ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ο Γιαννάκης έκανε αρκετή υπομονή…

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης είναι κορυφαίο σημείο αναφοράς του ελληνικού μπάσκετ και αποτελεί κορυφαίο γεγονός η επιστροφή του στον Άρη. Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος, δημοσιογράφος του sport24.gr και προπονητής, αναλύει το γεγονός.

Αναλυτικά όσα έγραψε ο Στέφανος Τριαντάφυλλος στο sport24.gr:

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης επέστρεψε στον Άρη. Μετά από 24 χρόνια. Επέστρεψε και στο ελληνικό πρωτάθλημα. Μετά από 7 χρόνια και πιο συγκεκριμένα το 2010 όταν αποχώρησε από τον πάγκο του Ολυμπιακού. Ανακοινώθηκε την Παρασκευή. Αν μιλούσαμε για παραμύθι – εξάλλου τον Δράκο του τον έχει – που θα γυριζόταν ταινία, ο σεναριογράφος θα “έβγαζε” την ανακοίνωση Πέμπτη. Ημέρα σύμβολο της έκρηξης του ελληνικού μπάσκετ, μέσω του Άρη, τη δεκαετία του ’80.

Ο Γιαννάκης ήταν εκεί. Ως παίκτης. Με μαύρα μαλλιά, σορτσάκι και περικάρπια στα χέρια. Όπως ήταν εκεί σε όλες τις επιτυχίες της Εθνικής. Τα μετάλλια και τις διακρίσεις σε Μουντομπάσκετ και Ολυμπιακούς Αγώνες. Ήταν εκεί και στην ολική επαναφορά του ελληνικού μπάσκετ τη δεκαετία που ξέρουμε ως “μιλένιουμ”. Αυτή τη φορά ως προπονητής. Με άσπρα μαλλιά και μπλουζάκι μέσα από το παντελόνι. Χρυσό, ασημένιο και μια κληρονομιά που αντέχει ακόμα φέρνοντας τις ελληνικές ομάδες, τον Έλληνα παίκτη και τον Έλληνα προπονητή στο ρετιρέ της καταξίωσης. Τώρα είναι και πάλι εδώ. Και σίγουρα θα έχει ενδιαφέρον.

Ο Άρης, όπως συμβαίνει με την περίπτωση και του ΠΑΟΚ, ψάχνουν κάτι περισσότερο από την διάκριση στο “δικό τους πρωτάθλημα” ή τις σποραδικές νίκες κόντρα σε Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό. Ψάχνουν να χωθούν ανάμεσα στους “αιώνιους”, αποστολή πολύ δύσκολη, λόγω της διαφοράς των οικονομικών συνθηκών και του (δίκαιου λόγω κατάστασης) “αποκλεισμού” από την EuroLeague. Οι “κίτρινοι” από τη δική τους μεριά έκαναν τη σωστή κίνηση, προς αυτή την κατεύθυνση, διότι αν κάτι διακρίνει τον Παναγιώτη Γιαννάκη και την πορεία του είναι η ικανότητα του να χτίζει, να βάζει βάσεις και να εξελίσσει.

Επομένως, φαντάζει ως ο κατάλληλος άνθρωπος για μια τέτοια αποστολή, για το τι θα συμβεί δηλαδή από ‘δω μπρος και όχι αποκλειστικά για το τι θα συμβεί τον Μάιο του 2018. Εξάλλου, δεν υπάρχουν πολλοί προπονητές που μπορούν να καυχηθούν για αντίστοιχα επιτεύγματα, τα οποία δεν περιορίζονται στα αστραφτερά μετάλλια της Εθνικής ομάδας, αλλά μπορούν να “ζυγιστούν” σε θεμέλια και όχι αποκλειστικά σε αποτελέσματα.

Όποιος θέλει ομελέτα πρέπει να βρει τον άνθρωπο που θα σπάσει τα αυγά

Είναι παράξενο – ίσως και απαράδεκτο – η υστεροφημία ενός τέτοιου προπονητή να έχασε γύρους στο ρινγκ από την “κακομοιριά” της αιώνιας κόντρας και την “ενδοοικογενειακή” μικροπολιτική της Εθνικής. Έτσι δεν είναι; Μιλάμε εξάλλου για τον προπονητή που έβαλε την υπογραφή του στην εκτόξευση του ελληνικού μπάσκετ.

Όταν ανέλαβε το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα, η Εθνική μας προερχόταν από συνεχόμενες αποτυχίες (τρεις ήττες στο Ευρωμπάσκετ του 1999, αποκλεισμός στους “16” στο Ευρωμπάσκετ του 2001, αποκλεισμός στους “8” στο Ευρωμπάσκετ του 2003) και ηχηρές απουσίες από δύο μεγάλες διοργανώσεις, τους Ολυμπιακούς του 2000 και το Μουντομπάσκετ του 2002. Την ίδια στιγμή ο Παναθηναϊκός από τα Πατήσια και το μειωμένο μπάτζετ, έχοντας αποχαιρετήσει παίκτες όπως Μποντιρόγκα και ο Ρέμπρατσα, έκανε τα πρώτα δειλά βήματα για την επιστροφή στην ευρωπαϊκή ελίτ, ενώ ο Ολυμπιακός βρισκόταν μεταξύ φθοράς και Κορυδαλλού, μεταξύ Έλβιρ Όβτσινα και αυθαρσίας. Το ενδιαφέρον του κοινού είχε πέσει αισθητά (μεγάλη συζήτηση που αφορά το ευρωπαϊκό σχίσμα, την υπερπροβολή, την συνδρομητική τηλεόραση και πολλά άλλα) και το ίδιο το άθλημα σε όρους εφημερίδας -που αποτυπώνει το ενδιαφέρον του κοινού- από εξώφυλλο που ήταν το ’90 (και τώρα) έβλεπε τις σελίδες να μειώνονται. Σε ορισμένες περιπτώσεις είχε καταλήξει… μονόστηλο.

Δεν είναι εύκολο να σπάσεις τα αυγά που απαιτούνται για να κάνεις ομελέτα. Και το μόνο που δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον “Δράκο” είναι ότι φοβάται να το κάνει. Έχει το μέγεθος, το στομάχι και το όραμα για να δει λεμόνια και να σκεφτεί τι γεύση θα έχει η λεμονάδα. Έτσι έκανε και τότε. Κάπως έτσι ήταν το κλίμα πριν το 2005, το οποίο τώρα θεωρούμε δεδομένο και εφαλτήριο. Ξέρετε πόσες Ευρωλίγκες είχαν οι παίκτες εκείνης της Εθνικής ομάδας το 2005; Μια. Αυτή του Λάζαρου Παπαδόπουλου που είχε αποκτήσει ξαφνικά πρωταγωνιστικό ρόλο στον τελικό της Μπολόνια. Ξέρετε πόσες Ευρωλίγκες είχαν οι παίκτες της Εθνικής το 2008 όταν αποχώρησε ο Παναγιώτης Γιαννάκης από την Εθνική; Οκτώ. Παράλληλα ο ίδιος κορμός παικτών συνέχισε για πολλά χρόνια να πρωταγωνιστεί φορώντας το εθνόσημο, έστω κι αν το μοναδικό μετάλλιο στην μετά-Γιαννάκη εποχή ήταν το χάλκινο του 2009. Ξέρετε πόσοι διεθνείς παίκτες είχαν παίξει στο ΝΒΑ; Δύο. Ξέρετε πόσες φορές έχουν χάσει οι Αμερικάνοι από τον τελικό της Σαϊτάμα πριν από 11 χρόνια; Καμία.

Η αληθινή κληρονομιά του Γιαννάκη

Κι εδώ κρύβεται όλη η ουσία. Τουλάχιστον για όσους έμαθαν να κρίνουν και πέρα από το αποτέλεσμα. Η αληθινή κληρονομιά που αφήνει η δουλειά του Παναγιώτη Γιαννάκη είναι η ίδια η δουλειά. Ο τρόπος που γίνεται. Η σκέψη πίσω από αυτή. Ο Πανιώνιος, το Μαρούσι, ο Ολυμπιακός, η Εθνική ομάδα συνέχισαν σε μια συγκεκριμένη ρότα ακόμη και τον “Δράκο”.

Το Μαρούσι του Γιαννάκη έγινε η δεύτερη ομάδα στην Ελλάδα. Έφτασε στον τελικό, έφτασε στους “4” ευρωπαϊκής διοργάνωσης, έπαιξε στον τελικό κυπέλλου. Έγινε αυτό που φιλοδοξεί να γίνει ο Άρης. Αυτό που ονειρεύεται η ΑΕΚ και σκέφτεται ενδόμυχα ο ΠΑΟΚ. Και το σημαντικότερο; Συνέχισε να πρωταγωνιστεί για πολλά χρόνια. Άλλαξαν πέντε προπονητές, ωστόσο, το Μαρούσι συνέχισε να είναι “εκεί”. Άλλαξε μηχανοδηγούς και βαγόνια, αλλά παρέμεινε στις ίδιες ράγες.

Το ίδιο και στον Ολυμπιακό. Ξέρετε πόσα φάιναλ-φορ είχε για μια ολόκληρη 12ετία πριν τον Γιαννάκη η ομάδα του Πειραιά; Ένα. Ξέρετε σε πόσα πήγε από την ημέρα που ανέλαβε ο “Δράκος”; Έξι. Σε εννέα χρόνια. Αυτό που λησμονούν αρκετοί, οι ίδιοι που θυμούνται μόνο το μεγάλο συμβόλαιο του Τσίλντρες, είναι ότι ο Γιαννάκης ήταν ο προπονητής που επανέφερε τον Ολυμπιακό στα φάιναλ-φορ. Αυτός που ξεκίνησε την δεύτερη προσπάθεια δημιουργίας του ελληνικού κορμού, πάνω στον οποίο βασίστηκε η τωρινή κυριαρχία του.

Ακόμη και η Λιμόζ, στην οποία έμεινε μόνο για μια σεζόν, έχτισε βάσεις. Ανέλαβε μια νεοφώτιστη ομάδα με μικρό μπάτζετ, η οποία πέτυχε το στόχο της και την επόμενη χρονιά – όταν επένδυσε χρήματα – έφτασε να γίνει πρωταθλήτρια. Η μοναδική ομάδα που δεν πρόλαβε να αφήσει παρακαταθήκη ήταν η Εθνική Κίνας, μια αποστολή που γέμισε δυσκολίες, εμπόδια και μετωπικές συγκρούσεις από την πρώτη ημέρα.

Αυτό εξάλλου είναι και το τίμημα του τρόπου που δουλεύει και σκέφτεται. Δεν είναι ένας απλός διαχειριστής, ένας απλός κόουτς. Είναι ένας άνθρωπος που θα οργανώσει τον τρόπο που δουλεύει μια ομάδα, από την καθημερινότητα και το recruiting, μέχρι λειτουργικά ζητήματα και καθορισμό στόχων. Εκεί όπου οι άλλοι βλέπουν μπροστά τους 40 λεπτά, εκείνος βλέπει 3 χρόνια. Ή 5. Ή 10. Εκεί όπου οι άλλοι βλέπουν τέσσερις γραμμές, εκείνος βλέπει μια μεγάλη εικόνα.

Το 2005 για τον Γιαννάκη δεν ήταν το τρίποντο του Διαμαντίδη

Ας πάρουμε για παράδειγμα το χρυσό του 2005. Τι έρχεται πρώτο στο μυαλό; Το τρίποντο του Διαμαντίδη. Για τον “Δράκο” δεν είναι αυτό. Για εκείνον είναι το stride stop του Νίκου Ζήση και η reverse πάσα. Ήταν η κίνηση του Διαμαντίδη του να ακολουθήσει τη μπάλα και να κάνει την αντικατάσταση. Ήταν το τάιμ-άουτ στο τελευταίο λεπτό και οι εύκολοι πόντοι του Λάζου. Ήταν η επίθεση του Παπαλουκά που είχε mismatch μες στο καλάθι απέναντι στον Πάρκερ. Το τρίποντο μπορεί να μπει, μπορεί να μην μπει. Αυτό που έχει πραγματική σημασία είναι ότι η Εθνική Ελλάδος ήταν εκεί. Βρέθηκε στο σημείο να διεκδικήσει τη νίκη. Και να μην έβαζε το σουτ ο Διαμαντίδης, θα το έβαζε κάποιος άλλος στο επόμενο τουρνουά.

Σημασία έχει η διαδικασία. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης αν μη τι άλλο σέβεται και εμπιστεύεται πάνω από όλα τη διαδικασία, πριν καν εμφανιστεί ο Σαμ Χίνκι και το περίφημο “Trust the Process” της Φιλαδέλφεια.

Για αυτό και ίσως τα παράσημα, οι διακρίσεις και οι τίτλοι να έπονται. Προέχουν όλα τα υπόλοιπα. Όπως και το γεγονός ότι ο ίδιος επηρέασε περισσότερο από κάθε άλλον την εξέλιξη των Ελλήνων προπονητών και την εδραίωσή τους ως “κορυφαίων σε ευρωπαϊκό επίπεδο”, όπως έχει γραφτεί ξανά. Πάμε μια γρήγορη αναδρομή: την αρχή στην εισαγωγή ενός συγκεκριμένου τρόπου σκέψης την έφεραν οι Γιουγκοσλάβοι προπονητές το ’80 και το ’90. Πριν τον Ίβκοβιτς δεν ήξερε κανείς τι σημαίνει πρωινή προπόνηση. Δίπλα τους έμαθαν βοηθοί, αλλά και αντίπαλοι. Όπως συνέβη με την περίπτωση του Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Οι Έλληνες προπονητές είχαν τον κορυφαίο προπονητή μες στα πόδια τους. Μπορούσαν να αντιγράψουν όχι τόσο τον τρόπο δουλειάς του μέσα από κλειστές πόρτες (εξάλλου εμπιστεύτηκε ελάχιστους προπονητές όλα αυτά τα χρόνια), όσο το παράδειγμα του εντός γηπέδου. Όπως συνέβη με τους προπονητής του ΝΒΑ και τον Γκρεγκ Πόποβιτς.

Για να φτάσουμε στην άνθιση της περασμένης 10ετίας. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης κατέθεσε μια μοντέρνα πρόταση με το Μαρούσι. Πέρα από την τεχνική του προσέγγιση που αφορούσε τη βαρύτητα του stride-stop (σταμάτημα με βηματισμό και όχι μπάσιμο), τη σημασία του spacing και των ρόλων σε μια ομάδα, έχτισε το μοντέλο του σύγχρονου μπάσκετ, στο οποίο μπορούν να παίξουν και να προσφέρουν όλοι, αρκεί να κάνουν κάτι καλά. Ο παίκτης του post μπορεί να έπαιζε 10 λεπτά, αλλά έπιανε 10 μπάλες. Οι χειριστές δημιουργούσαν και οι σουτέρ σούταραν. Κάπως έτσι χτίστηκαν ρόλοι και προπονήθηκε και ο κόσμος να διαβάζει πίσω από τη στατιστική, να μην κοιτάει πόντους και ριμπάουντ, αλλά να εκτιμά την καλή άμυνα και την τακτική σκέψη.

Όλοι όμως μάθαιναν να παίζουν με το ρολόι. Όλοι μάθαιναν να κάνουν φάουλ. Όλοι μάθαιναν τη σημασία της έξτρα πάσας. Σήμερα μέχρι και στις τοπικές κατηγορίες οι ομάδες προσπαθούν να δώσουν αυτή την έξτρα πάσα και σηκώνονται να χειροκροτήσουν όταν μπαίνει το σουτ. Αυτό κάποιος το έδειξε. Από κάπου το είδαν.

Την περασμένη δεκαετία οι ομάδες βγήκαν από τη διαδικασία της ανακύκλωσης των εμπειρικών πρώτων προπονητών και έδωσαν χώρο στους assistant coaches, πολλοί εκ των οποίων πέρασαν από τον πάγκο του “Δράκου”, όπως ο Γιώργος Μπαρτζώκας και ο Δημήτρης Πρίφτης. Κάπως έτσι γράφτηκε η ιστορία.

Για να φτάσουμε στο τώρα. Στο νέο αυτό κεφάλαιο. Δεν ξέρω πού θα οδηγήσει όλο αυτό. Σίγουρα όμως θα έχει ενδιαφέρον. Γιατί τόσο καιρό μακριά από τους πάγκους ο Παναγιώτης Γιαννάκης έκανε αρκετή υπομονή.

To Top