Μια πολύ ωραία ανάλυση επιχειρεί το SPORT24 για τον Μανού Γκαρσία.
Διαβάστε!
«Τα δύο τρίτα της καριέρας του, ο Δαβίδ Φερνάντεθ Μιραμόντες στην Σκωτία τα πέρασε. Από την αυγή της χιλιετίας στα Highlands, πιονέρος της μετάβασης εκεί των Ισπανών – όχι πρώτης διαλογής, μην κρυβόμαστε.
Απόδειξη ότι στην ακμή του, στην τριετία δηλαδή που πέρασε στη Σέλτικ, όλες κι όλες είκοσι συμμετοχές έκανε με το «τριφύλλι» πετυχαίνοντας μόνο ένα γκολ. Διόλου κολακευτικός απολογισμός για έναν ποδοσφαιριστή που συστήνονταν ως επιθετικός.
Ο Γαλιθιάνος κρέμασε τα παπούτσια του του 2010, μόλις στα 34. Δεν έφυγε από το Νησί, εκεί παρέμεινε. Και δύο χρόνια αργότερα, προσλήφθηκε ως scout της Μάντσεστερ Σίτι. Πριν καν ξεκινήσει η… ισπανοποίηση των «πολιτών». Πριν καν αναλάβει το πόστο του διευθυντή ο Τσίκι Μπεκιριστάιν, ο άνθρωπος που αξιοποίησε τα ατελείωτα πετροδόλαρα των Αράβων ιδιοκτητών της Σίτι, αλλάζοντας αμετάκλητα την πορεία της στον χρόνο.
Η αξιολόγηση που έκανε ο περίφημος Βάσκος στον Μιραμόντες και που τελικά τον διατήρησε στο πόστο του, πιθανώς το μεγαλύτερο παράσημο της σταδιοδρομίας του 46χρονου πλέον Ισπανού στο ποδόσφαιρο. Με συγκεκριμένο ρόλο, πόστο και χώρο ευθύνης πλέον, μιας και του ανατέθηκε το scouting σε φυτωριακά τμήματα της πατρίδας του.
Δεν ήταν ο μόνος, ήταν όμως από τους πρώτους που έστελναν τα reports στο διοικητήριο των «πολιτών» σχετικά με ταλαντούχους πιτσιρικάδες, οι οποίοι είχαν τη δυναμική να αποτελέσουν την επόμενη, (με την ελπίδα να είναι και η) πρωταγωνιστική σε κορυφαίο επίπεδο, ημέρα της Σίτι. Ο νυν αριστερός μπακ της Λειψίας, Ανχελίνιο και ο χαφ της Αλ Αχλί του Κατάρ, Χοσέ Ανχελ Πόσο ήταν οι πρώτοι που πάτησαν το πόδι τους στο μπλε κομμάτι του Μάντσεστερ.
Δύο χρόνια αργότερα, το 2013, παράλληλα με το χτίσιμο του διευρυμένου και κορυφαίου παγκοσμίως προπονητικού κέντρου της Σίτι, ο Μιραμόντες έστελνε τρεις ακόμη εισηγήσεις. Η μία αφορούσε τον (πλέον) δεξιό μπακ της Μαγιόρκα, Πάμπλο Μαφέο. Η δεύτερη, τον… δικό μας πια, τον Πάολο Φερνάντες του Βόλου. Και η τρίτη, η πιο εντυπωσιακή, η πιο θερμή όλων, για τον μικρότερο όλων, ένα πιτσιρίκι που καλά καλά δεν είχε συμπληρώσει τα 15 του χρόνια.
«Εχει την ποιότητα και τη δυναμική να εξελιχτεί σε χαφ επιπέδου εθνικής Ισπανίας, με στιλ και λειτουργία στο γήπεδο που προσομοιάζει του Τσάβι». Καταγεγραμμένο. Αυτονόητα υπερβολικό, δεν συζητιέται αυτό, προφανώς όμως η σημείωση ενδεικτική της προοπτικής που διέβλεπε ο scout της Σίτι στον γεννημένο στο Οβιέδο, Μάνου Γκαρσία, στο δηλαδή εδώ και λίγες ώρες συμφωνημένο ακριβότερο μεταγραφικό απόκτημα της ιστορίας του Άρη και ενός εκ των πλέον δαπανηρών αγορών στην ιστορία του ελληνικού πρωταθλήματος.
Πιτσιρίκι δίπλα στους θρύλους
Αστουριάνος γέννημα θρέμμα. Από το Οβιέδο μετακόμισε ένα τσιγάρο δρόμο μακριά, στο Χιχόν, λίγο πριν το ξεκίνημα της εφηβείας για να ενταχθεί πρώτα στην Escuela de Fútbol de Mareο, μια ποδοσφαιρική σχολή προθάλαμο ουσιαστικά των ακαδημιών της Σπόρτινγκ. Ξεχώριζε, μα και πάλι, ακόμη και για την εποχή της – πλέον –ποδοσφαιρικής παγκοσμιοποίησης ως προς το επίπεδο του scouting, μια τέτοια εισήγηση, όπως του Μιραμόντες, δεν συνηθίζονταν από φυτώρια ενός τέτοιου «μικρού» club, αλλά ούτε και μια τέτοια εμμονή ως προς την υλοποίηση της όπως αυτή που έδειξαν οι «πολίτες».
Εφεραν τους γονείς του μικρού στο Μάντσεστερ, αυτοπροσώπως ο Μπεκιριστάιν τους ξενάγησε σε πόλη, προπονητήριο, γήπεδο, τους ανέλυσε το πλάνο της ομάδας, όλα τα προβλεπόμενα για επαγγελματία, όχι για έναν υποσχόμενο νεανία. Αρκούσε για να «σκοτώσει» τον ανταγωνισμό στο μυαλό του πατέρα του Γκαρσία, ο οποίος και τότε ήταν αυτός που έπαιρνε όλες τις αποφάσεις. Ούτε Ρεάλ, ούτε Μπαρτσελόνα, οι οποίες επίσης τον είχαν πλησιάσει, ούτε μια σειρά από άλλες αγγλικές ομάδες. Μόνο Σίτι.
Οι «πολίτες» μάλιστα ολοκλήρωσαν το… πακέτο, κλείνοντας το deal με τον Γκαρσία έξι μήνες νωρίτερα από τη συμπλήρωση των 16 χρόνων του, χρονικό σημείο που θα μπορούσαν να τον χρησιμοποιήσουν στα πρωταθλήματα ακαδημιών και παρότι είχαν τη δυνατότητα να τον αποκτήσουν χωρίς να πληρώσουν ευρώ στην Σπόρτινγκ (σ.σ. χάρη σε νόμο που πλήγωνε ασταμάτητα τις ισπανικές ομάδες, αφού επέτρεπε στους νεαρούς ποδοσφαιριστές, οι οποίοι δεν είχαν υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο να αποχωρούν ως ελεύθεροι μετά από έναν χρόνο στις ακαδημίες), εν τέλει κατέβαλλαν στους «ερυθρόλευκους» 250.000 ευρώ.
Και έτσι, ο Γκαρσία, στα 15,5 του από τα τσικό της Σπόρτινγκ, βρέθηκε στη Μάντσεστερ Σίτι. Από την ποδοσφαιρική σχολή της γενέτειράς του, πρώτα – όπως προβλέπονταν – σε ανάδοχη οικογένεια στο Μάντσεστερ και στη συνέχεια, όταν ετοιμάστηκε το (επονομαζόμενο) City World, στους ξενώνες των «πολιτών».
Δεν ήταν εύκολο. Δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. H σκέψη και μόνο φτάνει για να αναδείξει το πόσο απαιτητική ήταν η μετάβαση για ένα, ακόμη, παιδί, το οποίο ουσιαστικά από τον αυλόγυρο του, αποτέλεσε μέρος της απαρχής της αλλαγής φιλοσοφίας και προσέγγισης ενός υπό δημιουργία παγκόσμιου ποδοσφαιρικού κολοσσού. Πόσο μάλλον όταν καλά καλά το όραμα δεν το συμμερίζονταν οι ίδιοι οι άνθρωποι του club, μερικοί εκ των οποίων αντιμετώπισαν με δυσπιστία, επιφυλακτικά τον καχεκτικό Ίβηρα, αδυνατώντας να πιστέψουν πως θα μπορούσε να εξελιχτεί σε ποδοσφαιριστή, ο οποίος θα τα έβγαλε πέρα με το physicality της Premier League.
Χρειάστηκε να περιμένει κοντά έναν χρόνο προκειμένου να αλλάξει ρότα. Ο Πατρίκ Βιεϊρά, τότε τεχνικός της δεύτερης ομάδας των «πολιτών» ήταν αυτός που τον πρόσεξε, τον ξεχώρισε και κατ’ ευθείαν τον προβίβασε εκεί, ξεπερνώντας όλες τις ενδιάμεσες ηλικιακές ομάδες. Μετά, τα υπόλοιπα, ήρθαν πολύ γρήγορα. Τόσο που αντιλήφθηκε τι ακριβώς έζησε – κατά δήλωσή του – χρόνια αργότερα.
Μέρος της προαγωγής του στις ρεζέρβες της Σίτι ήταν να προπονείται δύο φορές την εβδομάδα με την πρώτη ομάδα υπό τις οδηγίες του Μανουέλ Πελεγκρίνι. Ένας έφηβος δίπλα σε Αγκουέρο, Σίλβα, Τουρέ, Ντε Μπρόινε. Ενας έφηβος, για επτά μέρες, μαζί τους, τέλη Μαΐου του ’15, σε τουρ στις ΗΠΑ, όπου και πρωτόπαιξε, σ’ ένα φιλικό με το Τορόντο, αντικαθιστώντας τον συμπατριώτη του Δαβίδ Σίλβα.
Πριν καν ενηλικιωθεί είχε παίξει δις σε παιχνίδια του Λιγκ Καπ, σε αμφότερα ερχόμενος από τον πάγκο, αντικαθιστώντας στο πρώτο, κόντρα στη Σάντερλαντ (22/92/2015) τον Κουν και στο δεύτερο σκοράροντας κιόλας με απ’ ευθείας εκτέλεση φάουλ κόντρα στην Κρίσταλ Πάλας. Κάπου εκεί όμως τον πρόλαβε η ηλικία, Τον πρόλαβε ο συνδυασμός της με τις απαιτήσεις του επιπέδου στο οποίο είχε εκτοξευτεί.
Ως το τέλος εκείνης της σεζόν έπαιξε άλλες δύο φορές. Το πρώτο του ενενηντάλεπτο σ’ ένα ματς Κυπέλλου στο «Στάμφορντ Μπριτζ», με την Τσέλσι να διαλύει (1-5) την πειραματική και γεμάτη πιτσιρικάδες ενδεκάδα της Σίτι το παρθενικό του στην Premier League, ως αλλαγή στη φιλοξενία της Αστον Βίλα (5/3/2016).
Επιστροφή στο σπίτι και εθνόσημο
Και αυτό ήταν όλο. Άλλο δεν είχε, αφού έκτοτε ξεκίνησε το… tour των δανεισμών. Κάκιστη επιλογή ο πρώτος σταθμός στη Βιτόρια, αφού στην Αλαβές δεν αγωνίστηκε καθόλου. Ακολούθησε η Μπρέντα. Δεύτερη κατηγορία Ολλανδίας; Δεύτερη κατηγορία Ολλανδίας. Να παίζει ήθελε, έβραζε το αίμα του. Επρεπε στην τελική να κάνει ένα βήμα πίσω για να πατήσει καλύτερα και να προχωρήσει. Η καριέρα του άλλωστε τότε ξεκινούσε – 19 χρονών γαρ -, απλώς πλέον… εξανθρωπίζονταν, έρχονταν σε γήινα ύψη και όχι στα πρότερα της στρατόσφαιρας.
Από εκεί και πέρα, η εξέλιξη ήταν πιο ορθολογική, βήμα βήμα. Εμεινε έναν χρόνο ακόμη στην Μπρέντα, παίρνοντας πλέον γεύση και της Eredivise. Ανέβηκε επίπεδο με δανεισμό στο Championat και στην Τουλούζ – όπου και συνάντησε ως αντίπαλο, προπονητή πλέον της Νις, τον Πατρίκ Βιεϊρά – προτού, 4,5 χρόνια από το φευγιό του, η Χιχόν δώσει 4 εκατ. ευρώ για να τον επαναπατρίσει, χωρίς να ενοχλείται από το ότι γυρίζοντας σπίτι του θα έπαιζε στη Segunda. Το ότι η Σίτι συμπεριέλαβε στο deal ρήτρα επαναγοράς, έστω και σε περίπτωση που, just in case, χαρακτηριστικό ότι δεν τον είχαν ξεγράψει οι «πολίτες».
Δεν προέκυψε αυτή η περίπτωση. Δύο χρόνια αναντικατάστατος, μα άνοδο με την Σπόρτινγκ δεν πανηγύρισε. Το καλύτερο, το χάι-λάιτ αυτής της διετίας, τον περυσινό Ιούνιο, όταν ως στέλεχος ομάδας Segundα όχι μόνο κλήθηκε στην εθνική Ισπανίας, στην έστω και αποψιλωμένη τότε από τις απώλειες λόγω covid «ρόχα», αλλά ξεκίνησε και βασικός σε φιλικό παιχνίδι κόντρα στη Λιθουανία.
Κλήση που αποτέλεσε ακόμη μια σφραγίδα εξέλιξης. Και σήμανε την ώρα, επιτέλους, περπατώντας στα 24, το πάλαι ποτέ wonder kid, να πάρει γεύση, για πρώτη φορά, από La Liga. Επέστρεψε στον αλλοτινό μαρτυρικό, επαγγελματικά, τόπο, στη Βιτόρια, δανεικός στην Αλαβές. Η αλήθεια είναι πως δεν «κούμπωσε». Μόνο και μόνο ότι οι «μπαμπαθόρος» υποβιβάστηκαν, καταλήγοντας μάλιστα και ουραγοί του πρωταθλήματος, φτάνει.
Η Σπόρτινγκ δεν είχε – ξανά – προβιβαστεί, να γυρίσει ο ίδιος πίσω στη Segunda, ούτε λόγος, οπότε από την στιγμή που η πρόταση του Άρη συνδύαζε τερπνό (οι καλύτερες αποδοχές που είχε ποτέ στην καριέρα του) και ωφέλιμο (πρωταγωνιστικός ρόλος, σε ομάδα με ανάλογη φιλοδοξία), το πήρε απόφαση να ξενιτευτεί ξανά.
Εμπειρότερος, ωριμότερος, (ως και) μπαρουτοκαπνισμένος. Τα χρόνια του υπερ-ρεαλισμού τα έχει αφήσει πίσω του. Καλό μοιάζει αυτό. Ο Λούκα Μόντριτς παραμένει το είδωλο του και μόνο, χωρίς κανείς πλέον να τον συγκρίνει μαζί του. Η έμπνευση από το αγαπημένο του Open, το βιβλίο του Αντρε Αγκασι, παραμένει σφηνωμένη στο μυαλό και παρότι ως σινεφίλ οι επιλογές του δεν μοιάζουν… οσκαρικές (το «Νομοταγής Πολίτης» η αγαπημένη του ταινία), μουσικά η έκφρασή του εδράζει στα τραγούδια του συντοπίτη του – και αυτός γεννημένος στο Οβιέδο – Μελεντί.
Από τα αγαπημένα τραγούδια του, το Destino o Casualidad. Μπορεί, ποιος ξέρει – δημοσιογραφική αδεία – γιατί το νέο πανάκριβο απόκτημα του Άρη, πλέον, δεν μοιάζει να καθοδηγείται ποδοσφαιρικά, αλλά ψάχνει την – μία ακόμη, καθοριστική για τη μετάβαση, οριστικά πλέον, στο επόμενο επίπεδο – ευκαιρία (Casualidad)».