ΜΠΑΣΚΕΤ

Τι το έκανε το ράνκινγκ ο “θεός”!

Το πόσο μεγάλος παίκτης ήταν ο Νίκος Γκάλης το γνωρίζουν όλοι, στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο. Το έχει δείξει ο ίδιος με την αγωνιστική του παρουσία στα παρκέ, με τα κατορθώματά του, με τις επιδόσεις του και κυρίως, με τη γενικότερη αλλαγή που επέφερε στο ελληνικό – και όχι μόνο – μπάσκετ. Η συνολική προσφορά του Γκάλη στο ελληνικό μπάσκετ άλλαξε τη μοίρα του αθλήματος σε όλα τα επίπεδα.

Με την ανάλυση που ακολουθεί, επιχειρούμε να φωτίσουμε άλλη μία πτυχή του μεγαλείου του παίκτη που ίσως δεν ήταν τόσο ορατή και γνωστή μέχρι τώρα. Όλοι γνωρίζουμε πόσο χαρισματικός σκόρερ ήταν ο Νικ και τις ιστορικές του επιδόσεις στους πόντους, τόσο με την Εθνική ομάδα, όσο και με τον Άρη και με τον Παναθηναϊκό. Ωστόσο, σε μια εποχή που πολλοί …μετρούσαν το πόσο μπάσκετ ξέρει ένας παίκτης μόνο με τους πόντους, είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε τι γίνεται με τα υπόλοιπα στατιστικά, που δείχνουν τη συνολική παρουσία ενός παίκτη στο παρκέ. Έτσι, εφιστούμε την μελέτη μας στους δείκτες αξιολόγησης (efficiency και Index Rating), οι οποίοι χρησιμοποιούνται κατά κόρον πλέον στο σύγχρονο μπάσκετ, για να εξετάσουμε τις σχετικές επιδόσεις του Γκάλη, αλλά και των ανταγωνιστών του, στα τελευταία χρόνια της καριέρας του.

Ο όρος efficiency χρησιμοποιείται από την FIBA (και το NBA) για την αξιολόγηση ενός παίκτη. Αποτελεί άθροισμα των στατιστικών που περιλαμβάνονται στα boxscores των αγώνων των διοργανώσεών της (πλην των φάουλ) και αποτελεί ένα συνολικό δείκτη του πόσο καλός ήταν ο παίκτης σε ένα ματς. Συγκεκριμένα, το efficiency ορίζεται ως:

efficiency = πόντοι + ρημπάουντ + ασσίστ + κλεψίματα + κοψίματα – άστοχα σουτ – λάθη

Το Index Rating αποτελεί έναν πιο πλήρη δείκτη που χρησιμοποιείται από την Euroleague, αλλά και τα περισσότερα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Σε σχέση με το efficiency, στο Index Rating υπολογίζονται και τα φάουλ (υπέρ και κατά), αλλά και τα κοψίματα που έχει δεχθεί ο αντίπαλος. Έτσι,

Index Rating = πόντοι + ρημπάουντ + ασσίστ + κλεψίματα + κοψίματα + κερδισμένα φάουλ – άστοχα σουτ – λάθη – φάουλ – κοψίματα κατά

Ο δείκτης αυτός περιλαμβάνει και συνυπολογίζει ουσιαστικά όλα τα βασικά στατιστικά του παιχνιδιού για έναν παίκτη, γι’ αυτό εξάλλου και χρησιμοποιείται από τις διοργανώσεις ως μέτρο για την ανάδειξη του MVP της αγωνιστικής. Ο παίκτης με το μεγαλύτερο Index Rating (που προέρχεται από νικητήρια ομάδα) αποτελεί τον πολυτιμότερο παίκτη της αγωνιστικής.

Έτσι, επιχειρήσαμε να υπολογίσουμε αυτού του είδους τα στατιστικά, για να έχουμε μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα των παικτών στο παρκέ, βάσει πάντα των αριθμών.

Δεδομένου ότι η FIBA έχει διαθέσιμα boxscores μόνο από τη σεζόν 1991-1992 και μετά, αναγκαστικά περιορίσαμε την έρευνά μας στη συγκεκριμένη περίοδο, η οποία περιλαμβάνει μόνο δύο χρονιές του Νίκου Γκάλη στην Euroleague. Η πρώτη είναι η σεζόν 1991-1992 με τη φανέλα του Άρη και η δεύτερη η σεζόν 1993-1994 με τη φανέλα του Παναθηναϊκού.

Στα διαθέσιμα αυτά boxscores, δεν περιλαμβάνονται οι κατηγορίες των κερδισμένων φάουλ, αλλά και των μπλοκ που δέχθηκε ένας παίκτης, ενώ παρόλο που υπάρχει η κατηγορία των μπλοκ που έκανε, αυτή περιέχει μόνο μηδενικές τιμές, άρα τα πραγματικά νούμερα απουσιάζουν (κάτι που είναι λογικό να στοιχίζει στους ψηλότερους παίκτες). Έτσι, οι προσεγγιστικές κατηγορίες efficiency και Index Rating που χρησιμοποιούμε δεν περιλαμβάνουν καθόλου τα κοψίματα.

Επίσης, δεδομένης της διαθεσιμότητας των φάουλ που υπέπεσε ένας παίκτης στα boxscores, προτιμήσαμε να τα συμπεριλάβουμε και αυτά στον υπολογισμό του efficiency των παικτών, για να υπάρχει μόνο μια στατιστική κατηγορία …απόσταση μεταξύ efficiency και Index Rating. Ο λόγος γι’ αυτό; Για τον υπολογισμό του Index Rating προσεγγίζουμε την τιμή των κερδισμένων φάουλ βάσει των ελευθέρων βολών που εκτέλεσε ο παίκτης κι έτσι θέλουμε αυτός ο ανεπίσημος δείκτης να είναι ο μοναδικός που διαχωρίζει τα δύο νούμερα. Έτσι, οποιαδήποτε αναφορά σε efficiency που ακολουθεί είναι κατά κάποιο τρόπο παραλλαγή του κοινού efficiency, καθώς περιλαμβάνει τα φάουλ. Αυτό δεν έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία, εξάλλου ο δείκτης Index Rating είναι αυτός που περιέχει την περισσότερη πληροφορία.

Έτσι, το Index Rating (ή ράνκινγκ) που αναφέρεται παρακάτω υπολογίζεται βάσει όλων των διαθέσιμων στατιστικών στα boxscores της FIBA και της προσέγγισής μας για τα κερδισμένα φάουλ του κάθε παίκτη. Πώς υπολογίζονται αυτά;

Υπολογίζουμε πόσα φάουλ από την αντίπαλη ομάδα αντιστοιχούν σε κάθε παίκτη της ομάδας του παίκτη, βάσει των βολών που έχει εκτελέσει. Για παράδειγμα, αν η αντίπαλη ομάδα έχει κάνει 20 φάουλ και οι παίκτες του Άρη έχουν βαρέσει 25 βολές, τότε το σχετικό ποσοστό προσδιορίζεται στο 20/25=0,8. Αν λοιπόν, ο Γκάλης εκτέλεσε 10 από τις 25 βολές του Άρη, υποθέτουμε ότι κέρδισε 10*0,8=8 φάουλ (από τα 20).

Ένας πιο πρόχειρος υπολογισμός θα ήταν να υποθέσουμε την αναλογία ένα προς ένα, ότι δηλαδή για κάθε βολή που εκτελεί ένας παίκτης, έχει κερδίσει ένα φάουλ. Στην πράξη αυτό δεν διαψεύδεται και σε ένα ευρύ πλαίσιο ισχύει, γενικότερα. Ωστόσο, για τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, υπολογίσαμε για κάθε παιχνίδι τα κερδισμένα φάουλ που αντιστοιχούν όχι μόνο στον Γκάλη, αλλά και στους άλλους κορυφαίους παίκτες της εποχής για να έχουμε την πιο πλήρη και καλύτερη δυνατή εικόνα.

Φυσικά, το στατιστικό αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί 100% σωστό και είναι λογικό οι πραγματικές τιμές να είναι ελαφρώς διαφοροποιημένες. Αποτελεί όμως μια αντικειμενική και κοινή προσέγγιση για όλους τους παίκτες και στην πράξη, βάσει της συχνότητας με την οποία κέρδιζε φάουλ και εκτελούσε βολές ο Νικ, μάλλον τον …”ρίχνουμε” κιόλας! Το γεγονός ότι υπολογίσαμε όλες αυτές τις τιμές για όλους τους αγώνες ξεχωριστά, για κάθε μεγάλο παίκτη της κάθε σεζόν αποτελεί ουσιαστικά το μεγαλύτερο δυνατό εχέγγυο αντικειμενικότητας.

Η συνέχεια, στις γραμμές που ακολουθούν. Όπως είπαμε, διαθέσιμα στατιστικά υπάρχουν μόνο για τις σεζόν 1991-1992 και 1993-1994, όσον αφορά τον Γκάλη. Φανταστείτε λοιπόν, αφότου ολοκληρώσετε την ανάγνωση, τα νούμερά του στα νεότερά του χρόνια…

Σεζόν 1991-1992


Η σεζόν 1991-1992 είναι η τελευταία του μεγάλου Άρη εκείνης της εποχής στην Euroleague. Η σεζόν ξεκινάει με τους Γιαννάκη, Μπέρι και Πετσάρσκι στη σύνθεση της ομάδας, μετά τα πρώτα παιχνίδια όμως, ο Γκάλης αγωνίζεται μόνος επιχειρώντας να φτάσει τον Άρη στα υψηλότερα στρώματα των προηγούμενων χρόνων. Αν είχε και τη συμβολή των υπόλοιπων παικτών οι στόχοι του Άρη θα ήταν πολύ πιο εφικτοί. Ειδικά ο Γουόλτερ Μπέρι, αλλά και ο Μίροσλαβ Πετσάρσκι, ξεκίνησαν εντυπωσιακά τη σεζόν. Μετά τα τρία πρώτα παιχνίδια όμως, ο γκάνκστερ πρέπει να παλέψει μόνος του. Δεν είναι βέβαια μικρός πλέον. Έχει κλείσει ήδη τα 34 του χρόνια, κάτι που σημαίνει ότι η αποστολή του είναι ακόμα πιο δύσκολη.

Κι όμως, η …ιεροσυλία της σκέψης αυτής αποδεικνύεται από τα νούμερά του. Σε 16 αγώνες, ο Γκάλης αναδεικνύεται για μία ακόμη φορά πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης με 32,3 πόντους κατά μέσο όρο, έχοντας 59,8% στα δίποντα, 50% στα τρίποντα και 79,4% στις βολές. Συνολικά, είναι ο 6ος πιο εύστοχος παίκτης της Euroleague στα σουτ εντός παιδιάς, σε μια εποχή που οι κυρίαρχοι ψηλοί ήταν κανόνας στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Παράλληλα, ήταν 6ος επίσης σε ασσίστ με 3,7 μ.ο., ενώ είχε και 2,4 ρημπάουντ, 0,9 κλεψίματα και 3,3 λάθη ανά αγώνα. Όσο για τα φάουλ, βάσει της προσέγγισης που αναφέραμε παραπάνω, ο Νικ κέρδιζε κάτι λιγότερο από 9 (8,95) από τους αντιπάλους του σε κάθε ματς!

Έτσι, βάσει των στατιστικών της FIBA, το efficiency του (με τα φάουλ) τη σεζόν εκείνη έφτανε στο 23,8, ενώ το προσεγγιστικό του ράνκινγκ το 32,75, νούμερο …ασύλληπτο, αν αναλογιστεί κανείς τη θέση του και τα 34 χρόνια στην πλάτη του. Φανταστείτε πως αν υπήρχε Fantasy Challenge τότε, η τιμή του Γκάλη στο παιχνίδι θα εκτοξευόταν στα 131 κρέντιτς (και με τα μπόνους νικών στα 140 κρέντιτς), τη στιγμή που η αρχική, υποθετική κοστολόγηση του πιο ακριβού παίκτη του παιχνιδιού είναι τα 100 κρέντιτς!

Το αντεπιχείρημα της διαφορετικής εποχής και του διαφορετικού μπάσκετ φυσικά και στέκει. Το άθλημα τότε παιζόταν με λιγότερους παίκτες, υπό την έννοια ότι μετά την 7η-8η θέση του ρόστερ οι παίκτες δεν πατούσαν καλά καλά παρκέ. Έτσι, ο χρόνος συμμετοχής, άρα και οι ρόλοι ήταν πιο συγκεντρωμένοι στους βασικούς παίκτες της ομάδας. Αυτό είναι προφανές. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη, στη στατιστική απεικόνιση των παικτών της εποχής και ειδικά στις κατηγορίες του efficiency και του Index Rating.

Ναι, ίσως ήταν πιο εύκολο για έναν παίκτη να πετύχει μεγαλύτερο αριθμό πόντων απ’ ότι σήμερα. Οι συγκεκριμένες στατιστικές κατηγορίες όμως εμπεριέχουν όλη τη δράση του παίκτη στο (μεγάλο) χρονικό διάστημα που αγωνίζεται στο παρκέ, άρα συμπεριλαμβάνουν και τα άστοχα σουτ. Κι αυτά είναι λογικό να αυξάνονται επίσης, όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια που αγωνίζεται ο παίκτης, άρα και η κούρασή του. Πόσο μάλλον για έναν παίκτη που αγωνίζεται στην περιφέρεια, άρα εκ προοιμίου αναμένεται να έχει χαμηλότερα ποσοστά ευστοχίας.

Παρ’ όλα αυτά όμως, ο Γκάλης κατόρθωσε να είναι, όπως αναφέρθηκε, ο 6ος πιο εύστοχος παίκτης της διοργάνωσης, δείγμα της τεράστιας κλάσης του. Έτσι, εύλογα το Index Rating του βρίσκεται στο δυσθεώρητο 32,75! Κι αν ακόμα υπάρχουν οι δύσπιστοι που επιμένουν σε …φαινόμενα της εποχής, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στους κορυφαίους παίκτες της σεζόν εκείνης, βάσει του Index Rating, το οποίο υπολογίσαμε προσεγγιστικά με την ίδια μέθοδο, για όλους (κλικ για μεγέθυνση).

Η διαφορά με τους υπόλοιπους είναι απλά …χαοτική και αποδεικνύεται, με άλλον έναν τρόπο, πόσο …μπροστά ήταν ο Γκάλης από τους υπόλοιπους παίκτες, ακόμα και στα 34 του χρόνια. Παίκτες-ορόσημα της εποχής όπως ο Περάσοβιτς, ο Σάβιτς, ο Μίτσελ και ο Βάρνερ είχαν επίσης εντυπωσιακά νούμερα, αλλά απείχαν …χιλιόμετρα.

Μπορεί ο Άρης να μην είχε τότε το πλουσιότερο ρόστερ, άρα ο Γκάλης να είχε μικρότερο εσωτερικό ανταγωνισμό, από ένα σημείο και μετά, αλλά στην πράξη αυτό μάλλον ζόριζε τον ηγέτη των κιτρινόμαυρων, από τη στιγμή που η αντίπαλη άμυνα μπορούσε ακόμα πιο εύκολα να επικεντρωθεί στον προφανή στόχο. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, το ζήτημα του ρόστερ έχει δύο όψεις.

Όσον αφορά το efficiency, την κατηγορία δηλαδή που προκύπτει από τα καταγεγραμμένα στατιστικά στα boxscores της εποχής, ο Γκάλης φυσικά παραμένει με διαφορά πρώτος με 23,8. Στη δεύτερη θέση περνά ο Ζόραν Σάβιτς με 19,3, ενώ οι επόμενοι κορυφαίοι παίκτες της σεζόν βρίσκονται μεταξύ 17 και 18.

Στον παρακάτω πίνακα, εμφανίζονται οι επιδόσεις του Νικ, efficiency (με φάουλ) και προσεγγιστικό Index Rating σε κάθε αγώνα εκείνης της χρονιάς.

Αγώνας Efficiency Ranking
@ Παρτιζάν Τιράνων 28 35
vs Παρτιζάν Τιράνων 36 38
@ Σλασκ 23 23
vs Σλασκ 14 22
vs Λεβερκούζεν 19 25
@ Εστουδιάντες -3 4
@ Μπανταλόνα 23 36
vs Κομοντόρ 28 38
@ Αντβέρπ 19 27
vs Μιλάνο 39 52
vs Παρτιζάν 25 34
@ Λεβερκούζεν 5 10
vs Εστουδιάντες 34 50
vs Μπανταλόνα 37 50
@ Κομοντόρ 31 43
vs Αντβέρπ 23 37
Μέσος Όρος 23.8 32.75

Δυσκολότερες βραδιές ήταν αυτές μέσα στην Εστουδιάντες, όπου είχε τη χειρότερή του επίδοση και στη Λεβερκούζεν. Ωστόσο, ξεχωρίζουν περισσότερο τα 50άρια στο ράνκινγκ, με τον Γκάλη να σημειώνει σε τρία διαφορετικά ματς την αντίστοιχη ή μεγαλύτερη επίδοση. Σήμερα, το 50 Index Rating είναι κάτι που είναι ζήτημα αν θα επιτευχθεί μια φορά από οποιονδήποτε παίκτη, μέσα σε μια ολόκληρη χρονιά. Ο ηγέτης του Άρη το πέτυχε τρεις φορές τη σεζόν αυτή! Να σημειωθεί πως στα δύο τελευταία παιχνίδια της χρονιάς ο Γκάλης δεν αγωνίστηκε.

Σεζόν 1993-1994


Το επόμενο πέρασμα του Γκάλη από την Euroleague γίνεται δύο χρόνια μετά με τη φανέλα του Παναθηναϊκού πλέον. Η άκρως ανερχόμενη ομάδα έχει ρίξει πολλά λεφτά στο τραπέζι και έχει αποκτήσει μερικούς από τους καλύτερους παίκτες που αγωνίζονται στην Ευρώπη. Δεν είναι μόνο ο Γκάλης. Είναι ο Βράνκοβιτς και ο Βολκόφ που ήταν επίσης στους κορυφαίους της χρονιάς στην Euroleague. Οι Σοκ και Κούουσμα βέβαια, παίκτες που είχαν δώσει τα διαπιστευτήρια τους στα ευρωπαϊκά παρκέ τα προηγούμενα χρόνια (αρκεί να πούμε ότι ο Σοκ ήταν 7ος σε Index Rating τη χρονιά 1991-1992, όπως φαίνεται και στο παραπάνω διάγραμμα, ενώ και ο Κούουσμα είχε το διόλου ευκαταφρόνητο 17,4 ράνκινγκ την αντίστοιχη σεζόν), δεν αγωνίστηκαν στη διοργάνωση. Ο εσωτερικός ανταγωνισμός σίγουρα θα ήταν ακόμα πιο υψηλός. Ήταν όμως και οι Έλληνες, ο Αλβέρτης, ο Παταβούκας, ο Μυριούνης και άλλοι.

Έτσι, σε ένα ρόστερ σαφώς πιο πλούσιο (παρότι όχι πλήρες στην Ευρώπη), με δύο ακόμα μεγάλα σημεία αναφοράς στην ομάδα, αλλά και στα 36 του πια, κλεισμένα, χρόνια, θα περίμενε κανείς πως η παρουσία και τα νούμερα του Γκάλη θα είχαν μια αρκετά αισθητή πτώση. Όντως, η πτώση υπήρξε. Όχι όμως στο βαθμό που θα περίμενε κανείς για έναν …φυσιολογικό παίκτη. Όχι για τον γκάνγκστερ!

Ο Γκάλης τελείωσε τη σεζόν ως πρώτος σκόρερ με 23,8 πόντους, έχοντας 61,9% στα δίποντα, 33,3% στα τρίποντα και 79,7% στις βολές. Ήταν πρώτος σε ποσοστό ευστοχίας στα σουτ εντός παιδιάς. Το πιο εντυπωσιακό; Ήταν πρώτος και σε ασσίστ σε ολόκληρη τη διοργάνωση, με 4,7 ανά αγώνα! Παράλληλα, είχε 1,8 ρημπάουντ, 0,6 κλεψίματα, 3,1 λάθη, ενώ τα κερδισμένα φάουλ ήταν προσεγγιστικά, 7,1 σε κάθε παιχνίδι.

Αναλυτικά, οι επιδόσεις του σε efficiency και Index Rating σε κάθε έναν από τους 21 αγώνες που έπαιξε φαίνονται στον επόμενο πίνακα:

Αγώνας Efficiency Ranking
vs Τσιμπόνα 13 22
@ Λέφσκι Σόφιας 23 29
vs Μπενφίκα 22 29
@ Τσιμπόνα 10 17
vs Εφές 7 9
vs Μπανταλόνα 34 44
@ Καντού 37 47
vs Ορτέζ 13 18
@ Βίρτους Μπολόνια 27 35
@ Μπενφίκα 26 35
vs Λέφσκι Σόφιας 9 11
vs Εφές 1 2
@ Μπανταλόνα 22 33
vs Καντού 24 33
@ Ορτέζ 28 36
vs Βίρτους Μπολόνια 14 17
@ Λιμόζ 10 19
vs Λιμόζ 21 35
vs Λιμόζ 25 36
Ολυμπιακός 3 4
Μπαρτσελόνα 19 27
Μέσος όρος 18.47 25.61

Όπως φαίνεται, η Εφές ήταν η ομάδα που τον ζόρισε περισσότερο από κάθε άλλη, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως στον ημιτελικό του Τελ Αβίβ με τον Ολυμπιακό, ο Γκάλης είχε μόλις 4/9 σουτ, τη στιγμή που ο Βολκόφ είχε 15/32 και ο Παταβούκας 3/16, σύμφωνα με το boxscore της FIBA! Μπορεί την εν λόγω χρονιά να μην σημείωση επίδοση στο 50, όμως τα δύο συνεχόμενα 40+ με Μπανταλόνα (44) και Καντού (47), αλλά και τα επτά επιπλέον ράνκινγκ μεγαλύτερα του 30 μαρτυρούν τον πρωταγωνιστικό και καθοριστικό ρόλο του Νικ μέσα στη χρονιά. Για παράδειγμα, ο συμπαίκτης του, Αλεξάντερ Βολκόφ που πραγματοποίησε επίσης “μαγική” σεζόν, βάσει αριθμών, όπως θα δούμε και παρακάτω, σημείωσε μόνο σε τρία παιχνίδια Index Rating μεγαλύτερο του 30.

Τελικά, ο ηγέτης του Παναθηναϊκού πια, ολοκλήρωσε τη σεζόν με 18,47 efficiency και 25,61 προσεγγιστικό Index Rating. Το νούμερο αυτό παραμένει άκρως εντυπωσιακό, τηρουμένων των αναλογιών που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Στα 36 του χρόνια και σε ένα πολύ πλούσιο ρόστερ, από τη θέση του γκαρντ, η επίδοση 25,61 θα ήταν η καλύτερη ακόμα και δύο χρόνια πριν, τη σεζόν 1991-1992, όπου ο 2ος Μίτσελ είχε 25,05. Απίστευτο κι όμως ….γκανγκστερικό!

Παρ’ όλα αυτά, τη σεζόν εκείνη, ο Νικ θα μείνει 3ος στη σχετική κατηγορία. Όχι, μην βιαστείτε να το …βαφτίσετε “αποτυχία”. Οι παίκτες στις δύο πρώτες θέσεις απλά “τρομάζουν”, βάσει όχι μόνο ταλέντου, αλλά κυρίως ηλικίας (7 χρόνια μικρότεροι και οι δύο), σωματοδομής και θέσης. Όχι όμως βάσει και απόστασης από τον Γκάλη.

Ο πρώτος είναι ο Άρβιντας Σαμπόνις, το θαύμα της φύσης που από τα 2,21μ. είχε 25,93 ράνκινγκ με τη φανέλα της Ρεάλ. Την επόμενη χρονιά ο Λιθουανός γίγαντας θα κατακτούσε τον τίτλο και μετά θα πήγαινε να συνεχίσει την καριέρα του στο ΝΒΑ και στο Πόρτλαντ, όπου παρά τα διάφορα προβλήματα θα έκανε και με το παραπάνω αισθητή την παρουσία του. Ο Σαμπόνις ολοκλήρωσε την καριέρα του με τη φανέλα της Ζαλγκίρις, τη σεζόν 2003-2004, όπου είχε μέσο όρο ράνκινγκ 26,3!

Ο δεύτερος είναι ο αείμνηστος Ρόι Τάρπλεϊ του Ολυμπιακού, άλλος ένας παίκτης με απίστευτες δυνατότητες, που όμως δεν έδωσε ουσιαστικά ποτέ την ευκαιρία στον εαυτό του να τις δείξει στο έπακρο. Ο Τάρπλεϊ τελείωσε τη σεζόν με 25,73 προσεγγιστικό Index Rating, έχοντας πάντως μεγαλύτερο efficiency και από τον Σάμπας με 20,89 έναντι 20,53 (στην τρίτη θέση διατηρείται ο Γκάλης με 18,57).

Αρκεί να πούμε πως το μέγεθος του Index Rating “βολεύει” τους ψηλούς παίκτες και όχι τους κοντούς. Λόγω ποσοστού ευστοχίας στα σουτ (μικρότερες αποστάσεις και υπό καλύτερες συνθήκες), λόγω ρημπάουντ, λόγω λαθών. Είναι πολλοί οι παράγοντες. Διαχρονικά αυτό ισχύει και θεωρείται κανόνας, τουλάχιστον στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Βάσει του κανόνα αυτού λοιπόν, ο Γκάλης επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά την …τρομακτική του κλάση, ακόμα και μέσα από νούμερα που σε πρώτη όψη μπορεί να μοιάζουν πεσμένα. Ακόμη και με τα …”πεσμένα” αυτά νούμερα λοιπόν, ήταν ο κορυφαίος. Στα 36 του. Ή καλύτερα, λίγο πριν τα 37 του.

Αναλυτικά, οι καλύτεροι της σεζόν 1993-1994 (κλικ για μεγέθυνση):

Αξιοσημείωτη η παρουσία τριών παικτών του Παναθηναϊκού στους 12 κορυφαίους, με τον πληθωρικό Βολκόφ στην 6η θέση με 22,09 και τον Βράνκοβιτς στη 12η με 19,15. Ειδικά για τον Στόικο βέβαια, η πραγματική του θέση πρέπει να βρίσκεται ψηλότερα, δεδομένου ότι δεν είναι διαθέσιμα τα κοψίματα στα boxscores της FIBA κι άρα δεν μπορούν να υπολογιστούν (κάτι που φυσικά στοιχίζει παραπάνω και στους Σαμπόνις και Τάρπλεϊ). Επίσης, υπάρχει διπλή παρουσία του Ολυμπιακού, αφού εκτός του Τάρπλεϊ, υπάρχει και ο Ζάρκο Πάσπαλι στην 11η θέση με 19,6.

Σύγκριση με τη σύχρονη Euroleague


Στη συνέχεια εξετάζουμε τους κορυφαίους παίκτες σε Index Rating ανά χρονιά, στη σύγχρονη Euroleague, δηλαδή για τα έτη 2001-2017. Στη λίστα αυτή, υπάρχουν μερικές εμβληματικές μορφές, όπως ο Άρβιντας Σαμπόνις, ο Μιρσάντ Τουρκσάν, ο Ντέγιαν Τομάσεβιτς, ο Αντρέι Κιριλένκο και φυσικά ο Άντονι Πάρκερ. Τα νούμερα που εμφανίζονται στο διάγραμμα είναι πραγματικά, μιας και η Euroleague υπολογίζει και δημοσιεύει όλα τα στατιστικά του αγώνα, συμπεριλαμβανομένων των κερδισμένων φάουλ, για τα οποία υπήρξε προσέγγιση στα boxscores της FIBA. Αναλυτικά, οι κορυφαίοι ανά χρονιά (κλικ για μεγέθυνση):

Εδώ ξεχωρίζει από την πρώτη κιόλας σεζόν ο Ντέγιαν Τομάσεβιτς της Μπουντούτσνοστ τότε με 30,92, επίδοση που είναι η μοναδική από όλες τις σεζόν που ακολούθησαν, αλλά και από τη σεζόν 1993-1994 που εξετάσαμε, που μπορεί να σταθεί κοντά στο 32,75 του Γκάλη της σεζόν 1991-1992. Ο Νικ βέβαια είχε αγωνιστεί σε 16 αγώνες, σε προκριματικούς μεν, αλλά και με τις μισές ομάδες της διοργάνωσης στη συνέχεια δε, ενώ ο Tomasevic σε 12 αγώνες, με μόλις 6 από τις 24 ομάδες της Euroleague (δεν είναι θέμα ομαδικής επιτυχίας, αλλά επιπέδου …δυσκολίας του αντιπάλου). Παράλληλα, σε μια νεοσύστατη διοργάνωση όπως η Euroleague τότε, ο ανταγωνισμός ήταν …μισός, μιας και συνυπήρχε η Suproleague της FIBA. Όλα αυτά βέβαια δεν υποβαθμίζουν την ιστορική επίδοση του Τομάσεβιτς, αλλά επεξηγούν στην ουσία τους λόγους που τα νούμερά του …ξεφεύγουν σε σχέση με τους κορυφαίους στις σεζόν που ακολούθησαν.

Γενικότερα οι ψηλοί παίκτες ήταν αυτοί που κυριαρχούν στα πρώτα χρόνια της νέας διοργάνωσης, πλην του φαινομένου Άντονι Πάρκερ, αλλά και του Μίλος Βούγιανιτς που είχε τα ηνία της Φορτιτούντο Μπολόνια, ενώ άλλο ένα κοινό σημείο των πρώτων αυτών σεζόν είναι οι μεγαλύτερες επιδόσεις που σημειώθηκαν, κάτι που φαίνονται και στα στατιστικά των αμέσως επόμενων καλύτερων παικτών ανά χρονιά.

Στη συνέχεια παρατηρείται σημαντική πτώση, με τους κορυφαίους να ξεπερνούν για λίγο μόνο το 20 ράνκινγκ, ή και σε κάποιες περιπτώσεις να μένουν αρκετά κάτω από αυτό. Το συγκεκριμένο φαινόμενο έχει πολλές εξηγήσεις, που ξεκινούν που έχουν να κάνουν εν μέρει με την αλλαγή του παιχνιδιού σε όλα τα επίπεδα, τη δημιουργία ομάδων με πιο πλούσιο υλικό, αλλά και τη μετακόμιση πολλών ταλαντούχων παικτών στο ΝΒΑ.

Πιο σπουδαίες επιδόσεις επανήρθαν τα τελευταία χρόνια, με παίκτες που κυριάρχησαν σε όλα τα μήκη και πλάτη του παρκέ, όπως ο Αντρέι Κιριλένκο και ο Μπόμπαν Μαριάνοβιτς, ενώ Νάντο ντε Κολό και Κιθ Λάνγκφορντ, δύο παίκτες που βρίσκονται σε εκπληκτική φόρμα και μοιάζουν ασταμάτητοι την τελευταία διετία, με ολόκληρο το παιχνίδι των ομάδων τους να στηρίζει την επιθετική τους δράση …τερμάτισαν στις πρωτιές τους με ράνκινγκ “μόλις” 24,3 και 21,8 αντίστοιχα.

Συγκριτικά με τα νούμερα του Γκάλη στις δύο του τελευταίες χρονιές στην Euroleague, για τις οποίες υπάρχουν πλήρη (σχεδόν) στατιστικά, μόνο ο Τομάσεβιτς έχει επίδοση που να …κοντράρει το 32,75 του Νικ. Υστερεί βέβαια, αλλά ξεπερνά το 30. Από εκεί και πέρα, ο Σαμπόνις είναι ο μοναδικός που, όπως είπαμε και πριν, ξεπερνά το 26 (26,28), ενώ ο Τουρκσάν, παίκτης-σύμβολο της πρώτης εποχής της νέας Euroleague είναι ο τρίτος ψηλός που περνά οριακά τον 36χρονο Γκάλη του ’94, με το 25,82 του 2002. Δεν είναι τυχαίο φυσικά ότι πρόκειται για τρεις κορυφαίους ψηλούς της εποχής τους (με όσα πλεονεκτήματα όπως προαναφέραμε, εμπεριέχει η περίπτωσή τους), ενώ κανένας γκαρντ δεν έχει φτάσει στα επίπεδα του Νικ, ακόμα και στα …36 του χρόνια στον Παναθηναϊκό.

Εξάλλου, στο παραπάνω διάγραμμα με τους κορυφαίους της Euroleague ανά χρονιά, όλοι σχεδόν οι παίκτες βρίσκονται στο peak της καριέρας τους, πλην του Σαμπόνις το 2004, ο οποίος βέβαια και 10 χρόνια πριν, το 1994 περνάει με μικρή μόνο διαφορά τον τότε παίκτη του Παναθηναϊκού. Προφανώς, ο 34χρονος Γκάλης ήταν ο καλύτερος όλων, ανεξαρτήτως εποχής, θέσης και ηλικίας, ενώ ο 36χρονος μένει πίσω μόνο από τρεις παίκτες, σε όλα τα χρόνια της Euroleague. Και μάλιστα, χωρίς οι εν λόγω παίκτες να έχουν άλλους δύο συμπαίκτες με Index Rating στα όρια ή μεγαλύτερο του 20, αποτελώντας έτσι μέρος της κορυφαίας δωδεκάδας της χρονιάς, όπως συνέβαινε με τον Γκάλη, που έπαιζε δίπλα στον Βολκόφ και τον Βράνκοβιτς.

Αντί επιλόγου


Ναι, το μπάσκετ σήμερα έχει αλλάξει σε σχέση με τα 90s, όμως το συγκεκριμένο αντεπιχείρημα θα πρέπει να λαμβάνεται προσεκτικά υπόψη κι αυτό γιατί, όπως φαίνεται μέσα από τα νούμερα, ουσιαστικές διαφορές στο Index Rating των παικτών δεν παρατηρούνται. Όπως φαίνεται ξεκάθαρα, οι κορυφαίοι των κορυφαίων έπαιζαν γύρω στο 25 τότε, γύρω στο 25 και τώρα. Μάξιμουμ. Απλά ο Γκάλης ήταν ακόμα καλύτερος από αυτό. Ακόμα και σε μεγάλη μπασκετικά ηλικία. Από τη θέση του σούτινγκ γκαρντ. Υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Είτε στον ελλειπή Άρη του 92, είτε στον πλούσιο Παναθηναϊκό του ’94.

Το μπάσκετ έχει όντως αλλάξει, αλλά αυτό αποτυπώνεται σε άλλες πτυχές του αθλήματος, στην αγωνιστική εικόνα πάνω στο παρκέ, στους ρόλους των παικτών, στην κατανομή των στατιστικών και άλλα. Μπορούμε να γράψουμε σειρά αναλύσεων μόνο γι’ αυτό. Η αλλαγή αυτή όμως δεν φαίνεται να αποτυπώνεται, τουλάχιστον σε ανάλογο βαθμό στα νούμερα της αξιολόγησης, στο Index Rating, η οποία είναι μια στατιστική κατηγορία που εμπερικλείει όλες τις υπόλοιπες κι άρα επιδέχεται λιγότερων μεταβολών. Αδιάψευστος μάρτυρας γι’ αυτό, αλλά και των …εξωπραγματικών επιδόσεων του Γκάλη, ακόμα και στα τελευταία χρόνια της καριέρας του, είναι η σύγκριση με τους καλύτερους παίκτες της εποχής και τα νούμερά τους. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό κριτήριο.

Το πόσο μεγάλος παίκτης ήταν ο Νίκος Γκάλης το ξέρουν όλοι. Δεν χρειάζονται τα παραπάνω στοιχεία για να το αποδείξουν. Ούτε καν τα ίδια τα νούμερα, αυτές οι ιστορικές του επιδόσεις στο σκοράρισμα, τόσο με την Εθνική ομάδα, όσο και με τον Άρη και με τον Παναθηναϊκό. Η εικόνα του στο παρκέ, η αγωνιστική του παρουσία, το πάθος του και η θέληση για τη νίκη είναι μερικά από τα στοιχεία που τον ξεχωρίζουν ακόμα και σήμερα.

Η παραπάνω ανάλυση έχει ως στόχο να φωτίσει λίγο περισσότερο άλλη μια πτυχή του μπασκετικού μεγαλείου του Νίκου Γκάλη. Μέσα από μια στατιστική κατηγορία που χρησιμοποιείται κατά κόρον πλέον στο ευρωπαϊκό και διεθνές μπάσκετ. Μην θεωρείτε καθόλου προφανές ότι ένας παίκτης που πετυχαίνει πολλούς πόντους απαραίτητα σημειώνει και μεγάλο ράνκινγκ. Τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα και οι αναγνώστες του BasketStories προφανώς τα γνωρίζουν, μέσα από την τακτική τους ενασχόληση με την Euroleague. Όπως επίσης γνωρίζουν πόσο δύσκολο είναι για τους “κοντούς” παίκτες, να ανταγωνιστούν τους “ψηλούς”, στην εν λόγω κατηγορία.

Έτσι, ο Γκάλης δεν ήταν απλός ένας ικανότατος σκόρερ, αλλά κι ένας σπουδαίος συνολικά παίκτης, ο καλύτερος όλων, ακόμα και στα τελευταία χρόνια της καριέρας του. Η προσέγγιση μάλιστα με τα φάουλ που γίνεται, πιθανώς τον αδικεί κιόλας, δεδομένης της συχνότητας που πήγαινε στη γραμμή των βολών (είναι λογικό όσο μεγαλύτερο το νούμερο να παρατηρείται μια μικρή απόκλιση από τον κανόνα που χρησιμοποιήθηκε). Δεν αποκλείεται δηλαδή ακόμα και τη σεζόν 1993-1994 να ήταν ο πρώτος σε ολόκληρη την Euroleague. Αλλά αυτό μικρή σημασία έχει.

Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι πως αποδεικνύεται με ακόμα έναν τρόπο πόσο μπροστά ήταν ο γκάνγκστερ του ελληνικού μπάσκετ από τους παίκτες της εποχής του, αλλά και πόσο μπροστά παραμένει ακόμα και για τη σημερινή εποχή, στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Φυσικά, τα νούμερά του στην τελευταία του ολοκληρωμένη σεζόν στον Παναθηναϊκό δείχνουν ότι θα μπορούσε όχι απλώς να συνεχίσει να παίζει μπάσκετ, αλλά να παραμείνει ο μεγάλος πρωταγωνιστής στο ευρωπαϊκό στερέωμα για αρκετά χρόνια ακόμα. Κι ας είναι για τους περισσότερους η ηλικία των 36 ορόσημο για να αποσυρθούν από την ενεργό δράση. Ο Γκάλης δεν ήταν ένας από αυτούς. Ο Γκάλης είχε πολλά ακόμα να προσφέρει. Έφυγε με άδοξο τρόπο, ενώ παρέμενε και θα μπορούσε να παραμείνει στην κορυφή. Πιο ψηλά κι από τον παράγοντα του χρόνου. Ο χρόνος δεν πρόλαβε ποτέ να τον δαμάσει. Στην άτυπη μάχη του Γκάλη με τον χρόνο, δεν υπήρξε νικητής…

Πηγή: basketstories.net

To Top