Σε συνέντευξή του στο gazzeta.gr, ο Ραφίκ Τζιμπούρ αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, και στο πέρασμά του από τον Άρη.
«Ναι υπογράψαμε τριετές συμβόλαιο, αλλά έγιναν κάποια πράγματα που δεν γούσταρα. Ο Άρης είναι μεγάλη ομάδα, απλά δεν ταιριάξαμε. Άλλο στόχο είχε η ομάδα κι εγώ ήθελα να κλείσω αλλιώς την καριέρα μου. Ήθελα να βοηθήσω την ομάδα να ανέβει και να κλείσω την καριέρα μου εκεί. Απλά ό,τι και να λέμε τα γόνατά μου δεν άντεχαν άλλο, έπρεπε να σταματήσω» είπε ο Αλγερινός για την εμπειρία του στους «κίτρινους».
Υπάρχουν παίκτες που πρότεινες στις ελληνικές ομάδες, οι οποίες δεν ασχολήθηκαν και τώρα αυτές οι επιλογές σου είναι απλησίαστες για τα ελληνικά δεδομένα;
«Έχω προτείνει νεαρούς ποδοσφαιριστές στις ελληνικές ομάδες, όταν ακόμα ήταν φθηνοί και δεν τους ήξερε σχεδόν κανένας. Ο Ατάλ της Νις για παράδειγμα, ο οποίος πλέον έχει χρηματιστηριακή αξία 15.000.000 ευρώ. Επίσης τον Μπενσεμπαϊνί, τον οποίο αγόρασε η Γκλάντμπαχ από τη Ρεν αντί 8.000.000 ευρώ. Τον επιθετικό Νταβίντ Ντάτρο Φοφανά που παίζει πια στη Μόλντε, τον Μπραϊμί. Πίστευα ότι αυτοί οι παίκτες θα μπορέσουν να κάνουν καριέρα στην Ελλάδα και μετά να πουληθούν ακριβά. Έχουμε καλές διασυνδέσεις όμως και μπορούμε να προετοιμάσουμε το μέλλον. Μιλάμε με Παρί, Μπορντό, Μονακό, Ναντ, Ίντερ, Σεβίλλη. Εγώ θέλω να βοηθήσω το ελληνικό ποδόσφαιρο και το ελληνικό marketing. Θα μπορούσα να ζήσω στο Παρίσι ή αλλού, αλλά μου αρέσει η Ελλάδα, την αγάπησα και μένω εδώ. Υπηρέτησα τις μεγάλες ομάδες ως ποδοσφαιριστής και νιώθω τώρα πως μπορώ να υποστηρίξω το πρότζεκτ του τεχνικού διευθυντή σε αυτές».
Σου αρέσει περισσότερο το πόστο του τεχνικού διευθυντή ή απλά του μάνατζερ ποδοσφαιριστών;
«Όταν είσαι τεχνικός διευθυντής είσαι υπεύθυνος και για την επιτυχία της ομάδας, αλλά και για την αποτυχία της. Όταν είσαι μάνατζερ, ας πούμε τα προβλήματα που μπορούν να παρουσιαστούν, κρύβονται. Μπορεί ο προπονητής για παράδειγμα να μην θέλει τον παίκτη μου. Η επιτυχία ή αποτυχία μιας ομάδας εξαρτάται από εμένα ως τεχνικός διευθυντής. Αποτυπώνεται στη δουλειά μου. Ως μάνατζερ το τί θα συμβεί δεν εξαρτάται μονάχα από εμένα. Σκέψου όμως ότι δύο παίκτες είχα προτείνει στον Μαρινάκη, τον Μανωλά και τον Αμπντούν, οι οποίοι έφεραν χρήματα στα ταμεία της ομάδας. Ok, δεν ήμουν εγώ που τους πούλησα, αλλά ήταν σημαντικός και ο δικός μου ρόλος σε όλο αυτό. Δεν λέω ότι είναι εύκολη δουλειά, αλλά νιώθω ότι μπορώ να την ελέγχω. Οργάνωση χρειάζεται, διασυνδέσεις υπάρχουν. Το δύσκολο κομμάτι στην Ελλάδα είναι η επικοινωνία και ο ρόλος των media. Υπάρχει πίεση. Υπάρχει ένα γκρουπ δημοσιογράφων που μπορεί να είναι με τη μία πλευρά κι ένα άλλο με άλλους».
Τι άλλο δεν σου αρέσει στο ελληνικό ποδόσφαιρο;
«Δεν προωθούν τους μικρούς Έλληνες ποδοσφαιριστές και θέλω να το αλλάξω. Η Μπαρτσελόνα που μεγαλούργησε δεν είναι μεγάλο κλαμπ που έβαζε να παίζουν 18ρηδες ή 19ρηδες; Ο Άγιαξ; Η Μπενφίκα; Εδώ στην Ελλάδα οι μικρομεσαίες ομάδες αντί να βάλουν μέσα 1-2 ταλέντα, τα οποία μετά μπορούν να πουλήσουν, φέρνουν μόνο μεγάλους σε ηλικίες παίκτες και το χειρότερο είναι ότι κάθε χρόνο τους αλλάζουν και φέρνουν άλλους. Όταν μιλάς σε έναν ξένο, προτιμά να πάει στην Πορτογαλία, στην Ολλανδία, στην Ελβετία ή στο Βέλγιο από το να έρθει στην Ελλάδα. Αυτό πρέπει να διορθωθεί. Πρέπει να αλλάξει. Δεν είναι καλύτεροι, απλά έχουν καλύτερα γήπεδα και καλύτερη οργάνωση. Στις ελληνικές ομάδες θα πρέπει να αγωνίζονται περισσότεροι Έλληνες. Εγώ για παράδειγμα θα μπορούσα να στείλω Ελληνόπουλα σε μεγάλες ομάδες, αν φυσικά διακρίνω ότι έχουν το ταλέντο και μπορούν να σταθούν. Σε πολλές χώρες της Ευρώπης πριμοδοτούν τις ομάδες να χρησιμοποιούν ντόπιους παίκτες, όπως στην Ουγγαρία».
Πες μου και για την εταιρεία που έχεις δημιουργήσει.
«Ο συνέταιρός μου, αλλά και αδελφός μου, είναι ο Γιώργος Κολοβός. Είναι ένας άνθρωπος με τον οποίο έχω περάσει πολλές στιγμές της ζωής μου. Είναι από τους παλιούς μάνατζερ στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, έχει εμπειρία. Θέλω να πω κάτι: Όλοι οι μάνατζερ καλοί είναι. Όλοι έχουν τις διασυνδέσεις τους. Το θέμα είναι ποιος είναι ειλικρινής, τίμιος και ποιος το γνωρίζει το ποδόσφαιρο. Το θέμα είναι ποιος λέει την αλήθεια. Με τον Κολοβό κολλήσαμε από την πρώτη στιγμή. Σ’ αυτές τις δουλειές είναι σημαντικό να υπάρχει τιμιότητα, ειλικρίνεια και χημεία. Εγώ τρέχω κυρίως για το εξωτερικό και ο Γιώργος ελέγχει την ελληνική αγορά. Έχουμε γραφείο εδώ και ένα ακόμα στο Παρίσι».