Τουλάχιστον 1.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν και άλλοι 1.500 τραυματίστηκαν από τον ισχυρό σεισμό που έπληξε την απομονωμένη, μεθοριακή ζώνη του νοτιοανατολικού Αφγανιστάν τη νύχτα της Τρίτης προς την Τετάρτη.
Σχεδόν 2.000 σπίτια καταστράφηκαν από τον ισχυρό σεισμό που έπληξε μια απομονωμένη περιοχή του Αφγανιστάν και όπου η έλλειψη ειδικών μηχανημάτων για την απομάκρυνση των συντριμμιών καθυστερεί τις επιχειρήσεις διάσωσης, ανέφερε σήμερα ο συντονιστής των Ηνωμένων Εθνών, αρμόδιος για ανθρωπιστικές υποθέσεις, Ραμίζ Αλακμπάροφ.
Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες έκανε έκκληση προς τη διεθνή κοινότητα «να στηρίξει τις εκατοντάδες οικογένειες που χτυπήθηκαν από αυτήν την καταστροφή» την ώρα που η χώρα μαστίζεται ήδη «από τις συνέπειες των πολυετών συγκρούσεων, τις οικονομικές δυσκολίες και την πείνα».
«Πιστεύουμε ότι περίπου 2.000 σπίτια καταστράφηκαν», είπε ο Αλακμπάροφ στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στην έδρα του ΟΗΕ στην Καμπούλ. Ο αριθμός των εκτοπισμένων, σημείωσε, μπορεί να είναι πολύ μεγάλος.
«Κατά μέσο όρο, μια οικογένεια στο Αφγανιστάν αποτελείται από 7-8 άτομα» και σε κάποιες περιπτώσεις πολλές οικογένειες ζουν κάτω από την ίδια στέγη, εξήγησε.
Σύμφωνα με τον Αλακμπάροφ, το καθεστώς των Ταλιμπάν έστειλε περισσότερα από 50 ασθενοφόρα και τέσσερα ή πέντε ελικόπτερα στην επαρχία Πακτίκα, για να απομακρύνουν τους τραυματίες και να παράσχουν βοήθεια στις οικογένειες των νεκρών. Σημείωσε όμως ότι δεν υπάρχουν ειδικά μηχανήματα για την απομάκρυνση των συντριμμιών, κάτι που δυσχεραίνει τις επιχειρήσεις διάσωσης. «Οι ομάδες μας δεν έχουν εξοπλισμό για να βγάλουν τους εγκλωβισμένους, αυτό είναι δουλειά των ντε φάκτο αρχών, που έχουν επίσης περιορισμένους πόρους», εξήγησε.
Οι μετεωρολογικές συνθήκες «δεν είναι επίσης ευνοϊκές», υπογράμμισε ο εκπρόσωπος του ΟΗΕ. «Χιόνισε χθες στο κεντρικό Αφγανιστάν, η θερμοκρασία έχει πέσει και από χθες βρέχει», είπε.Το Γραφείο Συντονισμού των Ανθρωπιστικών Υποθέσεων (Ocha) του ΟΗΕ, σημείωσε ότι λόγω της ασυνήθιστης για την εποχή κακοκαιρίας, με καταρρακτώδεις βροχές, κρύο και ανέμους, η άμεση προτεραιότητα είναι να βρεθούν ασφαλή καταφύγια για τους άστεγους. Οι πληγέντες χρειάζονται επίσης κατεπειγόντως επισιτιστική βοήθεια και πρόσβαση σε πόσιμο νερό.
«Αν και οι προσπάθειες έρευνας και διάσωσης είναι σε εξέλιξη, οι ισχυρές βροχοπτώσεις και ο άνεμος εμποδίζουν τις επιχειρήσεις και τα ελικόπτερα μάλλον δεν κατάφεραν να προσγειωθούν σήμερα το απόγευμα», εξήγησε.Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της Unicef, Δρ Μοχάμεντ Αγιόι, οι Ταλιμπάν ζήτησαν τη βοήθεια του Ταμείου του ΟΗΕ για τα παιδιά και άλλων υπηρεσιών για να κάνουν μια εκτίμηση της κατάστασης και να ανταποκριθούν στις ανάγκες των πληγέντων. «Η Unicef έστειλε ήδη κινητές υγειονομικές μονάδες για να παράσχουν τις πρώτες βοήθειες στους τραυματίες», ανέφερε ο Αγιόι στην ανακοίνωσή του.
Ομάδες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας στο Αφγανιστάν ανταποκρίθηκαν επίσης άμεσα για να βοηθήσουν τα θύματα. «Ο ΠΟΥ θα συνεχίσει να στηρίζει τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη στη χώρα», διαβεβαίωσε ο επικεφαλής του Οργανισμού, Δρ Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους.
Ο ΠΟΥ έστειλε επίσης 100 κούτες με φάρμακα στις πόλεις Γκιγιάν και Μπαρμάλ ενώ «είναι καθ’ οδόν» και ένα φορτίο 9,8 τόνων με ιατροφαρμακευτικό εξοπλισμό.
Ο σεισμός αυτός ήταν ο φονικότερος που έχει σημειωθεί στο Αφγανιστάν εδώ και δύο δεκαετίες.
«Τώρα είμαι ολομόναχη, δεν έχω πια κανέναν». Στο κρεβάτι του νοσοκομείου στη Σαράν, η Μπίμπι Χάουα κλαίει με λυγμούς. Τουλάχιστον δέκα μέλη της οικογένειάς της σκοτώθηκαν από τον σεισμό που έπληξε τη νύχτα το νοτιοανατολικό Αφγανιστάν.
«Πού θα πάω, τι θα κάνω; Η καρδιά μου είναι αδύναμη», αναρωτιέται η 55χρονη γυναίκα, κλαίγοντας ασταμάτητα. Ζούσε στην περιοχή του Γκαγιάν, που χτυπήθηκε με σφοδρότητα από τον σεισμό. Μια νοσηλεύτρια προσπαθεί να την ηρεμήσει, χαΐδεύοντάς της απαλά το μέτωπο.
Στην ίδια αίθουσα, καμιά δεκαριά γυναίκες είναι ξαπλωμένες στα κρεβάτια. Οι περισσότερες κοιμούνται κάτω από τις κουβέρτες, κάποιες έχουν ορό στο χέρι.
Η Σαχμίρα δεν έχει τραυματιστεί, φροντίζει τον μικρό εγγονό της που είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με έναν επίδεσμο στο κεφάλι. Στο διπλανό κρεβάτι, κοιμάται η νύφη της. Ο γιος της Σαχμίρα νοσηλεύεται σε άλλο θάλαμο. «Κοιμόμασταν όταν ακούσαμε έναν τεράστιο θόρυβο. Έβαλα τις φωνές, νόμιζα ότι η οικογένειά μου θάφτηκε στα συντρίμμια και μόνο εγώ επέζησα», είπε η γυναίκα.
«Νομίζαμε ότι το παιδί (ο εγγονός της) ήταν νεκρό. Αλλά ξαφνικά άρχισε να κλαίει. Του ρίξαμε νερό στο πρόσωπο, ανάσαινε», πρόσθεσε.
Στον διπλανό θάλαμο καμιά δεκαριά άνδρες και μικρά αγόρια, τα περισσότερα με κατάγματα σε χέρια και πόδια.
Ένας νεαρός, ο Αρούπ Χαν, λέει ότι συνοδεύει την τραυματισμένη ξαδέλφη του. Δύο μέλη της οικογένειάς του σκοτώθηκαν. «Όταν ξύπνησα, ήμουν καλυμμένος με χώματα. Ήρθαν κάποιοι άνθρωποι και μας έβγαλαν έξω. Η κατάσταση ήταν τραγική, κραυγές παντού, τα παιδιά και όλοι οι συγγενείς μου ήταν θαμμένοι στα χαλάσματα», είπε.
Ο διευθυντής του νοσοκομείου της Σαράν, ο Μοχάμεντ Γιαχία Ουιάρ, ενημερώθηκε γύρω στις 3 το πρωί για τον σεισμό και αμέσως έστειλε ομάδες διάσωσης στην πληγείσα περιοχή. Χρειάστηκαν έξι ώρες για να φτάσουν μέχρι εκεί.
Όταν το νοσοκομείο υποδέχτηκε τους πρώτους τραυματίες «οι άνθρωποι έκλαιγαν, κλαίγαμε κι εμείς», είπε.
Όσοι τραυματίστηκαν πιο σοβαρά μεταφέρθηκαν σε νοσοκομεία των πόλεων Γκαρντέζ και Γάζνι, γιατί μόνο εκεί υπάρχουν χειρουργεία.
«Η χώρα μας είναι φτωχή και δεν έχει πόρους. Αυτή είναι μια ανθρωπιστική κρίση. Είναι σαν τσουνάμι. Η κατάσταση είναι πραγματικά δύσκολη», πρόσθεσε ο γιατρός.
Έξω από το νοσοκομείο, καμιά εκατοστή άνδρες, περιμένουν στην ουρά. «Ήρθαν για να δώσουν αίμα. Περίπου 300 έχουν ήδη δώσει από το πρωί», εξήγησε ένας εκπρόσωπος των Ταλιμπάν.
Πηγή: Skai.gr