Ο Ντόναλντ Τραμπ θα είναι ο 45ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, ο οποίος ξεναγήθηκε… ήδη στον Λευκό Οίκο. Δεκάδες χιλιάδες διαδηλώνουν εναντίον του στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις με σύνθημα «ThisNotMyPresident».
Ο Τραμπ όμως κέρδισε με βάση το αμερικανικό εκλογικό σύστημα που μετρά εκλέκτορες και όχι ψήφους. Αν ίσχυε το τελευταίο η Χίλαρι Κλίντον θα ήταν σήμερα η επόμενη Πρόεδρος και όχι ο Ντόναλντ Τραμπ. Αυτό είναι το αμερικανικό παράδοξο.
Μπορεί να μην υπάρχουν ακόμη επίσημα στοιχεία για την τελική συμμετοχή εξαιτίας της πρώιμης ψηφοφορίας αλλά οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι απομένουν ακόμη να καταμετρηθούν περίπου 3 εκ. ψήφοι στην Καλιφόρνια και 700.000 στην πολιτεία της Ουάσιγκτον. Το προβάδισμα της Χίλαρι σε ψήφους είναι ήδη 600.000 αριθμός που αναμένεται να εκτοξευτεί όταν θα έχει καταμετρηθεί και η τελευταία ψήφος. Σύμφωνα με εκτιμήσεις η Κλίντον ενδέχεται να είναι μπροστά σε σχέση με τον Τραμπ έως και 2 εκατομμύρια ψήφους!
Εως και 2 εκατομμύρια μπροστά σε ψήφους η Χίλαρι
Σε απόλυτους αριθμούς, με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα, η Χίλαρι Κλίντον θα συγκεντρώσει έως και 63,4 εκατομμύρια ψήφους ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ 61,2 εκατομμύρια. Σε αυτή την περίπτωση η διαφορά με τον Τραμπ θα είναι τεράστια, πολύ μεγαλύτερη και από την διαφορά στις εκλογές του 2000 όπου ο Αλ Γκορ κέρδισε την λαϊκή ψήφο αλλά δεν στέφτηκε νικητής. Το μέγεθος της λαϊκής ψήφου στην περίπτωση της αναμέτρησης Κλίντον-Τραμπ είναι από αυτά που προκαλούν λαϊκή οργή και αποτελεί το βασικό επιχείρηση των διαδηλωτών. Πολλοί – συμπεριλαμβανομένου του Ντόναλντ Τραμπ το 2012 – υποστηρίζουν ότι το Κολέγιο των Εκλεκτόρων δεν αντανακλά τη βούληση του εκλογικού σώματος σωστά. Κι όμως αυτό συμβαίνει.
Ο Τραμπ κέρδισε εύκολα τις εκλογές καθώς κατάφερε να σκοράρει στις σωστές θέσεις. Στο αμερικανικό εκλογικό σύστημα αυτό που έχει σημασία είναι ποιος κερδίζει σε κάθε πολιτεία τους εκλέκτορες. Οι Δημοκρατικοί κέρδισαν επίσης αριθμητικά τη Γερουσία αλλά και πάλι δεν θα έχουν τον έλεγχο. Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα δείχνουν ότι 45.200.000 ψήφισαν για τους υποψηφίους Δημοκρατικούς της Γερουσίας, σε σύγκριση με 39,3 εκατομμύρια ψήφους για τους Ρεπουμπλικανούς. Και σε αυτή την περίπτωση οι Ρεπουμπλικάνοι διατήρησαν τον έλεγχο επειδή, όπως με τις προεδρικές εκλογές, έχει μικρότερη σημασία πόσοι ψήφισαν και μεγαλύτερη από που προήλθαν οι ψήφοι. Τι θα συνέβαινε αν μόλις ένας 1 στους 100 ψηφοφόρους ψήφιζε αντί τον Τραμπ την Χίλαρι; Η υποψήφια των Δημοκρατικών θα έπαιρνε το Μίσιγκαν, το Γουισκόνσιν, την Πενσιλβάνια και την Φλόριντα και θα εκλεγόταν αυτή πρόεδρος των ΗΠΑ με 307 εκλέκτορες.
Πώς λειτουργεί το Σώμα των Εκλεκτόρων;
Κάθε πολιτεία έχει έναν προκαθορισμένο αριθμό εκλεκτόρων, ίσο με το σύνολο των γερουσιαστών της (οι οποίοι είναι πάντοτε δύο για κάθε πολιτεία) και των αντιπροσώπων της στη Βουλή των Αντιπροσώπων (αυτός ο αριθμός ορίζεται ανάλογα με το πληθυσμιακό μέγεθος της πολιτείας. Έτσι οι Αμερικανοί πολίτες τυπικά δεν ψηφίζουν πρόεδρο αλλά προεδρικό εκλέκτορα. Η μεγαλύτερη σε πληθυσμό πολιτεία της Καλιφόρνια διαθέτει 55 εκλεκτορικές ψήφους, ενώ ορισμένες μικρές πολιτείες και το εκλογικό διαμέρισμα της Κολούμπια (όπου βρίσκεται και η πρωτεύουσα Ουάσινγκτον έχουν μόνο τρεις εκλέκτορες.
Συνολικά το εκλεκτορικό σώμα απαρτίζεται από 538 εκλέκτορες. Σχεδόν σε όλες τις πολιτείες – με εξαίρεση το Μέιν και τη Νεμπράσκα εφαρμόζεται το πλειοψηφικό σύστημα για την εκλογή των εκλεκτόρων, δηλαδή ο νικητής υποψήφιος πρόεδρος που έχει διαφορά έστω και μιας ψήφου από τον αντίπαλό του αποσπά το σύνολο των εκλεκτόρων της πολιτείας.
Για να γίνει κάποιος υποψήφιος πρόεδρος χρειάζεται να συγκεντρώσει 270 ψήφους μέσα στο Σώμα των Εκλεκτόρων. Ο πρόεδρος δεν χρειάζεται να έχει συγκεντρώσει την πλειοψηφία της λαϊκής ψήφου. Έτσι ο Αλ Γκορ το 2000 αν και συγκέντρωσε περίπου 500 χιλιάδες περισσότερες ψήφους από τον κ. Μπους εντούτοις δεν πέρασε την είσοδο του Λευκού Οίκου.
Η περίπτωση Αλ Γκορ
Το 2000 ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Αλ Γκορ έλαβε το 48,38% των συνολικών ψήφων έναντι 47,87% του Ρεπουμπλικάνου Τζορτζ Μπους. Κι όμως ο Μπους ήταν αυτός που ανακηρύχθηκε πρόεδρος. Τη διαφορά έκανε η πολιτεία της Φλόριντα με τις 25 ψήφους εκλεκτόρων που πήγαν όλες υπέρ του Μπους, αν και η διαφορά του από το δεύτερο στην πολιτεία αυτή ήταν μόλις 537 ψηφοδέλτια. Δεν είναι τυχαίο ότι λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές ο Αλ Γκορ, έστειλε μήνυμα στους ψηφοφόρους που σκέφτονται την αποχή από την εκλογική αναμέτρηση της 8ης Νοεμβρίου για τον προεδρικό θώκο των ΗΠΑ, λέγοντας ότι είναι η ζωντανή απόδειξη πως «η ψήφος σας μετράει πραγματικά». Οι προεδρικές εκλογές του 2000 εξελίχθηκαν σε ένα εκλογικό θρίλερ άνευ προηγουμένου καθώς χρειάστηκε να περάσουν 35 ημέρες προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να αναγνωρίσει τη νίκη στον Ρεπουμπλικάνο Τζορτζ Μπους, αφού ήταν πολύ μικρή η διαφορά μεταξύ των υποψηφίων στη Φλόριντα.
Κάτι παράμοιο, όπως επισημαίνει το BBC, συνέβη το 1888 όταν ο Μπέντζαμιν Χάρισον εξελέγη πρόεδρος από το Σώμα των Εκλεκτόρων ενώ είχε συγκεντρώσει λιγότερες λαϊκές ψήφους από τον αντίπαλό του, Γκρόβερ Κλίβελαντ. Ένα επιπλέον μειονέκτημα του συστήματος εκλεκτόρων είναι ότι σε ορισμένες πολιτείες το αποτέλεσμα θεωρείται βέβαιο υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου και έτσι οι πολίτες δεν έχουν κάποιο κίνητρο για να ψηφίσουν. Αλλά και οι υποψήφιοι δεν διεξάγουν προεκλογικό τους αγώνα σε πολιτείες όπου δεν έχουν την ελπίδα να βγουν πρώτοι.
Δείτε τους πίνακες
Γιατί επελέγη αυτό το σύστημα;
Το 1776 η διεξαγωγή μιας πανεθνικής εκλογικής εκστρατείας ήταν αδύνατη λόγω της έλλειψης των επικοινωνιών. Η κάθε πολιτεία διαφύλασσε τα δικαιώματά της στην ομοσπονδία, τα πολιτικά κόμματα θεωρούνταν ύποπτα και η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας επίφοβη. Οι συντάκτες του Συντάγματος του 1787 απέρριψαν ως λύση τόσο την εκλογή του προέδρου από το Κογκρέσο – επικαλούμενοι την αρχή διάκρισης των εξουσιών – όσο και την εκλογή δια της λαϊκής ψήφου, γιατί φοβόντουσαν ότι οι ψηφοφόροι θα επέλεγαν τους τοπικούς τους υποψηφίους και οι μεγάλες σε πληθυσμό πολιτείες θα ηγεμόνευαν πολιτικά τις μικρότερες. Ζήτημα μεγάλο ήταν και η προτίμηση που έδειξαν οι νότιες πολιτείες στο σύστημα εκλογής δια εκλεκτόρων. Οι σκλάβοι τότε δεν είχαν ψήφο αλλά μέτραγαν σαν τα 3/5 ενός προσώπου για να υπολογιστεί το μέγεθος της κάθε πολιτείας.
Η αρχική ιδέα ήταν ότι το Σώμα των Εκλεκτόρων θα απαρτιζόταν μόνο από τους επιφανείς πολίτες του κάθε συστατικού κράτους της ομοσπονδίας. Με το πέρασμα των ετών η σύνθεση του εκλεκτορικού σώματος άλλαξε ώστε να αντιπροσωπεύει περισσότερο τη λαϊκή βούληση. Πρόκειται όμως για ένα σύστημα που αφήνει περιθώριο να συμβεί αυτό που συμβαίνει στην περίπτωση Κλίντον-Τραμπ.
Υπάρχουν πλεονεκτήματα στο σύστημα;
Το σύστημα του εκλεκτορικού σώματος επιβιώνει χάρη στις ιστορικές του ρίζες και επειδή συνήθως αντικατοπτρίζει τη λαϊκή βούληση. Επίσης γιατί παρέχει μεγαλύτερο ειδικό βάρος στις μικρότερες πολιτείες, κάτι που αποτελεί βασική αξία για το αμερικανικό Σύνταγμα. Η Καλιφόρνια, διαθέτει το 12,03% του πληθυσμού των ΗΠΑ ενώ στο Σώμα των Εκλεκτόρων οι 55 ψήφοι της αντιπροσωπεύουν το 10,22% του συνόλου. Στο άλλο άκρο, στην αραιοκατοικημένη πολιτεία του Γουαϊόμινγκ ζει το 0,18% του αμερικανικού λαού αλλά οι τρεις ψήφοι της μέσα στους εκλέκτορες αντιπροσωπεύουν ποσοστό 0,56%.
Επίσης το σύστημα αυτό σημαίνει ότι ο υποψήφιος για να εκλεγεί πρόεδρος θα πρέπει να αποσπάσει εκλεκτορικές ψήφους απ’ όλη τη χώρα.
Δεσμεύονται οι εκλέκτορες να ψηφίσουν τον υποψήφιο με τα χρώματα του οποίου επελέγησαν;
Σε ορισμένες πολιτείες η ψήφος των εκλεκτόρων είναι κατά συνείδηση αλλά πρακτικά οι εκλέκτορες πάντα ψηφίζουν τον υποψήφιο που απέσπασε την πλειοψηφία στην πολιτεία τους. Σε άλλες πολιτείες οι εκλέκτορες υποχρεώνονται νομικά να ψηφίσουν τον υποψήφιο που πλειοψήφησε. Ορισμένες φορές υπήρξαν εκλέκτορες ή ομάδες εκλεκτόρων (αυτοί αποκαλούνται «άπιστοι εκλέκτορες») που ψήφισαν άλλον υποψήφιο για πρόεδρο, αλλά αυτό συνέβη σπανίως και σε καμιά περίπτωση αυτοί δεν καθόρισαν το τελικό αποτέλεσμα. Το 2000 ένας εκλέκτορας από τους τρεις που έστειλε το εκλογικό διαμέρισμα Κολούμπια δήλωσε αποχή. Εάν το εκλογικό αποτέλεσμα είναι αμφίρροπο, ένας «άπιστος» εκλέκτορας μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα, το οποίο μάλλον θα αντιμετωπιστεί δια της δικαστικής οδού.
Οι εκλέκτορες επιλέγονται σε κάθε πολιτεία από τα κόμματα, πριν τις εκλογές – συνήθως με ψηφοφορία στο κομματικό συνέδριο. Μετά τις εκλογές (και φέτος στις 13 Δεκεμβρίου) οι εκλέκτορες συγκεντρώνονται στις πρωτεύουσες των 50 πολιτειών για να ψηφίσουν.
Τα αποτελέσματα διαβιβάζονται επισήμως στη Γερουσία στις 6 Ιανουαρίου και ο νεοεκλεγείς πρόεδρος ορκίζεται στις 20 Ιανουαρίου. Οι εκλέκτορες επιλέγονται σε μεγάλο βαθμό λόγω της πίστης και των υπηρεσιών τους στο κόμμα, κάτι που σημαίνει πως είναι σχεδόν αδύνατον να στραφούν ενάντια στην γραμμή του κόμματος. Είναι πιθανόν κάποιοι να διατηρήσουν τη δέσμευσή τους στο «ποτέ Τραμπ» ακόμη και μέσα στο ίδιο το κόμμα των Ρεπουμπλικανών, αλλά ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, πιθανότατα δεν θα ψηφίσουν κανέναν ή κάποιον άλλο Ρεπουμπλικανό, όπως τον Τεντ Κρουζ ή τον Μιτ Ρόμνεϊ. Στο παρελθόν, πάντως, υπήρξαν εκλέκτορες που επέλεξαν να μην υποστηρίξουν τον υποψήφιό τους, επειδή διαφωνούσαν μαζί του, αλλά αυτό αντιπροσωπεύει μόλις το 1% όλων των περιπτώσεων.