Πέρασαν κιόλας τέσσερα χρόνια. Ο Κόμπι Μπράιαντ πέθανε σαν σήμερα, στις 26 Ιανουαρίου 2020, βυθίζοντας στο πένθος τον αθλητικό κόσμο.
Η είδηση έμοιαζε με ψέμα. Ήταν 26 Ιανουαρίου 2020 όταν άρχισε να κυκλοφορεί μία πληροφορία που σόκαρε τον κόσμο: Ο Κόμπι Μπράιαντ ήταν νεκρός σε ηλικία 41 ετών. Πέθανε σε δυστύχημα με ελικόπτερο, μαζί με την 13χρονη κόρη του, Τζιάνα.
Η λέξη “σοκ” χρησιμοποιείται συχνά. Αν κάποιος όμως έψαχνε μία είδηση στην οποία θα ταίριαζε πράγματι η λέξη “σοκ”, αυτή ήταν ο θάνατος του Κόμπι Μπράιαντ. Μία είδηση που συντάραξε τον κόσμο, βύθισε στο πένθος τον χώρο του αθλητισμού και όχι μόνο. Ο Κόμπι ήταν μόλις 41 χρονών. Στο ίδιο ελικόπτερο επέβαιναν εκτός από αυτόν και την κόρη του αλλα εφτά άτομα.
Οι επόμενες μέρες ήταν δύσκολες για όλο τον κόσμο. Στην τελετή των Λείκερς, μερικές ημέρες αργότερα, λύγισαν ακόμα και οι πιο δυνατοί. Αν ο Κόμπι ήταν ζωντανός, θα ήταν 45 ετών. Η κόρη του, Τζιάνα, θα ήταν 17 ετών και θα ετοιμαζόταν σιγά-σιγά να επιλέξει κολέγιο. Αυτή είναι η ιστορία του Κόμπι.
Ένα παιδί που μέτρησε τα άστρα
Πήρε το όνομά του από μία μπριζόλα που προέρχεται από μία ιαπωνική αγελάδα που τρέφεται με σαμπάνια. Αυτό είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνει κάποιος όταν ψάχνει την ιστορία του Κόμπι Μπράιαντ. Όταν μαθαίνεις κάτι τέτοιο, δεν γίνεται να μην συνεχίσεις να ψάχνεις πληροφορίες.
Υπάρχουν πολλές ιστορίες που ακολουθούν τον Κόμπι. Πάρα πολλές. Οι περισσότερες είναι γνωστές. Το γεγονός αυτό από μόνο του αρκεί για να καταλάβει κάποιος πόσο ξεχωριστός ήταν ο Κόμπι. Γιατί όμως αλήθεια ήταν τόσο ξεχωριστός;
Ο Κόμπι ήταν φαινόμενο. Και ο λόγος δεν ήταν μόνο το ταλέντο του. Ο λόγος ήταν ότι – την δεκαετία του 90’ – ο Κόμπι υπήρξε πρακτικά ο πρώτος παίκτης στην ιστορία του ΝΒΑ που χρειάστηκε να διαχειριστεί το γεγονός ότι ήταν σταρ πριν ακόμα ενηλικιωθεί. Ο πρώτος παίκτης που έκανε πραγματικά τους πάντες να σκεφτούν ότι είναι Ο εκλεκτός. Ότι είναι αυτός που θα μπορέσει να διαδεχθεί τον Μάικλ Τζόρνταν.
Η ζωή του έμοιαζε με παραμύθι. Γιος πρώην NBAερ, του Τζον Μπράιαντ, μεγάλωσε στην Ιταλία, όπου ξεκίνησε να ασχολείται με το μπάσκετ σε ηλικία τριών ετών. Ήταν 12 ετών όταν νίκησε σε διαγωνισμό τριπόντων επαγγελματίες παίκτες. Μετά την απόσυρση του πατέρα του από τα παρκέ, η οικογένεια Μπράιαντ επέστρεψε στις ΗΠΑ και ο Κόμπι πήγε Γυμνάσιο στην Φιλαντέλφεια, όπου έμελλε να τα διαλύσει όλα.
Ο Κόμπι φοίτησε στο Λόουερ Μέριον, όπου έγινε ο πρώτος πρωτοετής έπειτα από 10ετίες που χρίστηκε βασικός στην ομάδα του. Στα τέσσερα χρόνια που έμεινε εκεί το όνομά του γιγαντώθηκε. Ο μύθος του άρχισε να παίρνει μορφή. Όλος ο κόσμος μιλούσε για ένα παιδί-φαινόμενο. Δεν υπήρχαν VIDEO τότε. Ήταν η δεκαετία του 90′. Δεν υπήρχε youtube. Απλώς ιστορίες που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα. Και ήταν όλες αληθινές.
Όταν ο Κόμπι αποφοίτησε από το Γυμνάσιο, τον πλησίασαν όλα τα μεγάλα κολέγια. Με έναν άλλο απόφοιτο Γυμνασίου όμως, τον Κέβιν Γκαρνέτ, να επιλέγεται έναν χρόνο νωρίτερα (1995) στο Νο5 του ΝΒΑ Draft, ο Κόμπι θεώρησε ότι μπορούσε και αυτός να ακολουθήσει το παράδειγμά του. Δεν πήγε ποτέ σε κάποιο κολέγιο. Αποφάσισε ότι το μέλλον του ήταν στο ΝΒΑ.
Οι Νετς, οι Λέικερς και ο Τζέρι Γουέστ
Ο Κόμπι Μπράιαντ πέρασε από πολλά δοκιμαστικά ομάδων. Εντυπωσίασε σχεδόν σε όλα, σε βαθμό που οι Νετς είχαν ως στόχο να τον επιλέξουν στο Νο8 του NBA Draft 1996. Την ίδια στιγμή, οι Λέικερς θέλησαν να τον δουν. Για την ακρίβεια, ο Τζέρι Γουέστ ήθελε να τον παρακολουθήσει. Αλλά δεν είχε σκοπό να του κάνει την ζωή εύκολη. Τουναντίον, ήθελε να τον τεστάρει όπως κανέναν άλλο. Ήξερε ότι είναι ξεχωριστός, αλλά πόσο ξεχωριστός ήταν αλήθεια; Για να μάθει την απάντηση, φώναξε μαζί του έναν θρύλο των Λέικερς: Τον Μάικλ Κούπερ.
O Κούπερ ήταν επίτιμο μέλος των Λέικερς του “Showtime” του Μάτζικ Τζόνσον και αμυντικός της χρονιάς στο ΝΒΑ το 1987. Είχε αποσυρθεί από τα παρκέ το 1990, ωστόσο στα 40 του χρόνια ήταν σε εξαιρετική κατάσταση και μέλος του προπονητικού επιτελείου των Λέικερς. Ο Γουέστ λοιπόν τον έβαλε στο παρκέ απέναντι στον 17χρονο τότε Κόμπι και του ζήτησε να τον μαρκάρει. Για 30 λεπτά θα έπρεπε να τον παίξει άμυνα, να τον ζορίσει, να τον σπρώξει, να τον πιέσει. Ο Κούπερ – τον οποίο κάποτε ο Λάρι Μπερντ είχε χαρακτηρίσει τον καλύτερο αμυντικό που είχε αντιμετωπίσει – τον άκουσε. Αλλά δεν περίμενε αυτό που θα ακολουθούσε.
Ο θρασύς πιτσιρικάς δεν φάνηκε να ενδιαφέρεται για το ποιον είχε απέναντί του. Δεν έδειξε καθόλου φόβο. Απλώς τον διέλυσε σκοράροντας διαρκώς από την περιφέρεια. Όταν το παιχνίδι πήγε στο post, με τον Κόμπι να πρέπει να παίξει με πλάτη στο καλάθι, το αποτέλεσμα ήταν ίδιο. Υπάρχουν μαρτυρίες που αναφέρουν ότι κάποια στιγμή σημείωσε 10 ή 12 συνεχόμενα fade away σουτ! “Εντάξει, είδα αρκετά” είπε ο Τζέρι Γουέστ και τους έβγαλε από το γήπεδο.
Λίγες ημέρες αργότερα, ξανακάλεσε τον Κόμπι και τον έβαλε να παίξει κανονικό μονό με έναν παίκτη που ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος και μόλις είχε οδηγήσει το Μισισιπί Στέιτ στο Final Four. Το όνομά του ήταν Ντόντα Τζόουνς (πέρασε από τον Απόλλωνα Πάτρας την σεζόν 2003/04), με τον νεαρό φόργουορντ να είναι ψηλότερος (2.03 μέτρα έναντι 1.98 μέτρα του Κόμπι) και βαρύτερος κατά περίπου 15 κιλά. Ο Κόμπι τον διέλυσε. Ο Γουέστ δεν χρειαζόταν να δει τίποτα άλλο. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να βρει έναν τρόπο να φέρει αυτό τον πιτσιρικά στο Λ.Α.
Οι Λέικερς είχαν το Νο24, αλλά ήξεραν ότι ο Κόμπι δεν θα έφτανε μέχρι εκεί. Χρειαζόταν να βρουν έναν τρόπο να επιλέξουν ψηλότερα. Η λύση ήρθε μέσω Σάρλοτ, με τους Χόρνετς να δέχονται να τους στείλουν το Νο13 του ΝΒΑ Draft για χάρη του Βλάντε Ντίβατς, ανοίγοντας τον δρόμο για να υπογράψουν οι Λέικερς ως ελεύθερο τον Σακίλ Ο’Νιλ. Έμενε τώρα να βρεθεί τρόπος να μην επιλέξουν οι Νετς τον Κόμπι.
Ο τρόπος βρέθηκε και ήταν αρκετά απλός: Ο Κόμπι είπε στους Νετς ότι δεν θέλει να παίξει σε αυτούς και πως αν τον επέλεγαν θα πήγαινε να παίξει μπάσκετ στην Ιταλία όπως ο πατέρας του. Πολλά χρόνια αργότερα, ο Κόμπι παραδέχθηκε ότι είχε πει ψέματα. “Θα πήγαινα να παίξω ακόμα και στο φεγγάρι αν χρειαζόταν” είχε δηλώσει. Όπως και να έχει, οι Νετς τον πίστεψαν και επέλεξαν τον Κέρι Κιτλς. Ο δρόμος για τους Λέικερς είχε ανοίξει.
Η πορεία προς την δόξα, τα πρωταθλήματα και ο τσακωμός με τον Σακ
Ο Κόμπι Μπράιαντ μπήκε στο ΝΒΑ το 1996 με την ταμπέλα του “Νέου Τζόρνταν” να τον ακολουθεί. Η ρούκι χρονιά του (1996/97) δεν ενθουσίασε, αφού είχε 7.6 πόντους και 1.9 ριμπάουντ μέσο όρο σε 15.5 λεπτά συμμετοχής, όντας το back up του Έντι Τζόουνς. Σαν να μη έφτανε αυτό, στα playoffs ήταν ο μοιραίος παίκτης για τους Λέικερς στην σειρά του δεύτερου γύρου με τους Τζαζ, αφού στο κρίσιμο Game 5 έκανε μαζεμένα airball στο τέλος του αγώνα, με την ομάδα του να αποκλείεται. Ο κόσμος όμως τα συγχώρεσε όλα αυτά. Ο κόσμος ήδη τον λάτρευε και του το έδειξε άμεσα.
Την δεύτερη σεζόν του στο ΝΒΑ (1997/98) ο Κόμπι ήταν ακόμα παγκίτης, εκτοξεύοντας τους αριθμούς του στους 15.4 πόντους και 3.1 ριμπάουντ μέσο όρο σε 26 λεπτά συμμετοχής. Ήταν όμως και κάτι ακόμα: All Star! Ο κόσμος ήθελε να τον δει στο All Star Game και τον ψήφισε, στέλνοντάς τον στη μεγάλη γιορτή του ΝΒΑ να αντιμετωπίσει το είδωλό του, τον Μάικλ Τζόρνταν. Το άστρο του είχε ήδη αρχίσει να ανατέλει. Το ΝΒΑ περίμενε από αυτόν να γίνει ο επόμενος σταρ της λίγκας και δεν θα απογοητευόταν.
Από την σεζόν 1998/99 κι έπειτα, ξεκίνησε η πραγματική εκτόξευση του Κόμπι. Χρόνο με τον χρόνο, σεζόν με την σεζόν, ο Κόμπι γινόταν όλο και καλύτερος. Οι αριθμοί του ανέβαιναν διαρκώς. Το δίδυμο που συνέθεσε με τον Σακίλ Ο’Νιλ ήταν το καλύτερο στο ΝΒΑ. Οι Λέικερς κατέκτησαν τρία σερί πρωταθλήματα (2000-2002) και έγιναν ξανά υπερδύναμη. Δύο χρόνια αργότερα (2003/04) έφτασαν ξανά στους τελικούς, αλλά έχασαν το πρωτάθλημα από τους Πίστονς με 4-1. Τότε ήταν που η κόντρα του Κόμπι με τον Σακίλ Ο’Νιλ ξέφυγε από κάθε έλεγχο, με τον Μπράιαντ να λέει “ή αυτός, ή εγώ”. Οι Λέικερς επέλεξαν αυτόν και έστειλαν τον Σακ στο Μαϊάμι.
Η νέα καριέρα χωρίς τον Ο’Νιλ και ο Γκασόλ
Ο Κόμπι έγινε αντικείμενο κριτικης. Πολλοί είπαν ότι ήταν εγωιστής. Η υπόθεση όπου κατηγορήθηκε για βιασμό μίας κοπέλας στο Ντένβερ το 2003 (οι κατηγορίες κατέπεσαν στην συνέχεια) δεν βοήθησαν. Ο Κόμπι δεν ήταν πλέον το καλό παιδί. Ο ίδιος όμως δεν θέλησε να απαντήσει. Το μόνο που ήθελε ήταν να παίζει μπάσκετ. Και μέσα στο γήπεδο έδωσε τις καλύτερες απαντήσεις.
Ο – χωρίς Ο’Νιλ – Κόμπι ήταν μία πολεμική μηχανή. Την σεζόν 2005/06 είχε 35.4 πόντους μέσο όρο, ενώ σε έναν αγώνα κόντρα στους Ράπτορς σημείωσε 81 πόντους, στην δεύτερη καλύτερη επίδοση στην ιστορία του ΝΒΑ. Κάθε παιχνίδι ήταν και ένα σόου.
Αυτό δεν του έφτανε όμως. Για να είναι καλά, ήθελε να πάρει ένα πρωτάθλημα ακόμα. Έμελλε να πάρει δύο, χάρη στην πολύτιμη βοήθεια του Πάου Γκασόλ, μαζί με τον οποίο οδήγησαν τους Λέικερς στην κατάκτηση δύο σερί πρωταθλημάτων, το 2009 και το 2010, με τον Κόμπι να αναδεικνύεται MVP των τελικών.
Η εξαετία που ακολούθησε είχε πολλές καλές και κακές στιγμές. Ο Κόμπι συνέχισε να σκοράρει όπως και όποτε ήθελε. Πέρασε σοβαρούς τραυματισμούς, αλλά συνέχισε να είναι εκεί. Την τελευταία σεζόν του (2015/16) όλο το ΝΒΑ τον αποθέωσε. Από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο παιχνίδι που πάτησε παρκέ. Αυτό το παιχνίδι ήρθε κόντρα στους Τζαζ, στις 13 Απριλίου 2016, όταν σταμάτησε στους 60 πόντους στη νίκη της ομάδας του με 101-96. Στον καλύτερο δυνατό επίλογο στην καριέρα του.
Ο Κόμπι τελικά μπήκε στο Hall of Fame. Μετά θάνατον. Τον έβαλαν εκεί η σύζυγός του, Βανέσα, μαζί με τον Μάικλ Τζόρνταν, με την σύντροφό του να συγκλονίζει στην ομιλία της, λέγοντας μεταξύ άλλων ότι “το σημαντικότερο κατόρθωμά του ήταν ότι έγινε ο καλύτερος πατέρας για τα κορίτσια του. Σε κάθε ζωή, πάλι εσένα θα διάλεγα. Συγχαρητήρια μωρό μου, τα κατάφερες, είσαι στο Hall of Fame τώρα. Είσαι ένας αληθινός πρωταθλητής, όχι απλώς ένας MVP. Είσαι ένας σπουδαίος. Είμαι περήφανη για εσένα, θα σε αγαπώ για πάντα Κόμπι Μπιν Μπράιαντ”.
Ο κόσμος τον γνώρισε παιδί και τον είδε να γίνεται άνδρας
Μπορεί κάποιος να σταθεί σε πολλά πράγματα στον Κόμπι. Στους αριθμούς του. Στα 5 πρωταθλήματά του. Στο πόσο δημοφιλής ήταν. Στην εργατικότητά του. Στο τέλος της ημέρας, ο Κόμπι ήταν ο Κόμπι για έναν πολύ απλό λόγο: Έμοιαζε θνητός και Θεός μαζί. Δεν ήταν τέλειος, αλλά κυνηγούσε την τελειότητα όσο λίγοι πριν και μετά από αυτόν. Δεν ήταν ο Μάικλ Τζόρνταν, αλλά ποτέ κανείς δεν έφτασε πιο κοντά στο να μοιάζει στον Μάικλ Τζόρνταν. Ήταν όμως πάντα ο Κόμπι Μπράιαντ.
Ο Κόμπι Μπράιαντ άφησε πίσω του μία τεράστια κληρονομιά. Εκατοντάδες ιστορίες να τον ακολουθούν, με κάποιες να φτάνουν στα όρια του μύθου. Σκόραρε χιλιάδες πόντους. Σημείωσε buzzer-beater. Ήταν ένας θρύλος. Ένας άνθρωπος που έφτασε πιο ψηλά από όσο μπορούσε, επειδή δούλεψε όσο ελάχιστοι. Η απώλειά του είναι τεράστια. Και ο λόγος δεν είναι μόνο όσα έκανε στο παρκέ. Ο λόγος είναι όσα θα μπορούσε να κάνει έξω από αυτό.
Πηγή: sport24.gr