Ο Γκουστάβο Πογέτ, σε συνέντευξή του στο γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων (AFP) αναφέρθηκε στους ισχυρούς δεσμούς που τον ενώνουν με τη Γαλλία και έκανε αξιολόγηση της διαδρομής του στον πάγκο της εθνικής Ελλάδας, ενάμιση χρόνο μετά την άφιξή του.
«Αυτός ο αγώνας πρέπει να χρησιμεύσει ως προετοιμασία με πολλή ευφυΐα», διαβεβαιώνει ο Γκουστάβο Πογέτ. «Να είμαστε ταπεινοί και να αποδεχθούμε την πραγματικότητα: Η Γαλλία είναι πολύ καλύτερη από την Ελλάδα. Πρέπει όμως να βρούμε μια φόρμουλα για να προσπαθήσουμε να μειώσουμε αυτή τη διαφορά επιπέδου», εξηγεί ο Ουρουγουανός ομοσπονδιακός προπονητής της Ελλάδας.
Απέναντι στην εθνική Γαλλίας, την οποία θεωρεί ότι είναι «η καλύτερη στον κόσμο με την Αργεντινή», ο πρώην μέσος της Τσέλσι θα βρει στον απέναντι πάγκο τον Ντιντιέ Ντεσάν, με τον οποίο μοιραζόταν τα αποδυτήρια της ομάδας του Λονδίνου τη σεζόν 1999-2000.
«Προσπαθώ να παρακολουθώ πάντα και να μαθαίνω. Ο Ντιντιέ Ντεσάν είναι ένα παράδειγμα της
ικανότητάς που έχει κάποιος να παίρνει τις σωστές αποφάσεις κάθε στιγμή. Είχε ήδη αυτή την ποιότητα και αυτή την ευφυΐα ως παίκτης, την ανέπτυξε ως προπονητής. Καταφέρνει να επανεφεύρει τον εαυτό του, να ενσωματώνει νέους παίκτες σταδιακά, με μεγάλη επιτυχία», προσθέτει.
Στη συνέχεια ο Γκουστάβο Πογέτ αναφέρθηκε στους Ορελιέν Τσουαμενί και Ζιλ Κουντέ, δύο παίκτες που προπόνησε σε πολύ νεαρή ηλικία στη Μπορντό το 2018:
«Η εξέλιξή τους είναι θεαματική. Χαίρομαι που τους βλέπω σήμερα στη Μπαρτσελόνα και τη Ρεάλ Μαδρίτης. Έδειξαν ήδη μεγάλη επιθυμία να μάθουν, είναι τεράστιοι επαγγελματίες», ανέφερε.
Ο ίδιος-όπως λεέι- έμαθε πολλά στη Γαλλία. Ήταν 21 ενός όταν έφτασε στη Γκρενόμπλ από την Ουρουγουάη το 1988:
«Ήμουν πολύ νέος, πέρασα επτά μήνες μόνος, χωρίς οικογένεια ή φίλους. Αλλά στη Γκρενόμπλ δεν ήμουν πολύ καλός στον αγωνιστικό χώρο. Ήρθα από την Ουρουγουάη όπου όλα ήταν καλά για μένα, και το μπουμ, ήταν δύσκολο. Αλλά έθεσε τα θεμέλια για το υπόλοιπο της ποδοσφαιρικής μου καριέρας», προσθέτει
«Και επειδή δεν πήγε πολύ καλά, πάντα ήθελα να επιστρέψω στη Γαλλία, είχα ένα χρέος», εξηγεί.
Επέστρεψε τριάντα χρόνια μετά, αυτή τη φορά ως προπονητής. Στη Μπορντό, την οποία περιγράφει ως μια «εξαιρετική εμπειρία».
Η πώληση του συλλόγου και οι διαφωνίες με τη διοίκηση τον ώθησαν να αποχωρήσει επτά μήνες αργότερα, παρά τις «πολύ δυνατές συγκινήσεις».
Από τον Φεβρουάριο του 2022, βρίσκεται στον πάγκο της εθνικής Ελλάδας, η οποία απουσιάζει από διεθνείς διοργανώσεις από το 2014.
«Όταν έφτασα, είχαμε τρεις στόχους: να αρχίσουμε να κερδίζουμε ξανά, να φέρουμε κόσμο πίσω στο γήπεδο και να προκριθούμε στο Euro 2024», περιγράφει.
Ενάμιση χρόνο μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, η Ελλάδα τερμάτισε πρώτη στον όμιλό της στο Nations League, οι φίλαθλοι επέστρεψαν και η εθνική παραμένει στην προσπάθειά της για την πρόκριση στο Euro-2024.
Στη συνέχεια το AFP αναφέρθηκε στις δηλώσεις του με τις οποίες καλούσε «την ελληνική ομοσπονδία για περισσότερο επαγγελματισμό πυροδοτώντας κάποια διαμάχη την περασμένη εβδομάδα:
«Αλλά δεν θέλω σίγουρα να φύγω από εδώ. Αν μιλάω, είναι για να γίνουν τα πράγματα. Χρειαζόμαστε συνέχεια και συνέπεια. Αυτό που ζητάω από τους παίκτες μου, ζητάω και από τους παράγοντες. Θέλω περισσότερα, πιο γρήγορα. Έτσι κερδίζουμε όλοι μαζί», υποστηρίζει ο Ουρουγουανός προπονητής.