Ένα “διαφορετικό” άρθρο από το VICE! Χαριλάου; Είναι ο Άρης, η Παπαναστασίου και ο «Ζιγκουάλα».
Το υπογράφει ο Κώστας Κουκουμάκας.
Διαβάστε εδώ:
Η περιοχή πήρε το όνομά της από τον τραπεζίτη και πολιτικό Επαμεινώνδα Χαρίλαο, που πριν από έναν αιώνα είχε χτίσει εκεί τις πρώτες 160 κατοικίες
Την πρώτη φορά που πήγα σε γήπεδο – δέκα χρονών, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 – ήταν στο Χαριλάου, σε ευρωπαϊκό ματς του Άρη. Το κενό που ένιωσα στο στομάχι, καθώς ανέβαινα τα τσιμεντένια σκαλοπάτια για να βγω στην κερκίδα και μέχρι να δω το φρεσκοποτισμένο χορτάρι, δεν πρόκειται να το ξεπεράσω ποτέ.
Η περιοχή πήρε το όνομά της από τον Επαμεινώνδα Χαρίλαο, τραπεζίτη και πολιτικό, ο οποίος ίδρυσε το 1919 την Οικοδομική Εταιρεία Θεσσαλονίκης και έχτισε στην Ανατολική Θεσσαλονίκη τον ομώνυμο συνοικισμό – αρχικά 160 ισόγειες κατοικίες – με άριστη τότε ρυμοτομία, πράσινο και τακτική συγκοινωνία με το κέντρο της πόλης. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί μεσοαστοί, δάσκαλοι και πανεπιστημιακοί, αγόρασαν κατοικίες στη Χαριλάου κι ίσως γι’ αυτό σήμερα αρκετά στενά της περιοχής έχουν ονόματα καθηγητών.
Τη Χαριλάου διατρέχει η οδός Παπαναστασίου, από το παλιό κεραμοποιείο Αλλατίνικαι το κτηνιατρείο του Χατζηνάκου μέχρι το Νοσοκομείο Ιπποκράτειο και τη διασταύρωση με τη Νέα Εγνατία. Χαριλάου είναι το στενάκι πίσω από τη Θύρα 3 του γηπέδου του Άρη – σήμερα πια «Κλεάνθης Βικελίδης» – το παρκάκι της Αλκμήνης και οι πυγμάχοι του παλιού προπονητή Μπογδάνου να τρέχουν όλο το τετράγωνο. Χαριλάου είναι να περιμένεις, τον χειμώνα, το λεωφορείο 11 στη Μυστακίδου έξω από το παλιό Must, που πουλούσε παλαιστινιακές μαντίλες και psychedelic λάβαρα, είναι η καλτ καφετέρια Καρυάτις ψηλά προς την Πυλαία, το γυράδικο του Σωκράτη στο πάρκο Χαριλάου, το τοστάδικο Ζάπινγκ στην Κανάρη, όπου μπορεί να πετύχεις από τον Ραπτόπουλο μέχρι τον Γιώργο Φοιρό, και ο Κήπος του Καλού, το αιώνιο νοητό σύνορο με την Τούμπα. Χαριλάου είναι το πάρκο της Νέας Ελβετίας και το παλιό εργοστάσιο αθλητικών παπουτσιών Αλυσίδα στην Παπαναστασίου – για μια σύντομη περίοδο λειτούργησε ως κλαμπ και είχαν κρεμάσει απ’ έξω μια ντισκομπάλα.
Κι επίσης, είναι τα χαμηλά σπιτάκια στον οικισμό της Αγίας Κυριακής, με το υδραγωγείο και τα μπλε φώτα νέον τη νύχτα. Στην πίσω πλευρά, υπάρχει ακόμα μια μεγάλη αλάνα που τη λέγαμε «Γουέμπλεϊ», γιατί ήταν από τα λίγα άχτιστα οικόπεδα τόσο επίπεδα ίσιο. Αντίθετα, για παράδειγμα, πίσω από τον Κήπο του Καλού, υπήρχε επίσης ένα γηπεδάκι με την ονομασία «Ντόμπερμαν» – μάλλον διότι ένας τύπος είχε κάποτε δεμένο εκεί ένα σκύλο – το οποίο ήταν εδαφολογικά στραβό. Απέναντι από το γήπεδο Ντόμπερμαν ζούσε στον πρώτο όροφο ένας παράξενος τύπος, ο Ζιγκουάλα, που δεν συμπαθούσε τον θόρυβο. Κι όμως, ένα μεσημέρι, βρήκαμε ένα μεγάλο ρολό από σκληρό χαρτόνι, αυτό που τυλίγουν τα υφάσματα, το περάσαμε από τα κάγκελα του μπαλκονιού στο σαλόνι που κοιμόταν, και φωνάξαμε μέσα από το ρολό, σαν ντουντούκα: «Ζιγκουάλα, ξύπνα ρε, μας πιάσανε».
Στα όρια της Χαριλάου υπήρχε κι ένας άλλος φοβερός τύπος, που είχε κατάστημα κάτω από τη Νέα Εγνατία. Κάποτε, ο ίδιος είχε αγοράσει έναν παπαγάλο Μακάο. Το εξωτικό πτηνό ήταν πολύ εντυπωσιακό, με γυαλιστερό φτέρωμα: βαθύ κόκκινο, κίτρινο και κροκί, γαλάζιο με πετρόλ νερά. Κι είχε μήκος που μπορεί να έφθανε, με την ουρά, το ένα μέτρο. Ο παπαγάλος τον πρώτο καιρό ήταν δεμένος από το πόδι με μια λεπτή αλυσίδα στον μεταλλικό ορθοστάτη, όμως εξοικειώθηκε γρήγορα με το περιβάλλον και τους ανθρώπους, ώστε αργότερα παρέμενε στη θέση του χωρίς να είναι δεμένος. Το πτηνό είχε μάθει λίγα βρωμόλογα, που τα εκστόμιζε γέρνοντας το βάρος του πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο, και δεν χόρταινε να τρώει φιστίκια αράπικα από τα χέρια των ανθρώπων που το πλησίαζαν: τα έφερνε αργά με το πόδι στο ράμφος και τα ξεφλούδιζε, γεμίζοντας το μεταλλικό τάσι του ορθοστάτη και το δάπεδο.
Ένα καλοκαίρι είχε ανέβει για όλη τη σεζόν στη Θεσσαλονίκη, στην περιοχή του αεροδρομίου, ο αειθαλής Λευτέρης Πανταζής. Μία νύχτα, όπως κάθε νύχτα, εμφανίστηκε πολύ αργά στην πίστα κι έγινε το σώσε. Έπειτα, μ’ ένα νεύμα του η ορχήστρα έπιασε το μεγάλο σουξέ της εποχής: «Κρυφά μέσα στο σπίτι μας ξέρω πως μπήκε άλλος / και πάψε να λες πως σ’ αδικώ / γιατί μπροστά στο σκηνικό ήταν κι ο παπαγάλος». Παραδόξως στην πίστα δεν ανέβαινε κανείς, κόντρα στο κέφι της βραδιάς και τη δημοφιλία του τραγουδιού. Και τότε, μπήκε στο μαγαζί ο τύπος με τον Μακάο. Το πουλί καθόταν ατάραχο στον ώμο του, τρώγοντας ένα φιστίκι. Ο άντρας με τον παπαγάλο προσπέρασε τα τραπέζια και ανέβηκε στην πίστα. Ήταν μόνοι τους, ο άνθρωπος και το εξωτικό πτηνό, το φτέρωμα του οποίου γινόταν ακόμη πιο θαμπωτικά όμορφο κάτω από τα φώτα του νυχτερινού κέντρου – σαν να βρισκόταν στη ζούγκλα. Κι αμέσως, ο Λεπά, γέρνοντας το κορμί του μπροστά, έπιασε το ρεφρέν: «To ΄πε, το ΄πε ο παπαγάλος, ότι σ’ αγκαλιάζει άλλος».
Περισσότερα από το VICE