Σα σήμερα, 8 Μαΐου 1991, ο Άρης γιόρτασε τη κατάκτηση του… 10ου κατά σειρά πρωταθλήματος του, που έμελλε, όμως, παράλληλα να είναι και το τελευταίο του. Ο Βασίλης Λυπηρίδης, ένας, εκ των πιο… αθόρυβων ηρώων, αλλά και μεγάλων πρωταγωνιστών, εκείνης της ομάδας, ξετυλίγει σήμερα, στο PRESSARIS το κουβάρι των αναμνήσεων.
«Δεδομένου του κλίματος και των συνθηκών που είχαν διαμορφωθεί, εκείνη την εποχή, πιστεύω ότι πρόκειται για έναν πραγματικό άθλο. Ίσως το δυσκολότερο πρωτάθλημα που κατακτήσαμε, γιατί τα προβλήματα που αντιμετωπίζαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της σεζόν ήταν τεράστια κι είχαν, ήδη, αρχίσει να φαίνονται στη λειτουργία της ομάδας. »
Δυστυχώς, ο χρόνος είχε αρχίσει να μετράει αντίστροφα.
«Ακριβώς. Τα μεγάλα προβλήματα που είχαν ξεκινήσει ένα χρόνο πριν, σε αγωνιστικό και εξωαγωνιστικό επίπεδο, έμελλε εκείνη τη χρονιά να’ ναι ακόμα πιο έντονα.»
Κάποτε, ο τότε προπονητής του Άρη, Μιχάλης Κυρίτσης, μιλώντας στην εφημερίδα των οργανωμένων οπαδών του SUPER 3, αναφέρθηκε στο τρομερό πόλεμο που υπέστη εκείνη τη περίοδο η ομάδα. Ακόμα και από ανθρώπους, που μέχρι κι ένα χρόνο πριν, βρίσκονταν σ’ αυτήν και λατρεύονταν σα Θεοί, απ’ τον κόσμο της.
«Δεν το γνωρίζω, αλλά δεν το αποκλείω ,όμως, κιόλας. Το θυμάμαι ότι υπήρχε σα κουβέντα στις συζητήσεις μας…Δεν ήταν, όμως, μόνο τότε. Τα τελευταία χρόνια, που είχε αρχίσει η φθορά και δεν ήμασταν αυτοί που ήμασταν, αντιμετωπίζαμε τεράστια προβλήματα απ’ τη συμπεριφορά των διαιτητών. Δικαιολογημένα, όμως…
Ξέρετε, τι είναι να’ ναι κάποιος, μια ζωή από κάτω(…ακόμα και οι διαιτητές) και ξαφνικά να βλέπει ότι μπορεί με τον τρόπο του να πλήξει τον ισχυρό; Όπως και να το κάνουμε βγάζει απωθημένα. Κι υπήρξαν πολλοί διαιτητές που ‘βγάλαν τέτοια κόμπλεξ…»
Τι σου έρχεται στο νου απ’ όλες εκείνες τις στιγμές;
«Για κάποιον που τις έζησε από τόσο κοντά, είναι αδύνατο να ξεχαστούν ποτέ. Θα τον ακολουθούν σε όλη του τη ζωή. Να φανταστείτε, θυμάμαι ακόμα και με τη παραμικρή λεπτομέρεια, τη διαδρομή που κάναμε εκείνη τη μέρα για να πάμε απ’ το ξενοδοχείο Νεφέλη, όπου διαμέναμε μέχρι το Παλέ ντε Σπορ. Από που πήγαμε, σε ποιο φανάρι σταματήσαμε και γύρισα να πω κάτι στο Γκάλη και πολλές άλλες τέτοιες λεπτομέρειες… Δεν είναι υπερβολή να τις χαρακτηρίσω ως τις ομορφότερες στιγμές της ζωής μου και συνάμα το πιο …ωραίο, λόγω του τρόπου ασφαλώς, πρωτάθλημα που κατακτήσαμε.
Ένα πρωτάθλημα ψυχής. Είχαμε ν’ αντιμετωπίσουμε μια ομάδα που από άποψη συνόλου, ίσως, εκείνη τη χρονική περίοδο, να έπαιζε καλύτερο μπάσκετ από μας…»
..ναι, αλλά που της έλειπε η στόφα, η νοοτροπία κι η ψυχολογία του πρωταθλητή.
«Είναι δεδομένο κι αδιαμφισβήτητο αυτό. Ούτε κι οι ίδιοι πίστευαν ότι μπορούσανε να μας κερδίσουνε, όπως κι εμείς δε πιστεύαμε ότι υπήρχε, έστω κι η παραμικρή πιθανότητα να χάναμε το παιχνίδι. Ακριβώς, αυτή ήταν κι η μεγαλύτερη διαφορά που είχαν οι δυο ομάδες. Ακόμα και με είκοσι πόντους να χάναμε, δυο λεπτά πριν το τέλος, μαζευόμασταν μεταξύ μας και λέγαμε :«…εντάξει, παιδιά, ήρεμα. Πάμε να παίξουμε νορμάλ και θα τους κερδίσουμε…»
Τόσο μεγάλη αυτοπεποίθηση είχαμε. Αυτοί και που κερδίζανε, ζούσανε με το άγχος της αμφιβολίας. Σκέφτονταν:
«… τι θα γίνει, άραγε, αυτή τη φορά για να ξαναχάσουμε…»
Όλη αυτή η ηττοπάθεια που είχαν σαν ομάδα ήταν φυσικό να τους επηρεάζει. Και στο τέλος φυσικά έχαναν… και μάλιστα με γνωστό τον τρόπο.»
Αυτό είναι κάτι, που ακόμα κι ο τότε προπονητής του ΠΑΟΚ, Κώστας Πολίτης, έχει παραδεχθεί δημόσια.
« …και κάτι που αποκλείονταν να συνέβαινε σ’ εμάς.
Δεν είναι εγωιστικό αυτό που λέω ,αλλά η αλήθεια είναι ότι τα πάντα προέρχονταν αυτοματοποιημένα. Όταν το ματς πάει στα τελευταία δέκα δευτερόλεπτα δεν υπάρχει το περιθώριο σκέψης. Αν το σκεφτείς έχεις χάσει…Κι εμείς γνωρίζαμε εκ των προτέρων τι έπρεπε να κάνουμε. Βρίσκω ,τόσο μεγάλες ομοιότητες στο τρόπο λειτουργίας μας, εντός κι εκτός γηπέδου, που θεωρώ ότι ο Άρης ,εκείνων των χρόνων, ήταν η σημερινή Μπαρτσελόνα του ποδοσφαίρου.»
Τα δυο τελευταία παιχνίδια, που κρίθηκαν το πρώτο με το τρίποντο του Γιαννάκη και το δεύτερο με το γκολ-φάουλ του Σέλλερς, αμφότερα στην εκπνοή, έχουν μείνει στην ιστορία, ως οι πιο συγκλονιστικοί τελικοί πρωταθλήματος του Ελληνικού μπάσκετ.
«Το πιστεύω κι εγώ αυτό. Ήταν δυο καταπληκτικοί αγώνες με πραγματικά συγκλονιστική εξέλιξη κι ανατροπές ,τις οποίες, ίσως, μόνο εμείς οι ίδιοι και ο κόσμος μας τις περίμενε. Καταφέραμε, δυο φορές, μέσα σε λίγες μέρες, ν’ αντιστρέψουμε τελείως την εις βάρος μας κατάσταση και να ’μαστε τελικά εμείς αυτοί που θα πανηγυρίζαμε, δείχνοντας το μέταλλο που ήταν φτιαγμένη εκείνη η ομάδα.»
Τελικά, το μυστικό εκείνης της ομάδας, που ψηφίστηκε απ’ τους αθλητικογράφους της χώρας, ως η μεγαλύτερη του εικοστού αιώνα, ποίο ήταν;
«Η νοοτροπία που είχε και το κλίμα μέσα στ’ αποδυτήρια. Ο κάθε ένας από μας είχε το ρόλο του και τον γνώριζε άριστα. Τα οικονομικά θέματα τα βάζαμε πάντα σε δεύτερη μοίρα. Ήμασταν του δόγματος ότι εφ’ όσον αποφασίζει να μπει κάποιος στις τέσσερις γραμμές είτε σε ματς, είτε στη προπόνηση πρέπει να τα ξεχνάει όλα. Παίζαμε ακόμα και τραυματίες, είτε ήμασταν πληρωμένοι, είτε ήμασταν 4-5 μήνες απλήρωτοι…Ήμασταν σαν αδέρφια. Μαζί τρώγαμε ,μαζί πίναμε, μαζί περνούσαμε τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Υπήρχε τέτοιο δέσιμο που μιλούσαμε με τα μάτια μας. Ο συμπαίκτης σου ήξερε ποιο λάθος έκανες και το κάλυπτε από μόνος του. Όπως έκανες, στην άλλη φάση, κι εσύ γι αυτόν…»