Ο Βασίλης Ξανθόπουλος εξιστορεί την προσωπική του ιστορία στον χώρο του μπάσκετ, με ιδιαίτερη αναφορά και στον Άρη.
Ακολούθησε το PRESSARIS και στο Instagram, για ακόμα πιο άμεση ενημέρωση στα θέματα του Άρη!
Αναλυτικά όσα λέει στο athletestories.gr:
Αγαπημένοι μου, Γιώργο, Ανδρέα, Δημήτρη,
Αυτή είναι μια ιστορία που θα τη διαβάσετε σε μεγαλύτερη ηλικία.
Σε κάποια σημεία της, ίσως, μοιάζει με παραμύθι. Μα, δεν είναι.
Είναι η δική μου ιστορία…
Θα σας φανεί, μάλλον, περίεργο, αλλά με θυμάμαι σε ηλικία τριών ετών, στο πατρικό, στην Παλιά Κοκκινιά.
Στο ψιλικατζίδικο της θείας μου, κάτω από το σπίτι μας, κλώτσαγα μία μπάλα και έπαιζα μαζί με τα αδέλφια μου, την Μαρία και τον Κυριάκο.
Ο παππούς μου ήταν ο Βασίλης Ξανθόπουλος, ένας σημαντικός ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού, τη δεκαετία του ’50.
Το ποδόσφαιρο, όμως, φάνηκε πως εμένα δεν μου έκανε «κλικ».
Ήταν το 1987, η Ελλάδα κατακτούσε το Ευρωμπάσκετ, και όλη η χώρα ζούσε σε άλλους, τρελούς, ρυθμούς.
Φυσικά, δεν γίνεται να θυμάμαι το πανηγύρι εκείνης της εποχής.
Θυμάμαι, όμως, πως το πρώτο μου καλάθι το έβαλα σε μια αυτοσχέδια μπασκέτα από κούτα που είχαν φτιάξει οι θείοι μου στο ψιλικατζίδικο.
Περίπου ένα χρόνο μετά, έκανα και το πρώτο μου σουτ σε κανονική μπασκέτα.
Τότε, βέβαια η μπάλα δεν έφτανε στο στεφάνι, αλλά γρήγορα κατάλαβα πως ήταν θέμα χρόνου να το καταφέρω.
Μετά από λίγες μέρες, όντως, έβαλα το πρώτο μου καλάθι!
Το είπα, ευτυχισμένος, στον πατέρα μου και ο παππούς μου, ο ποδοσφαιριστής, που με είχε δει, του ανακοίνωσε: «θα τον πάω να παίξει μπάσκετ. Δεν πειράζει, ας μην παίξει ποδόσφαιρο».
Ο παππούς γνωριζόταν με τον Αλέκο Σπανουδάκη, ο οποίος ήταν στις ακαδημίες του Ολυμπιακού και θα γινόταν ο πρώτος μου προπονητής, τα πρώτα τρία – τέσσερα χρόνια.
Πηγαίνοντας στη Λέσχη του Ολυμπιακού και βλέποντας όλα τα τρόπαια, εντυπωσιάστηκα. Ήμουν ο πιο μικρός ηλικιακά, δεν είχα πάει καν σχολείο.
Ένα παιδάκι ήμουν που απλώς έλεγε: «πω πω, να κατακτήσω κι εγώ κάποτε ένα τρόπαιο!».
Γνώρισα, λοιπόν, τον προπονητή μου. Απίστευτος άνθρωπος! Με έβαλε αμέσως στο κλίμα των προπονήσεων.
Πολλές λεπτομέρειες δεν θυμάμαι, αλλά έφτανα με μεγάλη δίψα στο γήπεδο.
Είχε αναλάβει να με πηγαίνει ο άλλος μου παππούς, ο Κυριάκος.
Είναι βέβαιο πως, από εκείνες τις ημέρες, η μπάλα δεν έχει φύγει καθόλου από τα χέρια μου.
Κάποιες φορές, συνέχιζα να παίζω και με τους φίλους μου ποδόσφαιρο στο δρόμο, όμως είχα κολλήσει με το μπάσκετ.
Ήταν η διασκέδασή μου και παραμένει.
Ήταν και είναι αγάπη!
Και, τελικά, νομίζω πως είναι όλη μου η ζωή!
Δεν μπορώ ούτε να σκεφτώ τον εαυτό μου μακριά από το μπάσκετ.
Δεν ήταν απλά το παιχνίδι!
Ήταν όλη η διαδικασία. Η ιεροτελεστία. Να πάρω τα αθλητικά μου παπούτσια, για παράδειγμα. Το καλύτερο δώρο που μπορούσαν να μου κάνουν!
Ήταν, φυσικά, και οι φίλοι μου!
Στις ακαδημίες του Ολυμπιακού, σιγά σιγά άρχισε να φτιάχνεται μια ωραία μπασκετική «συμμορία».
Και, μέχρι και σήμερα, αυτή η ωραία παρέα παραμένει μαζί.
Είναι οι κολλητοί του πατέρα σας!
Οι βάσεις αυτής της παρέας άρχισαν να μπαίνουν στη δεύτερη χρονιά μου στις ακαδημίες.
Οι πρώτοι που θυμάμαι πως γνώρισα ήταν ο Γιώργος Κουκάς και ο Θοδωρής Ιωάννου.
Μετέπειτα, θυμάμαι τον Χρήστο Γράτσο και τον Αλέξανδρο Αθανασόπουλο.
Αυτοί οι τέσσερις, μαζί με μερικά αλλά παιδιά και τον Παντελη Λεγάτο, λίγο πιο μετά, έμελλε να είναι οι συνοδοιπόροι μου στην αρχή ενός πολύ όμορφου ταξιδιού!
Θυμάμαι ακόμη και την πρώτη μας έξοδο, σε ηλικία 12 ετών, όταν είχαμε πάει να δούμε το «Space Jam».
Με τους φίλους μου, αγωνιστικά, ήμασταν μαζί μέχρι τον προτελευταίο χρόνο του Εφηβικού -όταν ο Ολυμπιακός με έδωσε δανεικό στον Πειραϊκό, με προπονητή τον Κώστα Σορώτο, για να παίξω παιχνίδια με το ανδρικό και να «ψηθώ».
Πρώτα μαζί στα «Μίνι», με προπονητή τον Γιάννη Τσουμπρή.
Μετά στους Παμπαιδες Β’, με προπονητή τον Σταύρο Λιλόγλου και στους Παμπαιδες Α’, με προπονητή τον Στέφανο Λαρόζα.
Πιο μετά, με προπονητή τον Τάκη Πανούλια στο Παιδικό, με το οποίο βγήκαμε τρίτοι στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα.
Τέλος, στο Εφηβικό, με προπονητές τον Σταύρο Κατσαφάδο και τον Γιώργο Κετσελίδη.
Είχαμε την τύχη να μάθουμε τα βασικά από όλους τους! Κάτι πολύ σημαντικό. Όχι μόνο στο μπασκετικό κομμάτι, αλλά και σε ανθρώπινο επίπεδο.
Αυτός είναι ο λόγος που διατηρούμε μέχρι σήμερα επαφές με τους περισσότερους προπονητές μας!
Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, πως, το 1997, είχαμε βρεθεί με τις οικογένειές μας στην Σουηδία για το τουρνουά «Ακροπόλ», το οποίο κερδίσαμε.
Τότε, δεν μου πέρναγε καν ως σκέψη ότι θα παίξω επαγγελματικά μπάσκετ.
Υπήρχε και το θέμα του ύψους, μια προκατάληψη πως ήμουν κοντός.
Στην Εθνική ομάδα, μου έλεγαν πως «είσαι καλός, αλλά δεν θα μπορείς να ανταπεξέλθεις…».
Δεν το έβαλα κάτω, πάντως, γιατί πείσμωσα!
Με βοήθησαν, όμως, και οι συγκυρίες.
Αρρώστησε ένα παιδί, πήραν εμένα στη θέση του και έγινα αναντικατάστατος.
Με κάλεσαν στο Αναπτυξιακό, το Χριστουγεννιάτικο, στην Γλυφάδα.
Από τα 120 παιδιά, βρέθηκα στους 24 καλύτερους και σιγά σιγά στις προ-Εθνικές, με προπονητή τον Θανάση Παπαδημητρίου!
Στον Ολυμπιακό, ότι ήμασταν καλοί, ως «φουρνιά», το ξέραμε. Από τις νίκες μας!
Για μένα, όμως, ο πρώτος «σπόρος» μπήκε, γύρω στο ΄98-΄99, όταν με πήρε στο Παιδικό ο Τάκης Πανούλιας, με συμπαίκτες και αντιπάλους δύο χρόνια μεγαλύτερους μου.
Παρά την ηλικιακή διαφορά, που μετράει πολλαπλάσια σε αυτό το επίπεδο, φάνηκε πως μπορώ να ανταπεξέλθω πολύ καλά.
Οι γονείς μου, ωστόσο, πάντα, επέμεναν. «Μην αφήνεις το σχολείο σου, μην αφήνεις τις σπουδές σου!»…
Ακόμη και μετά την πρώτη μου επαγγελματική σεζόν, με την Νήαρ Ηστ στην Α1, το 2003, δεν ήμουν βέβαιος πως θα συνεχίσω να παίζω μπάσκετ, σε αυτό το επίπεδο.
Τα πράγματα, όμως, πήραν το δρόμο τους, όταν πήγα στον Παναθηναϊκό.
Καθόλου δύσκολη η απόφαση που κλήθηκα να πάρω, τότε. Θα αφοσιωνόμουν στο μπάσκετ!
Και η επιλογή της ομάδας; Εύκολη και αυτή!
Ήταν πολύ τιμητικό το ενδιαφέρον και απίστευτα καλή η προσέγγισή τους στο πρόσωπό μου.
Δοκιμάστηκα υπό τις οδηγίες του Δημήτρη Ιτούδη, γιατί ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς είχε υποχρεώσεις με την Εθνική στους Ολυμπιακούς Αγώνες, και υπέγραψα στον Παναθηναϊκό!
Είχαν προηγηθεί δύο σεζόν με την Νήαρ Ηστ, σε Α1 και Α2, και τα δύο χάλκινα μετάλλια με την Εθνική στο Πανευρωπαϊκό Εφήβων και Παγκόσμιο Εφήβων, με προπονητή τον Νίκο Σταυρόπουλο!
Με είχε πάρει ο Κώστας Πολίτης, ως τεχνικός διευθυντής, και είχα προπονητές πρώτα τον Τόλη Καρνέση και μετέπειτα τον Ηλία Ζούρο και την επόμενη σεζόν τους Νίκο Λινάρδο, Ηλία Αρμένη και Γιώργο Μελέτη.
Στην Καισαριανή, είχα και ένα reunion με έναν πολύ καλό μου φίλο, γείτονα αλλά και συμπαίκτη με την σχολική ομάδα του Αθλητικού Λυκείου Πειραιά, τον Κώστα Καϊμακόγλου.
Με προπονητή τον Σάκη Γαζή, είχαμε κατακτήσει μαζί το Πανελλήνιο Σχολικό Πρωτάθλημα!
Με τον Κώστα, στην Νήαρ Ηστ, παίρναμε λεωφορείο από την Κοκκινιά και με τον ηλεκτρικό πηγαίναμε στην Ομόνοια.
Από Σύνταγμα, κατεβαίναμε στον Ευαγγελισμό και παίρναμε το 424 για να πάμε στην Καισαριανή.
Κάναμε μιάμιση ώρα! Μετά, τις περισσότερες φορές, μας γυρνούσε ο παππούς σας.
Όλο αυτό γινόταν με πολλή αγάπη γι’ αυτό που έκανα, και με πολλές ώρες στο γήπεδο!
Όπως όταν έπαιζα με την μπασκετική μου «συμμορία» στον Ολυμπιακό και ξυπνάγαμε στις 6:30, για να πάμε στο Αθλητικό Γυμνάσιο!
Ήταν η αγάπη για το παιχνίδι που μας έσπρωχνε.
Μπάσκετ! Μόνο μπάσκετ, πάλι μπάσκετ, παντού μπάσκετ…
Αυτό μας ένωνε!
Στο μεταξύ, στον Παναθηναϊκό, όπως το περίμενα, η πρώτη χρονιά μου ήταν αναγνωριστική.
Την επόμενη, δόθηκα δανεικός στον ΠΑΟΚ και είχα ενεργό ρόλο, με προπονητές πρώτα τον Μπάνε Πρέλεβιτς και στη συνέχεια τον Σούλη Μαρκόπουλο.
Το 2006, είχε έρθει η ώρα να επιστρέψω στον Παναθηναϊκό.
Είχε έρθει κι η στιγμή να επιστρέψω δριμύτερος στη «συμμορία» μου!
Η ομάδα έπρεπε να τα πάρει όλα!
Και, πράγματι, το τέλος της χρονιάς μας βρίσκει και με τα τρία τρόπαια!
Σε προσωπικό επίπεδο, όμως, η σεζόν εκείνη ήταν πολύ δύσκολη και καθοριστική.
Έχω ακόμα έναν χρόνο συμβόλαιο, παρόλα αυτά, επειδή φαινόταν ότι δεν θα έχω πάλι πολύ χρόνο, μιλάω με τον Μάνο Παπαδόπουλο και μου δίνει το «ΟΚ» για να φύγω και να πάω να παίξω κάπου!
Η επιλογή μου, τελικά, είναι ο Πανιώνιος.
Οι φίλοι μου βρίσκονται πάντα στο πλευρό μου.
Μια σχέση ισότιμη και πολύ δυνατή! Στεκόμαστε ο ένας στο πλευρό του άλλου σε πολύ δύσκολες στιγμές με απώλειες δικών μας ανθρώπων.
Παράλληλα, η σεζόν με τον Πανιώνιο είναι πολύ καλή!
Με προπονητές πρώτα τον Μηνά Γκέκο και μετά τον Νέναντ Μάρκοβιτς, η ομάδα κερδίζει τη συμμετοχή της στην Ευρωλίγκα!
Χωρίς να το περιμένω, το καλοκαίρι του 2008 γίνεται μαγικό… Ζω μία από τις πιο έντονες στιγμές της ζωής μου!
Ένα μεσημέρι, πάω να ανοίξω την πόρτα του σπιτιού μου και με καλεί ένας παλιός φίλος και παίκτης της Α2, τότε.
«Έλα, είμαι εδώ, με τον Μάνο Μανουσέλη».
Ο coach ήταν προπονητής μου, όταν κατακτήσαμε το αργυρό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Νέων Ανδρών και ο -τότε- συνεργάτης του Παναγιώτη Γιαννάκη, στον Ολυμπιακό.
«Του είπε ο Γιαννάκης πως σε κάλεσαν στην προεπιλογή της Εθνικής!».
Ακούγοντάς το αυτό, θυμάμαι να λέω, πριν ανοίξω την πόρτα: «Έλα, κλείσε- κλείσε» και να με παίρνουν τα δάκρυα.
Καλώ αμέσως τον πατέρα μου!
«Μπαμπά, με πήραν στην Εθνική!».
Με ακούει κλαμένο και τον πιάνουν και εκείνον τα κλάματα. Ανατριχιάζω!
Εκείνο το βράδυ, κανονίζω να βγω με τους κολλητούς μου να το γιορτάσουμε…
Σε εκείνη την έξοδο, γνωρίζω τη μητέρα σας!
Ακολουθεί η προετοιμασία με την Εθνική ομάδα στο Καρπενήσι και, έκτοτε, είμαστε αχώριστοι με την Μαρία!
Η δεύτερη χρονιά με τον Πανιώνιο είναι, επίσης, ιδιαίτερη.
Η εμπειρία στην Ευρωλίγκα, με προπονητή τον Αλεξάνταρ Τριφούνοβιτς, ήταν πολύ ωραία.
Τελειώνει η σεζόν και πηγαίνω στον Πόρο, για τη βασική εκπαίδευση, στο Ναυτικό.
Στη συνέχεια, υπογράφω στον Πανελλήνιο, με προπονητή τον Ηλία Ζούρο, και ακολουθεί μια επιτυχημένη χρονιά.
Φτάνουμε στους «4» του Eurocup!
Το καλοκαίρι του 2010, έρχεται και η πρόταση γάμου στη μητέρα σας!
Μέσα στα δύο χρόνια σχέσης, κατάλαβα ότι ήταν η γυναίκα που ήθελα στη ζωή μου.
Πάντα δίπλα μου, καταφέρνει να τραβάει την πίεση από πάνω μου.
Η δεύτερη σεζόν με τον Πανελλήνιο, με προπονητή τον Θανάση Σκουρτόπουλο, μας βρίσκει μαζί στην Λαμία.
Το καλοκαίρι του 2011, παντρευόμαστε.
Στο ταξίδι του μέλιτος στην Σαντορίνη, μου τηλεφωνεί ο coach Ζούρος και μου ανακοινώνει ότι κλήθηκα στην προεπιλογή της Εθνικής για το Ευρωμπάσκετ στην Λιθουανία!
Επιλέγομαι και στην τελική δωδεκάδα και, τελικά, καταφέρνουμε να προκριθούμε στο προΟλυμπιακό τουρνουά!
Τον Δεκέμβριο του 2011, μαθαίνουμε πως η μητέρα σας είναι έγκυος. Τρομερή ευτυχία!
Στο μεταξύ, έχω επιστρέψει στον Πανιωνίο, με προπονητή τον Γιώργο Μπαρτζώκα.
Τερματίζουμε 3οι και, το καλοκαίρι του 2012, με θέλει πίσω ο Παναθηναϊκός! Επιστρέφω!
Φεύγω, όμως, εσπευσμένα από την προετοιμασία της ομάδας στο Καρπενήσι, γιατί με ειδοποιεί η Μαρία ότι γεννάμε.
Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να προλάβω τη γέννησή σου, Γιώργο! Και την πρόλαβα!
Μοναδική στιγμή που δεν περιγράφεται…
Η χρονιά στον Παναθηναϊκό, με προπονητή τον Αργύρη Πεδουλάκη, ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη.
Η επόμενη σεζόν μας βρίσκει στο εξωτερικό.
Φεύγουμε με την Μαρία και τον Γιώργο για Ισπανία.
Στην Ομπραντόιρο του Μόντσο Φερνάντεθ.
Δύσκολη προσαρμογή μου, έβαλα, δυστυχώς, και επιπρόσθετη πίεση στον εαυτό μου.
Εξωαγωνιστικά, όμως, το απόλαυσα.
Τρομερή περιοχή το Σαντιάγκο Ντε Κομποστέλα, απίστευτη η εμπειρία.
Το καλοκαίρι του 2014, γυρίζω ξανά στον Πανιώνιο.
Η ομάδα «έπεσε» και, ουσιαστικά, είναι η πρώτη αποτυχία της καριέρας μου…
Αλλά είναι και «παράσημο», γιατί διαχειρίστηκα πολύ δύσκολες καταστάσεις, μέσα και έξω από το γήπεδο.
Είχαμε «πέσει» από νωρίς, αλλά κρατηθήκαμε με αξιοπρέπεια μέχρι το τέλος.
Έγινα καλύτερος, πιο δυνατός άνθρωπος!
Προσωπικά, είχα δεσμεύσει μέρος των τηλεοπτικών εσόδων και είχα ειδική ρήτρα για να φύγω.
Και προέκυψαν προτάσεις για να φύγω.
Εγώ πληρωνόμουν κάποια λεφτά και κάποιοι άλλοι όχι.
Ήμουν, όμως, ο αρχηγός και το στήριγμα των συμπαικτών μου σε μια ομάδα που άλλαξε πολλούς προπονητές.
Δουλέψαμε με τους Θανάση Παπαχατζή, Βαγγέλη Δεγαΐτα, Βαγγέλη Αλεξανδρή και Κρις Χουγκάζ.
Αξέχαστη χρονιά.
Τελειώνει και έχω πρόταση από τον Άρη.
Μιλήσαμε με τον Δημήτρη Πρίφτη και πήραμε την απόφαση να ανέβουμε στην Θεσσαλονίκη με την Μαρία και τον Γιώργο.
Από την πρώτη σεζόν, δεθήκαμε πολύ με τους συμπαίκτες μου!
Δυνατές φιλίες με τους Θοδωρή Ζαρα, Βασίλη Σιμτσακ, και Σπύρο Μούρτο. Δεν φεύγαμε από τα αποδυτήρια!
Τρομερή χρονιά, με πολύ καλές εμφανίσεις στην Ευρώπη.
Η επομένη χρονιά μας βρίσκει πάλι όλους μαζί στον Άρη, αλλά έχουν προστεθεί στην παρέα ο Καββαδας με τον Τσαϊρέλη.
Τα οικονομικά προβλήματα, όμως, είναι απίστευτα, μένουμε για μήνες απλήρωτοι.
Η κατάσταση αυτή μας δένει περισσότερο! Και μεταξύ μας και με τους προπονητές.
Αποκτούμε τρομερές σχέσεις.
Παίκτες, προπονητές και γυμναστές εκείνης της ομάδας επικοινωνούμε ακόμη, μέσω ενός «γκρουπ», και αναπολούμε!
Τον Νοέμβριο της δεύτερης χρονιάς, μαθαίνουμε με την Μαρία πως περιμένουμε δίδυμα!
Παθαίνουμε ένα μικρό σοκ. Είμαστε απλήρωτοι, η κατάσταση στην Θεσσαλονίκη είναι αβέβαιη και αποφασίζουμε να μετακομίσουν με τον Γιώργο στην Αθήνα.
Τον τελευταίο ενάμιση μήνα, μένω μόνος μου στην Θεσσαλονίκη. Με έχουν «αναλάβει» όλοι μαζί στην ομάδα! Φροντιστές, συμπαίκτες…
Η σεζόν τελειώνει στο ΟΑΚΑ, κόντρα στην ΑΕΚ, με δάκρυα στα μάτια, γιατί θα αποχωριζόμασταν ο ένας τον άλλον.
Ο μάνατζέρ μου, πάντως, ο Κώστας Παπαδάκης, όλο αυτόν τον καιρό, με ηρεμεί: «μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά!».
Η σχέση μου με τους μάνατζερ μου είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για την καριέρα μου.
Είναι σπάνιο φαινόμενο να πορεύεσαι με τους ίδιους εκπροσώπους σε όλη τη διαδρομή σου.
Τους γνώρισα γύρω στα 17 μου.
Ο Γιώργος Δημητρόπουλος, ανερχόμενος μάνατζερ τότε, είχε έρθει στην Ανάβυσσο, στο εξοχικό μας, για να με συναντήσει.
Βρεθήκαμε με τον πατέρα μου σε μια ταβέρνα και με άγγιξαν ο τρόπος που μου μίλησε και το περιθώριο που μου άφησε για να σκεφτώ.
Έτσι, όταν μετά από έναν χρόνο αποφάσισα πως χρειάζομαι βοήθεια, δεν μίλησα με κανέναν άλλον.
Ο Γιώργος συνεργαζόταν τότε με το γραφείο του Κώστα Παπαδάκη και, παρότι δεν συνέχισαν μαζί, παραμένουν και οι δύο στο πλευρό μου.
Δεν είναι μάνατζέρ μου πια, αλλά φίλοι μου!
Ανδρέα και Δημήτρη, θυμάμαι πως τη μέρα που η μητέρα σας φέρνει στον κόσμο, με παίρνει τηλέφωνο ο Παπαδάκης και μου λέει: «σου έχω ένα δώρο!». Με ήθελε η ΑΕΚ!
Το ραντεβού έγινε μετά από τρεις ή τέσσερις μέρες.
Μιλήσαμε και με τον Σωτήρη Μανωλόπουλο, με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί σε Εθνική και Παναθηναϊκό, και υπέγραψα.
Του ανήκει μερίδιο της επιτυχίας που ακολούθησε.
Μιας επιτυχίας που κανείς δεν περίμενε στην αρχή της χρονιάς.
Θυμάμαι ήμασταν στα αποδυτήρια με τον Ντούσαν, τον Μαυροειδή και τον Λαρεντζάκη, τον Νοέμβριο του 2017, και λέγαμε «πώς ξεκινήσαμε έτσι; Τι πρέπει κάνουμε;».
Εκείνες τις μέρες, έρχεται και ο Ντράγκαν και καταλαβαίνει αμέσως τι λείπει από το ρόστερ.
Όσα ακολούθησαν, δεν μπορούν να περιγραφούν με λόγια. Ιδιαίτερα η κατάκτηση του ευρωπαϊκού τίτλου, πενήντα χρόνια μετά το «1968».
Το γήπεδο, κατάμεστο, ήταν τρομερό!
Φανταστική ατμόσφαιρα!
Στη σκέψη και μόνο του τι ζήσαμε, ανατριχιάζω!
Ανατριχίλα και τρέμουλο σαν αυτό που ένιωσα το καλοκαίρι του 2008, όταν έμαθα για την κλήση μου στην Εθνική ομάδα!
Θυμάμαι να κάνω την επαναφορά από άουτ, να χτυπάει στον Γκριν η μπάλα και οι διαιτητές να πηγαίνουν στην οθόνη.
«Βασίλη, το πήραμε!», μου κάνει ο πρόεδρος και εγώ του λέω: «την έχει βγάλει ο Μάικ, πρόεδρε!».
Θεέ μου, αυτά τα τελευταία 5’’! Από τις ελάχιστες φορές που δεν ξέρω τι να κάνω.
Στις βολές του Γκριν, αδειάζω!
Δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμη τι έγινε εκείνο το βράδυ.
Εγώ άργησα πολύ!
Είχαμε την τύχη, την ικανότητα και το μέταλλο!
Ο τελικός αυτός ήταν το αποκορύφωμα για μένα!
Δεν τον έχω δει ξανά…
Θα ήθελα να τον δω μαζί σας!
Στην ΑΕΚ, έμεινα άλλη μια χρονιά.
Είναι όμως και η πιο δύσκολη σεζόν για μένα!
Ο λόγος είναι ότι, για πρώτη φορά στην καριέρα μου, πρέπει να διαχειριστώ πολλούς μαζεμένους τραυματισμούς!
Παρόλα αυτά, με προπονητή τον Λούκα Μπάνκι, η χρονιά σφραγίστηκε με την κατάκτηση του Διηπειρωτικού!
Το καλοκαίρι του 2019, φεύγω γεμάτος από την ΑΕΚ!
Αυτό ήταν πάντα το πεπρωμένο μου…
Να ξεπερνώ τις προσδοκίες προπονητών, διοίκησης, φιλάθλων.
Πάντα με πολλή δουλειά και αγάπη για αυτό που κάνω!
Όλα αυτά τα χρόνια, υπήρχαν και οι στιγμές που μπήκε η αμφιβολία μέσα μου.
Αν είμαι όσο καλός νομίζουν οι άλλοι.
Γιατί, εγώ είχα «κόφτη» για μένα.
Αλλά η μητέρα σας, οι μάνατζέρ μου, οι φίλοι μου πάντα πίστευαν και συνεχίζουν να πιστεύουν πολύ σε μένα.
Και ένα σημαντικό μέρος των επιτυχιών μου ανήκει σε αυτούς!
Τους ευχαριστώ πολύ και ιδιαίτερα τη γυναίκα μου.
Κρατάει μια οικογένεια με τέσσερις άνδρες και είναι η πιο δυνατή από όλους μας!
Λέμε για το μπάσκετ πως είναι όλη μας η ζωή, αλλά η οικογένεια είναι το πιο σημαντικό!
Γιώργο, Ανδρέα, Δημήτρη,
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, φοράω τη φανέλα του Περιστερίου κι έχω ξανά προπονητή τον Ηλία Ζούρο.
Κάποιοι αναρωτιούνται πότε και με ποιους όρους θέλω να σταματήσω την καριέρα μου.
Κανείς δεν μπορεί να φύγει στο «peak».
Άλλα δεν θέλω να με διώξει το μπάσκετ!
Θα φύγω μόνος μου…
Αυτό έχω στο μυαλό μου και αυτό έχω συζητήσει με ανθρώπους που αγαπώ.
Θέλω να τελειώσω σε ένα καλό επίπεδο.
Κάποιοι, ίσως, λένε: «για ποιον λόγο να παίζει ακόμη;».
Δημήτρη και Ανδρέα, θα ήθελα να με δείτε και εσείς να αγωνίζομαι ζωντανά, όπως το έχει κάνει ο Γιώργος. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος!
Ο μπαμπάς σας έπαιξε και παίζει μπάσκετ και θα συνεχίσει να είναι «μέσα» στο μπάσκετ.
Και, πάντα, θα θυμάμαι την αφετηρία μου. Τα γήπεδα του Πειραιά και τους φίλους μου.
Και, πάντα, θα νιώθω τυχερός που είχα οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο με έβαλε σε αυτό το «καλούπι», χωρίς να με χαϊδεύει.
Και, πάντα, θα ηχούν στα αυτιά μου τα λόγια του πρώτου μου προπονητή.
Όταν ξεκίνησα, δεν έδινα καθόλου πάσα… Πουθενά!
Όλα τα παιδάκια δίπλα έλεγαν: «γιατί δεν μας πασάρει ο Βασίλης;».
Με είχε κρατήσει, για 10-15 λεπτά μετά την προπόνηση, ο Αλέκος Σπανουδάκης και μου εξήγησε.
«Βασίλη, πρέπει να πασάρεις τη μπάλα. Είναι πολύ σημαντικό!».
Καμιά φορά, λοιπόν, αναλογίζομαι τι μου έχει δώσει, όλα αυτά τα χρόνια, το μπάσκετ…
Και η απάντηση είναι απλή.
Την ευλογία να κάνω επάγγελμα αυτό που αγαπώ.
Την ευκαιρία να βρεθώ στο υψηλότερο επίπεδο, να κατακτώ τρόπαια, όπως αυτά που είδα στην πρώτη μου προπόνηση.
Μα, πάνω απ’ όλα, τις ανθρώπινες σχέσεις.
Τις πολύ δυνατές στιγμές που έχω ζήσει, μέσα και έξω από το γήπεδο, μαζί με τους φίλους μου.
Φίλους που το ίδιο το μπάσκετ μού έχει χαρίσει.
Φίλους, στους οποίους έμαθα τελικά να δίνω πάσες.
Και το απολαμβάνουμε, όλοι μαζί!
Ο Βασίλης Ξανθόπουλος είναι διεθνής καλαθοσφαιριστής του Περιστερίου.
* Η φωτογράφιση έγινε στο γήπεδο του ΑΟΦ Πορφύρας, στον Πειραιά.