Συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης παραχώρησε ο ιδιοκτήτης του Ατρόμητου, Γιώργος Σπανός. Μίλησε για το πρωτάθλημα, την ΑΕΚ και τον ίδιο. «Αυτή την στιγμή η παραμονή μου είναι 50-50», τόνισε χαρακτηριστικά.
Μερικά σημεία από όσα είπε στην συνέντευξη του Γιώργου Σπανού στην εφημερίδα «Δημοκρατία»:
Κύριε πρόεδρε, τι γεύση σάς άφησε η κανονική σεζόν του πρωταθλήματος που μόλις ολοκληρώθηκε;
Ηταν πάντως μια χρονιά δύσκολη η φετινή, με πολλά σκαμπανεβάσματα, αλλά και με αλλαγές προπονητών. Παρά τα εμπόδια που βρήκαμε στον δρόμο μας όμως, καταφέραμε να πετύχουμε τους στόχους μας και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Η απόδοση της ομάδας σε αρκετά παιχνίδια δεν ήταν αυτή που επιθυμούσαμε, αλλά πάντα στο ποδόσφαιρο δεν έρχονται τα πράγματα όπως τα σχεδιάζεις».
Για πρώτη φορά στην παραγοντική σας καριέρα αλλάξατε τρεις προπονητές. Με καθαρό μυαλό πλέον, πιστεύετε ότι πράξατε σωστά;
«Καταρχάς, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η ομάδα πήρε κάτι από τους δύο προπονητές που έφυγαν, τον Ντούσαν Μπάγεβιτς και τον Νίκο Αναστόπουλο. Ο κ. Μπάγεβιτς θα μείνει στο σωματείο ως ένας αληθινός κύριος. Ηρθε κι έφυγε σαν κύριος. Κάνοντας την αυτοκριτική μας, ίσως βιαστήκαμε λίγο να αποδεχτούμε την παραίτησή του, που μας την είχε υποβάλει μετά τον αποκλεισμό από τον Ολυμπιακό Βόλου.
Ηταν ένα διάστημα όπου η ομάδα δεν πήγαινε καλά και στο πρωτάθλημα από πλευράς απόδοσης. Εθεσε την παραίτησή του στη διοίκηση της ομάδας, ανέλαβε όλες τις ευθύνες, γι’ αυτό λέω ότι είναι ένας κύριος με «Κ» κεφαλαίο. Εμείς την κάναμε δεκτή και προχωρήσαμε στην επιλογή του κ. Αναστόπουλου. Η έλευση του κ. Αναστόπουλου έφερε θετικά αποτελέσματα στην ομάδα, όμως η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη, παρότι ο προπονητής δούλεψε πολλές ώρες και με εντιμότητα.
Στα τελευταία επτά-οκτώ παιχνίδια η ομάδα είχε μία αγωνιστική καθίζηση και μετά το χαμένο ματς με τον Αρη στην έδρα μας αναγκαστήκαμε να πάρουμε κάποιες αποφάσεις. Η ομάδα είχε περιέλθει σε μία δύσκολη αγωνιστική κατάσταση κι έτσι από κοινού με τον κ. Αναστόπουλο προχωρήσαμε στη λύση του συμβολαίου του. Τρίτη μας επιλογή ήταν ο Γιώργος Παράσχος, προπονητής με τον οποίο γνωριζόμαστε από τη συνεργασία μας στο παρελθόν. Στα δύο παιχνίδια στα οποία κάθισε στον πάγκο, παρουσιαστήκαμε βελτιωμένοι και ευελπιστούμε στα πλέι οφ να είμαστε στην καλύτερη δυνατή κατάσταση».
Ενα κομβικό σημείο της φετινής χρονιάς ήταν η δήλωση αποχώρησής σας από τα κοινά του Ατρομήτου; Πώς οδηγηθήκατε σε αυτή την απόφαση;
«Οσο εύκολο είναι να μπεις σε μια ομάδα τόσο δύσκολο είναι να φύγεις. Οπότε νομίζω ότι από τη στιγμή που θα το πράξω αυτό, να είναι όλοι σίγουροι ότι θα έχω προετοιμάσει την επόμενη μέρα ώστε η ομάδα να είναι σε ασφαλή χέρια και να υπάρχει η κατάλληλη διάδοχη κατάσταση. Από κει και πέρα, όπως είπα και πριν, ήταν μια χρονιά με αρκετά προβλήματα, όπου δοκιμάστηκαν οι σχέσεις της διοίκησης και του κόσμου. Δεχόμαστε πάντοτε την καλόπιστη κριτική και πρέπει αυτή να γίνεται για να γινόμαστε καλύτεροι. Κάποιες φορές όμως η κριτική περνάει τα όρια και, όταν απαξιώνεται μια δουλειά πολλών ετών, είναι κάτι που σε πικραίνει και σε προβληματίζει».
Εχετε στα χέρια σας κάποιες προτάσεις;
«Επειδή τώρα βρισκόμαστε μπροστά σε πολύ σοβαρές αγωνιστικές υποχρεώσεις, όχι, δεν έχω κάτι σε επίπεδο προχωρημένο, οπότε δεν μπορώ να πω κάτι παραπάνω. Δεν έχει προχωρήσει αυτό το θέμα της επόμενης μέρας του Ατρομήτου, όποτε θα τα πούμε με το τέλος των πλέι οφ».
Τώρα που η σεζόν φτάνει στο τέλος της, εμμένετε σε αυτήν την απόφασή σας;
«Οι πιθανότητες αυτή τη στιγμή είναι μοιρασμένες, 50-50. Με το τέλος των πλέι οφ θα πάρω, όπως είπα, και την τελική απόφασή μου. Αν αύριο το πρωί φύγω, θα αφήσω μια εντελώς καθαρή και λευκή ομάδα, που θα μπορεί ο οποιοσδήποτε που θα έχει ένα σοβαρό πλάνο κι ένα σωστό οργανόγραμμα να την τρέξει».
Τα τελευταία χρόνια είχαμε αρκετές αποχωρήσεις προέδρων – μεγαλομετόχων από το ποδόσφαιρο. Τελικά, τι είναι αυτό που σας απογοητεύει;
«Εάν το ποδόσφαιρο δεν είναι μεράκι σου, τρόπος ζωής, όπως είναι σε μένα, είναι εύκολο κάποια στιγμή να απογοητευτείς. Σίγουρα στην πορεία υπάρχουν και χαρές και απογοητεύσεις. Είναι όμως και όλη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα σε συνδυασμό και με την οικονομική κρίση. Νομίζει ο κόσμος ότι οι πρόεδροι βρίσκονται στις ομάδες και βγάζουν χρήματα.
Αυτό είναι ένα μεγάλο παραμύθι. Ειδικά οι σύλλογοι που δεν έχουν μεγάλη λαϊκή βάση χρειάζονται πάντοτε έναν χρηματοδότη που να μπορεί να καλύπτει τα ελλείμματα και τις ανάγκες που υπάρχουν. Σίγουρα το συγκεκριμένο μοντέλο δεν είναι υγιές και γι’ αυτό είδαμε μεγάλες ομάδες της χώρας να αντιμετωπίζουν πολλά οικονομικά προβλήματα, αφού ξόδευαν παραπάνω από τα έσοδά τους.
Μοιραία λοιπόν και σε συνάρτηση με την οικονομική κρίση πολλοί αναγκάστηκαν να κάνουν μια βίαιη προσαρμογή των οικονομικών τους, με μεγάλο «κούρεμα» στο μπάτζετ. Και επειδή δεν ήταν έτοιμες οι ακαδημίες και τα νέα παιδιά, οδηγηθήκαμε στο αντίθετο άκρο. Ξαφνικά βάλαμε όλους του Ελληνες, άψητους, χωρίς την κατάλληλη βάση και την κατάλληλη υποδομή, να φορέσουν βαριές φανέλες και τους ρίξαμε στα βαθιά. Ετσι κάποιες ομάδες δεν είχαν και τα ανάλογα αποτελέσματα».
Υπήρχε η άποψη ότι ένας ποδοσφαιριστής μπορεί να διοικήσει καλύτερα μία ομάδα από έναν επαγγελματία παράγοντα. Συμμερίζεστε αυτή την άποψη;
«Οι ποδοσφαιριστές δεν μας έχουν δείξει, τουλάχιστον στην Ελλάδα, παραδείγματα ότι μπορούν να κάνουν σωστή διαχείριση σε πράγματα όπως τα οικονομικά. Είναι καλοί και χρήσιμοι για το αγωνιστικό κομμάτι. Ενας ποδοσφαιριστής μπορεί να εξελιχθεί σε έναν πολύ καλό τεχνικό διευθυντή, είναι όμως δύσκολο να εξελιχθεί σε έναν πολύ καλό πρόεδρο.
Οι ποδοσφαιρικές ομάδες δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι είναι ανώνυμες εταιρίες. Αρα σημαίνει ότι θα πρέπει να συμβαδίζουν με τη λογική της αγοράς, να έχουν εξειδικευμένα στελέχη, ενώ καλό θα είναι να έχει μία αντίληψη του χώρου του ποδοσφαίρου και ο πρόεδρος. Είναι πολύ σημαντικό να έχει αντίληψη.
Είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα η οικονομική διαχείριση της ομάδας και το αγωνιστικό. Διότι, για να έχεις εφόδια προέδρου, πρέπει να έχεις κι άλλες αρετές, να μπορείς να έχεις γνώση να διοικείς μια εταιρία, η οποία έχει στελέχη, εργαζομένους, να κάνεις κατάλληλες επιλογές, έτσι ώστε να μπορέσεις να ισοσταθμίσεις τα οικονομικά, να τα βάλεις σε ένα ισοζύγιο».
Στο παρελθόν δεν είχατε κρύψει τη συμπάθειά σας για την ΑΕΚ. Στο Περιστέρι ουσιαστικά επιβεβαιώθηκε ο υποβιβασμός της…
«Το να βλέπεις σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση τους ποδοσφαιριστές της ΑΕΚ και τους παράγοντές της με τους οποίους έχεις συμβιώσει στα συμβούλια της Σούπερ Λίγκας δεν είναι και το καλύτερο. Θα ήμουν υποκριτής όμως αν έλεγα ότι δεν χάρηκα την νίκη της ομάδας μου ή δεν ήθελα να κερδίσουμε. Είμαστε στην Ελλάδα εξάλλου και η καχυποψία υπάρχει.
Από την άλλη όμως, σαφώς στεναχωρήθηκα γι’ αυτό το δράμα που περνάει η ΑΕΚ. Οι μεγάλες ομάδες ωστόσο δεν χάνονται. Αυτός ο υποβιβασμός μπορεί να αποδειχτεί λυτρωτικός και ταυτόχρονα συσπειρωτικός. Η ΑΕΚ άλλωστε έχει τριγύρω της σοβαρούς παράγοντες που μπορούν να φτιάξουν ένα σχήμα έτσι ώστε να επιστρέψει δριμύτερη στο ελληνικό ποδόσφαιρο, που την έχει και ανάγκη».
Με αφορμή την ΑΕΚ, γίνεται μεγάλη συζήτηση περί συγχωνεύσεων, αγοράς ΑΦΜ και ρύθμισης χρεών. Πιστεύετε ότι αυτά αποτελούν λύση στο οικονομικό αδιέξοδο;
«Κανονικά έπρεπε να τους βοηθήσουν αυτοί οι νόμοι, αλλά κάτι τέτοιο επί της ουσίας δεν έγινε. Η ευθύνη σαφώς και βαρύνει τους διοικούντες των ομάδων. Τα χρέη των ομάδων είναι δυσβάσταχτα για τους συλλόγους και κατ’ επέκταση για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο ζούσε κι αυτό όπως η ελληνική κοινωνία, σε μια εικονική πραγματικότητα. Ξόδευαν πολύ περισσότερο όλες οι ομάδες από τα έσοδά τους και ξεχείλωνε-ξεχείλωνε κάθε φορά, κάποια στιγμή έκανε «μπραφ» το μπαλόνι κι έσπασε».
Συμφωνείτε με την αύξηση των ομάδων στη Σούπερ Λίγκα;
«Ημουν κατά της αύξησης των ομάδων σε 18. Γνωρίζουμε άλλωστε τα οικονομικά προβλήματα που έχουν οι ομάδες και όσο περισσότερες είναι τόσο λιγοστεύουν και τα έσοδα. Το χειρότερο είναι ότι οι μισές και παραπάνω ομάδες του πρωταθλήματος αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και έχουν ήδη δεχτεί ποινές, όπως η απαγόρευση μεταγραφών ξένων παικτών κ.λπ.
Είμαι της άποψης ότι οι ομάδες θα έπρεπε να είναι πολύ λιγότερες στην πρώτη κατηγορία και να μπαίναμε όλη στην αφετηρία με τις ίδιες προϋποθέσεις και τους ίδιους κανόνες. Η αλήθεια είναι ότι, αν πηγαίναμε με το… βιβλίο ποινών της UEFA, θα παίζαμε φέτος πρωτάθλημα με έξι ομάδες. Αναγκαστήκαμε στη Σούπερ Λίγκα να αλλάξουμε το ποινολόγιο, βρήκαμε μια λιγότερη σε κόστος λύση, να πάμε σε περιορισμό μεταγραφών, ώστε να δώσουμε τη δυνατότητα στις ομάδες που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα σε βάθος τριετίας τετραετίας να εξυγιανθούν».
Σας προβληματίζει το γεγονός ότι κάποιες ομάδες δείχνουν να μην έχουν εκμεταλλευτεί αυτή την “ευκαιρία”;
«Σίγουρα με προβληματίζει, αλλά όταν έχουμε μια γενικευμένη οικονομική κρίση που σαρώνει τα πάντα, γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα, δεν μπορεί να μείνει και ανεπηρέαστο το ποδόσφαιρο. Από κει και πέρα, πιστεύω, και θα το δείτε, ότι οι ομάδες που αντιμετώπισαν οικονομικά προβλήματα για τη χρήση τη φετινή έχουν βελτιώσει τα οικονομικά τους. Σίγουρα δεν μπορείς με μια χρονιά να πας σε δρόμο εξυγίανσης, όταν κάποιες ομάδες χρωστούν πολλά εκατομμύρια. Η ατιμωρησία του παρελθόντος γνωρίζουμε ότι δημιούργησε αυτά τα προβλήματα. Η κρίση απλώς τα έβγαλε στην επιφάνεια, καθώς τα προβλήματα υπήρχαν».
Η δημιουργία της Σούπερ Λίγκας έχει δικαιώσει τους στόχους που είχατε θέσει;
«Η Σούπερ Λίγκα δεν μπορεί να λύσει όλες τις παθογένειες που έχει το ελληνικό ποδόσφαιρο. Προσπαθούμε χωρίς να έχουμε τον θεσμικό ρόλο, τον οποίο θεσμικό ρόλο της εποπτείας του ποδοσφαίρου έχει η ΕΠΟ, σε συνεργασία με την ομοσπονδία να κάνουμε κάποια βηματάκια. Θεωρώ και πιστεύω ότι έχουμε κάνει κάποια προς τη σωστή κατεύθυνση. Στην Ελλάδα όμως πουλάει πάντα το αρνητικό».