Τον κώδωνα του κινδύνου κρούουν οι παράγοντες της αγοράς μετά τις τελευταίες καταιγιστικές εξελίξεις με τα μεγάλα λουκέτα που ήρθαν να προστεθούν στη χειμαζόμενη επιχειρηματική κοινότητα. Έναν χρόνο μετά το δημοψήφισμα, η επιδείνωση της κατάστασης φέρνει νέο κύμα λουκέτων και πτωχεύσεων, ενώ υπερφορολόγηση και έλλειψη ρευστού και χρηματοδότησης «πνίγουν» νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Παρά την αισιοδοξία που γεννήθηκε με την ολοκλήρωση της α’ αξιολόγησης, που τελικά, αποδείχθηκε παροδική, όλα δείχνουν πως ο δρόμος για την ανάκαμψη παραμένει μακρύς και δύσκολος, με την αγορά να προειδοποιεί για τον κίνδυνο ενός καθολικού κραχ στην οικονομία.
Χιλιάδες επιχειρήσεις, αλλά και εργαζόμενοι βρίσκονται σε απόγνωση, ενώ και η κατανάλωση έχει «παγώσει» ακόμα και στο λιανεμπόριο τροφίμων, καθώς η ψυχολογία των καταναλωτών βρίσκεται στο ναδίρ με αποτέλεσμα να περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα. Βαρίδι για τον οικογενειακό προϋπολογισμό, η βαρύτατη φορολογία και η συνεχής προσθήκη και νέων επιβαρύνσεων, την ώρα μάλιστα που ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, ομολογεί ότι μόνο αν πάει καλά η είσπραξη των νέων φόρων, μπορεί να υπάρξουν σκέψεις για φοροελαφρύνσεις. Αλλά και τότε πάλι, όπως λέει ο υπουργός οι μειώσεις δεν θα είναι μεγάλες, γιατί πρέπει να καλυφθούν οι ανάγκες του κράτους.
Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν οι καθυστερήσεις ή και οι ματαιώσεις επενδυτικών σχεδίων με τις προβλέψεις για το ΑΕΠ να είναι ζοφερές, ενώ σοβαρά «αγκάθια» εξακολουθούν να είναι η καθυστέρηση στην αναδιάρθρωση των προβληματικών δανείων, αλλά και η αποπληρωμή των οφειλών του Δημοσίου προς τις επιχειρήσεις, όπως η επιστροφή του ΦΠΑ προς τις εξαγωγικές.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών, στην Ελλάδα θα πρέπει να εισρεύσουν έως και 100 δισ. ευρώ έως το 2020, ώστε να μπορέσει να χαράξει μια βιώσιμη πορεία ανάπτυξης που θα τη βγάλει από την κρίση. Τραγική σύμπτωση: το κόστος της διαπραγμάτευσης υπολογίζεται σε 100 δισ. ευρώ, αν και ο κ. Τσακαλώτος υποστηρίζει ότι είναι «πολύ λιγότερα»…