H τελευταία επίσκεψη του Άρη στο Καζάν υπήρξε… επεισοδιακή. Θυμηθείτε ή μάθετε για πρώτη φορά τα όσα συνέβησαν σε εκείνο το παιχνίδι, στο μακρινό 2000…
Αναλυτικά το άρθρο του sport24.gr:
“Ο Άρης επιστρέφει στο Καζάν. Και ο Πάρης Τσελεπίδης επιστρέφει πίσω στο χρόνο: η “τρελή” πτήση της τελευταίας στιγμής, η “πόρτα” στη διοίκηση, το τζάμπολ που άργησε τέσσερις ώρες, το γήπεδο του… Ρόκι και η ομελέτα της παρηγοριάς. Πέντε “κιτρινόμαυροι” θυμούνται το ταξίδι που δεν θα ξεχάσουν ποτέ.
Ο Άρης ταξίδεψε την Δευτέρα για δεύτερη φορά στην ιστορία του στο Καζάν για να αντιμετωπίσει την Ούνιξ με μοναδικό συνδετικό κρίκο της τότε με της φετινής ομάδας τον φροντιστή της Γιάννη Νικητάκη. Σε ένα ταξίδι που δεν θύμιζε σε τίποτα αυτό πριν από σχεδόν 15 χρόνια παρά ενάμιση μήνα. Σε ένα αυθημερόν ταξίδι που είχα την τύχη και σίγουρα όχι την ατυχία παρά την μεγάλη ταλαιπωρία να ζήσω στις 12 Δεκεμβρίου του 2000.
Οδεύοντας να κλείσω 24 χρόνια ζωής και έχοντας φθάσει κάτι παραπάνω από τέσσερα χρόνια να παρακολουθώ το ρεπορτάζ της ομάδας μπάσκετ του Άρη ήταν γραφτό μου να με συμπεριλάβει σε ένα μοναδικό 24ωρο. Κι αυτό γιατί όμοιο του δεν έμελλε να επαναληφθεί και δεν πιστεύω ότι πρόκειται να υπάρξει.
Το προηγούμενο καλοκαίρι η εμφάνιση των κ.κ. Καρακίτσου, Μπογκντάνοφ και Σερπάνου γεμίζει με προσδοκίες όλο τον κόσμο του Άρη και πολύ περισσότερο από την στιγμή που είδανε τους παίκτες που είχανε αρχίσει να έρχονται υπό των εισηγήσεων του Ντράγκαν Σάκοτα. Παίκτες επιπέδου ΝΒΑ όπως ο Άντονι Μπούι, αναγνωρισμένης αξίας όπως ο Μάικ Ιουτζολίνο αλλά και διεθνείς όπως ο Γερμανός Τιμ Νέες, ο Βόσνιος Γκόρνταν Φίριτς, ο Αμερικανός Τζόσουα Γκραντ ως δανεικός από τον Ολυμπιακό αλλά και ο Αμερικανός Τζέιμς Φόρεστ. Στους εν λόγω σημαντική ήταν η συμβολή και των Ελλήνων, του Φλώρου που ήταν και αρχηγός, του Παπανικολόπουλου, του Λάππα και του Μπαλλή και των δύο ομογενών Πέτροβιτς και Μάρκοβιτς.
Τα οικονομικά προβλήματα όμως που παρουσιάζονται αρχικά στην διάρκεια του βασικού σταδίου της προετοιμασίας στο Μπόρμιο της Ιταλίας οδηγούνε στην αποχώρηση του ¨”Σάλε” από την τεχνική ηγεσία με τον Στιβ Γιατζόγλου να τον διαδέχεται και να σηκώνει μεγάλο βάρος. Τόσο στο να κρατήσει ενωμένη την ομάδα που είχε να δώσει διπλά παιχνίδια σε Ελλάδα για πρωτάθλημα και Κύπελλο αλλά και στο Κύπελλο Saporta. Εκεί όπου η πορεία ήταν πολύ καλή με τον Άρη να καταφέρνει μέχρι την 7 αγωνιστική να είναι σε θέση οδηγού στον όμιλό του.
Τα οικονομικά προβλήματα όμως όσο περνούσαν οι μέρες άρχισαν να συσσωρεύονται με τον Γιατζόγλου να παλεύει μόνος του να κρατήσει άπαντες έχοντας και την στήριξη του μετέπειτα προέδρου της ΚΑΕ Άρης Γιάννη Δαμιανίδη. Το ταξίδι όμως στο Καζάν ήταν ότι πιο σημαδιακό είχε να επιδείξει η συγκεκριμένη εξαιρετικά δύσκολη χρονιά που ήταν γραφτό να περάσει ο “Αυτοκράτορας” του ελληνικού μπάσκετ.
Ένα ταξίδι που είχε εξελιχθεί σε σίριαλ για το αν θα γίνει μέχρι και την τελευταία στιγμή και τελικά έγινε. Σημαντικό ρόλο ωστόσο σε αυτό έπαιξε το “θέλω” των παικτών της ομάδας να τιμήσουνε την βαριά φανέλα του Άρη που φορούσαν σε μία ακόμη απόδειξη από τις πολλές που χρειάστηκαν από το καλοκαίρι μέχρι το τέλος της χρονιάς. Όσοι και αν έμελλε να μείνουνε. Σημαντική και η συμβολή της ΕΟΚ και του ισχυρού άνδρα του ελληνικού μπάσκετ Γιώργου Βασιλακόπουλου ώστε η αποστολή του Άρη να πετάξει με πτήση τσάρτερ για το Καζάν και το παιχνίδι με την Ούνιξ στα πλαίσια της 8 αγωνιστικής της φάσης των ομίλων.
Την στιγμή αυτή που γράφω αυτές τις γραμμές αισθάνομαι δικαιωμένος που ακολούθησα την αποστολή παρά το γεγονός ότι δεν είχε καταστεί δυνατό το πρωί να εξασφαλίσω βίζα. Κάτι που δεν είχε γίνει κάποιες μέρες νωρίτερα, αφού το αν θα ταξίδευε η αποστολή ήταν ουσιαστικά στον αέρα. Όσο δε γιατί δεν μπορούσε να γίνει το ίδιο πρωινό είχε να κάνει με το ότι το προξενείο της Ρωσίας στην Θεσσαλονίκη ήταν κλειστό εξαιτίας του ότι η 12 Δεκεμβρίου ήταν Εθνική Γιορτή, συγκεκριμένα η επέτειος της διάσπασης της Ρωσίας από την ΕΣΣΔ. Παρόλα αυτά όμως δεν έχασα την πίστη μου. Δεν το έβαλα κάτω. Μπήκα σε ένα ταξί και πήρα τον δρόμο για το αεροδρόμιο χωρίς δεύτερη σκέψη αποφασισμένος να ακολουθήσω την αποστολή του Άρη σε ένα ακόμη ταξίδι της καλύπτοντας το ρεπορτάζ για την εφημερίδα Metrosport και τον ραδιοφωνικό σταθμό Metropolis.
Δεν τον άφησαν να ανέβει στο αεροπλάνο
Φθάνοντας στο αεροδρόμιο “ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ” η αποστολή του Άρη ήταν ήδη εκεί καθώς οι παίκτες της είχανε αποφασίσει να ταξιδέψουν. Όπως και εγώ μαζί με έναν ακόμη συνάδελφο τον Χρήστο Γκάλη. Ωστόσο το ταξίδι παρέμενε μετέωρο για το αν θα γίνει. Τελικώς μετά από σχεδόν έξι ώρες αναμονής αφού άπαντες είχανε βρεθεί στην αίθουσα αναχωρήσεων από τις 9:00 το πρωί και η επιβίβαση έγινε μετά τις 15:30. Μοναδικός από όλους όσους έδωσαν το παρών και δεν ταξίδεψε ήταν το μέλος της διοίκησης σε θέση διευθύνοντα συμβούλου ο Σταύρος Σερπάνος. Το γιατί; Μετά από απόφαση των παικτών του Άρη που του έγινε γνωστή από τον Βλάντιμιρ Πέτροβιτς-Στεργίου. Εκείνος την αποδέχτηκε και αποχώρησε.
“Το αποφάσισα μόνος μου και είπα να του το πω εγώ του Σερπάνου να μην ανέβει στο αεροπλάνο μαζί μας γιατί έτσι είχαμε αποφασίσει όλοι οι παίκτες” θυμάται χαρακτηριστικά στοSport24.gr ο τότε φόργουορντ του Άρη που την φετινή αγωνίζεται στην Α2 με τον Προμηθέα Πάτρας.
Νωρίτερα και από το πρωί το κινητό του τότε αρχηγού της ομάδας του Άρη Γιώργου Φλώρου δεν είχε σταματήσει να χτυπάει. Κάτι που φυσικά μέχρι σήμερα 15 χρόνια μετά δεν το έχει ξεχάσει. “Το κινητό μου δεν σταματούσε να χτυπάει συνεχώς από το πρωί από διάφορους φορείς του χώρου. Μάλιστα θυμάμαι μου ζητούσαν να κρατήσω τους παίκτες στο αεροδρόμιο για να πετάξουν και να μην φύγουν όπως σκέφτονταν ώστε να ταξιδέψει η ομάδα κανονικά. Όπως και έγινε”.
Δέθηκαν στο αεροπλάνο
Η πτήση τσάρτερ της αποστολής του Άρη τελικώς ξεκίνησε το ταξίδι της για το μακρινό Καζάν διάρκειας σχεδόν τεσσάρων και κάτι παραπάνω ωρών λίγο πριν από τις 16:00 σε μία εξέλιξη που αποτέλεσε είδηση. Σε ένα ταξίδι που ήταν το μοναδικό στο οποίο δεν ηγήθηκε της αποστολής ο νυν μάνατζερ της ομάδας, Βασίλης Βουρτζούμης. Ο λόγος είχε να κάνει με το ότι είχε παραμείνει στη Θεσσαλονίκη για να ρυθμίσει την ώρα έναρξης του παιχνιδιού αναλόγως της διάρκειας του ταξιδιού του Άρη.
Η κούραση και ο προβληματισμός ήταν ζωγραφισμένος στα πρόσωπα όλων με το καλό μεταξύ τους κλίμα να διόρθωνε την κατάσταση στην ομάδα του Στιβ Γιατζόγλου. Καθώς τα λεπτά και οι ώρες περνούσαν σε κάποια στιγμή στις οθόνες μπροστά στις θέσεις του αεροπλάνου εμφανίστηκε μία τελεία και δίπλα της η λέξη Kazan για να ξεκινήσει η διαδικασία της προσγείωσης. Σε εκείνο το χρονικό σημείο οι παίκτες του Άρη άρχισαν να δένονται για το παιχνίδι από τον φυσιοθεραπευτή της ομάδας Δημήτρη Ελευθεριάδη για να είναι έτοιμοι για το γήπεδο.
“Θυμάμαι ότι είχαμε δεθεί μέσα στο αεροπλάνο για το παιχνίδι λίγο πριν αρχίσει η διαδικασία της προσγείωσης”, σε μία ακόμη ανάμνηση του Πέτροβιτς και συνέχισε: “Ακόμη όταν βγήκαμε από το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο μας περίμενε ένας υπάλληλος που κρατούσε όπλο που μου θύμισε την ταινία του Ρόκι που είχε πάει να παίξει στην Ρωσία. Κι όσο για το πούλμαν που μας πήγε στο γήπεδο ήταν σαν πριν 100 χρόνια που δεν έκλεινε καλά καλά το παράθυρο αλλά και ένας δρόμος για το γήπεδο χωρίς φώτα”.
Κι αν η αποστολή του Άρη άφησε την Θεσσαλονίκη με το θερμόμετρο στους 15 βαθμούς το βρήκε στο μακρινό Καζάν κοντά στους μηδέν σε ένα χιονισμένο τοπίο για το παιχνίδι της με την Ούνιξ. Κάπως έτσι όπως θυμάται ακόμη και σήμερα ο Πέτροβιτς η αποστολή του πήρε τον δρόμο από το αεροδρόμιο για το γήπεδο. Όχι όμως και εγώ με τον συνάδελφο Χρήστο Γκάλη, τον ξάδερφο του τότε Αμερικανού του Άρη Τζέιμς Φόρεστ (ονόματι Τζον Άσκιου, πρώην μπασκετμπολίστας κι αυτός) και το πλήρωμα του αεροσκάφους. Αιτία η μη κατοχή βίζας εξαιτίας της οποίας δεν μας επιτράπηκε η έξοδος από το αεροδρόμιο όπου μετά από σχεδόν τρεις ώρες η αποστολή γύρισε και μάθαμε το αποτέλεσμα. Της ήττας με 93-61.
Στο γήπεδο με κουβέρτες
“Μας είχανε αποδοκιμάσει όταν φθάσαμε στο γήπεδο λόγο της καθυστέρησης της άφιξής μας. Κι αυτό γιατί το τζάμπολ άργησε πάνω από τέσσερις ώρες να γίνει. Οι περισσότεροι είχανε φύγει και όσοι μείνανε είχανε προμηθευτεί κουβέρτες γιατί ήταν ένα παγοδρόμιο που μετατρεπόταν σε γήπεδο μπάσκετ για τις ανάγκες της Ούνιξ”. Αυτό είναι ένα μέρος της ανάμνησης του τότε και νυν φροντιστή του Άρη Γιάννη Νικητάκη. Κι όσο για το παιχνίδι που είχε προηγηθεί; “Η ομάδα με το που έφθασε στο γήπεδο έκανε λίγο ζέσταμα και αγωνίστηκε”
Για την ιστορία τους πόντους σε εκείνο το παιχνίδι του Άρη για την 8 αγωνιστική του Β΄ ομίλου του Κυπέλλου Saporta που ξεκίνησε λίγο πριν από τα μεσάνυχτα είχανε σημειώσει οι: Παπανικολόπουλος 9 (2), Ραΐτσεβιτς 5, Λάππας 4, Θεοδωράκης (σ.σ. Μάρκοβιτς) 5, Φλώρος 3 (1), Πέτροβιτς 2, Φίριτς 9, Μπούι 4, Φόρεστ 17, Νέες 3.
Η αποστολή έχοντας επιστρέψει και πάλι στο άδειο αεροδρόμιο του Καζάν είναι έτοιμη να πάρει τον δρόμο της επιστροφής της στην Θεσσαλονίκη. Άπαντες επέστρεψαν στις θέσεις τους με τους περισσότερους να επέλεξαν να κοιμηθούνε καθώς το ρολόι είχε δείξει περασμένες δύο μετά τα μεσάνυχτα. Όσοι δε έμειναν ξύπνιοι είχανε την ευκαιρία – όπως και εγώ – να απολαύσουμε ομελέτα περίπου στις 4:00. Το νέο σχεδόν τετράωρο ταξίδι της επιστροφής από το Καζάν ολοκληρώθηκε λίγο πριν από τις 7:00 με τον ήλιο να είχε ήδη αρχίσει να ξεπροβάλει στην Θεσσαλονίκη και άπαντες να μην βλέπουν την ώρα να πάνε στα σπίτια τους για να κοιμηθούν στα κρεβάτια τους.
“Δεν θα το ξεχάσω ποτέ”
“Ήταν μία ταλαιπωρία άνευ προηγουμένου για ένα ταξίδι που έπρεπε να γίνει για να προστατευτεί ο θεσμός του Κυπέλλου Saporta” υποστήριξε στο Sport24.gr ο τότε τεχνικός του Άρη Στιβ Γιατζόγλου και πρόσθεσε: “Σε μία ακόμη εμπειρία μίας απίστευτης χρονιάς όπου κάθε μέρα σηκωνόμασταν και δεν ξέραμε πως θα πάει η μέρα μας”. Από τη μεριά του το νυν μέλος του τεχνικού τιμ του Κοροίβου Αμαλιάδας – και τότε διεθνούς γκαρντ – Νίκου Παπανικολόπουλου: “Θα είναι το ταξίδι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Όπως και κάθε μέρα εκείνης της χρονιάς”.
Κάπως έτσι μετά από κάτι λιγότερα από 15 χρόνια ο Άρης έμελλε να επιστρέψει στο Καζάν για να αντιμετωπίσει την Ούνιξ στην 3 αγωνιστική της Α΄ φάσης των ομίλων του Eurocup. Ένας Άρης διαφορετικός με την ηρεμία που του προσφέρει στην διοίκηση της ΚΑΕ η παρουσία του Νίκου Λάσκαρη σε αντίθεση με ότι επικρατούσε όταν ήταν να γίνει το πρώτο ταξίδι της ομάδας της Θεσσαλονίκης. Για μένα ωστόσο ήταν κάτι το ξεχωριστό από όλες τις απόψεις. Τόσο δημοσιογραφικά όσο και εμπειρίας”.