Για τα μυστικά ενός καλού προπονητή, για όλα τα θέματα των «κίτρινων», αλλά ακόμα για την σχέση του με τον Ζοσέ Μουρίνιο, μίλησε ο Μανουέλ Μασάδο στην συνέντευξη – ποταμό που παραχώρησε στην εφημερίδα των οπαδών του Άρη και η οποία αναρτήθηκε στο σύνολό της στην ιστοσελίδα του Super 3.
Η εξομολόγηση του Πορτογάλου προπονητή στο χθεσινό φύλλο του «Super Aris» είχε πολλές και ενδιαφέρουσες απαντήσεις, ενισχύοντας την άποψη ότι ο Μασάδο είναι, εκτός από έμπειρος και ικανός τεχνικός, μία ξεχωριστή προσωπικότητα.
Αναλυτικά, η συνέντευξή του:
– Κόουτς, σας καλωσορίζουμε και από εδώ στην αγαπημένη μας ομάδα. Τελικά πόσο δύσκολη θεωρείτε την απόφασή σας, να ‘ρθετε να δουλέψετε σε μια χώρα που, όχι μόνο, τα πάντα είναι ρευστά, αλλά και που ακροβατεί, εδώ και τόσους μήνες, στα όρια μιας χρεοκοπίας;
«Ήταν αρκετά δύσκολη, αλλά, μοναχά, λόγω κάποιων πολύ σοβαρών προσωπικών προβλημάτων που αντιμετωπίζω στη Πορτογαλία και που, δυστυχώς, ακόμα και τώρα δεν έχουν λυθεί τελείως. Το να έρθω στην Ελλάδα, ήταν μια, πέρα για πέρα, συνειδητή απόφαση και πραγματικά νοιώθω πάρα πολύ χαρούμενος που, έστω κι έτσι, υπ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες, μου δίνεται η ευκαιρία να δουλέψω στο εξωτερικό.
Μη νομίζετε ότι στην Πορτογαλία η κατάσταση είναι καλύτερη… Και δεν αναφέρομαι μόνο στην οικονομική κατάσταση των ομάδων, αλλά στη βαθιά οικονομική ύφεση που βιώνει ολόκληρη η χώρα. Να ξέρετε, μάλιστα, ότι απ’ την πρώτη κιόλας επαφή που είχα με τους ανθρώπους της ομάδας, μου κατέστη γνωστό το τι ακριβώς συνέβαινε, οπότε, όπως γίνεται κατανοητό ουδεμία έκπληξη μου προκάλεσε, η όποια, κατάσταση αντίκρισα».
– Ποια είναι η εικόνα που έχει περάσει στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στη δική σας χώρα, για μας, τους Έλληνες; Ξέρετε έτσι όπως την παρουσιάζουν, ορισμένοι, θεωρούμαστε τα «μαύρα πρόβατα» της Ευρώπης.
«Όλα όσα έρχονται ως πληροφορίες στη χώρα μου, έχουν να κάνουν αποκλειστικά και μόνο, με την εικόνα της πολιτικής και οικονομικής ζωής της Ελλάδας και σε καμιά περίπτωση, με την κοινωνική ζωή, ή τις συνήθειες των κατοίκων της. Πρέπει να τα διαχωρίζουμε αυτά, γιατί είναι δυο τελείως διαφορετικά πράγματα…
Ακόμα, δε συμφωνώ σ’ αυτό που είπατε ότι υπάρχει μια άσχημη εικόνα ή προκατάληψη, στους υπόλοιπους Ευρωπαίους, σε ό,τι αφορά τους Έλληνες. Κάθε άλλο μάλιστα… Εγώ, τόσα χρόνια που θυμάμαι τον εαυτό μου, έχω συνηθίσει να βλέπω κάθε πρωί τους ανθρώπους στην Πορτογαλία να ξυπνάνε και να πηγαίνουν στις δουλειές τους. Δεν είδα να γίνεται κάτι διαφορετικό εδώ κι απορώ από πού προκύπτει αυτή η άποψη…
Πιστεύω, ότι όλος ο κόσμος καταλαβαίνει την αδικία που υφίσταται ο απλός Έλληνας πολίτης, απ’ αυτά τα σκληρά μέτρα κι αυτό φαίνεται απ’ τη μεγάλη διεθνή κινητοποίηση που υπάρχει, τελευταία, σε πολλές χώρες της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της Πορτογαλίας, στην οποία έχουν γίνει αρκετές διαδηλώσεις. Εξάλλου, η συμβολή της Ελλάδας, στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, όλους αυτούς τους αιώνες, ήταν τεράστια.
Εδώ γεννήθηκε το θέατρο, η δημοκρατία, η φιλοσοφία, ο πολιτισμός κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάει κανείς. Γενικότερα, θεωρώ ότι το πρόβλημα αυτό, δεν είναι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της Πορτογαλίας, της Ιταλίας, αργότερα της Γαλλίας και σίγουρα στο τέλος και όλης της Ευρώπης.
Δεν το κρύβω ότι αρκετοί συμπατριώτες μου, με ρωτάνε για την κατάσταση που βιώνει η Ελλάδα.
Ξέρετε τι τους λέω εγώ…; Να κοιτάξουν στον καθρέφτη τους, γιατί, το πρόβλημα το έχουνε κι αυτοί και μάλιστα, μέσα στο
ίδιο τους το σπίτι. Το κακό είναι ότι μια ζωή, ο μόνος που θα την πληρώνει, κυριολεκτικά και μεταφορικά θα ‘ναι, πάντα, ο απλός λαός.
Είναι, όμως, τελείως άδικο αυτό. Πάνω απ’ όλα, είναι ο άνθρωπος κι αυτοί που λαμβάνουν τις όποιες αποφάσεις, δεν πρέπει αυτό να το παραμελούν. Δεν μπορεί να γίνονται όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις εις βάρος αυτών που δε φταίνε, που δεν ευθύνονται για το πρόβλημα. Η τραγική αυτή κατάσταση δεν προκλήθηκε απ’ τον απλό λαό, αλλά απ’ τις εκάστοτε κυβερνήσεις, τους πολιτικούς, τις τράπεζες και γενικά όλους όσους διαχειρίστηκαν όλα αυτά τα χρήματα, που αντί να καταλήξουν στους νόμιμους κατόχους τους, βρέθηκαν σε χέρια λίγων».
– Στον πάγκο της ομάδας μας κάθεστε, δυο περίπου μήνες. Πώς κύλησε, για σας, αυτό το διάστημα;
«Δεν το λέω με σκοπό να κερδίσω τη συμπάθεια του κόσμου μας, αλλά πρέπει να δηλώσω ότι, ήδη, νοιώθω πολύ “δεμένος” με την ομάδα. Ο Άρης παρουσιάζει πάρα πολλές ομοιότητες με την αγαπημένη μου Γκιμαράες, κάτι, που μ’ έκανε απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή να νοιώσω εδώ πάρα πολύ οικεία.
Και οι δύο είναι πολύ μεγάλοι σύλλογοι, που θέτουν πάντα πολύ υψηλούς στόχους, διαθέτουν ένα τεράστιο και πολύ παθιασμένο κοινό που δεν τις εγκαταλείπει σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκονται και το τελευταίο χρονικό διάστημα, τυγχάνει ν’ αντιμετωπίζουν παρόμοιες οικονομικές δυσκολίες».
– Είναι αλήθεια ότι στο ξεκίνημα της θητείας σας, βρήκατε μια ομάδα σε δύσκολη βαθμολογική, αγωνιστική και ψυχολογική κατάσταση. Πως καταφέρατε να τη διαχειριστείτε κι η ομάδα να παρουσιάζει, το τελευταίο διάστημα, μια τόσο διαφορετική εικόνα;
«Το πρώτο μου μέλημα ήταν να συλλέξω όσες περισσότερες πληροφορίες μπορώ απ’ τους ανθρώπους που βρίσκονταν, ήδη, στην ομάδα, θέλοντας να μάθω τι ακριβώς συνέβαινε. Δεν έπρεπε, βέβαια, κάποιος, να ‘ναι και πολύ έξυπνος για να διαπιστώσει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά…
Δε θέλω να εστιάσω και να επεκταθώ, περισσότερο, για το τι συνέβη στο παρελθόν, γιατί θα ‘ναι αντιδεοντολογικό κι αντισυναδελφικό. Το μόνο που θα πω, είναι ότι παρατήρησα ότι υπήρχε μια διχόνοια ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές, μ’ ό,τι αυτό συνεπάγεται… Είδα παίκτες να κάνουν μόνοι τους προπόνηση…
Πρωταρχικός μου στόχος, ήταν να επανέλθει η ηρεμία κι η εμπιστοσύνη στα αποδυτήρια. Έπρεπε να ενώσουμε και να εκμεταλλευθούμε όλες μας τις δυνάμεις. Δεν ήρθα να προκαλέσω επανάσταση στον Άρη, αλλά να προσεγγίσω τους παίκτες προς όφελος όλης της ομάδας.
Ως τώρα, είναι αλήθεια ότι καταφέραμε να κάνουμε μια σημαντική πρόοδο, τόσο αγωνιστικά, όσο και βαθμολογικά. Στους 16 προηγούμενους αγώνες του, ο Άρης είχε συγκεντρώσει 18 βαθμούς, ενώ στους 7 τελευταίους του, 15, σχεδόν διπλασιάζοντας, δηλαδή, τους κερδισμένους του πόντους. Είμαστε σε καλό δρόμο, αλλά, είναι πολύ νωρίς ακόμα για να πούμε ότι έχουμε καταφέρει κάτι. Πρέπει να υπάρξει ανάλογη συνέχεια, για να καλύψουμε το χαμένο έδαφος».
– Το μυστικό αυτής της αλλαγής, ποιο ήταν;
«Ο πιο σημαντικός παράγοντας, “όλο το παιχνίδι” θα ‘λεγα, ήταν να καταλάβουν οι ίδιοι οι παίκτες ότι έπρεπε να γίνουν μέρος της επίλυσης του προβλήματος κι όχι μέρος αυτού. Κι εξηγούμαι… Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι ο ΑΡΗΣ είχε χίλια δυο προβλήματα… Διοικητικό, οικονομικό, αγωνιστικό, με το γήπεδο, με τους οπαδούς, με ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Αν σ’ όλα αυτά τα προβλήματα, προσθέταμε ένα ακόμα, δεν επρόκειτο να κερδίσουμε απολύτως τίποτα. Το θέμα είναι ν’ αποτελέσουμε τον τρόπο επίλυσης των όποιων προβλημάτων κι αυτό ήταν το όλο μήνυμα που θέλαμε να περάσουμε στους ποδοσφαιριστές μας».
– Πόσο δύσκολο ήταν, ιδιαίτερα, μάλιστα κι εν μέσω οικονομικής κρίσης, να επιτευχθεί κάτι τέτοιο και κατά πόσο οι παίκτες το αποδέχτηκαν;
«Πρόκειται για ένα ευφυέστατο ρόστερ. Είμαι πάρα πολύ ικανοποιημένος απ’ τον τρόπο και τη δεκτικότητα, όλων, μα όλων των παιδιών. Νομίζω, αποδεικνύουν έμπρακτα και περίτρανα με την εικόνα και τη στάση που δείχνουν, ότι θέλουν να είναι μέρος της επίλυσης του προβλήματος.
Η μοναδική μου αμφιβολία κι ο μεγαλύτερός μου φόβος, είναι το πόσο ακόμα θα μπορούν να θεωρούν τον εαυτό τους, μέρος της επίλυσης ενός προβλήματος, αν βλέπουν πως ό,τι κι αν κάνουν, το πρόβλημα αυτό θα συνεχίζει να υφίσταται. Αν δουν, ότι όσο κι αν προσπαθούν, δε γίνεται τίποτα. Είναι ένας φόβος, που αν δεν αλλάξει κάτι στη συνέχεια, κάθε μέρα θα γίνεται και πιο δυνατός».
– Το μυστικό της «μεταμόρφωσης» του Καστίγιο, ποιο ήταν;
«Δε θεωρώ ότι υπήρξε κάποιο ιδιαίτερο. Το ότι αποτελεί έναν πολύ ποιοτικό ποδοσφαιριστή δε χρειάζεται να το πω εγώ, το λέει όλος ο κόσμος. Ο Νέρι, έχει μια ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση, όπως, όμως, και κάθε άλλος ποδοσφαιριστής.
Εμείς, ό,τι ακριβώς έπρεπε να κάνουμε για ν’ αντλήσουμε τον καλύτερο εαυτό από κάθε παίκτη μας, το κάναμε και στη περίπτωση του Νέρι. Όπως έπρεπε να ‘μαστε δίκαιοι με όλους και να μην αδικήσουμε κανέναν, αυτό κάναμε και για το συγκεκριμένο ποδοσφαιριστή. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο».
– Τελικά, με τη γλώσσα των αριθμών, η δουλειά του προπονητή, σε τι ποσοστό είναι, καθαρά, αγωνιστική και τεχνική και σε τι ψυχολογική;
«Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Ξέρετε, υπάρχουν πάμπολλες σχολές, πανεπιστήμια και γενικότερα, τρόποι (…ακόμα και με το διαδίκτυο τελευταία), με τους οποίους, μπορεί να γίνει κάποιος προπονητής. Υπάρχει και κάτι, όμως, που δεν μπορεί να το μάθει ο καθένας και δε διδάσκεται πουθενά.
Είναι η “μυρωδιά”, το “πνεύμα” των αποδυτηρίων. Να μπορείς να καταλάβεις και να σταθμίζεις ανθρώπους, συμπεριφορές και συναισθήματα, προκειμένου να διατηρήσεις την κατάλληλη ισορροπία και χημεία μέσα σ’ ένα ετερόκλιτο σύνολο, εικοσιπέντε διαφορετικών χαρακτήρων.
Ένας καλός προπονητής πρέπει να ‘ναι, όπως ένας καλός ζωγράφος, ένας καλός ποιητής ή ηθοποιός. Να ‘χει δηλαδή το χάρισμα… Ακόμα κι αν, τεχνικά, ένας προπονητής είναι κατώτερος από έναν άλλον, εφ’ όσον πλαισιώνεται από τους κατάλληλους ανθρώπους – γυμναστές, βοηθούς, διαιτολόγους, εργοφυσιολόγους κτλ – μπορεί, στην ίδια ομάδα, να παρουσιάσει πολύ καλύτερα αποτελέσματα.
Εν κατακλείδι, λοιπόν, κι αφού ζητήσατε ποσοστά θα σας πω, ότι για μένα ο ψυχολογικός παράγοντας προσεγγίζει ένα ποσοστό της τάξεως του 60-70%, του μυστικού της επιτυχίας ενός προπονητή».
– Το φαινόμενο Μουρίνιο, έχει να κάνει, καθόλου μ’ αυτό;
«Το σύγχρονο ποδόσφαιρο, σήμερα, χωρίζεται, σε τέσσερις τομείς, οι οποίοι είναι: Οργάνωση, πειθαρχία, ηγετική ικανότητα και κίνητρο. Θεωρώ, ότι πράγματι όλα αυτά έχουν να κάνουν ακριβώς, μ’ αυτό το φαινόμενο. Πρόκειται για έναν πάρα πολύ ευφυή άνθρωπο, που έχει όλα τα παραπάνω στοιχεία σε μέγιστο βαθμό και που ξέρει, καλύτερα απ’ τον καθένα, πώς να “πουλάει” και να πλασάρει τον εαυτό του».
– Ποια η σχέση σας μαζί του;
«Τον γνωρίζω αρκετά καλά. Αν και διαφορετικής γενιάς, έχουμε παίξει αντίπαλοι αρκετές φορές μαζί…».
– Η εικόνα που βγάζει προς τα έξω, είναι ενός ανθρώπου ειρωνικού, απόμακρου και γενικά, κάποιου, που δε σκέφτεσαι, απ’ την πρώτη στιγμή, να τον κάνεις φίλο. Ίσως μάλιστα το αντίθετο… Είναι, αυτή η πραγματική του εικόνα;
«Είναι αυτό που σας έλεγα προηγουμένως. Ότι ξέρει να “πουλάει” και να πλασάρει τον εαυτό του προς ιδίων όφελος. Αυτού, και πάνω απ’ όλα της ίδιας του, της ομάδας. Είναι όμως, κάτι που τον αδικεί και σίγουρα δεν ανταποκρίνεται στη πραγματικότητα. Να ξέρετε, δεν είναι τέτοιος χαρακτήρας».
– Όταν ζητήσατε τη γνώμη του Φερνάντο Σάντος για τον Άρη, τι ήταν αυτό που σας είπε; Ξέρετε, επειδή δε διστάζει να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους, για κάποιους μες την πόλη, που ‘χουν συνηθίσει δεκαετίες τώρα να ταΐζουν κουτόχορτο, δεν είναι ιδιαίτερα συμπαθής.
«Τόσο αυτός, όσο κι ο Ζεσουάλδο Φερέιρα, μου μίλησαν για τον Άρη, με τα καλύτερα λόγια. Ειδικότερα με τον Σάντος μιλήσαμε αρκετή ώρα. Μου είπε ότι ο Άρης αποτελεί μια απ’ τις παραδοσιακές δυνάμεις του Ελληνικού ποδοσφαίρου, με πάρα πολλούς οπαδούς, αλλά που τώρα αντιμετωπίζει, όπως κι όλες οι Ελληνικές ομάδες οικονομικά προβλήματα».
– Στον Άρη, είστε ο δεύτερος Πορτογάλος προπονητής που εργάζεται. Ο πρώτος, ήταν ο Σεβεριάνο Κορέια, ο γιος του οποίου, είναι γνωστός δημοσιογράφος στη χώρα σας κι ο «επίτιμος» πρεσβευτής του Άρη στην Πορτογαλία.
«Τον γνωρίζω τον Μιγκέλ. Δυστυχώς δεν έτυχε να συναντηθούμε, αλλά με πήρε δυο φορές τηλέφωνο λέγοντάς μου, πως ό,τι κι αν χρειαστώ θα ‘ναι δίπλα μου. Τον ευχαριστώ για την πρόθεσή του κι ελπίζω, κάποια στιγμή στο μέλλον να τα πούμε, μαζί κι από κοντά».
– Μας πρωτογνωρίσατε, σ’ εκείνο το… περιβόητο ματς με την Μπράγκα, για τους ομίλους του Γιουρόπα Λιγκ, τον Δεκέμβριο του 2007. Τι είναι εκείνο που έχετε εντονότερα στη μνήμη σας, απ’ αυτό το παιχνίδι;
«Είναι αδύνατο να ξεχάσει, κάποιος, μια τέτοια εμπειρία. Ήταν η πιο καυτή ατμόσφαιρα που είχα ν’ αντιμετωπίσω, όλα αυτά τα χρόνια στην καριέρα μου. Στο σκάουτιγκ που κάναμε, όλες τις προηγούμενες ημέρες, είχαμε ενημερωθεί για τις συνθήκες που θα ‘χαμε ν’ αντιμετωπίσουμε.
Σε καμιά περίπτωση, όμως, δεν περιμέναμε και δε φανταζόμασταν κάτι τέτοιο… Οι εντολές που έδινα απ’ τον πάγκο, μόλις και μετά βίας, έφταναν στ’ αυτιά των ποδοσφαιριστών μου. Η αλήθεια είναι ότι ήσασταν… εκνευριστικά τυχεροί εκείνη τη μέρα (γελάει)».
– Ιδιαίτερα στο πρώτο 20λεπτο, θα λέγαμε… Κόουτς ευχαριστούμε πάρα πολύ. Στον επίλογο της συνέντευξης, έχετε να στείλετε κάποιο μήνυμα στον Λαό του Άρη;
«Όλοι μας κι ιδιαίτερα εγώ νοιώθουμε ευγνώμονες. Σκηνές και καταστάσεις, όπως αυτή της Ξάνθης, εγώ προσωπικά δεν πρόκειται να τις ξεχάσω ποτέ. Για… 120 ολόκληρα λεπτά, ο κόσμος μας, μέσα σε μια κατακλυσμιαία βροχή, όχι απλά δε σταμάτησε στιγμή να μας στηρίζει, αλλά μας έστελνε και… πάρα πολλά μηνύματα. Πραγματικά, εκείνη τη μέρα, αν δεν κερδίζαμε και δε χαρίζαμε αυτή τη χαρά στους οπαδούς μας, προσωπικά, θα ένοιωθα πάρα πολύ άσχημα.
Το μόνο που θέλω να πω, ή ακόμη και να… παρακαλέσω τον κόσμο του Άρη, είναι σ’ όλες αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάει η ομάδα να συνεχίσει να τη βοηθάει και να τη στηρίζει, όσο μπορεί περισσότερο. Θέλω να ξέρετε κάτι: Κάθε αγώνας της ομάδας, είναι πλέον και αγώνας για την επιβίωσή της…».
Ξεκίνα τώρα με Bonus 125 € από την expekt.com!