Σαν σήμερα, ακριβώς πριν από 15 χρόνια, η ομάδα βόλεϊ του Άρη έγραφε ιστορία, οδηγώντας για πρώτη φορά τον τίτλο του πρωταθλητή εκτός Λεκανοπεδίου. Ο αρχιτέκτονας εκείνης της ομάδας, Κώστας Χαριτωνίδης, θυμάται μαζί με το PRESSARIS τις μεγάλες στιγμές του παρελθόντος και ξετυλίγει τις αναμνήσεις σε μια συνέντευξη – ανασκόπηση μιας ολόκληρης εποχής.
Παίξε μπάλα στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ! Πόνταρε στην expekt.com, με Bonus εγγραφής 125 €!
Σήμερα συμπληρώνονται 15 χρόνια από την ημέρα που ο Άρης, κερδίζοντας την Ορεστιάδα με 3-0 σετ (15-8, 15-9, 15-6) στη Μίκρα, κατακτούσε το μοναδικό πρωτάθλημα βόλεϊ της ιστορίας του, αλλά και τελευταίο του μέχρι σήμερα, στα τρία μεγάλα ομαδικά αθλήματα. Η ημερομηνία της 19ης Απριλίου 1997 είναι συμβολική, όχι μόνο για τον σύλλογο, αλλά και για ολόκληρο το ελληνικό βόλεϊ, αφού μέσω του Άρη έζησε μια πραγματική επανάσταση, σπάζοντας την κυριαρχία Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού.
Με ευκαιρία την επέτειο αυτή, ο προπονητής εκείνης της ομάδας, Κώστας Χαριτωνίδης μίλησε στο PRESSARIS, σε μια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση, ρίχνοντας φως σε γεγονότα, στιγμιότυπα και καταστάσεις του τότε.
Τι αποτελεί η συγκεκριμένη ημερομηνία για τον Άρη;
Ένα ιστορικό γεγονός. Ένα τεράστιο αθλητικό κατόρθωμα. Δεν ήταν τόσο αυτή καθ’ αυτή η κατάκτηση του πρωταθλήματος που κάνει το γεγονός τόσο σημαντικό, όσο ο τρόπος με τον οποίο συντελέστηκε, οι αντίξοες συνθήκες και φυσικά η μεγάλη ιδιαιτερότητα αυτής της ομάδας, που την έκανε να ξεχωρίζει τόσο πολύ απ’ όλες τις υπόλοιπες. Μην ξεχνάμε ότι το 70-80% του ρόστερ της, αποτελούνταν από παιδιά που είτε προέρχονταν απ’ τα σπλάχνα του συλλόγου, είτε ήρθαν στον Άρη από πολύ μικρή ηλικία. Τα ίδια παιδιά που κατακτούσαν, κάποτε, τα Πανελλήνια πρωταθλήματα παίδων και εφήβων, κατακτούσαν εκείνη την ημέρα, μετά από μια τεράστια προσπάθεια δεκαπέντε, σχεδόν, χρόνων και το πρωτάθλημα της Α1. Ήταν η μεγαλύτερη επιβράβευση για όλους τους αγώνες, τους κόπους και τις θυσίες που έκαναν τόσα χρόνια.
Το πάθος και το πλήθος του κόσμου, που είχε γεμίσει εκείνη τη μέρα το κλειστό της Μίκρας δυο ώρες προτού ξεκινήσει ο τελικός, έχει επίσης μείνει στην ιστορία…
Είχε μείνει πάρα πολύς κόσμος, απ’ έξω. Ακόμα κι ο προαύλιος χώρος του κλειστού της Μίκρας ήταν γεμάτος. Ο Άρης περνούσε τότε μια πολύ δύσκολη περίοδο, με τεράστια, αγωνιστικά και οικονομικά προβλήματα, με τον υποβιβασμό στη Β’ Εθνική, ενώ είχε να πανηγυρίσει τη κατάκτηση ενός πρωταθλήματος, απ’ το 1991 στο μπάσκετ. Κυριολεκτικά, λαχταρούσε για μια χαρά. Κι εμείς, ήταν αδύνατο εκείνη τη μέρα να τον απογοητεύαμε…
Η συνταγή της επιτυχίας εκείνης της ομάδας, ποια ήταν;
Πρώτα και πάνω απ’ όλα, το οικογενειακό της κλίμα, που την επέτρεπε να μένει ανεπηρέαστη απ’ τα χίλια δυο προβλήματα, οικονομικά και μη, που ‘χε να αντιμετωπίσει κατά τη διάρκεια της πορείας της. Είχα τη χαρά και την ευτυχία να ‘χω στην ομάδα, εκτός από πολύ καλούς παίκτες και πολύ καλά πρότυπα. Παιδιά όπως ο Κουτσονίκας, ο Μέλκας, ο Παπακοσμάς, ο Αλεξανδρόπουλος κ.α, που ήταν η βάση, ο κορμός, οι πρώτοι που «τραβούσαν» στη προπόνηση και το καλύτερο πρότυπο που μπορούσαν να έχουνε ,όχι μόνο οι νεαρότεροι συμπαίκτες τους, αλλά κι οι ξένοι παίκτες που κατά καιρούς έρχονταν. Είχα εμφυσήσει, αυτά τα παιδιά στην ιδέα της κατάκτησης του τίτλου. Μπορεί να ‘χαμε να πληρωθούμε 3-4 μήνες, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο που μας ένοιαζε. Ούτως ή άλλως πλούσιοι απ’ αυτό, δε πρόκειται να γινόμασταν και το ξέραμε. Κι όταν οι ίδιοι οι παίκτες γνωρίζουν ότι εσύ δεν κοιτάς μόνο τη πάρτη σου, κι ότι αν δε πληρωθούν αυτοί δε θα πληρωθείς κι εσύ,τότε κερδίζεις το σεβασμό τους.
Με δεδομένα τα οικονομικά προβλήματα η έλευση του Βουλγαρικού δίδυμου Κονσταντίνοφ – Γκάνεφ, μήπως ήταν ρίσκο και πολυτέλεια;
Καθόλου. Ο Κονσταντίνοφ ήταν τότε μόλις 21 ετών και δε στοίχισε αρκετά, ενώ ο Γκάνεφ μας κόστισε 140.000 δολάρια, ποσό όχι και τόσο απαγορευτικό για τα δεδομένα του συλλόγου και φυσικά με τη σπουδαία συνεισφορά του Ζαφείρη Σαμολαδά, στην απόκτηση του. Εκείνη τη χρονιά το μπάτζετ του Άρη ήταν μόλις το πέμπτο της Α1, μετά απ’ αυτά του Ολυμπιακού, του Παναθηναϊκού, της Ορεστιάδας, του Ηρακλή και του πολύ ισχυρού τότε Κτησιφώντα.
Για τον ερχομό του μεγάλου Λιούμπο Γκάνεφ, υπήρξε ένα ολόκληρο παρασκήνιο. Θέλετε να μας το θυμίσετε;
Είναι γνωστό ότι ο Γκάνεφ, αρχικά, είχε συμφωνήσει με την ΑΕΚ στα 120.000 δολάρια. Ο μακαρίτης ο Σαμολαδάς, τότε, αφού με ρώτησε πριν, τον πήρε τηλέφωνο και του είπε ότι θα του έδινε είκοσι χιλιάρικα παραπάνω και προκαταβολή τα πενήντα του συμβολαίου του. Σε λίγες ώρες ο Βούλγαρος ήταν ήδη στα γραφεία μας…
Ο εκρηκτικός του χαρακτήρας, δεν σας έκανε κάπως διστακτικό στο να συναινέσετε στην απόκτηση του;
Όταν σου προτείνουν τον καλύτερο παίκτη στη θέση εκείνη κι εσύ λες όχι, τότε είσαι ανασφαλής. Κι εγώ, ποτέ δεν ήμουν… Ποντάροντας στον Γκάνεφ, μάλιστα, πήρα κι ένα μεγάλο ρίσκο, αφού θ’ αντικαθιστούσε το Μίλιτς, ο οποίος ήταν εξαιρετικός παίκτης και μας είχε βοηθήσει τρομερά τη προηγούμενη χρονιά. Απ’ ό,τι αποδείχτηκε, το ρίσκο άξιζε. Ο Γκάνεφ, εκτός από μεγάλος αθλητής, ήταν κι ένας σόουμαν που μπορούσε να φέρει ακόμα περισσότερο κόσμο στο γήπεδο.
Η συμβίωση μαζί του, πώς ήταν; Φάνηκε ότι έδεσε καλά με την υπόλοιπη ομάδα;
«Βεβαίως…Θα ‘λεγα, ότι τις περισσότερες …αταξίες μου τις δημιουργούσε ο Κονσταντίνοφ που ‘ταν τότε, πιτσιρικάς και τα μυαλά του πετούσαν. Με τον Πλάμεν βέβαια, έχω, όλα αυτά τα χρόνια μια άριστη σχέση και νοιώθω περήφανος που έπαιξα κι εγώ ρόλο στη, μετέπειτα, εξέλιξη που είχε σαν αθλητής και τώρα, πλέον και σαν προπονητής. Τον έχω σαν παιδί μου κι είναι κάτι που το ξέρει κι αυτός. Απλά, τότε, ήταν πάνω στη τρέλα του κι έπρεπε να ‘χα λουρί για να τον συγκρατήσω. Γενικά, όμως πρέπει να πω ότι όταν πάει ένας καινούργιος παίκτης σε μια ομάδα και δη ξένος, όποιο χαρακτήρα και να ‘χει αφομοιώνεται με το ήδη υπάρχον της ομάδας. Και σ’ εκείνο τον Άρη του Κουτσονίκα, του Μέλκα, του Μητρούδη, του Παπακοσμά, του Αλεξανδρόπουλου, του Μούχλια, του Τζουμάκα, του Μοδιώτη, του Δούκα, του Παυλίδη, του Χατζηαντωνίου και των άλλων παιδιών, είναι αδύνατο να δημιουργούνταν το παραμικρό πρόβλημα. Σ’ αυτό το σημείο θα ‘θελα να σταθώ, ιδιαίτερα στη προσφορά του Βαγγέλη Κουτσονίκα στον Άρη, την οποία θεωρώ τεράστια κι ίσως κάποτε θα πρέπει να τιμηθεί, απ’ τον σύλλογο με οποιοδήποτε τρόπο. Δεν υπήρχε παίκτης σαν κι αυτόν. Πραγματικός αρχηγός…
Ο πολύς κόσμος δεν γνωρίζει ότι όλες οι μετακινήσεις, στους εκτός έδρας αγώνες σας στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις της Ελλάδας, γίνονταν πάντα με λεωφορείο.
Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά πολλές φορές και στην Ευρώπη, ακόμη. Για πολλά χρόνια μάλιστα. Θυμάμαι τη πρώτη φορά που κερδίσαμε, εκτός έδρας, τον Ολυμπιακό οι παράγοντες του Άρη, θέλανε να πάνε να μας υποδεχτούν στο αεροδρόμιο, ενώ εμείς επιστρέφαμε, όπως πάντα, με το λεωφορείο…
Μια άλλη χρονιά παίζαμε πάλι με τον Ολυμπιακό εκτός έδρας, ημέρα Δευτέρα. Εκείνα τα χρόνια αν θυμάστε τα μεγάλα ντέρμπι γίνονταν Δευτέρα, για να τα μεταδίδει η ΕΡΤ. Παίζαμε Δευτέρα κάτω με τον Ολυμπιακό, και Τετάρτη στο Παλέ για το ευρωπαϊκό κύπελλο με τη Μοντικιάρι. Κερδίζουμε τον Ολυμπιακό και στην επιστροφή «κολλήσαμε» στα χιόνια στα Τέμπη. Φτάσαμε Θεσσαλονίκη, Τρίτη μεσημέρι και την άλλη μέρα κερδίσαμε 3-2 τη Μοντικιάρι κάνοντας δυο ρεκόρ. Γίναμε η πρώτη ελληνική ομάδα που κέρδισε ιταλική εντός έδρας, παίρνοντας μάλιστα το δεύτερο σετ με 15-0! Παίξαμε εκπληκτικά εκείνη τη μέρα…
Στους πολλούς είναι άγνωστο και κάτι ακόμα…Τα όσα τραβούσε η αποστολή, σχεδόν σε κάθε εκτός έδρας αγώνα στις έδρες – κλουβιά των Αθηνών που αναγκάζονταν να επισκεφτεί. Εκεί που ίσχυαν άλλοι νόμοι…
Ό,τι και να θυμηθώ γι αυτά που «περνούσαμε» είναι ελάχιστα. Έχουμε δεχτεί από τσιγάρα αναμμένα σαν… αστεράκια των νίντζα! Θυμάμαι ένα σκηνικό όταν κερδίσαμε τον Παναθηναϊκό στον ημιτελικό με 1-3 μέσα στη Λεωφόρο. Γνωστό πειραχτήρι ο Αλεξανδρόπουλος «κούρντιζε» τον Γκάνεφ ότι δεν μπορούσε ούτε σερβίς να περάσει. Σε μια Λεωφόρο που έβραζε, ο Γκάνεφ με σερβίς, παίρνει έναν άσο, παίρνει δεύτερο, αλλά και τρίτο διαδοχικό, πετυχαίνοντας τον Τριανταφυλλίδη στο στήθος και ξαπλώνοντας τον κάτω. Θυμάστε και τον τρόπο που πανηγύριζε ο Γκάνεφ, οπότε, μπορείτε να φανταστείτε τι συνέβη εκείνη την ώρα. Κυριολεκτικά, φυγαδευτήκαμε και μόνο μετά από παρέμβαση του Θανάση του Γιαννακόπουλου…
Όπως και μια ακόμη φορά στο ίδιο γήπεδο, όταν μας περιμένανε κι αναγκαστήκαμε να βγούμε απ’ την αντίθετη πλευρά, διασχίζοντας το γήπεδο ποδοσφαίρου. Μια άλλη φορά, στη Νέα Φιλαδέλφεια σε ματς με την ΑΕΚ, έριξαν μέσα στο γήπεδο ακόμα κι εκείνη τη μεγάλη σκούπα που σκουπίζουν το παρκέ. Μιλάμε για γελοίες καταστάσεις…Ασχήμιες οι οποίες ευτυχώς στο δικό μας γήπεδο δεν συνέβησαν ποτέ.
Στις αναμνηστικές φωτογραφίες απ’ το γλέντι μέσα στα αποδυτήρια, δυστυχώς, λείπουν, δυο μεγάλοι Αρειανοί. Δυο, πραγματικοί, εργάτες του συλλόγου. Ο θρυλικός «Μπαρού» Μάκης Νάτσης, κι ο φροντιστής εκείνης της ομάδας, ο Κώστας Τζήκας.
Τεράστια η απώλεια τους, με ανυπολόγιστη προσφορά στον σύλλογο, που για μας που τους ζήσαμε από τόσο κοντά, δεν πρόκειται ποτέ να ξεχαστεί. Μεγάλες και αγνές ψυχές. Αν, θελήσουμε να πούμε ότι κάποιοι χάρηκαν περισσότερο τη μέρα εκείνη ,τότε σίγουρα θα ‘ταν αυτοί.
Ποιοι ήταν όμως, οι λόγοι διάλυσης αυτής της ομάδας, ακριβώς πάνω στο απόγειο της δόξας της και παρ’ όλες τις προϋποθέσεις που διέθετε να εξελιχθεί σε μια νέα δυναστεία;
Όποια εξέλιξη και να ‘χε, τελικά, εκείνη η ομάδα, νομίζω ότι άφησε το δικό της στίγμα και σε καμιά περίπτωση, δεν άξιζε τέτοιας συμπεριφοράς απ’ τους παράγοντες του συλλόγου. Με όλα αυτά που συνέβαιναν, αισθανόμασταν όχι απλά απαξιωμένοι, αλλά τελείως εγκαταλελειμμένοι απ’ τους ανθρώπους που διοικούσαν τότε τον Άρη. Σαν να μας τιμωρούσαν που βγήκαμε πρωταθλητές.
Πήραμε το πρωτάθλημα και στη πρώτη συγκέντρωση της νέας περιόδου, ήμουν μόνο εγώ κι οι παίκτες μου. Κανένας απ’ τη διοίκηση. Παίξαμε τελικό Σούπερ Καπ στο Βόλο με τον Ολυμπιακό, τον οποίον κερδίσαμε 3-0, και δεν ήρθε ούτε καν ο πρόεδρος. Δεν είχαμε έναν άνθρωπο, πέραν των παιδιών του Super 3 Βόλου, απ’ τη διοίκηση του Άρη να πάμε να πανηγυρίσουμε… Στην Ευρώπη κερδίσαμε τους δυο φιναλίστ του τελικού, την Αλμερία και τη Μόντενα κι όλοι τους είχαν εξαφανιστεί σαν τα ποντίκια. Η απαξίωση σ’ όλο της το μεγαλείο…
Το αποτέλεσμα ήταν ο Μητρούδης να πάει στον ΠΑΟΚ, ο Μέλκας στον Ηρακλή, να σπάσει ο κύκλος κι όλοι και λίγο πολύ ν’ αναζητήσουν τη τύχη τους σ’ άλλες πολιτείες. Αν όλα αυτά τα επιτεύγματα τα κάναμε σήμερα νομίζω θα ‘ταν όλα διαφορετικά.
Πράγματι το πιστεύετε αυτό;
Σαφώς. Είμαι βέβαιος ότι η αντιμετώπιση που θα ‘χαμε, σαν τμήμα, αν είχαμε τότε ένα Νίκο Παπαδόπουλο για πρόεδρο, θα ‘ταν τελείως διαφορετική. Ξέρετε, το ‘χα όνειρο, μια ζωή, να ‘χω ένα πρόεδρο, που θ’ αγαπάει και θ’ ασχολείται τόσο πολύ με το βόλεϊ. Τα τελευταία χρόνια έχει τρέξει φοβερά το τμήμα κι είναι κάτι που το αναγνωρίζουν οι πάντες. Έχει καταφέρει να επαναφέρει τον Άρη στην ελίτ του ελληνικού βόλεϊ και να βάλει σιγά – σιγά τις βάσεις που θα επιτρέψουν στο σύλλογο να διεκδικήσει και άμεσα, ακόμα, κάποιον τίτλο.
Έχει τις δυνατότητες ο Άρης να επαναλάβει, κάποια στιγμή, άθλο ανάλογο μ’ αυτόν του 1997;
Νομίζω πως ναι. Η ζωή κύκλους κάνει και πιστεύω ότι τα τελευταία χρόνια για τον Άρη σημειώνει μόνο ανοδική τροχιά. Μπορεί να υπάρχει μια γενικότερη κρίση, αλλά νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που βολεύει τον Άρη. Άλλωστε είναι μαθημένος στη κρίση και στα προβλήματα…