Το σχόλιο του Νίκου Παπαδογιάννη στο gazzetta.gr για τον Νίκο Γκάλη είναι εξαιρετικό και γι’ αυτό το PRESSARIS θα το αναδημοσιεύσει, γιατί πραγματικά αξίζει να διαβαστεί από κάθε φίλαθλο, κάθε λάτρη του κορυφαίου Έλληνα αθλητή.
Γράψε GALIS και στείλε στο 54911 για να βρεθείς στην γιορτή του Νίκου Γκάλη
Kυριακή 25 Ιουνίου 1989, σε έναν διάδρομο του ξενοδοχείου «Ιντερκοντινένταλ» του Ζάγκρεμπ. Στον 20ό, νομίζω, όροφο, εκείνον που στέγαζε το καζίνο. Οι περισσότεροι μπασκετμπολίστες της Εθνικής χόρευαν στην υπόγεια ντισκοτέκ, γιορτάζοντας με χρονοκαθυστέρηση το θαύμα του ημιτελικού, χωρίς να νοιάζονται και πολύ για τη συντριβή από την αχτύπητη Γιουγκοσλαβία στον τελικό.
Ενας έλειπε από την ομήγυρη. Βρισκόταν πάνω, στη ρουλέτα του 20ού ορόφου και πόνταρε επίμονα στο νούμερο «32», του Μάτζικ Τζόνσον. Φυσικά, κέρδιζε. Ηταν ο Νίκος Γκάλης.
Τον συνάντησα τυχαία στον διάδρομο, σε ένα από τα ατελείωτα πήγαινε-έλα του μεταμεσονύκτιου ρεπορτάζ και της συμμετοχής στη γιορτή. Ηταν η μεγάλη ευκαιρία. Μα ζητούν αυτόγραφο οι δημοσιογράφοι; Ζητούν, όταν έχουν απέναντί τους έναν ημίθεο. Σαν καλός εκκολαπτόμενος ρεπόρτερ, είχα πάνω στυλό και μπλοκάκι. Αλλά όχι, αυτό το αυτόγραφο δεν έπρεπε να αποτυπωθεί σε απλό, ταπεινό χαρτί. Το ήθελα γραμμένο κάπου όπου να το βλέπω για χρόνια.
Εβαλα το χέρι στο τσεπάκι και τράβηξα το διαβατήριό μου, από εκείνα τα μεγάλα, παλαιού τύπου. Στις πίσω σελίδες, απέναντι από τη σφραγίδα της αστυνομίας. Μια υπογραφή που θα αναγνώριζα παντού, μαζί με το όνομά του, ολογράφως, ώστε να μη τολμήσει κάποιος αυστηρός τελωνειακός να με μαλώσει για την παραποίηση. Και δίπλα ο αριθμός 4, της γαλάζιας του φανέλας. Στον Άρη φορούσε το 6, αλλά ο Νίκος Γκάλης ήταν πάνω απ’όλα ο Γκάλης της Εθνικής ομάδας. Ο Γκάλης της Ελλάδας.
Εχω και μια παλιά φωτογραφία μαζί με τον Γκάλη, τραβηγμένη στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, τον Ιούλιο του 1990, αμέσως μετά το τουρνουά «Ακρόπολις» που τον άφησε τραυματία και ανήμπορο –απρόθυμο, είπαν κάποιοι- να συμμετάσχει στο Μουντομπάσκετ της Αργεντινής. Εκείνος καθισμένος αγέρωχος σε μία καρέκλα την ώρα που οι υπόλοιποι διεθνείς προπονούνταν, εγώ ο ταπεινός όρθιος, με μαλλί-χαίτη, μπλε τσάντα από το Προολυμπιακό της Ολλανδίας και το αυτόγραφό του κρυμμένο στην τσέπη.
Τη βλέπω και συγκινούμαι. Μου υπενθυμίζει ότι ήμουν εκεί. Ότι έζησα στο πετσί μου την εποχή του Νίκου Γκάλη. Όχι βέβαια από την αρχή, αλλά από το Ευρωμπάσκετ του ’87 όταν πανηγύριζα στα ορεινά των κερκίδων –αφού, προνοητικός, είχα αγοράσει εισιτήρια πολλές εβδομάδες πριν το πρώτο τζάμπολ και πολλές εβδομάδες πριν πρωτοπιάσω δουλειά στην αλήστου μνήμης «Απογευματινή»- μέχρι την ημέρα της αποχώρησής του από τα γήπεδα, το φθινόπωρο του 1994 στο γήπεδο του Μετς. Με όλους τους ενδιάμεσους σταθμούς: Γάνδη, Ρότερνταμ, Μόναχο, Ζάγκρεμπ, Σαραγόσα, Ρώμη, Τελ Αβίβ, αμέτρητα ντέρμπι Αρη-ΠΑΟΚ, δεκάδες αναμετρήσεις Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού, φάιναλ-φορ, Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, τα πάντα όλα.
Θα έχω κάποτε να λέω ότι γνώρισα τον Γκάλη, του έσφιξα το χέρι, του ζήτησα αυτόγραφο, περιέγραψα εκατοντάδες αγώνες του, σκαρφίστηκα κοσμητικά επίθετα για να του επιδαψιλεύσω τις αρμόζουσες τιμές, στριμώχτηκα σε μικροσκοπικά γήπεδα μαζί με χιλιάδες Αθηναίους για να τον θαυμάσω, πλήρωσα από την τσέπη μου για να τον δω σε αγώνες Κυπέλλου Πρωταθλητριών στη Θεσσαλονίκη, ταξίδεψα μαζί του, τον χειροκρότησα στο ευρωπαϊκό Hall Of Fame, τσακώθηκα με τους ιερόσυλους και τους άσχετους που επιχειρούν ανόσιες συγκρίσεις, διαφώνησα με όσους τον θεωρούν ψυχρό και απόμακρο, έζησα την άνοδο και την πτώση των επιχειρήσεών του, αηδίασα με τους «φίλους» που έκαναν τα πάντα για να κλέψουν τη λάμψη και τα χρήματά του, τον γνώρισα χήρο, εργένη, σύζυγο, πατέρα.
Ηταν παρών στην ουρανοκατέβατη πρώτη μετάδοση της ζωής μου (τον τελικό Κυπέλλου του 1989, Αρης-ΠΑΟΚ φυσικά), ήμουν παρών στο τελευταίο παιχνίδι της καριέρας του. Είναι μετρημένοι στα δάχτυλα ενός χεριού οι αγώνες στους οποίους χρεώθηκα «ρεπορτάζ αγωνιστικού χώρου». Ενας από αυτούς έλαχε να είναι ο «μοιραίος», στις 18 Οκτωβρίου 1994.
Είδα το «όχι» του Γκάλη στον Κώστα Πολίτη από απόσταση 5 μέτρων. Δεν είχε μείνει μόνο ο Νικ εκτός αρχικής πεντάδας εκείνο το απόγευμα, αλλά και ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Ο τελευταίος δεν αντέδρασε. Ο Γκάλης, όμως, ένιωσε ότι αυτή η σταγόνα ξεχείλισε το ποτήρι προηγούμενων φιλονικιών. Κάθισε κανονικά στον πάγκο μέχρι την ανάπαυλα, αλλά δεν εμφανίστηκε στον αγωνιστικό χώρο για το β’ ημίχρονο. Αμέσως χτύπησε το καμπανάκι του συναγερμού.
Όταν πλησίασα τον Παύλο Γιαννακόπουλο για ρεπορτάζ (στην πτυσσόμενη κερκίδα του γηπέδου), ο Γκάλης βρισκόταν ήδη στο αυτοκίνητο του Μάνου Παπαδόπουλου και κατευθυνόταν προς το σπίτι του. «Ουδέν σχόλιον», μου φώναξε από απόσταση 5 μέτρων ο εμφανώς εκνευρισμένος πρόεδρος του Παναθηναϊκού. Τις υπόλοιπες λεπτομέρειες θα πρέπει να μας τις φανερώσουν, κάποτε, οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του περιστατικού. Ηταν Τρίτη και 18, αλλά έμοιαζε σαν Τρίτη και 13, αποφράδα ημέρα για το ελληνικό μπάσκετ.
Ο Πολίτης απολύθηκε δύο εβδομάδες αργότερα, αλλά ο Γκάλης ουδέποτε επέστρεψε από τη Θεσσαλονίκη. Ο Παναθηναϊκός τον τιμώρησε με 4μηνη διακοπή συμβολαίου και το τεντωμένο σχοινί έσπασε. Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1995, ο Γκάλης ανακοίνωσε γραπτώς την αποχώρησή του από την ενεργό δράση.
«Εχουμε εθνικό πένθος», δήλωσε τότε ο Γιάννης Ιωαννίδης. Στο δικό μου μυαλό, όμως, έχει μείνει μία αποστροφή του Κώστα Διαμαντόπουλου: «Εδώ φυλακίσαμε τον Κολοκοτρώνη, θα χαριζόμασταν στον Γκάλη;»
Συνάντησα ξανά τον Γκάλη το 2007 στη Μαδρίτη, στο περιθώριο του Ευρωμπάσκετ και της ένταξής του στο Hall of Fame της ΦΙΜΠΑ. Στην καινούρια, πια, φωτογραφία, 17 χρόνια μετά από εκείνο το ενσταντανέ στο ΣΕΦ, εγώ είμαι σαν μεσόκοπος ξωμάχος, ενώ εκείνος μοιάζει έτοιμος να μπει μέσα και να βάλει 45 πόντους στους Ισπανούς. Νομίζω ότι έχει νικήσει και τον πανδαμάτορα. Τι λέτε, σινιόρε Τρινκιέρι;
Θα ανηφορίσω την Τρίτη στη Θεσσαλονίκη, για να προσθέσω το δικό μου χειροκρότημα σε αυτό των τυχερών που περπάτησαν στην αυλή του. Του το χρωστάω, όπως του το χρωστάμε –του το χρωστάτε- όλοι. «Στάδιο Νίκος Γκάλης» πρέπει να ονομαστεί όχι μόνο το Αλεξάνδρειο, αλλά και όλα τα υπόλοιπα γήπεδα μπάσκετ της χώρας, μικρά και μεγάλα, ανοιχτά και κλειστά, πολυτελή και παρακατιανά.
Οι υπόλοιποι αστέρες του μπάσκετ κάνουν τη ζωή μας ωραιότερη, ενώ ο Γκάλης μας την άλλαξε. Δεν πρόκειται να εμφανιστεί ξανά άλλος σαν αυτόν.