ΜΠΑΣΚΕΤ TOP

Ο Ίβκοβιτς για την… κόντρα του με τον Γκάλη και τον ερχόμο του στον Άρη

Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς θυμήθηκε τον ερχομό του στον Άρη την… κόντρα του με τον Γκάλη, για την οποία είπε ότι ήταν προϊόν από τρίτους που έβαλαν λόγια στον θρύλο του ελληνικού μπάσκετ.

Stoiximan: 650+ στοιχήματα σε όλους τους αγώνες & ειδικές επιλογές για σκόρερ, κάρτες, πέναλτι!

Όσα είπε ο Σέρβος τεχνικός για τον Άρη και τον Γκάλη σε συνέντευξή του στο Sport24.gr:

Κάπως έτσι και η άφιξη στην Ελλάδα, που ήταν πρώτα απ’όλα ένα οικογενειακό ζήτημα υγείας.

“Το καλοκαίρι του 1980 ήρθε στο Βελιγράδι ο Μιλτιάδης Βέλος, που ήταν στη διοίκηση του Άρη, για να μου προτείνει να αναλάβω την ομάδα. Βγήκαμε για φαγητό και του είπα ότι δεν έρχομαι.

Μετά από περίπου ένα μήνα όμως, ενώ βρισκόμουν με την Εθνική στο Βαλκανικό Πρωτάθλημα, παρουσίασε ένα πρόβλημα υγείας ο γιος μου, ο Πέτρος. Είχε βρογχικό άσθμα και οι γιατροί μού είπαν ότι πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξει κλίμα και να είναι κοντά στη θάλασσα.

Μετά από λίγο καιρό, ενώ ήμουν στο ξενοδοχείο “Metropol” με την ομάδα κι ήρθε πάλι ο Μιλτιάδης Βέλος με τον Λάζαρο Λέτσιτς. Δέχθηκα την πρόταση, με ένα συμβόλαιο γραμμένο στο χέρι.

Μου είπε ο Λάζαρος Λέτσιτς “έλα φίλε, μάζεψε τα πράγματά σου και πάμε στη Θεσσαλονίκη”. Του είπα πως δεν μπορώ να αφήσω την ομάδα. Παίξαμε το Βαλκανικό Πρωτάθλημα στο Κλουζ, κερδίσαμε το χρυσό μετάλλιο.

Σε εκείνη τη διοργάνωση μάλιστα, πήρα τις πρώτες πληροφορίες για τον Άρη. Ρώτησα τον Ρίτσαρντ Ντούξαϊρ, που ήταν προπονητής της Εθνικής Ελλάδας.

Μου είπε ότι ο Άρης είχε καλή ομάδα και πως είχαν έναν πολύ καλό παίκτη, έναν Έλληνα από τις ΗΠΑ, τον Νίκο Γκάλη. Έναν παίκτη που είναι οδοντίατρος, ο Σταύρος Χωλόπουλος (μετά με αυτόν γίναμε κουμπάροι), αλλά έχουν μεγάλα προβλήματα με τη διοίκηση. Μόλις τελείωσε το πρωτάθλημα, πήρα το αυτοκίνητο και κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη.

Όσο είχε ζέστη, επειδή ήταν καλοκαίρι, η ομάδα έκανε προπονήσεις στο Πανόραμα, στο ΔΕΛΑΣΑΛ. Πήγα εκεί κι έρχονταν κάποιοι παίκτες με ποδήλατα, έμπαιναν, έβγαιναν. Δεν υπήρχαν ούτε αποδυτήρια. Αυτό ήταν το ξεκίνημά μου τον Άρη”.

Η αρχή της παρουσίας του στην Ελλάδα μέσω του Άρη ήταν κι η αρχή του μύθου που λέει πως ο Ντούντα δεν τα πηγαίνει καλά με τις βεντέτες, τα αστέρια της ομάδας του.

Η ταμπέλα μπήκε στην αρχή με τον Γκάλη και “εδραιώθηκε” με τον Φασούλα, που τον είχε παίκτη και στον Ολυμπιακό και στον ΠΑΟΚ. Δεν χρειάζεται να του πεις πολλά γι’αυτό, γνωρίζει πολύ καλά την εικόνα που έχουν κάποιοι, γνωρίζει ακόμα καλύτερα τη δική του αλήθεια και πως να τη μεταφέρει.

Στην Ελλάδα έλεγαν “ο Ντούντα δεν ξέρει από βεντέτες”. Το έχεις ακούσει αυτό; Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;

Με όσους λοιπόν είχαν τη διάθεση να κυνηγήσουν τον μέγιστο βαθμό βελτίωσής τους, δούλεψα πολύ σκληρά. Ξέρεις, εκείνα τα χρόνια υπήρχε η φιλοσοφία ότι οι καλύτεροι παίκτες δεν πρέπει να έρχονται στην πρωινή προπόνηση, αλλά να κοιμούνται και να ξεκουράζονται.

Εγώ δεν μπορούσα να λειτουργήσω έτσι, ήθελα να κάνουμε ατομική τεχνική και τακτική. Στη μουρμούρα λοιπόν, οι παίκτες είναι πάντα κοντά με τους δημοσιογράφους και λένε διάφορα.

Όταν πέρασαν τα χρόνια, καταλάβαιναν όμως ότι χάρη στη δουλειά που κάνουν στο γήπεδο έρχεται η μεγάλη βελτίωση και όλοι είναι κερδισμένοι. Αυτή είναι η φιλοσοφία μου.

Σήμερα το μπάσκετ είναι διαφορετικό, οι καλύτεροι παίκτες έχουν προσωπικό προπονητή, ψυχολόγο και δουλεύουν σε όλα. Εγώ δούλευα πάντα μόνος και πιστεύω ότι για να γίνουν όλα αυτά πρέπει να είσαι όχι μόνο προπονητής, αλλά και ηγέτης, να έχεις προσωπικότητα.

Από αυτή τη δουλειά να βγει κάτι. Κάποιοι προσπαθούν να δουλέψουν σκληρά και πολύ, αλλά βγάζουν αρνητικό αποτέλεσμα. Πρέπει να ξέρεις πώς δουλεύεις και με ποιον. Για παράδειγμα με τον Γκάλη.

Ο Νίκος Γκάλης ήταν τότε διαφορετικός παίκτης. Όταν λέω “διαφορετικός” τι εννοώ. Είχε πολύ δυνατό σώμα. Έπαιζε τρομερή άμυνα και είχε πολύ μεγάλη αίσθηση του καλαθιού.

Όταν παίζαμε με τους καλύτερους πλέι μέικερ στην Ελλάδα, όπως ήταν ο Τάκης Κορωναίος, ο Βύρωνας Βίδας, ο Πολ Μελίνης, δεν μπορούσαν να του βάλουν καλάθι. Ήταν πολύ καλός αμυντικός και σκόρερ.

Τότε η διοίκηση του Άρη είχε πρόβλημα με τους δύο καλύτερους παίκτες, με τον Βαγγέλη Αλεξανδρή και τον Χάρη Παπαγεωργίου, που είχαν φύγει. Με βοήθησε πολύ που υπήρχαν κάποια νέα παιδιά. Συμμετείχαμε σε ένα τουρνουά στη Σερβία, που με βοήθησε πάρα πολύ να φτιάξω την ομάδα.

Είχαμε έναν πραγματικό αρχηγό, τον Νόνη Ανανιάδη, κι άλλες σπουδαίες προσωπικότητες. Τον Σταύρο Χωλόπουλο, τον Βασίλη Παραμανίδη, Διαμαντή Σκόνδρα, τον Κώστα Στυλιανού. Φτιάξαμε μια ομάδα που πιστεύω ότι ήταν κάτι καινούργιο για την ελληνική πραγματικότητα.

Με τον Νίκο Γκάλη λοιπόν, πιστεύω ότι είχα την καλύτερη σχέση. Ήταν πολύ σημαντικό στέλεχος της ομάδας και πολύ ομαδικός, σε άμυνα και επίθεση. Τον δεύτερο χρόνο, που εμείς κερδίσαμε όλες τις ομάδες, μια στιγμή ο Νίκος Γκάλης μουτρωμένος κάτι είπε. Του λέω “τι έγινε ρε φίλε; Τι πρόβλημα έχεις;”

Μετά έμαθα ότι μου έκαναν ένα φοβερό πόλεμο από έξω. Ένας από τους κορυφαίους σε αυτό τον πόλεμο ήταν ο Πάρης Καλημερίδης. Εδώ να σου πω ότι μετά από χρόνια, σε μια εκδήλωση στον Μαντουλίδη, είχε ζητήσει δημόσια συγγνώμη από μένα, για όλα όσα έκανε εναντίον μου. Λίγοι άνθρωποι είχαν δεχτεί τέτοιο πόλεμο απ’ έξω.

Δηλαδή τι έγινε; Είχαν πιάσει τον Νίκο Γκάλη και του είχαν βάλει λόγια, του μετέφεραν πως είχα πει κάποια πράγματα εναντίον του μέσα από την ομάδα από τη διοίκηση, απ’ ότι είχα μάθει ένας γιατρός, ο Δημήτρης Ρόκκος που είχε ειδικό ρόλο στην ομάδα. Δεν ήξερα τι ακριβώς του είχαν πει. Κι αυτός θύμωσε.

Δεν ήθελαν να κερδίσει η ομάδα το πρωτάθλημα, γιατί αν το παίρναμε, στις εκλογές θα έβγαινε η ίδια διοίκηση κι έτσι δεν θα μπορούσαν να έρθουν ο Άκης Μιχαηλίδης με τον Γιάννη Ιωαννίδη και τα λοιπά. Μέσα από την ομάδα, από τη διοίκηση, γινόταν αυτό.

Εγώ δεν τα έβλεπα αυτά ως κάτι που γινόταν εναντίον μου, αλλά εναντίον της ομάδας. Ο Άρης πιστεύω ότι εκείνα τα χρόνια, αφού ήρθε κι ο Παναγιώτης Γιαννάκης στην ομάδα, έπρεπε να πάρει το Πρωτάθλημα Ευρώπης”.

Το πρωτάθλημα δεν το πήρε εν τέλει. Ο Άρης τερμάτισε στη δεύτερη θέση, πίσω από τον Παναθηναϊκό. Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν έκλεισε ο δικός του κύκλος στην ομάδα.

“Μόλις τελείωσε το συμβόλαιό μου, είχα μια πολύ ωραία συζήτηση με τον Ανέστη Πεταλίδη, έναν πραγματικό φίλο και μάγκα της Θεσσαλονίκης. Μου είπε ότι θα πρέπει να δούμε αν θα συνεχιστεί η συνεργασία μας, κάτι που δεν ήταν λογικό σε αυτό τον πόλεμο, αλλά εγώ είχα ήδη πάρει την απόφασή μου και γύρισα στην πατρίδα μου.

Είχα φοβερή στήριξη από τους παίκτες μου και τη διοίκηση σε όλο αυτό το διάστημα, δεν έχω κανένα παράπονο για το πώς διαχειρίστηκαν ό,τι γινόταν με τον πόλεμο που δεχόμουν. Ακόμη και σήμερα μαζευόμαστε και τα λέμε, στο ξενοδοχείο του Δημήτρη Νάστου.

Είχαμε καλές σχέσεις και με τον Γιάννη Ιωαννίδη. Όταν ήμουν προπονητής στον ΠΑΟΚ μάλιστα, είχα αγοράσει ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα από μια εταιρεία στην οποία μέτοχος, μαζί με τον κ. Οικονομίδη από τον ΠΑΟΚ και τον κ. Παπαβασιλείου από τον Άρη. Είχα αγοράσει λοιπόν ένα σπίτι και περάσαμε πάρα καλές στιγμές μαζί”.

To Top