Τρομακτικές είναι οι επιπτώσεις της κρίσης στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στη σύνδεσή της με την αγορά εργασίας, δηλαδή σε σχέση με τη δυνατότητα που έχει ο πτυχιούχος να βρει δουλειά πολλή περισσότερο σταθερή.
Μεταξύ των ευρυμάτων είναι η πτώση του ποσοστού ολοκλήρωσης σπουδών καθώς εισερχόμαστε στην περίοδο της οικονομικής κρίσης (από το 64% το 2004 στο 21% το 2011), κυρίως σε περιφερειακά ιδρύματα (πιθανότεροι οι οικονομικοί λόγοι).
Άλλη μια έρευνα έρχεται να ενισχύσει τα συμπεράσματα προηγούμενων από φορείς και οργανισμούς που απεικονλιζουν άλωση της αγοράς εργασίας και των συνθηκών που καλείται πλέον ο εργαζόμενος και ο νεοεντασσόμενος να ακολουθήσει ώστε να είναι «ενεργός».
Σύμφωνα με νέα έρευνα που παρουσίασε σήμερα, το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων με τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι το χαμηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, για τους απόφοιτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από το 2011 και έπειτα, η πραγματικότητα είναι δύσκολη, με το 36% των αποφοίτων να είναι άνεργοι. Παράλληλα, σε σχέση με τους αποφοίτους παλαιότερων ετών, παρουσιάζεται αυξημένο το ποσοστό προσωρινής ή μερικής απασχόλησης, και, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία, το 57% των εργαζομένων που απέκτησαν πτυχίο μετά το 2011 λαμβάνουν μισθό 400-800 ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί παράλληλα με τα παραπάνω, ότι ο αριθμός των ατόμων με τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα, σχεδόν διπλασιάστηκε το 2016 σε σχέση με το 2000.
Γενικά, το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων με τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι το χαμηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς ο μέσος όρος της ΕΕ των 28 πλησιάζει το 80%, ενώ ο ελληνικός μέσος όρος κινείται στο επίπεδο του 65% (στοιχεία 2016).
Για το 2016, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας καταγράφεται στα άτομα με μετα-δευτεροβάθμια εκπαίδευση και με απολυτήριο γυμνασίου. Στα άτομα με πανεπιστημιακή ή τεχνολογική εκπαίδευση, το ποσοστό ανεργίας, την ίδια χρονιά, αυξήθηκε κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες, από 7%, που ήταν το 2009 σε 18%.
Ωστόσο, «δεν είναι όλα μαύρα», όπως σχολίασε ο Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, «ειδικά στις δημοσιεύσεις, αλλά και σχετικά με το υψηλής ποιότητας προσωπικό στην τριτοβάθμια». Πράγματι, σύμφωνα με όσα δείχνουν τα στοιχεία, η Ελλάδα έχει από τα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης σε έρευνα στα ΑΕΙ παγκοσμίως, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία 2015, ενώ παράλληλα, καταγράφεται μία συνεχόμενη άνοδος του αριθμού αναφορών δημοσιεύσεων, με ταχύτερο ρυθμό μάλιστα από τις χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Ωστόσο, παρά την έντονη παρουσία των Ελλήνων ερευνητών στο διεθνές γίγνεσθαι, παρατηρείται μία υστέρηση στη διασύνδεση των αποτελεσμάτων της έρευνας με την αγορά.
Ακόμη, αναφορικά με το πού κατευθύνονται οι απόφοιτοι στην αγορά εργασίας, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι περισσότεροι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εργάζονται σε κλάδους των υπηρεσιών. Ο κλάδος της «Εκπαίδευσης» απορροφά το μεγαλύτερο αριθμό (20,7% το 2016, έναντι 22,6% το 2008) και ιδιαίτερα μεταξύ των αποφοίτων των πανεπιστημίων όπου απασχολείται το ένα τέταρτο περίπου του συνόλου. Δεύτερη έρχεται η κατηγορία της Δημόσιας Διοίκησης και Άμυνας, που οι απασχολούμενοι στον κλάδο αυτό το 2016 αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 13,4% του συνόλου των απασχολούμενων με τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τα ποσοστά αυτά διαφέρουν από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος καταγράφει ποσοστό 16% στην Εκπαίδευση και 9% στη Δημόσια Διοίκηση-Άμυνα.
Τα κυριότερα ευρήματα είναι:
Ο αριθμός των νεοεισερχόμενων φοιτητών στα πανεπιστήμια συνέχισε να αυξάνεται και μετά την κρίση (αύξηση κατά 19% μεταξύ 2008-2015).
Με βάση τον αριθμό των φοιτητών, η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των πλέον ανοικτών συστημάτων ανώτατης εκπαίδευσης διεθνώς.
Ωστόσο, μεγάλος αριθμός φοιτητών δεν ολοκληρώνει έγκαιρα τις σπουδές του. Ενδεικτικά, σε 7 πανεπιστημιακά ιδρύματα, από όσους εισήχθησαν το 2004 μόνο το 68% του συνόλου είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του, 12 χρόνια αργότερα (το 2016).
Μετά την κρίση, το διδακτικό προσωπικό των πανεπιστημίων μειώθηκε κατά 19,2% συνολικά μεταξύ 2009-2015, ιδιαίτερα εξαιτίας της μεγάλης μείωσης του βοηθητικού εκπαιδευτικού προσωπικού (μείωση 49% έναντι 11% του τακτικού προσωπικού).
Από το 2005 στα ΤΕΙ, ο αριθμός των μεταπτυχιακών φοιτητών αυξήθηκε ραγδαία. Στα πανεπιστήμια, μεταξύ 2002-2015 τριπλασιάστηκαν, αν και ο ρυθμός αύξησης επιβραδύνθηκε μετά το 2008 (από 88% μεταξύ 2002-2007 σε 40% μεταξύ 2009-2015).
Ο αριθμός των διδακτορικών φοιτητών μεταξύ 2000-2015 διπλασιάστηκε, με μικρή αύξηση του ποσοστού των γυναικών. Ως προς τον αριθμό των υποψηφίων διδακτόρων στο πληθυσμό, η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρώπη. Ο ρυθμός αύξησης, όμως, επιβραδύνθηκε μετά την κρίση, καθώς από 51% μεταξύ 2000-2007 μειώθηκε σε 10% μεταξύ 2008- 2015.
Η συνολική χρηματοδότηση έχει μειωθεί σημαντικά (24% μεταξύ 2010-2014), ύστερα από μια περίοδο μεγάλης αύξησης (150% μεταξύ 2001-2009). Η μείωση αυτή είναι μικρότερη της μείωσης του συνόλου της Γενικής Κυβέρνησης μετά το 2010 (31%) αλλά μεγαλύτερη από την αντίστοιχη μείωση του συνόλου της εκπαίδευσης (20%).
Ως ποσοστό του ΑΕΠ, η συνολική δαπάνη τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα κατατάσσεται, το 2015, ελαφρώς πάνω από το μέσο όρο της 3 Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης (0,9% έναντι 0,7, και 0,8 αντίστοιχα), λόγω και της μεγάλης μείωσης του ΑΕΠ. Η δαπάνη όμως στο σύνολο της εκπαίδευσης, ως % του ΑΕΠ, στην Ελλάδα (4.3%) υπολείπεται του μέσου όρου της ΕΕ-28 (4.9%) και της Ευρωζώνης (4,7%).
Οι ίδιοι πόροι των ιδρυμάτων του πανεπιστημιακού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης, που προέρχονται κυρίως από τις ερευνητικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητές τους, σημείωσαν σημαντική αύξηση (47% μεταξύ 2011 και 2015). Αντίθετα, σημαντικές ζημιές σημειώθηκαν στη διαχείριση της περιουσίας των ΑΕΙ.
Η Ελλάδα υστερεί από τον μέσο όρο της ΕΕ στις δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) (2% ως ποσοστό του ΑΕΠ). Ιδιαίτερα σημαντική είναι η υστέρηση αυτών των δαπανών στον επιχειρηματικό τομέα (0,28% έναντι 1,3% του ΑΕΠ στην ΕΕ το 2014). Η υστέρηση σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-28 περιορίζεται σε 0,10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ όταν η σύγκριση περιορίζεται στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης.
Όσον αφορά τις επιστημονικές δημοσιεύσεις, μετά από μια περίοδο συνεχούς αύξησής τους, παρατηρείται επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου από το 2009 και πτώση από το 2013. Από την άλλη πλευρά, συνεχίζεται η άνοδος του αριθμού αναφορών (ταχύτερα από τις χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ), ενώ βελτιώνονται και οι επιδόσεις της χώρας σε όρους σχετικού δείκτη απήχησης, συγκλίνοντας με τις χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ.
Ορισμένα μόνο ελληνικά ΑΕΙ έχουν αξιοποιήσει τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών στην ανώτατη εκπαίδευση (e-learning) ενώ ακόμα λιγότερο έχουν αξιοποιηθεί οι δυνατότητες των ανοικτών διαδικτυακών μαθημάτων (MOOCs) με πιστοποίηση της μάθησης.
Από τα 2,04 εκατ. πληθυσμό με τριτοβάθμια εκπαίδευση, το 63% (ή 1,3 εκατ. άτομα) εργάζονται, το 13% (ή 274 χιλ. άτομα) είναι άνεργοι και το υπόλοιπο 24% (ή 484 χιλ. άτομα) δεν είναι οικονομικά ενεργοί (αποτελούν δηλ. τους συνταξιούχους ή άτομα που δεν αναζητούν εργασία). Από τα 3,7 εκατ. εργαζομένους το 2016, οι 1,3 εκατ. (ή 35% του συνόλου) έχουν πτυχίο ή μεταπτυχιακές σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ ίδιος σχεδόν είναι ο αριθμός των εργαζομένων με λυκειακή εκπαίδευση (1,28 εκατ. ή 34%).
Tο υψηλότερο ποσοστό απασχόλησης (δηλαδή το ποσοστό του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας που απασχολείται) καταγράφεται στα άτομα με μεταπτυχιακές σπουδές ή διδακτορικό (79%), ενώ στους απόφοιτους πανεπιστημίων ή ΤΕΙ οι οποίοι κατέχουν μόνο πρώτο πτυχίο το αντίστοιχο ποσοστό ήταν χαμηλότερο κατά 18 ποσοστιαίες μονάδες το 2016.
Ωστόσο, το μερίδιο των ανέργων με τριτοβάθμια εκπαίδευση (στο σύνολο των ανέργων) σημείωσε τη μεγαλύτερη άνοδο (από 14,7% το 2001 σε 24,6% το 20016). Η αύξηση του αριθμού των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τα τελευταία χρόνια δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση της ικανότητας απορρόφησής τους στην αγορά εργασίας, εντείνοντας την μεταξύ τους αναντιστοιχία.
Το μεγαλύτερο ποσοστό πτυχιούχων είναι απόφοιτοι του πεδίου Κοινωνικών – Οικονομικών και Νομικών επιστημών (615,3 χιλ. ή 30,1%) και ακολουθούν οι απόφοιτοι στην κατηγορία Μηχανολογία -Βιομηχανία – Κατασκευές οι οποίοι ανήλθαν σε 320,6 χιλ. ή 15,7% στο σύνολο των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Τα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης το 2016 καταγράφονται στους αποφοίτους Υγείας και στους απόφοιτους σχολών πληροφορικής (71% και 69% αντίστοιχα). Στους αποφοίτους στο πεδίο σπουδών Βιομηχανία – Κατασκευές το ποσοστό ήταν σχεδόν αντίστοιχο με εκείνο για το σύνολο των εργαζόμενων με τριτοβάθμια εκπαίδευση (65%), σε αντίθεση με το ποσοστό απασχόλησης στους αποφοίτους Κοινωνικών – Οικονομικών – Νομικών σπουδών το οποίο κυμάνθηκε κάτω από το μέσο όρο. Διαχρονικά, το μικρότερο ποσοστό ανεργίας καταγράφεται στους αποφοίτους των επιστημών Υγείας (10,6% το 2010). Αντίθετα, το ποσοστό ανεργίας στους αποφοίτους με σπουδές στις Κοινωνικές επιστήμες – Οικονομικά – Νομική διπλασιάστηκε το 2016 σε σχέση με το 2009 (17,5%), ενώ αντίστοιχη τάση παρατηρείται και στους αποφοίτους στο ευρύτερο πεδίο σπουδών Βιομηχανία-Κατασκευές.
Οι περισσότεροι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης απασχολούνται σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα. Οι απόφοιτοι πανεπιστημίων, όμως, απασχολούνται περισσότερο σε δημόσιες υπηρεσίες (62% έναντι 28% των 5 ΤΕΙ). Στον ιδιωτικό τομέα, το 55% των απασχολούμενων με τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι απόφοιτοι πανεπιστημίου και το 33% απόφοιτοι ΤΕΙ. Το μεγαλύτερο μερίδιο εργαζομένων με μεταπτυχιακό ή διδακτορικό απασχολείται σε επιχειρήσεις ελεγχόμενες από το Δημόσιο και σε ΝΠΔΔ/ΝΠΙΔ. Μετά το 2009 καταγράφεται μεγάλη μείωση των απασχολούμενων στο δημόσιο τομέα (27%), σε αντίθεση με τους απασχολούμενος στον ιδιωτικό τομέα που παρατηρείται αύξηση (κατά 15%). Η αύξηση στον ιδιωτικό τομέα οφείλεται στην αύξηση των αποφοίτων πανεπιστημίων κατά 4% ενώ οι απόφοιτοι ΤΕΙ αυξήθηκαν κατά 26%.
Το ποσοστό απασχόλησης όσων αποφοίτησαν μετά το 2011 είναι χαμηλότερο από το σύνολο (56% έναντι 62% του συνόλου). Το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται στο 36%, σχεδόν διπλάσιο από το σύνολο. Οι μισθολογικές απολαβές τους είναι χαμηλότερες, καθώς σχεδόν 6 στους 10 εργαζόμενους οι οποίοι έλαβαν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μετά το 2011 δηλώνουν ότι λαμβάνουν μισθό από €400 έως €800, ενώ ποσοστό 16% δηλώνει ότι αμείβεται με λιγότερα από €400.
Το ΕΝΑΥΣΜΑ
Η έρευνα, όπως ανέφερε ο κ. Βέττας έχει σκοπό μεν την καταγραφή της τωρινής κατάστασης, αλλά και να δοθεί έναυσμα για περαιτέρω ανάπτυξη της τριτοβάθμιας. Έτσι, συμπερασματικά, προτείνεται η «βελτίωση της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας της δημόσιας επένδυσης στην ανώτατη εκπαίδευση», με εξορθολογισμό του συνολικού μεγέθους και της περιφερειακής διάρθρωσης του συστήματος, καθώς και η βελτίωση της σύνδεσης της Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας με την αγορά εργασίας και την επιχειρηματικότητα, με «αλλαγή έμφασης και προσανατολισμού των εκπαιδευτικών και ερευνητικών δραστηριοτήτων των ΑΕΙ, σε συνεργασία με εγχώριες και διεθνείς επιχειρήσεις». Τέλος, προτείνεται και η εξεύρεση εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης «με εξωστρέφεια, διεθνοποίηση και αξιοποίηση της περιουσίας τους και των νέων τεχνολογιών».