Το Χριστουγεννιάτικο μάθημα του μικρού Παναγιώτη…

Ημέρα αγάπης, ανθρώπινης ζεστασιάς και αλληλεγγύης, Χριστούγεννα! Μια ξεχωριστή μέρα για την ανθρωπότητα, για μικρούς και μεγάλους… Ειδικά για τους μικρούς… Δεν νομίζετε; Το PRESSARIS φιλοξενεί με χαρά το όμορφο παραμύθι του καλού συναδέλφου Αντώνη Ρεπανά, μια γλυκιά και όμορφη ιστορία στο πνεύμα των ημερών. Καλά Χριστούγεννα!

Το Χριστουγεννιάτικο μάθημα του μικρού Παναγιώτη…

Ξημέρωνε παραμονή Χριστουγέννων και ο Παναγιώτης, το μικρό άσπρο χνουδωτό λαγουδάκι που ζει με την οικογένεια του στην κουφάλα της μεγάλης ελιάς στο κέντρο του δάσους, είχε ήδη σηκωθεί από το κρεβάτι του.

Είχε  πλυθεί, είχε ντυθεί και έτρωγε ένα γρήγορο πρωινό με βραστά καρότα.  Πλάι του στο τραπέζι, ήταν το τρίγωνο για τα κάλαντα και ένα πουγκί που του είχε ράψει η γιαγιά του για να βάζει τα χρήματα ή τα καλούδια που θα μάζευε στην διάρκεια της ημέρας.

«Μπαμπά, μαμά, φεύγω» φώναξε ο Παναγιώτης, αφού τελείωσε βιαστικά το πρωινό του και έτρεξε προς την πόρτα.  «Που πας παιδί μου;  Δεν ξέρεις τη μέρα είναι σήμερα;» τον ρώτησε ο πατέρας τρέχοντας ξωπίσω του.  «Ξέρω.  Είναι παραμονή Χριστουγέννων και θα βγω να πω τα κάλαντα.

Θα μαζέψω πολλά χρήματα, για να σας πάρω όλους από ένα δώρο» απάντησε το  μικρό λαγουδάκι.  «Μα παιδί μου, πέρα από παραμονή Χριστουγέννων, είναι και Σάββατο.  Τα Σάββατα, δεν κυκλοφορούμε στο δάσος, γιατί είναι μια από τις ημέρες όπου επιτρέπεται το κυνήγι.  Ξέχασες;  Τις Τετάρτες τα Σάββατα και τις Κυριακές, επιτρέπονται τα τριχωτά θηράματα.  Δηλαδή εμείς, τα κουνέλια, τα αγριογούρουνα και όλα τα υπόλοιπα ζώα που καλύπτονται από γούνα» συμπλήρωσε με πίκρα ο πατέρας του.

Ο μικρός Παναγιώτης πάγωσε.  Δεν το είχε σκεφτεί καθόλου.  Το μόνο που σκεφτόταν όλες τις προηγούμενες ημέρες, περιμένοντας την παραμονή των Χριστουγέννων, ήταν τι δώρο θα έπαιρνε σε κάθε μέλος της οικογένειας του.  Ήταν μια  παράδοση, που πήγαινε από πάππου προς  πάππου στην λαγουδοοικογένεια.  Κάθε Πρωτοχρονιά, μόλις άλλαζε ο χρόνος, έκαναν δώρα ο ένας στον άλλον.

Τα παιδιά της οικογένειας, αγόραζαν τα δώρα που έκαναν στους υπόλοιπους, με τα χρήματα που μάζευαν από τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, ενώ  τα χρήματα που μάζευαν από τα Κάλαντα των Φώτων, τα έβαζαν στον κουμπαρά τους.

Φέτος όμως, η παράδοση δεν θα τηρούνταν.  Δεν θα μπορούσε ούτε ο μικρός Παναγιώτης, αλλά ούτε και τα ξαδέλφια του να πούνε τα κάλαντα.  Ούτε τα Χριστούγεννα, αλλά ούτε και την Πρωτοχρονιά, αφού οι παραμονές τους πέφτουν την ίδια ημέρα της εβδομάδας.

Ο Παναγιώτης, το μικρό άσπρο χνουδωτό λαγουδάκι, ήταν απαρηγόρητο.  Κάθισε λυπημένο πλάι στο παράθυρο και κοίταζε έξω το χιόνι.  Ξαφνικά, τι να δει.  Ο Γιώργος το αρκουδάκι, μαζί με την Μαρία το ζαρκαδάκι και την Αφροδίτη το αγριόγιδο,  που τα καλοκαίρια ζει με την οικογένεια της στις κορυφές του Ολύμπου, είχανε βγει στο δάσος με τα τρίγωνα τους και έλεγαν τα κάλαντα.

«Μπαμπα, μπαμπά» φώναξε ο μικρός Παναγιώτης τραβώντας τον πατέρα του από το μανίκι πλάι στο παράθυρο. «Δες αυτούς, λένε τα κάλαντα.  Γιατί δεν κινδυνεύουν από τους κυνηγούς;  Γιατί να μην μπορώ να βγω κι εγώ και  να τα πω  μαζί τους;» τον ρώτησε.  «Γιατί παιδί μου αυτά είναι είδη προς εξαφάνιση και απαγορεύεται το κυνήγι τους» αποκρίθηκε ο πατέρας του αναστενάζοντας.

«Τι θα πει είδος προς εξαφάνιση;  Είναι άδικο αυτό.  Θέλω να γίνουμε και εμείς είδος προς εξαφάνιση.  Θέλω να βγω και να πω τα κάλαντα, δίχως να κινδυνεύω από τους κυνηγούς» φώναζε ο μικρός Παναγιώτης.  Ο παππούς του πετάχτηκε από το διπλανό δωμάτιο.

«Τι λες παιδί μου;   Ξέρεις τι θα πει είδος προς εξαφάνιση;» του είπε.  «Όχι αλλά σκοπεύω να μάθω» απάντησε ο μικρός Παναγιώτης και κλείστηκε στο δωμάτιο του.  Πέρασε η παραμονή των Χριστουγέννων και τα Χριστούγεννα και την Δευτέρα, πρωί πρωί, ο μικρός Παναγιώτης, έτρεξε στο σπίτι της κυρίας αρκούδας.  Εκείνη ήταν είδος προς εξαφάνιση και θα ήξερε να του πει πως θα μπορούσε να γίνει  και εκείνος με τους υπόλοιπους λαγούς  το ίδιο και να έχουν την δυνατότητα να βγαίνουν στο δάσος όλες τις ημέρες της εβδομάδας, δίχως να κινδυνεύουν.

Η κυρία αρκούδα, ήταν μια πολύ καλή κυρία, που ζούσε στην μεγάλη σπηλιά στην άκρη του δάσους.  Ζούσε μόνη της και αν και ήταν πολύ ευγενική με όλους, ήταν πάντοτε λυπημένη.

«Καλό μου παιδί πίστεψε με.  Δεν πρέπει να θέλεις και δεν πρέπει να  γίνεις ούτε εσύ είδος προς εξαφάνιση» του είπε, προσφέροντας του μια κούπα με ζεστή σοκολάτα.  «Μα θέλω να βγαίνω στο δάσος κάθε μέρα, δίχως να κινδυνεύω.  Θέλω να μπορώ να πω τα κάλαντα, ότι ημέρα και αν πέφτουν οι παραμονές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων.  Πείτε μου σας παρακαλώ πως μπορεί να γίνει αυτό.  Πως καταφέρατε εσείς οι αρκούδες να γίνετε είδος προς εξαφάνιση;» επέμενε το μικρό άσπρο χνουδωτό λαγουδάκι.

Η κυρία αρκούδα, σηκώθηκε από την θέση της και πήγε στην βιβλιοθήκη.  Έβγαλε ένα μεγάλο άλμπουμ με φωτογραφίες και το άφησε μπροστά στον μικρό Παναγιώτη.  «Αφού επιμένεις να μάθεις πως μπορείς να γίνεις είδος προς εξαφάνιση, δες και μόνος σου».  Το εξώφυλλο από το άλμπουμ ήταν φθαρμένο από την πολύ χρήση προφανώς, ενώ έχει φουσκώσει και  φαίνονταν νοτισμένο.  Πριν το ανοίξει κοίταξε την κυρία αρκούδα και την είδε βουρκωμένη.  «Αυτή είναι η μητέρα μου» είπε εκείνη δείχνοντας την πρώτη φωτογραφία.

Μια υποσιτισμένη αρκούδα, με φούστα Τουτού όπως εκείνες που φοράνε οι μπαλαρίνες, με έναν χαλκά στη μύτη και ένα γαρίφαλο στο κεφάλι, σηκωμένη στα δύο πόδια, κοίταζε λυπημένη από την φωτογραφία.  Μια χοντρή αλυσίδα ήταν περασμένη από τον χαλκά.  Την κρατούσε ένας άνθρωπος ντυμένος με πολύχρωμα ρούχα, που χτυπούσε ένα ντέφι.

«Πέθανε από τον καημό της.  Την δέρνανε και την εκπαιδεύανε πάνω σε πυρωμένες λαμαρίνες για να μάθει να σηκώνεται στα δύο πόδια και να κάνει πως χορεύει όταν χτυπούσανε το ντέφι» είπε η κυρία αρκούδα.  Στην δεύτερη σελίδα, μια ακόμη αρκούδα.  Αρσενική αυτή τη φορά, πίσω από κάτι κάγκελα χοντρά.  «Ο πατέρας μου στον ζωολογικό κήπο της Θεσσαλονίκης.  Πέθανε στην αιχμαλωσία».

Η μια φωτογραφία διαδέχονταν την άλλη και όλες έδειχναν μέλη της οικογένειας της κυρίας αρκούδας, με λυπημένα μάτια είτε πίσω από κάγκελα, είτε δεμένες με χοντρούς χαλκάδες και αλυσίδες.  «Θέλεις να δεις κι άλλο;» ρώτησε τον μικρό Παναγιώτη και εκείνος έγνεψε καταφατικά. Οι τελευταίες σελίδες του άλμπουμ ήταν και οι πιο σκληρές.  Σκοτωμένες αρκούδες, να επιδεικνύονται ως λάφυρα κάτω από τις λασπωμένες μπότες κυνηγών.  Ολόκληρες οικογένειες, πυροβολημένες.

Ο μικρός Παναγιώτης δεν ήθελε να δει άλλο.  Τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια του, πότιζαν το εξώφυλλο του άλμπουμ. Δίχως να πει τίποτε, αγκάλιασε την κυρία αρκούδα και την φίλησε στο μάγουλο για να την ευχαριστήσει για το μάθημα που πήρε.  Γυρίζοντας σπίτι αγκάλιασε και φίλησε τους δικούς του.  «Αυτό θα είναι το δώρο μου για την Πρωτοχρονιά» τους είπε.

«Η αγάπη μου για όλους εσάς.  Μακάρι να μην γίνουμε ποτέ είδος προς εξαφάνιση και μακάρι όλα τα είδη προς εξαφάνιση να γίνουν όπως ήταν παλιά.  Αυτό θα ζητήσω φέτος από τον Άγιο Βασίλη» συμπλήρωσε ο Παναγιώτης.  Το μικρό άσπρο χνουδωτό λαγουδάκι και πήγε στο δωμάτιο του για να διαβάσει λίγο, αφού οι διακοπές των Χριστουγέννων θα τελείωναν σε λίγες μέρες και έπρεπε να ετοιμαστεί για το  σχολείο.

 

To Top