Ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης ταξίδεψε στην Αργεντινή και γράφει στο gazzetta για τις περιπλανήσεις του στα μέρη που «αλήτεψε» ο Ντιέγο Μαραντόνα.
Έλειψα κάποιο καιρό διότι έκανα ένα πολύ μεγάλο ταξίδι που το είχα τάξει στον εαυτό μου.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ λοιπό, ΚΑΛΟ 2014 προς όλους τους φίλους του site κι όχι μόνο.
Το ταξίδι αυτό είχε προορισμό την Αργεντινή. Εγινε μια οικονομική εκκαθάριση, μια αποζημίωση, να το πούμε έτσι, κι είπα «αυτό μου το οφείλω διότι ποιος ξέρει αύριο τι γίνεται».
Αργεντινή λοιπόν κι Ουρουγουάη ήταν η περιπλάνηση κι από την Αργεντινή είναι αυτό το πρώτο θέμα της επανόδου στα πάτρια, από το Μπουένος Αιρες συγκεκριμένα κι ακόμα πιο συγκεκριμένα από τη Boca Juniors.
Ναι, πήγα και στην περιοχή, στη γειτονιά, πήγα και στο γήπεδο που έγραψε ιστορία. Όχι για να δω ματς με τους 38 βαθμούς που είχε το Μπουένος Αιρες μια κι εκεί έχουν τώρα κατακαλόκαιρο. Μα επειδή θεωρώ πως το να επισκεφθείς αυτή την υπέροχη πόλη, που βρίσκεται στην άλλη άκρη του σύρματος και να μην πας ως εκεί ενώ παρακολουθείς ποδόσφαιρο, χωρίς να παρασταίνεις τον «ειδικό», είναι από τα βασικά «φάουλ» ενός τέτοιου ταξιδιού.
Άλλωστε, το Μπουένος Αιρες, για τη μαζική κουλτούρα τι είναι; Ταγκό και…. Boca juniors. Καλά, πλάκα κάνω, έχει και πολλά άλλα το μέρος αλλά εγώ όταν επισκέφθηκα τη γειτονιά αυτή, το «Gazzetta» είχα στο νου μου, μα με έτρωγε κι η προσωπική περιέργεια.
La Boca. Υποβαθμισμένη περιοχή στο Νότο της πόλης. Κάτι σαν το Πέραμα. Θα εξηγήσω παρακάτω.
Κι ενώ γενικά, διαπίστωνα ο ίδιος, αλλά και με διαβεβαίωναν και δεν διαψεύστηκαν ούτε μία φορά, πως εγκληματικότητα δεν υπάρχει πια στο Μπουένος Αιρες, ότι έχουν πάρει τα πάνω τους μετά την κρίση που τους γονάτισε (αλλά είναι σαν τα καρφιά του Χότζα- μπορεί η οικονομία να βελτιώθηκε αλλά τα σημάδια από τα καρφιά στους τοίχους έχουν απομείνει), ωστόσο το «La Boca» είναι από τις εξαιρούμενες περιοχές.
Το «γιατί» δεν το κατάλαβα ούτε μετά την επίσκεψη. Τέλος πάντων.
Οπότε κι εγώ, δεν θα ξεκίναγα να βάλω το κεφάλι μου στον τορβά, πήρα οδηγό, αυτός έστησε ένα «γκρουπάκι» των πέντε- έξη ατόμων και μας πήγαν ομαδικά για ξενάγηση, να το δούμε.
Είπα κάτι για το Πέραμα. Ακριβώς ένα τέτοιο πράγμα αντίκρισα και το βοηθούσε κι η ψυχολογία καθώς από το κέντρο, από το Ρετίρο, μια πολύ καλή περιοχή στα ανατολικά της πόλης (ας πούμε κάτι σαν περιοχή Χίλτον, Ιλίσια κλπ) κατεβαίναμε Νότια για να πιάσουμε λιμάνι.
Πέραμα. Πέραμα σαν εκείνο όμως της δεκαετίας του ’60, που το θυμάμαι ως το 1972, όταν σταμάτησε τις διαδρομές του το τράμ του Περάματος, με το οποίο συνήθιζε να με πηγαίνει «βόλτες» η γιαγιούλα μου, επειδή μου άρεσε πολύ, κυρίως επειδή περνούσε μέσα από γειτονιές. Κι αισθανόμουν έτσι ότι ερχόμουν σε στενότερη επαφή με τον κόσμο.
Εκείνο το Πέραμα, που όποιος δεν το έχει δεί στην πραγματικότητα ή ζήσει στην πράξη μπορεί να το βλέπει σήμερα αποτυπωμένο μόνο στο σινεμά, στο «Ταξίδι» του Ντίνου Δημόπουλου με την Βουγιουκλάκη και τον Κούρκουλο, αυτό ακριβώς είναι η περιοχή La Boca.
Εκείνο ακριβώς το Πέραμα, αυτή ακριβώς η La Boca. Τα ίδια παραπήγματα, πόρτες από λαμαρίνα, υπαίθριες αυτοσχέδιες τουαλέτες κι εκεί μπροστά ένα καρνάγιο πεθαμένο. Όπως ακριβώς… Ένα καρνάγιο που πιά δεν έχει δουλειά, γίνονται κάποια ψιλομερεμέτια μα στην προέκταση του υπάρχει το μεγάλο λιμάνι οπότε όλα γίνονται σε αυτό.
Σε τέτοια γειτονιά λοιπόν ξεκίνησε ο μύθος του αργεντίνικου ποδοσφαίρου, κάπου εδώ «αλήτεψε» ο Μαραντόνα, αυτό το γήπεδο με τα κίτρινα και μπλέ χρώματα, το γήπεδο της γειτονιάς. Όταν δεις το γήπεδο και την περιοχή καταλαβαίνεις πολλά περισσότερα. Ναι, τις αγαπώ τις γειτονιές, από μικρός τις αγαπούσα, αλλά μεγάλος καταλαβαίνω το γιατί. Διότι είναι τα μόνα μέρη όπου χτίζονται τα όνειρα. Η επιθυμία απόδρασης, η αναζήτηση του καλύτερου, εκεί που ορκίζεσαι αν σου δοθεί η ευκαιρία να μην ξαναπεινάσεις, εκεί που θέλεις να γίνεις κάποιος ή κάτι για να το αντέξεις.
Κι όταν έχεις μπροστά σου και τη θάλασσα, τον ανοιχτό ορίζοντα, ακόμα κι αν είναι μια θάλασσα μασκέ αλλά ο ποταμός Ρίο Ντε Λα Πλάτα που όμως είναι σαν θάλασσα, τότε οι τάσεις φυγής μεγαλώνουν, σε ξεσηκώνουν οι ανοιχτοί ορίζοντες, που αλλού θα μπορούσες να κάνεις όνειρα;
Όμως το ..αργεντίνικο Πέραμα, δουλεύει πολύ καλά και το εμπόριο. Απειρα μαγαζιά και μαγαζάκια πουλάνε ότι ποδοσφαιρικό σουβενίρ κι όχι μόνο, μπορείς να σκεφτείς.
Γειτονιά Ιταλών βλέπεις από πλευράς ριζών, τίγκα στα ιταλικά ονόματα οι δρόμοι και οι πλατε-ίτσες, κανείς , όμως, δεν μιλά τη γλώσσα των ξεχασμένων προγόνων, όμως η αισθητική αρμονία είναι παρούσα. Διότι στην ίδια περιοχή, οι τουριστικοί οδηγοί διαφημίζουν ως «χάζι» τα πολύχρωμα σπιτάκια που δίνουν στο ζωντανό έργο την αίσθηση ότι ο κινηματογράφος μόλις που ανακάλυψε το χρώμα, μόλις που από μαυρόασπρος μετεβλήθη και σε έγχρωμος. Τα μαγαζάκια με τα σουβενίρ πουλούν ακριβούτσικα. Αφού ήρθες στη γειτονιά μας, ακούμπα τα!
Κι από τα γύρω καφενεία, που κι αυτά έρχονται από παλιά εποχή, ξεχύνονται οι ήχοι του ταγκό και νιώθεις «φλίπα». «Φλίπα» κανονική.
Ελα, όμως, που ο συνοδός σου υπενθυμίζει συνέχεια πως «τώρα που έχουμε κατέβει στα μαγαζιά να έχετε το νού σας σε τσάντες και πορτοφόλια και τα χέρια στις τσέπες και να μην απομακρύνεστε παρά να είμαστε όλοι μαζί σαν γκρουπ» κι η καπιταλιστική λογική δεν μου επιτρέπει να καταλάβω γιατί να με κλέψουν αφού περιμένουν να τους τα ακουμπήσω. Θα μου πεις πάλι ότι αυτοί που θα σε κλέψουν δεν θα είναι οι μαγαζάτορες, εκείνοι «θα στα πάρουν».
Ολο αυτό το χρώμα, όλη αυτή η κίνηση, υπάρχει λένε μέχρι τις 5 το απόγευμα. Εμείς φύγαμε κατά τις 3.30. Μετά τις 5, μας ξαναλένε, καλό είναι να μην κυκλοφορείς εδώ. Από μικρός λένε ότι εκνεύριζα με τις πολλές ερωτήσεις που έκανα. Δηλαδή, τι γίνεται μετά τις 5; Στοιχειώνει το μέρος; Βγαίνουν φαντάσματα; Ξυπνά μέσα τους μια επιθετική διάθεση; Η μήπως είναι κι αυτός ένας μύθος που καλλιεργείται διότι δίνει «χρώμα» και «προοπτική»; Από την άλλη, πράγματι μετά τις 5 το απόγευμα τι να κάνεις εκεί πέρα εσύ ένας ξένος, αν υποθέσουμε ότι και τα μαγαζάκια κλείνουν κι οι μαγαζάτορες δεν κινδυνεύουν να ληστευθούν με την είσπραξη της μέρας από τους επιθετικούς λούμπεν της γειτονιάς του Μαραντόνα; Δεν ξέρω αν εκνεύρισα με τις ερωτήσεις, απάντηση δεν πήρα. Συνήθως εκνευρίζουν οι ερωτήσεις που ο άλλος δεν έχει να δώσει απαντήσεις.
Τους άφησα στα όνειρα τους. Το ενδιαφέρον είναι ότι βγαίνοντας από το ημιθανές καρνάγιο μπαίνεις στο μεγάλο λιμάνι και στην προέκταση συναντάς την απόλυτη αναβάθμιση, την πιο σικάτη καινούργια περιοχή και του πανακρίβου που λένε, το Puerto Madero, όπου μου κάνει εντύπωση πως κι αυτοί οι λούμπεν του (ή της- όπως βλέπετε επειδή χρησιμοποιώ και το ισπανικό άρθρο, ή μάλλον το ιταλικό διότι την ονομασία την κρατά από τους Ιταλούς μετανάστες και σημαίνει «το στόμα», ναι, το στόμα του λιμανιού προφανώς, κι όχι του λύκου) La Boca, δεν παρεισφρέουν, δεν έρχονται εκεί να εκδηλώσουν τις επικίνδυνες διαθέσεις τους παρά μένουν στο παράπηγμα τους και περιμένουν μήπως κι από μόνος του βρεθεί στη γειτονιά κανένας βραδινός τουρίστας και τον ληστέψουν… Πολύ παθητικοί για επικίνδυνοι, δεν νομίζετε;