.)].
Αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο 78,§4, του ν.2725/1999 (ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑ ΠΕΡΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ, στο οποίο έχουν ήδη ενσωματωθεί οι τροποποιητικές διατάξεις των ν.2858/2000, ν.2947/2001, ν.3057/2002, ν.3207/2003, ν.3262/2004, ν.3772/2005, ν.3472/2006, ν.3479/2006, ν.3708/2008, ν.3773/2009, ν.4049/2012, ν.4052/2012, ν.4061/2012, ν.4075/2012), που ορίζει ότι η μη εξόφληση των ληξιπρόθεσμων και απαιτητών οφειλών μιας αθλητικής ανώνυμης εταιρείας έναντι των αθλητών της συνεπάγεται την αφαίρεση των βαθμών μιας νίκης και για κάθε αγώνα πρωταθλήματος και για όσο χρόνο διαρκεί η παράβαση, δεν εφαρμοζόταν κατά το χρονικό διάστημα από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως μέχρι την έκδοση της απόφασης του Εφετείου για τη θέση της εταιρείας σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, καθώς η παρ. 7 της ΚΥΑ 40/2002 επέτασσε την, κατά το διάστημα της προσωρινής διαχείρισης της Αθλητικής Ανώνυμης Εταιρείας, (εφεξής ΑΑΕ) από το ιδρυτικό αθλητικό σωματείο, μη εφαρμογή διατάξεων όσων νόμων «παρακωλύουν την εκ μέρους του αθλητικού σωματείου επιβαλλόμενη από τον νόμο διαχείριση των αθλητικών ζητημάτων και ιδίως τη συμμετοχή των ομάδων και των αθλητών στις εθνικές και διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις». Συνεπώς, οι εργαζόμενοι αθλητές, προπονητές κλπ., ακόμη και αν είχαν αποκτήσει εκτελεστό τίτλο, δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους κατά το διάστημα της προσωρινής διαχείρισης της ΑΑΕ, ακόμα και με τη λήψη μέτρων οιονεί έμμεσης εκτέλεσης, ως μέσα εξαναγκασμού των ομάδων προς εξόφληση των οφειλών τους.
Η διάταξη αυτή για την υπαγωγή των αθλητικών ανώνυμων εταιριών στις ρυθμίσεις του ν.1892/1990 για την εξυγίανσή τους, ως προβληματικών επιχειρήσεων, προκάλεσε σειρά προβλημάτων και είχε κατακριθεί από μεγάλο μέρος του νομικού και αθλητικού κόσμου, [βλ.Δέδε, Η ειδική εκκαθάριση των ανωνύμων αθλητικών εταιριών, (2005), αλλά και πρόσφατα, Κοτσίρη, Πτωχευτικό Δίκαιο [2011], σελ. 584 επ. (586) ]. Για το λόγο αυτό, ο νομοθέτης απαγόρευσε, με το ν.3372/2005, να εφαρμόζονται οι διατάξεις για την ειδική εκκαθάριση στις Α.Α.Ε., (άρα και στις ΠΑΕ), καταργώντας ουσιαστικά το Ν. 2947/2001. Αντίθετα, ο νέος νόμος καθιέρωσε, ως υποκατάστατο της διαδικασίας ειδικής εκκαθάρισης, τη σύσταση Ειδικής Επιτροπής Ελέγχου της οικονομικής βιωσιμότητας των ΑΑΕ και μελέτης και υποβολής προτάσεων επί των ληπτέων μέτρων εξυγίανσής τους. Η επιτροπή αυτή, συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και αποτελείται από ειδικούς εμπειρογνώμονες, οι οποίοι για την ολοκλήρωση του έργου τους δικαιούνται να ζητήσουν πληροφορίες και στοιχεία από τις τράπεζες, που χρηματοδότησαν την ΑΑΕ, αθλητικούς οργανισμούς, δημόσιες υπηρεσίες και ιδιώτες[4].
Συγκεκριμένα, ο ν.3372/2005, στο άρθρο 2, §§1,2,3, προέβλεπε ότι: «…. 1. Συνιστάται, με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, Ειδική Επιτροπή Ελέγχου της οικονομικής βιωσιμότητας των Α.Α.Ε. και Τ.Α.Α. και μελέτης και υποβολής προτάσεων επί των ληπτέων μέτρων εξυγίανσης αυτών, η οποία αποτελείται από ειδικούς εμπειρογνώμονες. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται ο χρόνος περαίωσης του έργου της, που δεν μπορεί να υπερβεί το εξάμηνο, καθώς και η εφάπαξ αμοιβή των μελών της, της σχετικής δαπάνης βαρύνουσας τις οικείες επαγγελματικές ενώσεις των Α.Α.Ε. και Τ.Α.Α.. 2. Η Επιτροπή για την ολοκλήρωση του έργου της δικαιούται να ζητήσει πληροφορίες και στοιχεία από τις τράπεζες, που χρηματοδότησαν την Α.Α.Ε. ή το Τ.Α.Α., αθλητικούς οργανισμούς, δημόσιες υπηρεσίες και ιδιώτες. 3. Από τη δημοσίευση του νόμου αυτού οι διατάξεις των άρθρων 44, 45, 46, 46α, όπως αυτά ισχύουν, του ν. 1892/1990 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» δεν εφαρμόζονται επί αθλητικών ανωνύμων εταιριών, πλην των περιπτώσεων εκκρεμών, ενώπιον των δικαστηρίων, σχετικών αιτήσεων περί υπαγωγής στις ως άνω διατάξεις…».
Σε εκτέλεση του νόμου αυτού δημοσιεύτηκε η με αριθμ. πρωτ. 56649/2005 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και συστήθηκε η Ειδική Επιτροπή Ελέγχου με έργο την καταγραφή της οικονομικής κατάστασης των ΑΕΕ και ΤΑΑ και των προοπτικών βιωσιμότητάς τους, καθώς και τη μελέτη και υποβολή προτάσεων επί των ληπτέων μέτρων εξυγίανσης αυτών και γενικότερα του επαγγελματικού αθλητισμού, (θεσμικού – οργανωτικού – διαχειριστικού χαρακτήρα).
Στο χώρο αποκλειστικά του ποδοσφαίρου δεν έχει ενεργοποιηθεί μέχρι σήμερα, τουλάχιστον κατά τη γνώση μου, η λειτουργία της κρατικής αυτής Ειδικής Επιτροπής για την ουσιαστική εξυγίανση των ΠΑΕ, (ως υποκατάστατη της διαδικασίας εξυγίανσης), προφανώς λόγω της ισχύος του αυτοδιοίκητου του ποδοσφαίρου, το οποίο, κατά την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, καταλαμβάνει και απαγορεύει και την προσφυγή στις κρατικές αρχές και θεσμούς, ενώ οι ανάλογες διαφορές χρεωμένων ΠΑΕ επιλύονται αποσπασματικά και βραχυπρόθεσμα μέσα από τις δαιδαλώδεις διαδικασίες αδειοδότησης των ομάδων που λειτουργούν στην Ε.Π.Ο., σε συνάρτηση δηλαδή με την ικανότητά τους αγωνιστικής συμμετοχής στα επερχόμενα εθνικά πρωταθλήματα.
Συνεπώς, λόγω του αυτοδιοίκητου του ποδοσφαίρου, όπως αυτό θωρακίστηκε με το ν.3479/2006[5], τα περισσότερα άρθρα του ισχύοντος αθλητικού νόμου (2725/1999), αλλά και των ειδικότερων σχετικών με τον αθλητισμό νόμων, (π.χ. ν.3372/2005) δεν έχουν πρακτικά ισχύ, (ως προς το ποδόσφαιρο), ούτε τυγχάνουν εφαρμογής από την Ε.Π.Ο., με την ανοχή βεβαίως της πολιτείας, υπέρ της οποίας εξαιρέθηκαν μόνο τα θέματα οικονομικού ελέγχου για τις επιχορηγήσεις που λαμβάνει η Ε.Π.Ο. από το κράτος, ελέγχου νομιμότητας, δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Αυτά λοιπόν τα θέματα και μόνο υπόκεινται στην αποκλειστική ρυθμιστική αρμοδιότητα του κράτους.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ 1ο ΕΡΩΤΗΜΑ: Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν συντρέχουν λόγοι αποκλεισμού της εφαρμογής της διαδικασίας εξυγίανσης (άρθρα 99επ. του νέου ΠτΚ) για τις υποψήφιες να υπαχθούν σε αυτές ΠΑΕ, πολλώ δε μάλλον, εφόσον δεν προβλέπεται από τον πτωχευτικό κώδικα ρητή εξαίρεσή τους, ή άλλη συναφής εναλλακτική διαδικασία εξυγίανσης προβλεπόμενη στους Κανονισμούς της ΕΠΟ, η δε διαδικασία ενώπιον της ειδικής επιτροπής του άρθρου 2§§1,2 του ν.3372/2005 στο χώρο του ποδοσφαίρου έχει σαφώς εγκαταλειφθεί, ή στην καλύτερη των περιπτώσεων έχει ατονήσει, ή δεν αφορά το ποδόσφαιρο, λόγω του απολύτου κατά την Ε.Π.Ο. «αυτοδιοίκητου». Εξάλλου, κατά το πρόσφατο παρελθόν, η ΕΠΟ κάλυπτε το κενό αυτό στους κανονισμούς της με ευθεία αναγνώριση των αποφάσεων των αρμοδίων πολιτικών εφετείων για την υπαγωγή των μελών της (ΠΑΕ) στις διαδικασίες του ν. 1892/1990, [ενδεικτικά αναφέρονται οι ΕφΛαρ 583/2002, Δικογραφία 2002/305, (για την ΑΕΛ), ΕφΑθ 7602/2004, ΔΕΕ 2005/178, (για την ΠΑΕ ΑΕΚ), ΕφΘεσ 3027/2004, (για ΠΑΕ ΑΡΗΣ)], χωρίς να υποστούν ποτέ οι τελευταίες τις συνέπειες της παραβίασης του αυτοδιοίκητου του άρθρου 35 του ΚΑΠ, αν και το αντίθετο θα αποτελούσε νομικό παράδοξο, εφόσον υπάρχει ενδεχομένως και εκούσιο κενό ρυθμιστικής επίλυσης τέτοιων προπτωχευτικών ζητημάτων στους Κανονισμούς της ΕΠΟ. Θα μπορούσε να λεχτεί βεβαίως ότι, κατόπιν της ρητής απαγόρευσης της διαδικασίας ειδικής εκκαθάρισης των άρθρων 44, 45, 46, 46α του ν.1892/1990, με βάση το ν.3372/2005, στο χώρο γενικότερα του αθλητισμού, δεν υπάρχει πλέον πεδίο εφαρμογής της νέας διαδικασίας εξυγίανσης του νέου Πτωχευτικού Κώδικα για τις ΠΑΕ, εφόσον η τελευταία θεσμοθετήθηκε «καθ’ ομοίωση» της ειδικής εκκαθάρισης του ν.1892/1990, η οποία όμως καταργήθηκε νομοθετικά ως προελέχθη και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στην Εισηγητική Έκθεση του ν.3372/2005, οι οποίοι εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα. Όμως η νέα διαδικασία εξυγίανσης των ΠΑΕ δεν έχει εισέτι κριθεί από τα δικαστήρια, ούτε βεβαίως έχει ειδικά γι’ αυτές ex lege απαγορευτεί η εφαρμογή της, όπως είχε γίνει για την ειδική εκκαθάριση των επιχειρήσεων του ν.1892/1990, οπότε και η υπόθεση αυτή δεν έχει νομικό ή νομολογιακό έρεισμα.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ 2ο ΕΡΩΤΗΜΑ: Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η αναστολή ατομικών διώξεων του νέου άρθρου 103ΠτΚ καταλαμβάνει και τις πειθαρχικές ποινές των άρθρων 24 επ. του Κανονισμού Ιδιότητας και Μετεγγραφών Ποδοσφαιριστών (Κ.Ι.Μ.Π.), που αποτελούν τρόπους οιονεί έμμεσης εκτέλεσης κατά των ΠΑΕ, εφόσον η ενεργοποίησή τους κατ’ άρθρο 24 του Κανονισμού Ιδιότητας και Μετεγγραφών Ποδοσφαιριστών της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, [ενδεικτικά, μεταξύ άλλων, της αφαίρεσης δύο (2) βαθμών ή/και της κατακύρωσης αγώνα υπέρ αντιπάλου, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση στους αιτούντες-πιστωτές ποδοσφαιριστές των επιδικασθέντων στους τελευταίους ποσών], επιβουλεύεται σαφώς το σκοπούμενο από το νόμο αποτέλεσμα της εξασφάλισης του αμετάβλητου της περιουσίας του οφειλέτη, (ΠΑΕ). Βέβαια το δικαστήριο του άρθρου 103ΠτΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 10ΠτΚ, δύναται να διατάξει ρητώς και την αναστολή των πειθαρχικών ποινών, εφόσον ζητείται ή το ίδιο κρίνει ότι οι ποινές αυτές θα προκαλέσουν ζημία της περιουσίας του οφειλέτη.
Σε κάθε όμως περίπτωση πρέπει να λεχθεί ότι οι Κανονισμοί της ΕΠΟ, δεν δύνανται να υπερισχύουν των δικαιωμάτων που προβλέπονται για όλες τις εμπορικές εταιρείες, άρα και για τις ΠΑΕ, από διατάξεις αναγκαστικής φύσεως, όπως αυτές του νέου Πτωχευτικού Κώδικα,[(βλ. ιδίως για τα προληπτικά μέτρα του άρθρου 10 ΠτΚ, Γ. Ορφανίδη, «Η προσωρινή διαταγή κατ’ άρθρο 691§2 ΚΠολΔ», ΕΠολΔ 2011, σελ. 155 επ., (161-162), όπου η διάταξη χαρακτηρίζεται ως δημοσίας τάξεως], συμπέρασμα που θα είχε ενδιαφέρον αν οι Κανονισμοί αυτοί προέβλεπαν άλλη διαδικασία εξυγίανσης, ή έστω απαγόρευαν ρητώς την υπαγωγή των ΠΑΕ στη διαδικασία εξυγίανσης του νέου ΠτΚ, που δεν συντρέχει εν προκειμένω.
Όμως, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι ως άνω απαντήσεις, κρίσεις και συμπεράσματα για τη δυνατότητα ανοίγματος της διαδικασίας εξυγίανσης από τις ΠΑΕ, μετά την εφαρμογή των ν.4013/2011 και 4072/2012, δεν αλλοιώνουν ή παρεμποδίζουν τα δικαιώματα των εργαζομένων στις τελευταίες (υπαλλήλων, παικτών και προπονητών, βλ. άρθρα 31§6, 85§1,2,4, του ν. 2725/1999, άρθρο 1, ΚΕΠ Νο 2[6]), εφόσον οι εργαζόμενοι και τα μισθολογικά δικαιώματά τους προστατεύονται πλέον κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 103ΠτΚ, κατά την οποία, αιτήσεις εργαζομένων για μισθούς δεν καταλαμβάνονται από τα προληπτικά μέτρα, εκτός εάν το δικαστήριο επεκτείνει την αναστολή της παραγράφου 1 και στις απαιτήσεις αυτές, για σπουδαίο λόγο και για ορισμένο χρόνο, ειδικά αναφερόμενους στην απόφαση. Τα δικαιώματά τους αυτά, οι ανωτέρω, ως πιστωτές, δύνανται σε κάθε περίπτωση να προστατεύουν και ασκούν και κατά τις προβλεπόμενες στο νόμο αυτό και στον ΚΠολΔ διαδικασίες, (βλ. ενδεικτικά άρθρο 103§6 ΠτΚ, 696 ΚΠολΔ, αλλά και Γ. Ψαρουδάκη «Διαδικασία εξυγίανσης και εργασιακές σχέσεις», ΔΕΝ 2012/737).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ 3ο ΕΡΩΤΗΜΑ: Εφόσον οι αποφάσεις των διαιτητικών επιτροπών της ΕΠΟ, (όπως του Τακτικού Διαιτητικού Δικαστηρίου περί ενεργοποίησης των πειθαρχικών ποινών σε βάρος των ΠΑΕ, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των αιτούντων πιστωτών τους, συνήθως ποδοσφαιριστών και προπονητών) αποστέλλονται αρμοδίως, κατά τους ισχύοντες Κανονισμούς της ΕΠΟ, στη διοργανώτρια του πρωταθλήματος αρχή, εν προκειμένω την Ένωση Επαγγελματικού Ποδοσφαίρου Β’ και Γ’ Εθνικής Κατηγορίας, για εκτέλεσή τους σε βάρος των οφειλετών ΠΑΕ, υπέρ των οποίων όμως ισχύουν προληπτικά μέτρα απαγόρευσης των ατομικών διώξεων πιστωτών και (ρητώς) σε βάρος των εργαζομένων (της §5 του άρθρου 103ΠτΚ, όπως αντικαταστάθηκε με την §6 του άρθρου 234 του Ν 4077/2012, ΦΕΚ Α 86/11.4.2012), τα οποία μέτρα γνωστοποιούνται σε αυτήν για τις νόμιμες συνέπειες, η τελευταία υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απόσχει από την επιβολή (ενεργοποίηση) των πειθαρχικών αυτών ποινών, συμμορφούμενη με τα προληπτικά αυτά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και των προσωρινών διαταγών αναστολής ατομικών διώξεων των πιστωτών, άλλως κινδυνεύει να καταστεί αστικά και ποινικά υπεύθυνη, όπως κατ’ άρθρο 232ΑΠΚ. Φυσικά, η επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης από το δικαστήριο θα δεσμεύει και τους εργαζόμενους που δεν υπέγραψαν ή που καταψήφισαν τη συμφωνία, αν και κατ’ απόκλιση από την ίση μεταχείριση των πιστωτών, οι εργατικές απαιτήσεις μπορούν να τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης, κατ’ άρθρο 106ζ§2, στ. δ, του ΠτΚ, [(βλ. Γ. Ψαρουδάκη «Διαδικασία εξυγίανσης και εργασιακές σχέσεις», ΔΕΝ 2012/737 επ., (743-746)].
Αν όμως το δικαστήριο του άρθρου 103ΠτΚ δεν επεκτείνει ρητώς την αναστολή της παραγράφου 1 (του άρθρου 103ΠτΚ) και στις απαιτήσεις των εργαζομένων, παικτών – προπονητών κλπ., για τις οποίες επιβάλλονται από τις αρμόδιες διαιτητικές επιτροπές της ΕΠΟ οι προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές του ΚΙΜΠ, οφείλει η διοργανώτρια αρχή να ενεργοποιεί τις αποφάσεις επιβολής των πειθαρχικών ποινών, υπό τη μορφή επισπευδόμενης οιονεί έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης[7], ως μέσο εξαναγκασμού των ομάδων προς εξόφληση των οφειλών τους, εφόσον οι ΠΑΕ δεν συμμορφώνονται με αυτές και οι οφειλές αυτές αφορούν σαφέστατα απαιτήσεις των πιστωτών για μισθούς εκ της παροχής εργασίας τους.
____________________
[1] Οι απαντήσεις που ακολουθούν αποτελούν μία υπό διαπραγμάτευση προσέγγιση των κρινόμενων ζητημάτων και δεν επιτελούν τη λειτουργία παροχής υπηρεσιών (συμβουλών) συνολικής διευθέτησής τους, εφόσον δεν χορηγούνται οι αναγκαίες προς τούτο πληροφορίες και δεδομένα εκάστης εξατομικευμένης περίπτωσης.
[2] Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 44 του ν. 1892/1990, «συμφωνίες πιστωτών και επιχείρησης, περιλαμβανομένης σε μία από τις περιπτώσεις α, β, γ, δ της παρ 1 του άρθρου 5 του ν. 1386/1983, που ρυθμίζουν ή περιορίζουν χρέη αυτής, δεσμεύουν και τους μη συμβεβλημένους πιστωτές, το Δημόσιο, τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, τις τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, δανειστές της επιχείρησης, εφόσον: α) Οι συμβεβλημένοι πιστωτές εκπροσωπούν το 60% του συνόλου των απαιτήσεων στο οποίο πρέπει να περιλαμβάνεται το 40% των εμπραγμάτως ασφαλισμένων, όπως οι απαιτήσεις αυτές εμφανίζονται στα τηρούμενα από την επιχείρηση βιβλία και τον ισολογισμό της τελευταίας πριν τη σχετική συμφωνία εταιρικής χρήσης, β) Συναινούν γραπτά εταίροι ή μέτοχοι στους οποίους ανήκει κατά πλειοψηφία το καταβεβλημένο εταιρικό ή μετοχικό κεφάλαιο της επιχείρησης, γ) Επικυρωθούν από το εφετείο της έδρας της επιχείρησης…». Σκοπός των διατάξεων αυτών υπήρξε αναμφισβήτητα η μέσω εξυγίανσης διάσωση των υπερχρεωμένων μεν – ακόμη και πτωχευμένων αλλά βιώσιμων επιχειρήσεων-, σε τρόπο ώστε να αποφευχθεί, σε περίοδο έντονης και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα, η κατάρρευσής τους με όλες τις απορρέουσες απ’ αυτό γενικότερες δυσμενείς για την Εθνική Οικονομία συνέπειες. Αναγκαίο μέσο αλλά και επακόλουθο για την επίτευξη του παραπάνω επιδιωκόμενου από το νόμο υπέρτερου σκοπού, είναι η κατά τις περιστάσεις και στο προσήκον μέτρο θυσία των απαιτήσεων των πιστωτών και μάλιστα όλων αδιακρίτως, ήτοι ακόμη και των εμπραγμάτως ασφαλισμένων (σε αντίθεση με τα ισχύοντα στην πτώχευση) πιστωτών, όπως κι αυτών που είτε δεν συμμετείχαν στην κατάρτιση της είτε και ρητά αντιτάχθηκαν, μέσω λ.χ. κύριας παρέμβασής τους στη σχετική για την επικύρωση της συμφωνίας δίκη (βλ. ενδεικτ. Μάζη, Λιακόπουλο, Δίκαιο εξυγίανσης και εκκαθάρισης επιχειρήσεων, έκδ. αδελφών Σάκκουλα, 1994, σελ. 50επ, Μπρατσιώτη, Διαγραφή χρεών πλειστηριαζόμενης επιχείρησης, Δίκη 23 σελ. 884, Περάκη, Η συμφωνία πιστωτών και επιχείρησης κατά τα άρθρα 44 και 45 ν. 1892/1990, σελ. 19επ, Κοτσίρη-Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Δίκαιο εξυγίανσης και εκκαθάρισης προβληματικών επιχειρήσεων, 3η έκδ. 2006 σελ. 39επ, Μάζη, ΔΕΕ 1995 σελ. 713επ, τον ίδιο,ΔΕΕ 1996 σελ. 680επ).
[3] βλ. για επαρκέστερη ενημέρωση και ανάλυση της διαδικασίας συνδιαλλαγής του ν. 3588/2007, Κοτσίρη, Πτωχευτικό Δίκαιο [2008], σελ. 511-529, Ψυχομάνη, Πτωχευτικό Δίκαιο [2007], σελ. 40-54, Μάζη, Η διαδικασία συνδιαλλαγής του νέου Πτωχευτικού Κώδικα, ΔΕΕ 2008. 172 επ., Κοτσίρη/Αρβανιτάκη, Προληπτικά μέτρα στο πλαίσιο της διαδικασίας συνδιαλλαγής κατά τον νέο ΠτωχΚ (Ενμδ), ΝοΒ 2008, 805 επ, ΠΠρΑΘ 40/2010 ΔΕΕ 2010, 803, ΠΠρΑΘ 1022/2010 ΔΦΝ 2011, 423, ΠΠρθεσ 10323/2010 Αρμ 2010, 1010, ΠΠρΑΘ 74/2008 ΔΕΕ 2008, 229, ΠΠρΘεσ 28664/2008 Αρμ 2009, 704, βλ. επίσης Σωτηρόπουλο, Ο νέος πτωχευτικός κώδικας: Από την «πτώχευση» στην «εξυγίανση» του ελληνικού πτωχευτικού δικαίου, ΧρΙΔ 2008, 297, Μιχαλόπουλο, Η αποδραματοποίηση της πτώχευσης κατά το ισχύον δίκαιο του Πτωχευτικού Κώδικα, ΕΕμπΔ 2009, 734, Κοτσίρη, Η διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον Πτωχευτικό Κώδικα [2010], σελ. 15-52, Περάκη, Πτωχευτικό Δίκαιο [2010], σελ. 38 επ., Αυγητίδη, Η είσπραξη εμπορικών απαιτήσεων κατά τη διαδικασία συνδιαλλαγής, ΔΕΕ 2011, 413, αλλά και από τη νομολογία (αντί πολλών), ΠΠΘεσ 28664/2008, ΝοΒ 2009, 403, ΠΠρΑθ 40/2010, ΔΕΕ 2010/803, ΕφΑθ 805/2011, ΕφΑΔ 12/2011, σελ. 1208.
[4] Κατά την Εισηγητική Έκθεση του ν. 3372/2005, που απαγόρευσε την εφαρμογή των διατάξεων για την ειδική εκκαθάριση στις Α.Α.Ε., (συμπεριλαμβανομένων σε αυτές και των ΠΑΕ), οι αιτιολογίες της οποίας χρήζουν ξεχωριστής μνείας, «…(Επί του άρθρου 2. 1. Επί των παραγράφων 1-3) Κατά γενική παραδοχή, ο χώρος του επαγγελματικού αθλητισμού παρουσιάζει, πέρα από τα σοβαρά προβλήματα, θεσμικής, διοικητικής, διαχειριστικής και λειτουργικής μορφής και σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα. Η σημερινή (εννοείται του 2005) οικονομική κατάσταση του επαγγελματικού αθλητισμού, χωρίς την ελάχιστη υπερβολή, είναι τόσο τραγική, που για να αντιμετωπισθεί, αποτελεσματικά, δεν αρκούν τα ημίμετρα και οι μεμονωμένες ενέργειες, αλλά χρειάζεται η λήψη γενναίων, ριζοσπαστικών και ολοκληρωμένων μέτρων οικονομικής εξυγίανσης και βιώσιμης ανάπτυξης του. Ήδη η Κυβέρνηση, κινούμενη προς την ανωτέρω κατεύθυνση, προέβη στη λήψη, λόγω του κατεπείγοντος χαρακτήρα τους, ορισμένων μέτρων με το ν. 3262/2004, όπως λόγου χάρη στη ρύθμιση των χρεών των συλλόγων προς το Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, καθώς και στην επαναφορά σε ισχύ του θεσμού της αποτίμησης της αξίας των επαγγελματιών αθλητών ως στοιχείου των ιδίων κεφαλαίων των εταιριών. Αλλά θα πρέπει να καταστεί σαφές, ότι η επίλυση των ως άνω πράγματι σοβαρών και ουσιωδών προβλημάτων δεν αρκεί από μόνη της να οδηγήσει στην πραγμάτωση της οικονομικής εξυγίανσης και βιώσιμης ανάπτυξης του επαγγελματικού αθλητισμού. Όπως, άλλωστε, δεν αρκεί η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 44 επ. του ν. 1892/1990 (μείωση χρεών προς τρίτους), αφού με τις διατάξεις αυτές ανακουφίζονται μεν οι εταιρίες, αλλά εντελώς προσωρινά και δεν αντιμετωπίζονται στη ρίζα τους οι αιτίες που προκαλούν την υπερχρέωση και γενικά την οικονομική δυσπραγία του επαγγελματικού αθλητισμού του τόπου μας, πέραν του ότι από την εφαρμογή αυτών των διατάξεων δημιουργούνται πλείστα όσα ζητήματα, (ανισοτήτων κ.λπ., ακόμη και αθέμιτου ανταγωνισμού) μεταξύ των φορέων του επαγγελματικού αθλητισμού, λαμβανομένου υπόψη, ότι η εφαρμογή τους εξαρτάται από την καλή διάθεση των πιστωτών της συγκεκριμένης εταιρείας. Και ακόμη θα πρέπει να επισημανθεί, ότι με τις εν λόγω διατάξεις δεν καλύπτονται τα Τ.Α.Α. των αθλητικών σωματείων, τα οποία δεν απολαμβάνουν του σχετικού ευεργετήματος, που απολαμβάνουν οι εταιρείες, παρόλο που και αυτά αποτελούν επαγγελματικούς συλλόγους, αγωνιζόμενα στα ίδια πρωταθλήματα, (με συνέπεια την ανισότητα, τον αθέμιτο ανταγωνισμό κ.λπ.). Εν όψει όλων αυτών, αλλά και της ακραίας και όχι σπάνιας περίπτωσης, ο ιδιοκτήτης της εταιρείας, επί των ημερών του οποίου υπερχρεώθηκε η εταιρεία, να μπορεί να τη μεταβιβάζει, έναντι σοβαρού οικονομικού ανταλλάγματος, αφού προηγουμένως έχει επιτύχει την εφαρμογή των ως άνω ευεργετικών διατάξεων, (πρόβλημα και ηθικής τάξεως, πέραν του αθέμιτου ανταγωνισμού), παρίσταται ανάγκη μη εφαρμογής των διατάξεων αυτών στις αθλητικές ανώνυμες εταιρίες, αφού και το οικονομικό πρόβλημα των εταιρειών δεν επιλύουν και πλείστα όσα ζητήματα δημιουργούν σε βάρος της γενικότερης κατάστασης του επαγγελματικού αθλητισμού, κατά τα προεκτεθέντα. Χρειάζεται, συνεπώς, ένα σύνολο μέτρων (θεσμικών, διοικητικών, διαχειριστικών και φυσικά οικονομικού χαρακτήρα), κατάλληλων να πραγματώσουν τον επιδιωκόμενο στόχο, μέτρα που ήδη επεξεργάζεται η ειδική Νομοπαρασκευαστική-Νομοτεχνική Επιτροπή Αθλητισμού. Για τον ειδικότερο σκοπό της οικονομικής εξυγίανσης του επαγγελματικού αθλητισμού και την υποβοήθηση του έργου της ως άνω Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής συνιστάται με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 2 ειδική Επιτροπή από εμπειρογνώμονες, η οποία θα μελετήσει και θα προτείνει σε συνεργασία με τους φορείς τα ληπτέα μέτρα. Περαιτέρω προνοείται, με την παράγραφο 3, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, η μη εφαρμογή εφεξής, των διατάξεων του άρθρου 44 επ. του ν. 1892/1990 επί των Α.Α.Ε., πλην των περιπτώσεων εκκρεμοδικίας σχετικών αιτήσεων περί υπαγωγής στις διατάξεις αυτές…».
[5] Άρθρο 29§12: «Ειδικά για το άθλημα του ποδοσφαίρου όλα τα θέματα λειτουργίας και οργάνωσης του αθλήματος της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας και των μελών της ρυθμίζονται αυτόνομα από την Ε.Π.Ο. και τα όργανά της σύμφωνα με το καταστατικό και τους κανονισμούς της, καθώς και αυτούς που καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή και Παγκόσμια Συνομοσπονδία Ποδοσφαίρου, ακόμη και αν προβλέπονται διαφορετικές ρυθμίσεις στο ν. 2725/1999, όπως ισχύει, και στην εν γένει αθλητική νομοθεσία. Θέματα οικονομικού ελέγχου για τις επιχορηγήσεις που λαμβάνει η Ε.Π.Ο. από το κράτος, ελέγχου νομιμότητας, δημόσιας τάξης και ασφάλειας υπόκεινται στην αποκλειστική ρυθμιστική αρμοδιότητα του κράτους.
[6] Βλ. Παναγιωτόπουλο, «Εργασιακές Σχέσεις στον Αθλητισμό», Νομική Βιβλιοθήκη, 2007, σελ. 58 επ, (61) κατά τον οποίο: «Το νομικό καθεστώς που διέπει μια τέτοια σύμβαση κατά ρητή διάταξη του ισχύοντος αθλητικού νόμου αποτελούν, σωρευτικά, αφενός οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας αφετέρου εκείνες του ίδιου του αθλητικού νόμου, οι οποίες και την διαφοροποιούν από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που συνάπτουν οι άλλοι εργαζόμενοι, λόγω ακριβώς της ιδιομορφίας του αθλητικού γεγονότος. Ειδικότερα για τις σχέσεις μεταξύ επαγγελματιών ή αμειβομένων αθλητών και των σωματείων τους ή των αθλητικών ανωνύμων εταιριών, καθώς και για όλα εν γένει τα θέματα εργασιακής φύσεως και συμβολαίων …, ρυθμίζουν ειδικές υπουργικές αποφάσεις κατά άθλημα», ΥΑ 18338/2001, ΦΕΚ Β’ 1019/2001, Αθλ.Κ. Ι (2005), σελ. 385, Μπαρούτα, (2006), «Στοιχεία εργασιακών σχέσεων μεταξύ επαγγελματιών – αμειβομένων ποδοσφαιριστών και ΠΑΕ – ΤΑΠ», σε Πρακτικά 3ουπανελληνίου συνεδρίου Αθλητικού Δικαίου του Ε.Κ.Ε.Α.Δ., σελ. 6 επ., ΕφΑθ 5151/2006, ΔΕΝ 62/2006/1657, ΜονΠρΛαμίας 156/2004, LxSp τ. 5/2006/71).
[7] Νικόλαος Δ. Τέλλης, «Πρόσθετοι τρόποι οιονεί έμμεσης εκτέλεσης για απαιτήσεις αθλητών κατά αθλητικών ανωνύμων εταιρειών. Η άσκηση αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού -ΕΕΑ- ως μέσω εξαναγκασμού των ομάδων προς εξόφληση των οφειλών τους»,ΕπισκΕΔ Α/2005, σελ. 31-52, με πλούσια σχόλια, ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου, νομικούς προβληματισμούς και παραπομπές.