Οι 96 ψυχές που χάθηκαν στο γήπεδο, η εγκληματική αμέλεια και ανευθυνότητα των αρμοδίων, η επίρριψη της ευθύνης στους νεκρούς, ένα εμετικό πρωτοσέλιδο, η δικαίωση που άργησε, αλλά ήρθε. Αυτή είναι η τραγωδία του Χίλσμπορο.
Ο Τζον Πολ Γκίλχουλεϊ ήταν 1Ο ετών. Ένα πιτσιρίκι που λάτρευε το ποδόσφαιρο, μουρμούριζε επί μέρες τους γονείς του να ψάξουν τρόπο να αγοράσουν εισιτήρια για να είναι παρόντες στον ημιτελικό της αγαπημένης του Λίβερπουλ με τη Νότινγχαμ. Έκανε σαν τρελός όταν κάποιοι συγγενείς του εμφανίστηκαν στο σπίτι του με τα… μαγικά χαρτάκια. Θα ήταν και αυτός στο γήπεδο για να τραγουδήσει και να ενθαρρύνει τους «κόκκινους» στην προσπάθεια για πρόκριση στον τελικό του κυπέλλου Αγγλίας.
Ο 50χρονος Ρέιμοντ Τόμας Τσάπμαν ήταν παντρεμένος και είχε δύο παιδιά. Αυτόν τον μουρμούριζε η γυναίκα του που θα ξόδευε πάλι χρήματα για ένα εισιτήριο για να είναι κοντά στη Λίβερπουλ. «Έφαγε» τον κόσμο και τελικά εξασφάλισε το πολυπόθητο εισιτήριο μόλις λίγες ώρες πριν από την αναμέτρηση όταν ένας κολλητός του αποφάσισε να μην πάει στο γήπεδο.
Το νεότερο και το μεγαλύτερο σε ηλικία θύμα της τραγωδίας που συντάραξε το αγγλικό ποδόσφαιρο. Αυτοί και άλλοι 94 άνθρωποι που βρήκαν τραγικό θάνατο, που κατηγορήθηκαν ως μεθύστακες χούλιγκαν, ακόμη και από την ίδια την πρωθυπουργό της χώρας, που βρέθηκαν στο στόχαστρο μιας από τις πιο βρώμικες ιστορίες στην ιστορία της δημοσιογραφίας.
Αυτό που συνέβη στο Χίλσμπορο ήταν κάτι περισσότερο από μια ποδοσφαιρική τραγωδία, είχε προεκτάσεις σε πολλές πτυχές της βρετανικής κοινωνίας.
Το χρονικό
Η προσέλευση των οπαδών της Λίβερπουλ ήταν πολύ μεγάλη. Τεράστιες ουρές στις θύρες του γηπέδου, η ώρα για τη σέντρα πλησίαζε και κάποιοι για να μην χάσουν ούτε λεπτό προσπαθούσαν να «εισβάλλουν» από λάθος εισόδους παρά το γεγονός ότι είχαν εισιτήρια για άλλες θύρες. Περίπου 5.000 άνθρωποι ήταν συνωστισμένοι έξω από το γήπεδο πέντε λεπτά πριν από την καθορισμένη ώρα για τη σέντρα.
Η αστυνομία ζητά να καθυστερήσει η σέντρα για λόγους ασφαλείας. Το αίτημα δεν γίνεται αποδεκτό. Για να αποφευχθούν οι τραυματισμοί στο πλήθος που περίμενε να μπει, αποφασίστηκε να ανοίξουν τρεις πύλες του γηπέδου. Μαζί με αυτούς που είχαν εισιτήρια, μπαίνουν στο γήπεδο και αρκετοί υπεράριθμοι. Αυτοί που είναι πίσω ωθούν τους μπροστινούς στα κάγκελα.
Οι κερκίδες είναι ήδη ασφυκτικά γεμάτες. Πίσω από αυτές υπάρχει μόνο ένα μικρό τούνελ που οδηγεί προς την έξοδο. Όταν οι υπεύθυνοι της αστυνομίας θα αντιληφθούν το έγκλημα που έχουν διαπράξει θα είναι πια αργά. Το παιχνίδι έχει αρχίσει κανονικά στις 15:00, στις 15:06 διακόπτεται. 94 άνθρωποι νεκροί μέσα στο γήπεδο, 766 τραυματίες, ένας θα αφήσει την τελευταία πνοή του λίγο αργότερα στο νοσοκομείο και άλλος ένας θα μείνει τέσσερα χρόνια σε κώμα πριν ξεψυχήσει.
«Άρχισε το στρίμωγμα… Δεν έγινε ξαφνικά… Ήταν περισσότερο σαν μια μέγγενη που σφίγγει όλο και περισσότερο, όλο και περισσότερο. Γύρισα τον Άνταμ προς το μέρος μου. Ήταν φανερό ότι πνιγόταν. Ενάμισι-δυο μέτρα μακριά μας βρισκόταν ένας αστυνομικός. Άρχισα να τον εκλιπαρώ να ανοίξει τη θύρα. Ούρλιαζα. Ο Άνταμ είχε λιποθυμήσει και εγώ φώναζα ΄Το αγοράκι μου πεθαίνει’ και τον παρακαλούσα να με βοηθήσει κι εκείνος δεν έκανε τίποτα. Άρπαξα τον Άνταμ από τα πέτα και προσπάθησα να τον περάσω πάνω απ’ το κιγκλίδωμα. Είχε ύψος γύρω στα τρία μέτρα με κάγκελα λυγισμένα προς το μέρος μας. Δεν μπόρεσα να τον σηκώσω. Άρχισα να κοπανάω τα κάγκελα μπας και ρίξω τον κιγκλίδωμα. Αν ο αστυνομικός είχε ανοίξει τη θύρα από την αρχή, όταν τον εκλιπαρούσα να την ανοίξει, ξέρω ότι θα είχα καταφέρει να βγάλω τον Άνταμ έξω. Το ξέρω διότι ήμουν εκεί» ήταν η δραματική μαρτυρία του Έντι Σπίριτ, ο οποίος είδε τον γιο του να αφήνει μπροστά του την τελευταία πνοή του.
Η Θάτσερ και οι μεθύστακες χούλιγκαν
«Θα κάνουμε όλοι ένα μεγάλο πάρτι, όταν η Μάγκι πεθάνει». Η «σιδηρά κυρία» μπορεί να κήρυξε τον πόλεμο στον χουλιγκανισμό και τελικά να τον νίκησε, αλλά υιοθέτησε τα φριχτά ψέματα που ειπώθηκαν για τους νεκρούς οπαδούς της Λίβερπουλ. Μια ημέρα μετά την τραγωδία η Θάτσερ βρέθηκε στο Χίλσμπορο. Έβγαλε τις… απαραίτητες αναμνηστικές φωτογραφίες μπροστά στις κερκίδες με τα αίματα να είναι ακόμα νωπά. Και στη συνέχεια στήθηκε για να μιλήσει στους δημοσιογράφους υιοθετώντας την ετυμηγορία της αστυνομίας. «Μεθυσμένοι χούλιγκαν της Λίβερπουλ προξένησαν την τραγωδία». Είναι ενδεικτικό το σκίτσο που είχε κυκλοφορήσει με τη Θάτσερ να προσπαθεί να… θάψει τους νεκρούς του Χίλσμπορο με τη βοήθεια των αστυνομικών.
O τότε υπουργός Εσωτερικών Χάρντ ζήτησε από την Θάτσερ την παραίτηση του αρχηγού της αστυνομίας που ήταν υπεύθυνος για την αγώνα. «Το μέγεθος της καταστροφής και το ποσοστό ευθύνης που επιρρίπτει η αναφορά στην αστυνομία, απαιτεί αυτήν την παραίτηση. Αν το περιεχόμενο της αναφοράς βγει προς τα έξω, θα ενθαρρύνει βίαιη συμπεριφορά των οπαδών προς τους αστυνομικούς και οι οπαδοί της Λίβερπουλ θα αισθανθούν δικαιωμένοι» λέει στην αναφορά του, την οποία η τότε πρωθυπουργός απέρριψε. «Τι εννοούμε όταν λέμε να “χαιρετίσουμε την γενική κατεύθυνση της αναφοράς”; Η γενική κατεύθυνση είναι μια καταστροφική κριτική της αστυνομίας. Είναι αυτό ευπρόσδεκτο για μας;».
«Η Θάτσερ σκότωσε το ποδόσφαιρο. Καμιά αμφιβολία επ’ αυτού. Από τότε που η Θάτσερ σταμάτησε να πληρώνει δασκάλους και γυμναστές να μένουν στο σχολείο πέρα από τις κανονικές ώρες λειτουργίας του, για να κάνουν τα παιδιά προπονήσεις, ο αριθμός των ταλέντων που βγάζουμε έχει πέσει στο μισό.
Το ποδόσφαιρο είναι άθλημα της μεσαίας τάξης σε αυτήν τη χώρα, και σήμερα μόνο στα πλούσια ιδιωτικά σχολεία μπορούν τα παιδιά να ασχοληθούν πιο σοβαρά με τον αθλητισμό.
Τα παιδιά όμως που πηγαίνουν σε αυτά τα σχολεία κατά κανόνα προτιμούν το ράγκμπι. Στους συλλόγους γίνεται σημαντική δουλειά, όμως έχω την αίσθηση ότι αυτή η χώρα παράγει μόνο τα μισά ταλέντα από αυτά που θα μπορούσε να παράγει αν το κράτος δεν είχε σκοτώσει το άθλημα επί Θάτσερ» θα σχολιάσει ο Σαμ Άλαρνταϊς.
Οπαδοί της Λίβερπουλ δεκαετίες μετά σήκωναν πανό στο «Άνφιλντ» ζητώντας να λάμψει η αλήθεια πριν πεθάνει η «σιδηρά κυρία», η οποία είχε δαιμονοποιήσει το ποδόσφαιρο και τους οπαδούς, θεωρώντας ότι εκπροσωπούν οτιδήποτε μη αποδεκτό από την κοινωνία.
To πόρισμα της αστυνομίας: «Φταίνε οι οπαδοί»
Λίγη ώρα μετά την τραγωδία, η αστυνομία, σε συνεννόηση με την κυβέρνηση και την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Αγγλίας, αποδίδει ευθύνες. Μεθυσμένοι, αργοπορημένοι και χωρίς εισιτήριο οπαδοί της Λίβερπουλ έσπασαν την «Gate C» για να μπουν με κάθε τρόπο στο γήπεδο. Οι κασέτες του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης που κατέγραψαν τα πάντα στα κρίσιμα λεπτά εξαφανίζονται. Δεν έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα. Ο πρόεδρος της UEFA, Ζακ Ζορζ, χαρακτηρίζει τους οπαδούς της Λίβερπουλ «άγρια θηρία».
Ο ιατροδικαστής Στέφαν Πόπερ αποφασίζει ότι δεν θα δεχτεί στοιχεία που αφορούν γεγονότα μετά τις 15:15, θεωρώντας ότι τα θύματα ήταν νεκρά μέχρι εκείνη την ώρα. Υπήρξαν, ωστόσο, καταγγελίες συγγενών, οι οποίοι επικαλέστηκαν μαρτυρίες νοσηλευτικού προσωπικού ότι μέχρι τις 16:00 υπήρχαν άνθρωποι ζωντανοί, οι οποίοι αναζητούσαν τους δικούς τους. Ο Πόπερ συμπεραίνει ότι επρόκειτο για θανάτους από δυστύχημα, ενώ οι οικογένειες αρνήθηκαν να υπογράψουν τα πιστοποιητικά θανάτου.
Τον Αύγουστος του 1989, ο δικαστής Λόρδος Τέιλορ εκδίδει το πρώτο του πόρισμα, το περίφημο «Taylor Report». Επιρρίπτει εξ’ ολοκλήρου τις ευθύνες στην Αστυνομία, τον Δήμο του Σέφιλντ, την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία και τη Σέφιλντ Γουένσντεϊ. Απορρίπτει τις κατηγορίες περί μεθυσμένων οπαδών της Λίβερπουλ και σημειώνει ότι οι επιζήσαντες προσπάθησαν με κάθε τρόπο να βοηθήσουν τα θύματα.
Τον Μάιο του 1997, όταν πια οι Εργατικοί είναι στην εξουσία, η κυβέρνηση υπόσχεται ότι θα ανοίξει ξανά ο φάκελος της τραγωδίας δημιουργώντας (ψεύτικες, όπως αποδείχθηκε) ελπίδες στους συγγενείς για δικαίωση. Τελικά τα στοιχεία δεν είναι επαρκή για να ερευνηθεί εκ νέου η υπόθεση.
Τον Σεπτέμβριο του 2012, ανεξάρτητη επιτροπή δίνει στη δημοσιότητα το δικό της πόρισμα, το οποίο προκαλεί σοκ. Για περίπου δύο χρόνια εξέτασε περισσότερα από 400.000 έγγραφα… Ως βασική αιτία της τραγωδίας αναφέρεται η έλλειψη αστυνομικού ελέγχου. Σημειώνεται ότι μέχρι και 41 από τα 96 θύματα θα μπορούσαν να είχαν σωθεί αν υπήρχε ο κατάλληλος συντονισμός μεταξύ των αρμοδίων. Τονίζεται ότι περισσότερες από 164 καταθέσεις μαρτύρων αλλοιώθηκαν και 116 καταθέσεις κατά της Αστυνομίας του Ν. Γιορκσάιρ εξαφανίστηκαν εντελώς. Κι, επίσης, αποκαλύπτεται ότι βουλευτές όπως ο Συντηρητικός Ιρβάιν Πάτνικ συμμετείχαν σε συστηματική διαδικασία παραπληροφόρησης, διοχετεύοντας αναληθείς πληροφορίες προς τον Τύπο.
Την ίδια μέρα στη Βουλή των Κοινοτήτων, ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον απολογείται στις οικογένειες των θυμάτων «για τη διπλή αδικία που υπέστησαν εδώ και 23 χρόνια, πρώτα την αποτυχία του Κράτους να προστατεύσει τους αγαπημένους της και αργότερα την τόσο μεγάλη αναμονή για να φτάσουν στην αλήθεια». Συγγνώμη ζήτησε την ίδια μέρα και ο τότε διευθυντής της «Sun» Κέλβιν ΜακΚένζι, την οποία όμως δεν αποδέχτηκαν οι συγγενείς των θυμάτων…
Η «αλήθεια» της «SUN»
Στις 19 Απριλίου 1989 η εφημερίδα «SUN» κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδο τίτλο «Η αλήθεια».
«Ορισμένοι οπαδοί έκλεψαν τους νεκρούς
Ορισμένοι οπαδοί ουρούσαν τους γενναίους αστυνομικούς.
Ορισμένοι οπαδοί κλωτσούσαν τους διασώστες ενώ έδιναν το φιλί της ζωής».
Αυτή ήταν η… αλήθεια της σκανδαλοθηρικής εφημερίδας. Φρίκη και απέχθεια. Συγγενείς θυμάτων έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αντικρούσουν το άρθρο. Έδιναν ακόμα και δείγματα αίματος των νεκρών, ακόμα και των παιδιών, για να αποδειχθεί ότι δεν είχαν καταναλώσει αλκοόλ.
Αργότερα έγινε γνωστό ότι ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας, Κέλβιν Μακένζι, είχε σκεφτεί να βάλει τίτλο στο πρωτοσέλιδο «Καθάρματα!».
Χρειάστηκε να περάσουν 23 χρόνια για να παραδεχθεί η εφημερίδα ότι η «αλήθεια» της όταν ακόμα ήταν νωπό το αίμα των νεκρών ήταν ένα ψέμα. «Πριν από 23 χρόνια, η εφημερίδα SUN έκανε ένα τεράστιο λάθος. Δημοσιεύσαμε ένα αναληθές και προσβλητικό άρθρο σχετικά με τα γεγονότα στο Χίλσμπορο. Ισχυριστήκαμε πως είπαμε την αλήθεια ενώ δεν ήταν.
Η ανεξάρτητη επιτροπή για το Χίλσμπορο εξακρίβωσε πλέον πραγματικά τι έγινε εκείνη την ημέρα. Είναι μια φρικτή ιστορία στο κέντρο της οποίας βρίσκονται οι προσπάθειες της αστυνομίας να συκοφαντήσει τους οπαδούς της Λίβερπουλ.
Είναι μια εκδοχή των γεγονότων που πριν από 23 χρόνια η Sun ακολούθησε, κάτι που μας κάνει να ντρεπόμαστε βαθύτατα και να ζητάμε ταπεινά συγγνώμη.
Έχουμε συνεργαστεί πλήρως με την ανεξάρτητη επιτροπή για το Χίλσμπορο και θα δημοσιεύσουμε αναφορές στο αυριανό φύλλο. Επίσης εκφράζουμε την βαθιά μας ντροπή». Aυτή ήταν η απολογία της.
H δικαίωση 27 χρόνια μετά
Τον Απρίλιο του 2016, το δικαστήριο του Ουόρινγκτον, με απόφασή του δικαίωσε τις 96 αδικοχαμένες ψυχές. Χαρακτήρισε τα 96 θύματα «unlawfuly killed» (είναι ο νομικός όρος στη Μεγάλη Βρετανία για ανθρώπους που χάνουν τη ζωή τους χωρίς νομική δικαιολογία π.χ. ενώ προβαίνουν σε κάποια παράνομη πράξη).
Έπειτα από δύο χρόνια ακροάσεων προέκυψε ότι οι εγκληματικές ενέργειες της αστυνομίας που επέτρεψαν την αθρόα είσοδο των οπαδών της Λίβερπουλ στην κερκίδα «Λέπινγκς Λέιν» ήταν αυτές που αποτέλεσαν την αιτία της τραγωδίας.
Στη συγκεκριμένη απόφαση καταλυτικό ρόλο έπαιξαν οι 14 απαντήσεις των ενόρκων σχετικά με τις ευθύνες των Αστυνομικών Αρχών που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο των 96 αθώων ανθρώπων. Μάλιστα, όπως ακούστηκε, καμία συμπεριφορά των οπαδών δεν προκάλεσε το μοιραίο.
Παράλληλα ευθύνες βαραίνουν και την ασφάλεια της Σέφιλντ Γουένσντεϊ σχετικά με τα μέτρα που θα έπρεπε να είχαν ληφθεί για την αναμέτρηση. Η απόφαση αυτή ήταν ένας ελάχιστος φόρο τιμής στα 96 άτομα που έχασαν τη ζωή τους, ενώ συνάμα είναι και μία δικαίωση για τις οικογένειες των θυμάτων που τόσα χρόνια διψούσαν για την απόδοση της δικαιοσύνης και για το άκουσμα της αλήθειας.
Οι οικογένειες των θυμάτων ξέσπασαν σε κλάματα και πανηγυρισμούς στο άκουσμα της απόφασης. Ο αγώνας τους για δικαίωση ήταν νικηφόρος και το «Justice for the 96», που τόσα χρόνια ζητούσαν, ήταν γεγονός.
Με την ανακοίνωση του δικαστηρίου, στο Twitter επώνυμοι και όχι μόνο, πρώην ποδοσφαιριστές όπως ο Γκάρι Λίνεκερ και ο Σταν Κόλιμορ εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για αυτή την ιστορική απόφαση. Συγγενείς των θυμάτων συγκλόνισαν τραγουδώντας έξω από το δικαστήριο «You’ll never walk alone»…
Ήταν πια η στιγμή της δικαίωσης. Ήταν η στιγμή που ψυχή του Τζον Πολ, του μικρού που ήταν ξάδερφος του Στίβεν Τζέραρντ, η ψυχή του Ρέιμοντ, οι ψυχές άλλων 94 ανθρώπων μπορούσαν πια να αναπαυθούν…