Ο Βασίλης Λυπηρίδης ξαναζωντανεύει το ζευγάρωμα του Άρη με τη Μιλάνο και θυμάται πολλά και διάφορα. Θυμάται τον Μπομπ Μάκαντου και το +31 που έγινε -34. Θυμάται τις αμυντικές αποστολές του, τον φωνακλά Γιάννη Ιωαννίδη, τα ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ στο Παλέ και το όνομα που έγινε σύνθημα. Θυμάται τον Ρόι Τάρπλεϊ και τη σχέση Γκάλη-Γιαννάκη.
Διαβάστε το σχετικό θέμα από το contra.gr:
Θεσσαλονίκη. Αλεξάνδρειο. Άρης. Τρέισερ. Μπαρτσελόνα. Γιουγκοπλάστικα. Μακάμπι. Μπομπ Μάκαντου. Κέβιν Μαγκί. Τόνι Κούκοτς. Όντι Νόρις. Πέμπτη βράδυ. Κίτρινα χαρτάκια. Γιάννης Ιωαννίδης. Ο Γκάλης, ο Γιαννάκης, ο Φιλίππου και τ’άλλα παιδιά.
Ένα απ’τα άλλα παιδιά ήταν ο Βασίλης Λυπηρίδης. Ήταν εκεί και τα έζησε όλα. Στο παρκέ, στον αγώνα, στις μάχες που έμειναν στην ιστορία. Ο Άρης απέναντι στις μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες. Ο Άρης κόντρα στον ΠΑΟΚ σε αγώνες που όπως λέει και ο ίδιος ο Λυπηρίδης, δεν έχουν καμία σχέση με τους σύγχρονους.
Ο Γκάλης με τον Γιαννάκη τα αστέρια του Άρη και ο Βασίλης Λυπηρίδης στον ίδιο πάντα ρόλο, να μαρκάρει τα αστέρια των αντιπάλων. Αφανής ήρωας, κυρίως γιατί μιλάμε για μια εποχή που η άμυνα και οι ρόλοι της δεν είχαν την αναγνώριση των επόμενων χρόνων.
Θα μπορούσε κάποιος να πει πως ο Λυπηρίδης ήταν ενεργό κομμάτι μιας εποχής που όλα ήταν διαφορετικά. Το μπάσκετ, οι παίκτες, η ματιά μας σε αυτό, ακόμα και οι κανονισμοί, οι άμυνες, τα συστήματα, το χρονόμετρο. Είναι όμως μια εποχή που θα μνημονεύεται όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Αρκεί μια ματιά στις φωτογραφίες για συγκινήσουν όποιον έζησε εκείνα τα χρόνια. Η επιστροφή σ’αυτά, μέσω των όσων είπε ο Βασίλης Λυπηρίδης στον Γιάννη Ζωιτό, είναι ο ελάχιστος φόρος τιμής στο παρελθόν που ζωντανεύει ξανά με αφορμή τη συνάντηση του Άρη με τη Μιλάνο.
Θέμης Καίσαρης
Η εξομολόγηση του Βασίλη Λυπηρίδη
Αφορμή για την τηλεφωνική -ελέω απόστασης- κουβέντα μας με τον Βασίλη Λυπηρίδη το αποψινόΜιλάνο-Άρης για το Eurocup. Η αναβίωση δηλαδή μιας εκ των παραδοσιακών μονομαχιών των mid-80s στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Τότε που ο Γιάννης Ιωαννίδης έδινε τα χέρια με τον Νταν Πίτερσον. Τότε που ο Νίκος Γκάλης συναντούσε τον Μάικ Ντ’ Αντόνι, ο Παναγιώτης Γιαννάκης τον Ντίνο Μενεγκίν και ο 49χρονος σήμερα πάουερ φόργουορντ αντιμετώπιζε τον Μπόμπ Μάκαντου. Τότε που η ζάπλουτη Τρέισερ (ή Σίμακ ή Φίλιπς) ερχόταν στο Παλέ που κόχλαζε και έχανε από το αεροδρόμιο. Τότε που o Άρης έχτιζε την αυτοκρατορία του – the empire had just begun.
Η φωτογραφία που ο Βασίλης Λυπηρίδης ανήρτησε στον προσωπικό λογαριασμό του στο facebook περικλείει κάθε παραπάνω φράση. “Μου την έστειλε ένας φίλος”, μας λέει, αλλά ασχέτως “ιδιοκτησίας” πρόκειται για θησαυρό. Διότι γυρίζει το χρόνο πίσω και αντανακλά όλη εκείνη την αλησμόνητη εποχή. Την αντίθεση δύο κόσμων, τον “πόλεμο” της ισχυρής Μιλάνο του θρύλου Μάκαντου με τον ανερχόμενο Άρη της ελληνικής ψυχής του Λυπηρίδη. Της Πέμπτης και της κάθε Πέμπτης που οι δρόμοι ερήμωναν και στημένοι μπροστά στην τηλεόραση πανηγυρίζαμε μαζί με τη φωνή τουΦίλιππου Συρίγου.
Από το 1986 κρατούσε η κολόνια, πριν ακόμη από το ματς στη Γάνδη, και “ξεθύμανε” έπειτα από μια πενταετία γεμάτη από τα κλασικότερα ζευγάρια του τότε Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Ντέρμπι που έμειναν στην ιστορία και μνημονεύονται μέχρι σήμερα.
Δεν ήξερα τον Μάκαντου
Μόλις 19 ετών ήταν τότε που ο πιτσιρικάς από τον ΓΑΣ Έδεσσας και τη ΧΑΝΘ, με μονάχα ένα χρόνο στον πρωταθλητή Άρη, πρωτοκλήθηκε να μαρκάρει το φημισμένο Αμερικάνο σούπερ σταρ. Έναν παίκτη που ερχόμενος στην Ιταλία κουβαλούσε μαζί του μια καριέρα 14 ετών στο ΝΒΑ, δύο δαχτυλίδια με τους Λος Άντζελες Λέικερς του Μάτζικ και του Τζαμπάρ (1982, 1985) και έναν τίτλο MVP (1975). Με το διαδίκτυο τότε άγνωστη λέξη στην Ελλάδα και την αθλητική ενημέρωση ελλιπή, δεν ακούγεται παράδοξο πως ο Βασίλης Λυπηρίδης δεν γνώριζε ποιον ακριβώς είχε απέναντί του. “Δεν θα πω ψέματα ότι τον ήξερα καλά. Αργότερα αντιλήφθηκα ποιος ακριβώς ήταν, ποιο ήταν το μέγεθός του“.
Η έλλειψη πληροφοριών ενδεχομένως να ωφέλησε έναν πρωτοεμφανιζόμενο αθλητή που έπεφτε στη μάχη για να προσφέρει ενέργεια, παθιασμένη άμυνα και λεπτά ξεκούρασης στον -επιρρεπή στα φάουλ- Νίκο Φιλίππου. Διότι “έπαιζα με άγνοια κινδύνου και φυσικά το πάθος της ηλικίας. Δεν μ’ ενδιέφερε ποιον αντίπαλο είχα απέναντί μου και έκανα ό,τι μπορούσα περισσότερο απέναντι σ’ έναν παίκτη με εξωπραγματικές δυνατότητες“.
Όντως είχε τέτοιες ο ΜακΑντού ακόμη κι αν βάδιζε στα 35, όταν μετοικούσε από τη Φιλαντέλφια στη Λομβαρδία, καθώς ήταν ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της Μιλάνο στους back to back ευρωπαϊκούς τίτλους των σεζόν 1986-87 και 1987-88.
Προτού πάντως η ιταλική ομάδα πατήσει στην κορυφή για πρώτη φορά μετά το 1966 χρειάστηκε ν’ αποκλείσει έναν Άρη που έφτιαχνε δειλά-δειλά το όνομά του στην Ευρώπη έχοντας για μοναδικό ξένο τον Γουίλι Τζάκσον. Ήταν δύο επικές μάχες που κατέληξαν να γίνουν σημεία αναφοράς στην ιστορία της διοργάνωσης. Το 98-67 με 44 πόντους του ασταμάτητου (15/20 εντός πεδιάς) Νίκου Γκάλη προκάλεσε πάταγο στο ευρωπαϊκό στερέωμα με τον Μάκαντου να κάνει την επική δήλωση πως “ούτε από τους Σέλτικς έχω υποστεί τέτοιον εξευτελισμό”.
Κόλαση και σφαγή
Η ρεβάνς αποδείχθηκε εφιαλτική για τους “κίτρινους”, εγκλωβίστηκαν στο ιταλικό… κατενάτσιο του κόουτς Πίτερσον και χάνοντας 83-49 αποκλείστηκαν από την ημιτελική φάση που ήταν σε μορφή ομίλου. Πολλά ακούστηκαν τότε για τις σχέσεις των Ιταλών με τη FIBA, τις υπόγειες διαβουλεύσεις, το τεράστιο μπάτζετ που δεν πρέπει να πάει στο βρόντο και τα φαλτσοσφυρίγματα εις βάρος του Άρη.
“Από την προσωπική εμπειρία μου πιστεύω ότι ήταν όλα αυτά μαζί“, θυμάται ο Βασίλης Λυπηρίδης συμπληρώνοντας πως “πέρα ίσως από τις υπόγειες διαδρομές που ίσως ακολουθήθηκαν, το γήπεδο ήταν μια κόλαση, όπως στα ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ, οι κερκίδες βρίσκονταν σχεδόν μέσα στο παρκέ και η διαιτησία σφαγιαστική. Δεν μπορέσαμε να διαχειριστούμε ψύχραιμα την κατάσταση που προέκυψε όταν η διαφορά άρχισε ν’ ανοίγει και όπως νικήσαμε εμείς εδώ 31 πόντους χάσαμε εκεί 34“.
Μία μίνι ρεβάνς, πριν οι δύο ομάδες ξαναβρεθούν στο Final Four της Γάνδης, ο Άρης πήρε στην αρχή της επόμενης σεζόν. Η πρωταθλήτρια Ευρώπης ήρθε στο Αλέξανδρειο και το εκκωφαντικό 120-95 με την ολοστρόγγυλη 50άρα του Νίκου Γκάλη έκανε το λιγότερο αίσθηση. “Είχαμε βελτιωθεί αρκετά ως ομάδα και αν θυμάμαι καλά η Τρέισερ ήρθε με ελλείψεις. Ακόμη και για τα τότε δεδομένα που συνηθίζονταν τέτοια σκορ ήταν ένα καταπληκτικό ματς για τον Άρη με μπροστάρη φυσικά τον Νικ“.
Ο ημιτελικός στη Γάνδη, τον Απρίλη του ’88, έδωσε συνέχεια στο μύθο των δύο ομάδων, χωρίς όμως το επιθυμητό για το ελληνικό μπάσκετ αποτέλεσμα (87-82) σε από τις τρεις αποτυχημένες απόπειρες του Άρη να κάνει την υπέρβαση φτάνοντας στο τέλος. “Ατυχήσαμε τότε“, αποκρίνεται ο Βασίλης Λυπηρίδης που δεν του είναι εύκολο να θυμάται.
Ο Νόρις, ο Σμιντ και ο Κούκοτς
Προτιμάει, καταλαβαίνουμε, να αναπολεί άλλα, πολύ πιο ευχάριστα, και συνεχίζουμε μαζί του την υπέροχη αναδρομή στο “κίτρινο” παρελθόν του. Το φωτογραφικό αρχείο του στο διαδίκτυο είναι το βασικό ερέθισμα για να πάμε παραπέρα την κουβέντα μας.
Μετά από την “ανασκαφή” θα τον δεις δίπλα στον Όντι Νόρις της Μπαρτσελόνα (κεντρική φώτο). Ο Αμερικάνος πάουερ φόργουορντ, που στα τελειώματα ήρθε στο Περιστέρι “ήταν ένα πραγματικό θηρίο“. Θα τον αντικρίσεις να διεκδικεί ριμπάουντ στο πλάι του Βραζιλιάνου Οσκάρ Σμιντ, “την πιο δύσκολη αποστολή και μία από τις πιο σπουδαίες στιγμές της καριέρας μου” και μπροστά από τον Άριαν Κόμαζετς ως διεθνής στο Μουντομπάσκετ της Αργεντινής σ’ ένα πανύψηλο σχήμα του Κιουμουρτζόγλου.
Ούτε μία φορά τον Γκάλη
Διότι ο Βασίλης Λυπηρίδης, χάρη στο ψηλόλιγνο, ελαφροϊσκιωτο σουλούπι του, τα γρήγορα πόδια και την προσήλωσή του στο στόχο μπορούσε να ματσάρει οποιονδήποτε στην άμυνα. “Έχω κληθεί να μαρκάρω από τον Τζον Κόρφα μέχρι τον Παναγιώτη Φασούλα και τον Ζόραν Σάβιτς. Στην προπόνηση ήμουν αυτός που έπεφτε πάνω στον Νίκο Γκάλη“. Παραδέχεται όμως γελώντας ότι “ποτέ δεν κατάφερα να τον σταματήσω. Ούτε μία φορά“.
Περισσότερο θυμάται τις μάχες με τον Τόνι Κούκοτς. “Τον ήξερα από τα εφηβικά μας χρόνια, ήμασταν συνομήλικοι και είχαμε βρεθεί αρκετές φορές αντίπαλοι με τις μικρές εθνικές ομάδες. Φυσικά αργότερα με τη Γιουγκοπλάστικα. Ήταν τεράστιος παίκτης“, σχολιάζει για τον θρυλικό Κροάτη με το αγέροχο στιλ, τον λευκό Μάτζικ.
Στα χρόνια που ο “Terminator” απογείωνε την κινηματογραφική καριέρα του Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ, ο Βασίλης Λυπηρίδης έδινε οντότητα στην έννοια εξολοθρευτής. “Υπήρχε πολλή τακτική ακόμη και εκείνη την εποχή. Και πολλή ανάλυση με βίντεο. Δεν κάναμε τίποτα τυχαία. Εγώ μάλιστα έπαιρνα έξτρα δουλειά μετά την προπόνηση με βιντεοκασέτες προκειμένου να μελετήσω το παιχνίδι κάθε αντιπάλου που μου είχε ανατεθεί. Δεν κοιμόμουν καλά-καλά“.
Οι επικίνδυνες αποστολές που αναλάμβανε ήταν κυρίως κατ’ εντολή του Γιάννη Ιωαννίδη. Γνωστό είναι αυτός τον πίστεψε, αυτός τον δούλεψε, αυτός τον εξέλιξε. Διότι άλλος παίκτης ήταν ο Βασίλης Λυπηρίδης του 1986 και άλλος εκείνος του 1991. Πέρα από πιο ώριμος, ήταν βελτιωμένος σε όλους τους τομείς. Ακόμη και στις βολές, εκείνο το… βάσανο της 1+1.
“Να ξέρει ο κόσμος πως οι παίκτες που ξοδεύουν πολλή ενέργεια στην άμυνα και παίζουν με δυναμισμό, δεν είναι εύκολο να χαλαρώσουν μυϊκά για να εκτελέσουν μια βολή“. Μεταξύ μας ο Αντρέ Τζόρνταν είναι πολύ χειρότερος όταν στέκεται για να σουτάρει από τη γραμμή.
“Ίσως αδίκησα πάντως τον εαυτό μου και την καριέρα μου γιατί προσαρμοζόμουν πάντα στις ανάγκες της ομάδας“, μας λέει και έχει… αποδείξεις γι’ αυτό διότι με την πάροδο των ετών έγινε ένας παίκτης που σούταρε αξιόπιστα από τα 5 μέτρα, έδινε πολλά περισσότερα επιθετικά από μερικά τελειώματα καρφώνοντας με τα δύο χέρια. “Και σίγουρα δεν είχα τις χρηματικές απολαβές που είχαν τα επόμενα χρόνια παίκτες με έφεση στην άμυνα“.
Μ’ ενοχλούσε, αλλά…
Μολονότι πάντως δεν κέρδισε χρήματα, έμαθε πολλά δίπλα σε ανθρώπους που τον εμπιστεύτηκαν. Ο “Ξανθός” ήταν ένας εξ αυτών, αν και παρεξηγήσιμος. Είχε το προσωπικό του στιλ “διάπλασης” παικτών. Είχε ξεσπάσματα, επικά, και πολλές φορές αντιπαιδαγωγικές μεθόδους. Οι νέοι τον έτρεμαν και άλλοι έφτασαν να μην του μιλάνε, όπως ο Ντράγκαν Τάρλατς αργότερα στον Ολυμπιακό. Όχι οι πάντες όμως.
“Όταν ήμουν μικρότερος μ’ ενοχλούσαν κάποιες συμπεριφορές, ήμουν πιτσιρικάς και έτσι σκεφτόμουν.Με την πάροδο των ετών πάντως κατάλαβα ότι είναι προτιμότερο ν’ ασχολείται ο κόουτς μαζί σου από το να μην ασχολείται καθόλου. Έδειχνε ότι τον ενδιαφέρεις, ότι σε υπολογίζει και όλο αυτό σού έδινε έξτρα κίνητρο να προσπαθήσεις“.
Ο Ιωαννίδης αυτός ήταν, δεν άλλαξε ποτέ όσο έμεινε στους πάγκους. Οξύθυμος και νευρικός. Ίσως ο τρόπος σκέψης του, η κοσμοθεωρία του, οι μαύρες γάτες και λοιπές δεισιδαιμονίες να επηρέαζαν τη γενικότερη συμπεριφορά του. Όλοι τον ήξεραν, τον είχαν μάθει και προσπαθούσαν να προσαρμοστούν χωρίς να επηρεάζονται σε υπέρμετρο βαθμό. “Οι παίκτες δεν ασχολούμασταν, αν και εννοείται πως εφόσον οι καταστάσεις επαναλαμβάνονταν καθημερινά γίνονταν συνήθεια. Όλοι πάντως είχαμε τα γούρια μας“, λέει ο Λυπηρίδης αρνούμενος ν’ ασπαστεί την επικρατούσα άποψη πως για το γεγονός πως ο Άρης δεν κατέκτησε ένα ευρωπαϊκό τρόπαιο επί των ημερών του ήταν συνδυασμός των παραπάνω.
Επιβεβαιώνει πάντως τη -σχεδόν ανέκδοτη- ιστορία με υπνωτισμό. “Σ’ ένα ξενοδοχείο που είχαμε καταλύσει με την ομάδα γινόταν ένα τέτοιο σεμινάριο και για πλάκα είπαμε να δοκιμάσουμε“. Εκείνο που διαψεύδει ήταν πως ο ίδιος στην προηγούμενη ζωή του αποκαλύφθηκε πως ήταν Γαλλίδα αγρότισσα, όπως ο “Ξανθός” είχε καταθέσει σε παλαιότερη συνέντευξή του. “Ήταν ένα αστείο που είπαμε μεταξύ μας. Ψάχναμε συνεχώς τρόπους εκτόνωσης από την ένταση των αγώνων“.
Διπλή χαρά να με αποδοκιμάζουν
Ένταση που δεν έλειπε από την μπασκετομάνα Θεσσαλονίκη, πριν, μετά τα καθηλωτικά ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ. Το κλίμα ήταν το λιγότερο πολωτικό και η πόλη, αν όχι όλη η Ελλάδα τότε, διχασμένη στα δύο. “Ούτε για καφέ μπορούσαμε να πάμε με παίκτες-φίλους του ΠΑΟΚ, μόνο στην Εθνική τα λέγαμε. Ούτε στο γήπεδο συναντιόμασταν, αφού οι προπονήσεις μας ήταν με κενό για ν’ αποφευχθεί οποιοδήποτε απρόοπτο”
Στο Παλέ, που τότε ήταν η κοινή έδρα Άρη και ΠΑΟΚ, η συνύπαρξη των οπαδών από τα δύο στρατόπεδα ανέβαζε ακόμη περισσότερο τη θερμοκρασία. “Να ξέρετε ότι δεν έχει καμία σχέση με ό,τι συμβαίνει σήμερα. Μην ξεχνάμε ότι παίζονταν οι κόποι μιας ολόκληρης χρονιάς“.
Ο ίδιος είχε γίνει σύνθημα της κερκίδας. Και για τους μεν, που τον αποθέωναν κάθε φορά που πατούσε στο παρκέ, και για τους δε, που τον γιουχάιζαν. “Όταν οι οπαδοί της ομάδας σου σ’ επευφημούν είναι μεγάλη ικανοποίηση. Διπλή χαρά όμως είναι όταν οι αντίπαλοι ασχολούνται μαζί σου. Δεν αναφέρομαι στο ύφος των συνθημάτων, τη ‘γλώσσα’ τους, αλλά στο γεγονός ότι σου έδιναν αξία. Οι αποδοκιμασίες μ’ έφτιαχναν πάρα πολύ ψυχολογικά“.
Ποτέ πάντως δεν προκάλεσε και αυτό το “κουβαλά” σαν παράσημο. Τιμή για έναν πολεμιστή. “Με εκτιμούσαν και μ’ εκτιμούν οι οπαδοί του ΠΑΟΚ γιατί ποτέ δεν χειρονόμησα, ποτέ δεν δημιούργησα πρόβλημα, ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκα“. Ειρηνοποιός ήταν, παρά το δυναμικό τρόπο παιχνιδιού του, και δεν ενεπλάκη σε καβγάδες. Μόνο για να χωρίσει. Όπως τον Γκάλη με τον Πρέλεβιτς τον Μάη του ’91, στον τελικό του πρωταθλήματος. “Δεν θυμάμαι ακριβώς πώς άρχισε όλο αυτό“. Το πώς κατέληξε πάντως είναι γνωστό.
Αυτό πάντως που θέλει διευκρινίσει, μιλώντας για τις προσωπικές εμπειρίες του, είναι πως “για εμένα δεν θα ήταν τιμή για εμένα ν’ αντιδράσω σε κάποιο σκληρό μαρκάρισμα όταν και εγώ ο ίδιος έπαιζα όσο πιο σκληρά μπορούσα τον αντίπαλό μου“.
Στο μετρό με τον… Ρόι Τάρπλεϊ
Στα 11 χρόνια που έμεινε στον Άρη, ουσιαστικά όλη την επαγγελματική καριέρα του, ο Βασίλης Λυπηρίδης βίωσε την άνοδο και την εκκωφαντική πτώση του αυτοκράτορα. Τη δόξα των συνεχόμενων τίτλων στην Ελλάδα (έξι πρωταθλήματα, πέντε κύπελλα) και την αίγλη των ευρωπαϊκών νικών-επιτυχιών, αλλά ταυτόχρονα τη διοικητική αστάθεια, τη δύσκολη εποχή Μητρούδη, τους απλήρωτους μήνες, την αποχώρηση βασικών παικτών και την κατάρρευση. Όλα!
Έζησε και τον ευρωπαϊκό τίτλο στο Τορίνο το ’93 και φυσικά τον Ρόι Τάρπλεϊ, “που κανείς καλύτερος απ’ αυτόν δεν ήρθε άλλοτε στην Ελλάδα” και πριν από τρεις ημέρες συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τον αιφνίδιο θάνατό του – μία από τις πάμπολλες μπασκετικές απώλειες μέσα στο 2015. Τον Άρη τον έμαθαν και στις ΗΠΑ λόγω Τάρπλεϊ. “Ήμουν στο μετρό της Νέας Υόρκης πηγαίνοντας σ’ έναν αγώνα μπέιζμμπολ και σε μια τυχαία κουβέντα αναφέρθηκε το όνομα του Άρη, τον οποίο κάποιοι πιτσιρικάδες ήξεραν από τον Ρόι. Τόσο μεγάλος ήταν“.
“Είχε αδυναμίες ως χαρακτήρας, αλλά και τεράστιες δυνατότητες ως παίκτης. Συνεργαστήκαμε άψογα όσο διάστημα έμεινε στην ομάδα“. Όπως και με κάθε άλλο ξένο που πέρασε από τη μεγάλη εκείνη ομάδα. Τον Μάικ Τζόουνς, τον Στόικο Βράνκοβιτς, τον Μπραντ Σέλερς, τον Τζέι Τζέι Άντερσον. “Ακομπλεξάριστοι“, είναι η λέξη που χρησιμοποιεί για να τους περιγράψει, αφού με κανέναν εξ αυτών ένιωσε ποτέ υποδεέστερος.
Πάντα ο Άρης ήταν πόλος έλξης, ομάδα αστέρων. Ξένων, αλλά κυρίως Ελλήνων. Του Γκάλη και του Γιαννάκη. Δύο ισχυρών προσωπικοτήτων με εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες. Χαρακτήρες που συγκρούονταν. “Είναι δύσκολες τέτοιες ισορροπίες στα αποδυτήρια“, παραδέχεται, χωρίς να θέλει να επεκταθεί, αφού “στις νίκες οι οποίες κόντρες παραβλέπονται. Ευτυχώς στην επιφάνεια δεν έβγαιναν πολλά, αφού η ομάδα κέρδιζε“. Κάθε νίκη βέβαια δεν σημαίνει τόσα πολλά, αν δεν είχε συνοδευτεί με καλή απόδοση και μεγάλη διαφορά. “Αυτός που πάντα είχε απαιτήσεις ήταν ο κόουτς. Δεν τον ένοιαζε μόνο το αποτέλεσμα, ήθελε μεγάλες νίκες, ειδάλλως είχαμε φωνές“.
Δεν ξαναχτίζεται αυτοκρατορία
Βέβαια από τον κυρίαρχο Άρη του τότε, τον Άρη του Γκάλη που τρόμαζε την Ευρώπη, έκανε διπλά στο Σπλιτ και στη Βαρκελώνη, πήγαινε ως φαβορί στο Μόναχο και στη Σαραγόσα, έχουν μεσολαβήσει πάρα πολλά. Η απότομη πτώση από τόσο μεγάλο ύψος προκαλεί κρότο και η ομάδα που μεσουρανούσε έφτασε να κινδυνεύσει υποβιβασμό, έγινε έρμαιο παραγόντων και έφτασε στο σημείο να χάσει το δικαίωμα απόκτησης ξένων παικτών λόγω ανεξόφλητων γραμματίων προς τρίτους. Ντροπή.
Η πρόσφατη έλευση της οικογένειας Λάσκαρη και εμπλοκή της στην ομάδα φαίνεται πως επαναφέρει τον Άρη στις ράγες. Οι αμαρτίες του παρελθόντος παύουν να ταλανίζουν το σύλλογο, οι νίκες είναι πια περισσότερες από τις ήττες και το οικοδόμημα χτίζεται από την αρχή με στέρεες, ως μοιάζουν, βάσεις. Κάθε βήμα τη φορά, χωρίς μεγαλοστομίες και φανφάρες. Με οδηγό το παρελθόν γιατί εκείνο τον Άρη λάτρεψε ο νυν ιδιοκτήτης του.
Ακόμη όμως η διαφορά είναι ορατή. “Είναι τέτοιες οι καταστάσεις στην αθλητική ζωή, διαφορετικά τα οικονομικά και όχι μόνο δεδομένα που εκείνος ο Άρης δεν μπορεί να δημιουργηθεί ξανά. Τέτοια αυτοκρατορία με ρεκόρ νικών δεν γίνεται να ξαναχτιστεί“.
Ας πετύχει τουλάχιστον ο Άρης το μεγάλο διπλό στο Μιλάνο. Όπως δεν κατάφερε τότε. Και αυτό μια κατάκτηση θα είναι…