Ο Βίκτορ Σανικίτζε περνάει δύσκολες ώρες μετά τον τραυματισμό του… Ο Γεωργιανός καλαθοσφαιριστής του Άρη μοιράστηκε δημόσια σκέψεις και συναισθήματα.
Διανύει το 30ο έτος της ηλικίας του. Σε μια πολυτάραχη ζωή. Ο πατέρας του είναι πανεπιστημιακός, υπήρξε διευθυντής του αθλητικού προγράμματος του πανεπιστημίου της Τιφλίδας. Η μητέρα του ασχολείται με οικιακά. Μικρός, ο «Βίκα» δεν φανταζόταν επαγγελματική ενασχόληση με τον αθλητισμό. Οι συνθήκες ήταν ακατάλληλες. «Δεν είχαμε γήπεδο μπάσκετ, μπάλες ακόμη και παπούτσια. Ενα γυμναστήριο για τέσσερις ομάδες. Γύρω-γύρω είχε τοίχο με μισογκρεμισμένη οροφή. Οταν έβρεχε το παρκέ γινόταν μούσκεμα. Χωρίς θέρμανση, αποδυτήρια, φώτα… Θυμάμαι να κάνω προπόνηση στο σκοτάδι. Υπήρξαν διαστήματα όπου δεν είχαμε ρεύμα στο σπίτι, λόγω της οικονομικής κατάστασης της χώρας. Μέχρι και 14 συνεχόμενες ημέρες. Ολη η γειτονιά, το γκέτο. Ευτυχώς, εκείνη την εποχή δεν είχε πολύ κρύο, περίπου στους μηδέν Βαθμούς Κελσίου. Καθόμασταν γύρω από τη σόμπα, το βράδυ κοιμόμουν με παλτό, γάντια, σκούφο…», είπε μιλώντας στην εφημερίδα “Metrosport”. Διαβάστε και τη συνέχεια:
Η αυστηρή Μπάρμπαρα
Προ της δικής του γενιάς, η Γεωργία ουσιαστικά… δεν είχε μπάσκετ. Τα περισσότερα παιδιά ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο. «Μου το απαγόρευσε η γιαγιά μου η Μπάρμπαρα. Μετά πρώτη προπόνηση πήγα μούσκεμα στο σπίτι. Εκνευρίστηκε, φοβήθηκε μην αρρωστήσω και τέλος», είπε χαμογελώντας, έχοντας στο μυαλό μια «γλυκιά» ανάμνηση. Η επαγγελματική ενασχόληση προέκυψε έπειτα από το πρώτο ταξίδι του εκτός Γεωργίας. «Μπορούσα να πάω στο πανεπιστήμιο, να σπουδάσω νομική. Ημουν μέλος της ομάδας της Γεωργίας σε αγώνες που είχε διοργανώσει η Ρωσία στη Μόσχα. Συμμετείχαν όλες οι χώρες της άλλοτε Σοβιετικής Ένωσης. Είχαμε καταπληκτική ομάδα αλλά προκαλέσαμε διπλωματικό επεισόδιο. Στον ημιτελικό οι διαιτητές μας ‘έσφαξαν’. Φύγαμε από το γήπεδο και αρνηθήκαμε να αγωνιστούμε στον μικρό τελικό. Τότε επενέβη η ομοσπονδία, δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να αγωνιστούμε».
«Μας φάγανε 1500 δολάρια»
Τα… ωραία συνέβησαν μετά από εκείνο το τουρνουά. «Μας πλησίασε ένας Ρώσος προπονητής. Μας ανέφερε την προοπτική στο junior college στη Νέα Υόρκη. Ξαφνικά προέκυψε το αμερικανικό όνειρο. Με πολύ πίεση οι γονείς έδωσαν, αλλά η μητέρα μου δε σταμάτησε να κλαίει. Φοβόταν».
Μόνο που πολλές φορές τα φαινόμενα απατούν. «Η ακαδημία ανήκε σε Ουκρανούς. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Το καταλάβαμε και από την καθυστέρηση στην πληρωμή των αεροπορικών εισιτηρίων. Τα είχαν πληρώσει οι οικογένειές μας. Το ποσό των 1500 δολαρίων ήταν δυσεύρετο, φαντάζομαι ότι η οικογένειά μου δανείστηκε χρήματα. 1500 δολάρια δεν κόστιζε ούτε το σπίτι που μέναμε. Επρεπε να μας δώσουν τα χρήματα για να τα στείλω στους γονείς μου. Αγανακτισμένος, μαζί με τον συγκάτοικό μου, μπουκάραμε στο γραφείου του προέδρου απαιτώντας εξηγήσεις. Μας είπε ότι δεν έχει υποχρέωση καταβολής των χρημάτων. Μας είχαν ξεγελάσει. Εκεί ένιωσα ότι χάθηκε το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Ντράπηκα. Δεν ήξερα τι να πω στους γονείς μου. Τους έλεγα ότι ήμουν στον παράδεισο, ενώ ζούσαμε υπό άθλιες συνθήκες. Αν έλεγα την αλήθεια η μητέρα μου θα πάθαινε καρδιακή προσβολή. Τι να της έλεγα; Ό,τι ο 16χρονος γιος της δεν έχει να φάει βρισκόμενος σε μια ξένη χώρα;».
«Τρεις σούπες για να νιώθω χορτάτος»
Η σκληρή πραγματικότητα αναδείχθηκε από τα πρώτα λεπτά άφιξης στη Νέα Υόρκη. «Το ξενοδοχείο ήταν σε μία από τις καλύτερες περιοχής της Νέας Υόρκης, στο Central Park. Νομίζαμε ότι θα μέναμε σε παλάτι (γέλια). Μετά από ταξίδι 20 ωρών, μας ζήτησαν να πάμε στην προπόνηση. Και μετά επιστρέψαμε στη… φυλακή. Στο δωμάτιο των έξι τετραγωνικών μέτρων που είχε μόνο δύο κρεβάτια. Το ένα δεν είχε ούτε στρώμα. Τα κρεβάτια ήταν το ένα πάνω. Μια τουαλέτα εκτός δωματίου την οποία μοιραζόμασταν έξι άτομα. Θυμάμαι ότι δάκρυσα από τα νεύρα μου».
Όσο περνούσαν οι μέρες, η ζωή γινόταν ολοένα και δυσκολότερη. «Εισπράτταμε 400 δολάρια τον μήνα. Δεν έφταναν για μετακινήσεις, ρούχα, παπούτσια, φαγητό. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ έπινα σούπες. Αγόραζα μια συσκευασία κι έτσι εξασφαλίζαμε τρία πιάτα φαγητού με ένα δολάριο. Ετσι για να γεμίσει το στομάχι, να νιώθεις χορτάτος. Τουλάχιστον ήμασταν τυχεροί γιατί στη Νέα Υόρκη υπάρχει οργανωμένη συνοικία Γεωργιανών. Κάθε φορά που μας προσκαλούσαν για φαγητό νομίζαμε ότι ήταν… Χριστούγεννα».