Γνώρισα πολλούς ανθρώπους να έχουν μια ζωή που κυλάει με πρόγραμμα. Σε κουτάκια, που λέμε. Βαρετά. Βαρετά για εμένα, βέβαια, καθώς για τους ίδιους πιθανόν αυτό να ήταν και να είναι ευτυχία. Ή και όχι…
Γνώρισα κάμποσους ανθρώπους που άλλαξαν την ζωή τους. Πήραν αποφάσεις οι ίδιοι ή τους οδήγησε η μοίρα, που λέμε, οι συγκυρίες, πες το όπως θες, να αλλάξουν δρόμο. Ξεβολεύτηκαν, μπερδεύτηκαν ή ορίστηκαν απ’ την αρχή τα μέτρα και τα σταθμά. Καινούργιο ζύγι. Πιθανόν να βρήκαν ευτυχία σε αυτό. Μπορεί και όχι…
Η παρέα
Όταν κάθεσαι να μελετήσεις, να κουβεντιάσεις, να αραδιάσεις σκέψεις και να τις βάλεις σε σειρά, για φαινόμενα αυτό είναι αδύνατον να κλειστεί σε λίγες αράδες, σε παραγράφους, σε λέξεις, σε άρθρα. Πώς ορίζεις το συναίσθημα; Πώς δίνεις, γραπτά, την έκφρασή του. Βλέπεις κάποιον στον δρόμο και σε ρωτάει “Τι κάνεις; Είσαι καλά;” κι εσύ απαντάς μηχανικά, “Καλά είμαι. Εσύ;”, για να σου επιστρέψει το κλασικό “Όλα καλά”. Το ψέμα. Ο ορισμός του. Η συνθήκη να είναι όλα καλά ή και όλα άσχημα είναι παρά φύσιν. Ανισορροπία. Αφύσικο. Ψευδαίσθηση. Μίζερη επανάληψη τσιτάτων, για να πεις βιαστικό “γεια”. Η κοινωνία του βιαστικού, του γρήγορου, του εύκαιρου. Αυτή που, λες και, δεν θέλει να “ζει στα γεμάτα”. Με τα σωστά, τα καλά, μα και με τα κακά, τα άσχημα.
Γνώρισα ανθρώπους που οι καρδιές και οι αγωνίες μας μοιράζονταν κι ας ήμασταν από άλλες κάστες, τάξεις κοινωνικές, καταβολές, πόλεις ή και χώρες.
“Χέρια! Χέρια ρεεεεε”. Τύμπανο να βαράει, κασκόλ δεμένο στον καρπό, περασμένο στην ζώνη, φάτσες γνωστές τριγύρω.
“Άρης”! Ξανά και ξανά και τώρα πιο γρήγορα. Μια γενιά απ’ τις πολλές. Πρέπει να είναι πέντε ή και έξι, με την πιο νέα. Εκατόν εννιά χρόνια. Κάποιοι λίγο πριν. Οι ιδρυτές, οι εμπνευστές, οι οραματιστές. Αυτοί που μαζεύτηκαν, σε ένα καφενείο, η παρέα.
Μία παρέα η ζωή μου στις κιτρινόμαυρες κερκίδες. Στην θέα των χρωμάτων, όπου έπαιζαν αυτά. Στην θέα μίας φόρμας ενός αθλητή. Στίβος, μπάσκετ, ποδόσφαιρο, βόλεϊ. Ένα σήμα, κοινά όνειρα, ένα δέσιμο, μία πανσπερμία. Ανθρώπων και πολιτισμών.
Ουτοπία
Η Θεσσαλονίκη του 1914, η Ελλάδα του τότε, φαντάζει σαν ένα όνειρο πολύ πολύ μακρινό. Έτρεξε ο χρόνος και η ζωή. Πρέπει να ανοίξει κάποιο βιβλίο, να ψηλαφήσει της σελίδες του, κάποιος, για να βρει λίγες εικόνες, μυρωδιές του τότε. Να περπατήσει, ίσως, σε καμιά γειτονιά της πόλης, απ’ τις λίγες εναπομείνασες, παλιά, πλακόστρωτη. Χαρμάνι ανακατεμένο, σεκλέτια, κουβέντες γειτόνων με ψάθινες καρέκλες. Υπάρχουν ακόμα. Ψήγματα ρομαντισμού. Με τέτοια πηγαίνω στο γήπεδο, στο Χαριλάου, στο Κλεάνθης Βικελίδης μετέπειτα. Πέρασα από στάδια. Ωρίμανση λέγεται. Απ’ την ορμή και τον θυμό της νιότης, στον οπαδισμό της επόμενης ηλικίας, στο όριο της οργής.
Το χέρι του αδερφού και του φίλου, η κουβέντα, η ζύμωση, η φιλοσοφία μέσα από γεγονότα που βίωνε η ομάδα, ο Σύλλογος και από κοντά κι εμείς. Όλα τα στάδια του ερωτευμένου. Τυφλή καψούρα, ζήλια, μια αγκαλιά και μια μπινελίκι. Αγάπη. Αυτή που ήρθε και κατακάθισε. Να βλέπω την φανέλα. Την κιτρινόμαυρη. Το σήμα. Άρης. Μόνο. Όλο. Πιστά ακολουθώ. Δεν έχω προσδοκίες και αυτό απελευθέρωσε κάθε υγιές κύτταρό μου. Απροϋπόθετη παρουσία, χωρίς καβάντζα καμιά, που λέγαμε παλιά, στα μικράτα μας!
Το θυμίζει συχνά ο Λιούι. “Ο Άρης είναι ουτοπία”! Βαριά κουβέντα. Σημαντική. Με βάθος, με ουσία. Με μάχες κρατηθήκαμε. Για χρόνια. Με μάταιο πετροβόλημα σε ανεμόμυλους. Δον Κιχώτες, με προορισμό το τίποτα. Και μετρηθήκαμε και ήμασταν και είμαστε πολλοί. Σε πείσμα. Καιρών και όλων όσων παραμένουν και παραφυλάνε σε γωνιές. Για να κλέψουν. Δεν μπορείς να κλέψεις το συναίσθημα, δεν μπορείς να αλλοιώσεις την πορεία, την ιστορία, την παρουσία. Δεν πολεμιέται η ουτοπία μας!
Δεν θέλουμε θλιμμένους στην γιορτή μας
Ο Άρης Θεσσαλονίκης γέννησε χιλιάδες σωματεία. Αδερφικά. Άρης εδώ, Άρης εκεί, σε πόλεις και χωριά όλης της Ελλάδας, του εξωτερικού. Άρης όλων των Ηπείρων. Παντού. Δεν κλείνεται τίποτα από όλα αυτά σε ένα ή δύο γήπεδα. Κινείται στον αέρα. Υπάρχει. Κιτρινίζει την ατμόσφαιρα, το μέσα και το έξω. “Κιτρίνισε ολόκληρη η Ελλάδα”! “Ταξιδεύω, για σένα. Σε όλη την Γη”! Εκεί. Όπου κι αν πας. Ήμουν, ήμασταν κοντά σου κι ας βρισκόμασταν στην άκρη του Αιγαίου, κουβαλώντας μία τηλεόραση σε ένα γιαπί, απλά για να σε δούμε. Κι ας ήμασταν σε μια σκοπιά, στα σύνορα, με ένα τρανζίστορ να παλεύει να πιάσει σήμα, να ακούσουμε σκάρτα τα δέκα τελευταία λεπτά. Να προλάβουμε την έφοδο. Να μην μας προλάβει αυτή.
Κίτρινο και μαύρο. Μια έφοδος στην ζωή του καθένα και της καθεμιάς, που έγινε σε χρόνο ανύποπτο. Ο πατέρας και το παιδί απ’ το χέρι. Ο φίλος τον φίλο. Ο συμμαθητής. Ο παλιός συμφοιτητής. Έλα μία βόλτα, στην γιορτή μας. Θα δεις. Δεν θέλουμε θλιμμένους! Όσα και να γίνουν, όσο και να επηρεάζει η κουλτούρα της συνύπαρξης με ανθρώπους γαλουχημένους στην κλάψα, στην δικαιολογία, δεν θα γίνω σαν αυτούς. Ούτε εσύ. Το ξέρεις. Ο Σύλλογος που ιδρύθηκε την 25η Μαρτίου του 1914, αυτός που συμμετείχε στον πρώτο αγώνα ελληνικής ομάδας με ξένη, αυτός που είχε τον πρώτο μαύρο αθλητή, ο Άρης της Θεσσαλονίκης και της Ελλάδας όλης, βγήκε από μία μυρωδιά Ελλήνων που συνυπήρχαν με Αρμένιους, σε μια Θεσσαλονίκη που οι Τούρκοι και οι Εβραίοι της, της έδιναν υπερπολιτισμικό χαρακτήρα. Είναι παιδί της καρδιάς της. Ο Άρης είναι πάνω από πρόσωπα κι ας τον υπηρέτησαν χιλιάδες, τιμώντας τα χρώματά του κι ας τον ακολούθησαν και τον ακολουθούν εκατομμύρια, που συντονίζονται με τα όνειρά του. Άλλοτε τους τραβούσε αυτός, άλλοτε αυτοί. Είναι ζωντανή σχέση ο Άρης. Κάποιοι τον λένε θεό, άλλοι ιδέα, καψούρα, το άλλο μισό, τακίμι, φίλο, κολλητό. Οτιδήποτε. “Πάνω απ’ όλα ο Άρης”, ψιθύρισε ο θρυλικός Βαγγέλης Συρόπουλος, ο “τάπας”. Γιόρταζε κι αυτός τέτοια μέρα.
Είναι νταλγκάς και καημός ο Άρης. Ωραίος καημός. Στενοχώρια, θλίψη, πόθος, επιθυμία, βάσανο. Έτσι ορίζεται η λέξη. Βγαίνει απ’ την φωτιά. Εκεί έχει τις ρίζες της. “Αν δεν καείς εσύ, αν δεν καώ κι εγώ”! Σε ένα φυτίλι, σε μια κερκίδα, σε μια γέφυρα, στην Εθνική οδό, σε ένα μικρό νησάκι του Αιγαίου, σε μία κορυφή της Πίνδου. Μία φλόγα που δεν σβήνει, κιτρινόμαυρη. Ένα κάψιμο, ένας εξαγνισμός. Ένα συναίσθημα, μπερδεμένο χαρμάνι, σαν τις μυρωδιές της Σαλονίκης του τότε, που σε γέννησε. Κλάμα και δάκρυ, σκοτείνιασμα και γέλιο, πόνος και χαμόγελο. Κίτρινο και μαύρο, μαύρο και κίτρινο.
Στα Κάστρα, στην Περαία, στο Μπαχτσέ Τσιφλίκι, στο Ντεπώ, ανατολικά και δυτικά, νότια και βόρεια, στο λιμάνι, στην γέφυρα των στεναγμών. Οι συνθέτες και οι ποιητές σε θυμίζουν, Άρη.
Γνώρισα ανθρώπους που έζησαν ήσυχα, απλά, αθόρυβα. Μπορεί να τους άρεσε, μπορεί και όχι. Γνώρισα κι άλλους, που έκαναν φασαρία. Φώναξαν και τώρα ησύχασαν αρκετά. Το βαρύ καϊμάκι της ζωής τους, κατακάθισε. Άλλαξαν τα ζύγια τους. Μαζί τους κι εγώ. Άλλαξα μέτρα και σταθμά. Καημό δεν άλλαξα! Έχει χρώμα κιτρινόμαυρο, τον λένε Άρη!
109 χρόνια! Χρόνια πολλά, αγάπη μου γλυκιά!
Μια ζωή!!
Και άλλη μία…
Και όσες χρειαστεί!
Μόνο, Άρης! Όλο Άρης!
Σάββατο, 25 Μαρτίου 2023
“ο Χιούι”