Συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από την επίθεση στην ποδοσφαιρική αποστολή του Τόγκο που κόστισε τη ζωή σε 2 ανθρώπους.
Στις 8 Ιανουαρίου του 2010, η είδηση της επίθεσης στο λεωφορείο που μεταφέρει ποδοσφαιριστές του Τόγκο στην Ανγκόλα συγκλονίζει την διεθνή κοινότητα, αθλητική και μη.
Ο ανταποκριτής του BBC Sport, ο οποίος βρισκόταν στην περιοχή για την μετάδοση του Κυπέλλου Εθνών Αφρικής, θυμάται τη στιγμή που ενημερώνεται για τη σοκαριστική επίθεση. «Όσο η μέρα περνούσε, ανεπιβεβαίωτες αναφορές για πυροβολισμούς εναντίον της εθνικής ομάδας του Τόγκο άρχισαν να δημοσιεύονται. Οι πληροφορίες δεν ήταν ακόμη εξακριβωμένες, αλλά ήταν ξεκάθαρο πως κάτι πολύ σοβαρό είχε συμβεί» σημειώνει ο ίδιος.
Μετέβει στην περιοχή και ζήτησε να μιλήσει με κάποιο μέλος της αποστολής της ομάδας. Οι πληροφορίες για την επίθεση ήταν σοκαριστικές, καθώς από τα πυρά των δραστών έπεσαν νεκροί δύο άνθρωποι, ενώ τραυματίστηκαν σοβαρά αρκετοί άλλοι.
Η ομάδα του Τόγκο εκείνη την εποχή βρισκόταν σε καλό φεγγάρι και ερχόταν να αντιμετωπίσει στα ίσια ομάδες όπως την Ακτή Ελεφαντοστού του Ντιντιέ Ντρογκμπά και τη Γκάνα του Μίκαελ Εσιέν.
Για τις ανάγκες του Κυπέλλου Εθνών το Τόγκο είχε «στρατοπεδεύσει» στο Κονγκό, 100 χιλιόμετρα περίπου μακριά από την πόλη της Καμπίντα στην Ανγκόλα όπου επρόκειτο να δώσει τα πρώτα ματς. Η μετακίνηση θα μπορούσε να γίνει με αεροπλάνο ωστόσο επιλέχθηκε το λεωφορείο. Η απόφαση αυτή τελικά απέβη μοιραία.
Το προηγούμενο βράδυ δεν προοικονομούσε αυτό που θα συνέβαινε την επόμενη μέρα. Το κλίμα ήταν πολύ χαλαρό ενώ μερικοί κιόλας είχαν βγει για βόλτα στην πόλη, προκαλώντας, μάλιστα, δυσαρέσκια στο προπονητικό τιμ της εθνικής.
Η ατμόσφαιρα το πρωί στο λεωφορείο ήταν επίσης χαλαρή με τους περισσότερους ποδοσφαιριστές να γελούν και να αστιεύονται μεταξύ τους.
Ξαφνικά όσο βρίσκονταν μέσα στα δάση της Ανγκόλας, περιοχή η οποία φημίζεται για τη δράση παραστρατιωτικών δυνάμεων, άκουσαν μερικούς πυροβολισμούς. Σάστισαν. Λίγο μετά αυτοί άρχισαν να εντείνονται.
Πριν καλά καλά το καταλάβουν είχε συμβεί η πρώτη δολοφονία. Ο υπεύθυνος επικοινωνίας της ομάδας, Stanislas Ocloo, ήταν έτοιμος να τραβήξει βίντεο με την άφιξή της στην Ανγκόλα. Πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε ακαριαίως.
Ένας ποδοσφαιριστής που θυμάται χαρακτηριστικά εκείνες τις στιγμές ήταν ο τερματοφύλακας, Kodjovi Obilale. «Άκουσα τον ήχο ενός πυροβόλου και αμέσως έτρεξα να κρυφτώ. Ήταν σα να ήμουν καρφωμένος στο κάθισμα».
»Όταν είδα πως η κοιλιά και η πλάτη μου αιμοραγούσαν, άρχισα να πανικοβάλλομαι και είπα: έχω χτυπήσει, βοηθήστε με. Θέλω να δω την κόρη και τον γιο μου. Δεν θέλω να πεθάνω εγώ» σημειώνει σήμερα χαρακτηριστικά.
Οι πυροβολισμοί είχαν βάλει εναντίον πολλών μελών της αποστολής και το χειρότερο: το λεωφορείο δεν μπορούσε να ξεφύγει από την ενέδρα καθώς ο οδηγός του είχε τραυματιστεί επίσης σοβαρά.
Το περισταικό διήρκεσε περίπου μίση ώρα. Ο Αντεμπαγιόρ θυμάται χαρακτηριστικά εκείνα τα λεπτά που παραλίγο να αποβούν μοιραία για τη ζωή του. «Για να είμαι ειλικρινής πρόκειται για μία από τις χειρότερες εμπειρίες στη ζωή μου. Χωρίς τις δυνάμεις ασφαλείας, δεν θα ήμουν εδώ να σας μιλάω σήμερα».
Οι τραυματίες μετέβησαν στο κοντινότερο νοσοκομείο και το λεωφορείο τελικά επέστρεψε πίσω στο ξενοδοχείο της ομάδας χωρίς ισχυρή ασφάλεια.
Το συμβάν αμέσως πήρε διεθνείς διαστάσεις με τους υπεύθυνους της Αφρικανικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου να μεταβαίνουν στην περιοχή για να εξακρυβώσουν τελικά τι έγινε. Κύριως, όμως, για να μάθουν για ποιο λόγο τελικά η ομάδα του Τόγκο δεν μετακινήθηκε με αεροπλάνο στην Αγκόλα.
Μερικές μέρες μετά, μια παραστριωτική ομάδα, υπέρ της ανεξαρτησίας της Καμπίντα από την Ανγκόλα, ανέλαβε την ευθύνη της επίθεσης. Η ομάδα του Τόγκο είχε αποχωρήσει, όμως, ήδη από το Κύπελλο και την Ανγκόλα.
10 χρόνια μετά, το συγεκριμένο συμβάν αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες ποδοσφαιρικές τραγωδίες στην ιστορία του αθλήματος. Για αρκετούς τα τραύματα των πυροβολισμών τους ταλαιπωρολούν ακόμα. Ανάμεσα σ’ αυτούς ο Junior Senaya; «Ήταν ψυχολογικά καταστροφικό για μένα αυτό που συνέβη. Γύρισε όλη μου η ζωή ανάποδα. Δεν μπορούσα να ανασυνταχθώ. Δεν έβρισκα λόγο να παίζω στην ομάδα μου γιατί ήμουν σοκαρισμένος».
Ποιος, άραγε, να γνώριζε πως μια απόφαση θα άφηνε δυο νεκρούς και τόσες πληγές πίσω;