Η πλέον ισχυρή αθλητική εφημερίδα της Γαλλίας, η “L’ Equipe” φιλοξενεί τον νέο προπονητή της Μονακό, Βασίλη Σπανούλη. Ο Έλληνας Ομοσπονδιακός τεχνικός της εθνικής Ελλάδας και θρύλος του ευρωπαϊκού μπάσκετ ως παίκτης, δήλωσε πως είχε προτάσεις από ομάδες Euroleague πριν ακόμη αναλάβει το Περιστέρι το 2022, αλλά θεώρησε πως «ήταν θέμα τιμής να ξεκινήσω από πιο χαμηλά».
Ο Βασίλης Σπανούλης ρωτήθηκε και για εκείνο το απίστευτο τρίποντο στη σειρά των τελικών του ελληνικού πρωταθλήματος με τον Παναθηναϊκό, που χάρισε τον τίτλο στον Ολυμπιακό το 2016, με τον Δημήτρη Διαμαντίδη στο τελευταίο παιχνίδι της καριέρας του κρεμασμένο πάνω στον “Kill-Bill”. «Είναι μία από τις καλύτερές μου στιγμές, μάλλον επειδή είχα πετύχει κάποια τρελά πράγματα στα τρία τελευταία ματς αυτών των τελικών. Ήταν το ντέρμπι. Φέραμε έναν τίτλο στον Ολυμπιακό. Η μόνη μου γλυκόπικρη λύπη είναι που το έκανα απέναντι στον Δημήτρη Διαμαντίδη, τον φίλο και συμπαίκτη μου στην εθνική ομάδα, του οποίου ήταν ο τελευταίος αγώνας. Αλλά για εμάς, το σουτ αυτό έγραψε ιστορία,» απάντησε ο Σπανούλης.
Αναλυτικά, ο Βασίλης Σπανούλης δήλωσε στη “L’ Equipe”:
Για την ομάδα που βρήκε όταν ανέλαβε τη Μονακό: «Είδα ταλέντο, αλλά ταυτόχρονα, μια ομάδα που δεν έπαιζε αρκετά μαζί, με πολλή απομόνωση και παίκτες που δεν έδειχναν αρκετή χαρά στο γήπεδο. Φυσικά, να έχετε υπόψη σας, ότι τρέφω τεράστιο σεβασμό για την υποδειγματική δουλειά του Σάσα Ομπράντοβιτς εδώ για τρία χρόνια – τρεις προημιτελικοί και ένα φάιναλ φορ Euroleague».
Για τη ζωή στο Μονακό σε σύγκριση με την Αθήνα: «Βλέπω αυτόν τον νέο κύκλο ως μια ευκαιρία να αλλάξω τον τρόπο και την πορεία προς την επιτυχία. Υπάρχουν όλα όσα χρειάζομαι εδώ. Αισθάνομαι καλά, η οργάνωση είναι κορυφαία και το περιβάλλον είναι παρόμοιο με την καθημερινή μου ζωή στην Αθήνα, ακόμη και στην εγγύτητα της θάλασσας».
Για το μπάσκετ που θέλει να παίξει: «Θέλω ένα σύγχρονο μπάσκετ, όπου τρέχουμε πολύ, με transition, ελευθερία, όπου δεν εκτελούμε συστήματα όπως τα ρομπότ. Αλλά και ότι μπορούμε να ελέγξουμε τον ρυθμό, να καταλάβουμε πότε να επιταχύνουμε ή να παίξουμε στο μισό γήπεδο. Ονειρεύομαι ότι μακροπρόθεσμα, οι παίκτες θα το πετύχουν χωρίς να χρειαστεί να επέμβω. Είναι όμορφο, τέτοιο επίπεδο μαεστρίας».
Για το αν το πάθος του για το παιχνίδι τον οδήγησε στην προπονητική: «Είναι αλήθεια. Όταν κάνω κάτι, το κάνω πάντα για να είμαι ο καλύτερος. Η δουλειά του προπονητή δεν αποτελεί εξαίρεση. Κατά τη διάρκεια της καριέρας μου δεν φανταζόμουν απαραιτήτως τον εαυτό μου ως προπονητή, αλλά είχα εμμονή με το μπάσκετ, πώς να βελτιώσω το παιχνίδι μου, αυτό των συμπαικτών μου, είχα μεγάλες συζητήσεις μαζί τους και τους σπουδαίους προπονητές που είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ. Μετά την καριέρα μου, σκέφτηκα να κάνω ένα διάλειμμα για ένα ή δύο χρόνια, αλλά όταν ο ατζέντης μου Μίσκο Ραζνάτοβιτς με έπεισε να πάρω την ομάδα νέων της Euroleague, κατάλαβα γρήγορα ότι το είχα στο αίμα μου».
Για τους λόγους που επέλεξε πρώτα το Περιστέρι: «Είχα προτάσεις από τη Euroleague, αλλά το έκανα ζήτημα τιμής να ξεκινήσω από πιο χαμηλά, όπως όταν ήμουν παίκτης στη Λάρισα, μετά στο Μαρούσι, πριν από τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό. Για να αποδείξω στον εαυτό μου και στους άλλους ότι άξιζα να είμαι εκεί και θα μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου, να φέρω την ταυτότητά μου».
Για το buzzer beater με τον Παναθηναϊκό στους τελικούς του ελληνικού πρωταθλήματος το 2016: «Είναι μία από τις καλύτερές μου στιγμές, μάλλον επειδή είχα πετύχει κάποια τρελά πράγματα στα τρία τελευταία ματς αυτών των τελικών. Ήταν το ντέρμπι. Φέραμε έναν τίτλο στον Ολυμπιακό. Η μόνη μου γλυκόπικρη λύπη είναι που το έκανα απέναντι στον Δημήτρη Διαμαντίδη, τον φίλο και συμπαίκτη μου στην εθνική ομάδα, του οποίου ήταν ο τελευταίος αγώνας. Αλλά για εμάς, το σουτ αυτό έγραψε ιστορία».